Σπίτι στο Μουστό
Κείμενο: Γιώργος Μπούτλας*
φωτογραφία,
Αθηνά Γκριτζάλα **
Ήταν τα βράδια αυτά μετά που έφυγε η Μαρία. Είχε ένα
φεγγάρι παγωμένο που γυάλιζε δρόμους ασημένιους πάνω στην χειμωνιάτικη
λίμνη. Τα πουλιά είχαν κατέβει μέρες τώρα κουρασμένα από τα ταξίδια τους
από την άλλη άκρη του κόσμου απ’ όπου έρχονταν ως εδώ για να
ξαποστάσουν και δεν έλεγαν να φύγουν. Έβλεπε από το ανοιχτό παράθυρο τις
σκιές τους πάνω στο φεγγαρόφωτο, έλαμναν αργά σαν θλιμμένα και κάπου
κάπου πετάγονταν φτερακίζοντας λίγο πιο πέρα για να χαθούν στα καλάμια
τρομαγμένα, ποιος ξέρει από τι.
Άφηνε το παράθυρο ανοιχτό παρά την τσουχτερή παγωνιά, του άρεσε η
λάμψη του φεγγαριού μέσα στο σπίτι ανεμπόδιστη να ασημώνει το πάτωμα,
τα κάγκελα του κρεβατιού, την κανάτα με το νερό, την καρέκλα με τα ρούχα
πάνω της, δίνοντας την απόκοσμη μαγεία της ψυχρής πνοής της στον κόσμο
του που κρύωνε αργά μέσα κι έξω.
Είχε πακετάρει τα λίγα της πράγματα σιωπηλή σε ένα ταξιδιωτικό σάκο, αυτόν τον ίδιο που είχε έρθει εδώ πριν το καλοκαίρι, δεν ήθελε να ακούσει τίποτα για να μείνει άλλο, όλα τα λόγια του έπεφταν στην μαύρη τρύπα των ματιών της που δεν τον κοίταγαν πια, ανέκφραστη, κλειστή, απροσπέλαστη, ήθελε απλά να φύγει. Το τελευταίο βράδυ είχαν πέσει σιωπηλοί πλάι πλάι στο σιδερένιο κρεβάτι με το πολυκαιρισμένο στρώμα. Το ‘χε βρει εκεί μέσα το κρεβάτι, όταν κατοίκησε το ξύλινο προκατασκευασμένο σπίτι με τους δύο ορόφους δυο χρόνια πριν, ήταν το μόνο έπιπλο στον πάνω όροφο μαζί με ένα μισοχαλασμένο ψυγείο στην κουζίνα στο ισόγειο και μια παλιά σερβάντα, που τα συρτάρια της αντιστέκονταν στο άνοιγμα και έτσι την είχε αφήσει αχρησιμοποίητη στην θέση της σαν αντίκα. Ένοιωθε το δέρμα της λεκάνης της απαλό στο πλάι του, με το σκληρό κόκκαλο από τα λαγόνια από κάτω, ήταν στεναχωρημένος που θα ‘φευγε, δεν έλεγε τίποτα όμως, αυτή ήταν η συμφωνία τους από την αρχή, όχι δεσμεύσεις. Νωρίτερα είχαν ανοίξει ένα κρασί που φύλαγε καιρό, συνήθως έπιναν χύμα από ένα μαγαζί στον Άγιο Ανδρέα, ήταν παραγωγή του μαγαζάτορα, καλό κι αυτό, αλλά τώρα έπρεπε να το γιορτάσουν που έφευγε, είχε ανοίξει το πιο καλό, το σφραγισμένο. Μαλαγουζιά με κάτι άλλο ήταν, ένα λευκό με έντονο άρωμα, είχαν φτιάξει και μια ομελέτα στο γκάζι, ένα πένθιμο δείπνο γεμάτο σιωπές, μεγάλες παύσεις στην μουσική τους που είχε πάψει να ακούγεται. Είχαν ζεστάνει το δωμάτιο με μια ηλεκτρική σόμπα, αλλά αυτή έστεκε γυμνή πλάι του στο κρεβάτι, ακίνητη, σαν παγωμένη.
«Δεν θέλω να στεναχωριέσαι» του είχε πει, «όλα θα είναι εντάξει θα δεις, θα πηγαίνεις για ψάρεμα και για μπάνιο στην λίμνη, την Άνοιξη θα ξανάρθω»…
Δεν της είχε απαντήσει.
«Μπορεί και να ξανάρθω» είπε λιγότερο σίγουρη αυτή την φορά.
«Θες να είμαι το κορίτσι σου;» Έκανε μια απότομη στροφή και ανέβηκε πάνω του, οι κοντοκουρεμένες τρίχες της ήβης της τον πόνεσαν, ήταν κρύος, αδιάφορος, ένοιωσε τον ψεύτικο ενθουσιασμό της, το θέατρο της παρηγοριάς.
«Έλα, να είμαι το κορίτσι σου για τελευταία φορά αυτόν τον χειμώνα…» Χάιδεψε ανόρεχτα τους ώμους της, του άρεσαν οι ώμοι της έτσι γερμένοι, ελλειπτικοί, του θύμιζαν καμπύλες μίσχων μικρών λουλουδιών, που δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος από τα άνθη και λυγίζουν.
«Έλα, να είμαι το κορίτσι σου, το μικρό κορίτσι που του μαθαίνεις τον έρωτα!»… Ήταν το παιχνίδι τους αυτό, υποτίθεται ότι του άρεσαν τα μικρά κορίτσια, δεν ήξερε κι αυτός πώς της είχε κατέβει αυτό, κι αυτή ήταν ένα μικρό κορίτσι, που του μάθαινε αυτός τον έρωτα. Το ‘χε δεχτεί χωρίς συζήτηση, τα σενάρια βοηθάν την πραγματικότητα, το ‘ξερε καλά αυτό, αν και το σενάριό της ήταν άσχετο με αυτό που ακολουθούσε, αυτή είχε την πρωτοβουλία συνήθως, αυτή παρασυρόταν στα βαθιά, πήγαινε αλλού σφιγμένη πάνω του, την ένοιωθε, σε ένα μέρος μόνο οσμές και αγγίγματα, καθόλου βλέμματα ή λόγια, ένα πρωτόγονο κόσμο όπου γίνονταν βίαιη, το βλέμμα της άδειαζε όσο κράταγε αυτό, και μόνο μετά έρχονταν η όραση στις κόρες της, όταν με ψεύτικο νάζι τον ρώταγε κοιτώντας τον στα μάτια, σαν να θελε να ανιχνεύσει τι πραγματικά είχε νοιώσει απ’ όλο αυτό. «Ήμουνα το κορίτσι σου; Το καλό καλό κορίτσι σου;» Δεν της είχε απαντήσει, έμειναν αγκαλιά μετά, στο φεγγαρόφωτο που έμπαινε από το παράθυρο, φωτίζοντας τα κορμιά τους από την μέση και κάτω, σαν ψάρια που τα λέπια του κορμιού τους λαμπύριζαν σε ένα θολό βυθό. Ένοιωσε πως το φεγγάρι τους παρακολουθούσε με μια αμφίβολη πρόθεση, άκουγε την ανάσα της μετά που κοιμήθηκε ήσυχη μέσα στο δωμάτιο, ενώ απέξω έρχονταν το ροχαλητό της λίμνης, μια ανάσα ξένη, βαριά, γεμάτη κρωξίματα, συρσίματα, υλακές, τετερίσματα, πνιχτές κραυγές και σιγανούς παφλασμούς, απότομα φτερακίσματα, και τσακίσματα καλαμιών από ζώα που παραμόνευαν το ένα το άλλο, σφαγές και ζευγαρώματα μέσα στο απαλό σκοτάδι, ενώ σπόροι αμίλητοι ανάδευαν τις φύτρες τους μέσα στον λασπερό βυθό.
Την
πήγε με την βέσπα ως τα ΚΤΕΛ, μια παλιά βέσπα, αγορασμένη ευκαιρία από
τρακάρισμα, την είχε επισκευάσει κοψοχρονιά σε φίλους, την είχε βάψει
μόνος του με ένα μπλέ σπρέυ που της έδινε μια παστέλ όψη, σαν νάταν
ζωγραφισμένη σε σπουδή φοιτητή καλών τεχνών με έντονα χρώματα,
άτεχνα. Τον είχε φιλήσει στο μάγουλο, κι απομακρύνθηκε χωρίς να τον
ξανακοιτάξει, την παρακολούθησε με το βλέμμα του, κάθισε δίπλα σε ένα
φοιτητή με ένα τάμπλετ στο χέρι, θα μπορούσε να είχε καθίσει και μόνη
της, το λεωφορείο ήταν σχεδόν άδειο τέτοια εποχή. «Θα ξανάρθω την
Άνοιξη», άκουσε ειρωνικά την φωνή της στα αυτιά του, δεν θα ξανάρχονταν
ποτέ, το ‘ξερε αυτό, το ένοιωθε, το μέρος την είχε τρομάξει. Είδε το
λεωφορείο να χάνεται στον κεντρικό δρόμο με ένα συναίσθημα αδιάφορο,
τους είχε βαρεθεί τους αποχαιρετισμούς, δεν τον συγκινούσαν πια, είχε
στεγνώσει με τα χρόνια, μόνο ένα άδειασμα ένοιωσε όταν καβάλησε την
βέσπα, έναν ίλιγγο από πτώση, σαν να του ‘χε φύγει το σαραβαλάκι στην
στροφή, από τα χαλίκια που κανένας δεν μάζευε τον χειμώνα, όταν το μέρος
άδειαζε από τουρίστες.
*****
Ένοιωσε το τσίμπημα από το αγκίστρι στο δάχτυλο. Πάτησε την ρώγα να βγει το αίμα, μια κατακόκκινη απαλή μπάλα άνθισε παράδοξη πάνω στο σκληρό δέρμα. Την κοίταξε λίγο έτσι όμορφη που του φάνηκε, πριν την ρουφήξει λαίμαργα για να συνεχίσει την δουλειά με τις πετονιές. Είχε κάνει το ένα δωμάτιο του ισογείου αποθήκη για τα ψαρευτικά του, το άλλο ήταν η κουζίνα με ένα γκάζι, ένα ψυγείο, ένα παλιό τραπέζι και μια σερβάντα άχρηστη, διακοσμητική. Την αποθήκη την είχε πιο περιποιημένη από το υπόλοιπο σπίτι, καθαρή, με τα σύνεργα να κρέμονται ολόγυρα από γάντζους στους τοίχους ταχτοποιημένα, τα παραγάδια, τα καλάμια, τα καλάθια, κάτι παλιά κουπιά, σημαδούρες και εργαλεία για τις επισκευές.
Έβγαλε το καλάθι με τα σύνεργα που θα χρειάζονταν εκείνη την ημέρα στο κατώφλι και κλείδωσε την πόρτα. Ύστερα μπήκε από την άλλη πόρτα στην κουζίνα για να ρίξει μια ματιά στο ψυγείο. Μόνο ένα κομμάτι τυρί και κρασί υπήρχε εκεί μέσα, τα αυγά και τα φρούτα είχαν τελειώσει. Θα κατέβαινε στο Άστρος μετά το ψάρεμα και θα ψώνιζε, έπρεπε να εμφανιστεί και στο λιμενικό, γιατί τον είχαν πιάσει να ψαρεύει χωρίς άδεια, ένας θεός ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Τα μισούσε αυτά τα γραφειοκρατικά, αλλά έπρεπε να βγάλει την άδεια πια, έτσι και αλλιώς από το ψάρεμα ζούσε, και κάτι σπάνια μεροκάματα, που έκανε σε κήπους της περιοχής. Κατηφόρισε προς την θάλασσα σιγοσφυρίζοντας. Βάδιζε στο πλάι από το ποταμάκι που έβγαζε τα νερά της λίμνης στην θάλασσα. Ήταν νωρίς το πρωί και το μέρος έβραζε από την πρωινή δραστηριότητα των πουλιών, πλησίαζε η Άνοιξη άλλωστε και ο αέρας αν και παγωμένος ακόμα τα πρωινά, έφερνε ένα άρωμα από λουλούδια, ίσως και να ήταν η ιδέα του όμως, πώς μπορεί να μύριζαν ήδη τα λουλούδια που θα άνθιζαν σε λίγες μέρες, μάλλον την προσμονή του μύριζε…
Τα νερά στο ποτάμι έμοιαζαν ακίνητα, πυκνά βρύα σκέπαζαν τις όχθες, θυμήθηκε που την είπε βάλτο την λίμνη η Μαρία, ωστόσο, όταν έφτανες στην θάλασσα, στην Καζάρμπα, έβλεπες ότι το νερό έτρεχε και μάλιστα με ταχύτητα. Στην στροφή που έκανε το μονοπάτι είδε με την γωνία του ματιού του το σπίτι. Στράφηκε και το καμάρωσε. Το ‘χε περάσει ένα απαλό γαλάζιο χρώμα, ένα φτηνό πλαστικό που είχε ξετρυπώσει σε ένα χρωματάδικο που έκλεινε στο Μεσόγειο. Το φρέσκο χρώμα θαμπόφεγγε στο απαλό πρωινό φως, μέσα στην χαμηλή πράσινη βλάστηση και την μουντή ώχρα του βουνού από πίσω. Το αγαπούσε αυτό το σπίτι πια, το ένοιωθε δικό του. Έκανε ένα γύρω και σάρωσε το τοπίο. Η δαγκάνα του κόλπου με τα άσπρα χωριά πάνω της, τον Άγιο Αντρέα, τα Κούτρουφα, το Άστρος που σαν νησί γυάλιζε φιλάρεσκα στα νερά του λιμανιού του, κύκλωνε το βλέμμα. Τότε το ξανάνιωσε, όπως και άλλες φορές όταν βρέθηκε μέσα σε τέτοια ομορφιά. Το τοπίο είχε την έκτασή του, που πάει να πει τα πράγματα που έβλεπες, αλλά είχε και την έντασή του, που ήταν τα πράγματα που ένοιωθες. Κι αυτά δεν λέγονταν, μόνο τα αισθανόσουνα. Μπορούσες ίσως να τα ζωγραφίσεις ή να τα ζήσεις, δεν μπορούσες όμως να μιλήσεις γιαυτά, ήταν η ψυχή του τοπίου.
Ήταν δυο χρόνια εδώ, δυο καλοκαίρια και ο δεύτερος χειμώνας. Ούτε είχε καταλάβει πώς είχε ριζώσει στο μέρος. Μουσικός σε μια γνωστή ορχήστρα της Αθήνας που είχε διαλυθεί, παιδί του κέντρου της μεγαλούπολης, ούτε που είχε φανταστεί ποτέ τον εαυτό του αγρότη ή ψαρά. Μετά το κλείσιμο της ορχήστρας έκανε διάφορες άσχετες δουλειές όλες αποτυχημένες, μέχρι ψιλικατζίδικο είχε ενοικιάσει, αλλά να παίξει βιολί στα μπουζούκια που του πρότειναν, αυτό δεν το έκανε. Την σέβονταν φοβερά την μουσική του, γι αυτό κι όταν δεν μπορούσε να είναι πια καλός σύζυγος, προτίμησε να την εγκαταλείψει. Δεν ξανάπαιξε ούτε καν μελέτησε αυτά τα χρόνια, αισθανόταν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναπιάσει βιολί πια, αυτό το θέμα είχε τελειώσει γι αυτόν. Άκουγε βέβαια πολύ μουσική, όλο με τα ακουστικά στο αυτί ήταν, στο περπάτημα, στο ψάρεμα, ξαπλωμένος. Όταν πια έφαγε και τις τελευταίες οικονομίες του σε αποτυχημένες επενδύσεις, μετά το ψιλικατζίδικο συγκεκριμένα, άρχισε να σκέφτεται να φύγει επαρχία. Πολλοί φίλοι του είχαν ήδη φύγει, άλλοι είχαν γίνει εργάτες, άλλοι αγρότες, την έβγαζες ευκολότερα στην επαρχία γενικά. Τότε εμφανίστηκε ο φίλος που είχε το σπίτι στο Μουστό, για εξοχικό βέβαια το είχε, κληρονομιά από ένα μπάρμπα του που είχε πεθάνει, αλλά θα έφευγε κι αυτός στην Αμερική, για τέσσερα χρόνια τουλάχιστον, ήταν μηχανολόγος είχε βρει δουλειά σε μεγάλη κατασκευαστική και του το παραχώρησε να μείνει όσο ήθελε.
Όταν πρωτοπήγε στο μέρος, όλα ήταν καινούργια γι αυτόν. Ποτέ δεν είχε μείνει σε χωριό, ούτε σε διακοπές, όσο ήταν παιδί οι γονείς του που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, προτιμούσαν αστικά παραθαλάσσια θέρετρα, την Αιδηψό, το Λουτράκι, τα Καμένα Βούρλα, τέτοια μέρη. Ήταν από τα παιδιά που δεν έχουν δει ποτέ ζώα να ζευγαρώνουν, που κάτι τέτοιο θα τους φαίνονταν σοκαριστικό, σαν σκληρό πορνό. Όταν είδε το σπίτι από μακριά ενθουσιάστηκε. Ήταν κουρασμένος, είχε περπατήσει με τα πόδια από το Μεσόγειο, κοντά είναι του είπαν, ήταν τέσσερα πέντε χιλιόμετρα τελικά, αλλά ήταν και φορτωμένος. Ένα διώροφο ξύλινο χωρίς βεράντες, μέσα σε ένα τοπίο άμμου και χαμηλής βλάστησης, με την λίμνη γαλήνια μπροστά του να χάνεται ανάμεσα στα καλάμια, του θύμισε αμερικάνικο εξοχικό σε πίνακα του Χόπερ. Τον πρώτο καιρό δεν είχε χρόνο, το σπίτι είχε τα χάλια του, ήθελε επισκευές. Διόρθωσε το ψυγείο, που κατάφερε να δουλέψει αν και η κατάψυξη μάζευε πάγο κάθε δυο μέρες και μπλόκαρε την πόρτα, αγόρασε ένα γκάζι με δυο μάτια για το μαγείρεμα και τα στοιχειώδη κουζινικά και καθάρισε το κρεβάτι και το στρώμα, που ήταν μέσα στην βρώμα. Ευτυχώς, τα παράθυρα ήταν κλειστά και δεν είχαν μπει ζώα μέσα. Βρήκε κάτι δουλίτσες εκεί γύρω σε κήπους εξοχικών και την έβγαζε. Ήταν καλοκαίρι, δεν χόρταινε την θάλασσα και τις βόλτες στην λίμνη, κόσμος πήγαινε και ερχόταν, η λίμνη ήταν τουριστικός προορισμός, αυτοκίνητα περνούσαν συνέχεια μπροστά από το σπίτι του, σκέφτηκε μάλιστα μήπως άνοιγε μια καντίνα, αλλά η αποτυχία με το ψιλικατζίδικο ήταν πρόσφατη και τραυματική και άφησε την ιδέα για αργότερα. Ο πρώτος χειμώνας ήταν απόλαυση. Έκαιγε συνέχεια ξύλα που μάζευε εκεί γύρω στο παλιό τζάκι του ισογείου και έκανε ατέλειωτες βόλτες κάτω από τον μουντό ουρανό, μοναδικός ήρωας σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο στον έρημο κόσμο του, που στοίχειωναν τα κρωξίματα από τα αποδημητικά την ημέρα και τα κλάματα από τα τσακάλια την νύχτα. Έμαθε να κάνει μπάνιο στην λίμνη και την θάλασσα τον χειμώνα, το κορμί του είχε σφίξει από τις δουλειές και το κρύο νερό, ένοιωθε πιο υγιής από ποτέ, και μόνο όταν άκουγε μουσικές που έπαιζε ό ίδιος παλιά, σαν το κονσέρτο για βιολί του Σκαλκώτα που άκουγε συνέχεια, ήταν σαν να το ζήταγε το μέρος αυτό το κομμάτι, σαν να ‘βγαινε η μουσική από το τοπίο, μόνο τότε ένοιωθε μια αδιόρατη θλίψη στην παροδική ανάμνηση από τα παλιά κατάλευκα δάκτυλα του πάνω στο δοξάρι, πάνω στις χορδές.
Το δεύτερο καλοκαίρι είχε έρθει η Μαρία. Γνωστή από παλιά, είχαν βρεθεί κατά καιρούς στις ίδιες παρέες, φίλοι απλά, είχε έρθει να τον βρει ενθουσιασμένη από την ηρωική του απόδραση από την Αθήνα που είχε πληροφορηθεί από την κολλητή της, μια πρώην γκόμενά του. Είχαν κοιμηθεί την ίδια νύχτα μαζί, μόνο τότε κατάλαβε πόσο του είχε λείψει το γυναικείο κορμί, ούτε που το ‘χε σκεφτεί ως τότε. Τον πρώτο καιρό όλη την ώρα έκαναν έρωτα και βόλτες στην λίμνη και την θάλασσα. Ύστερα ήρθε ένας γλυκός χειμώνας. Μαγείρευαν φαγητά στο τζάκι και το γκάζι κι έμεναν μέρες ξαπλωμένοι να χαζεύουν την φωτιά και την λίμνη από τα παράθυρα. Της έδειχνε με καμάρι τον κόσμο του, την λίμνη, τις φωλιές στα καλάμια, τα μονοπάτια των ζώων που είχε ανακαλύψει, την μικρή λίμνη στο Χερρονήσι λίγο πιο κάτω, κι αυτή έδειχνε να ενθουσιάζεται με όλα αυτά.
Μετά τα Χριστούγεννα την είδε που άρχισε να γίνεται νευρική. Της έλειπε η Αθήνα, το ένοιωθε. Όταν την ρώταγε, το αρνιόταν και άλλαζε κουβέντα. Την έβλεπε που καθόταν ώρες στο παράθυρο και κοίταζε τα νερά με βλέμμα σκοτεινιασμένο.
«Δεν είναι λίμνη», είπε μια μέρα, «είναι βάλτος»...
Για μέρες μετά της εξηγούσε για τις πηγές που πήγαζαν από το βουνό, για την διάνοιξη του ποταμιού από τους Βαυαρούς μηχανικούς του Όθωνα ώστε να μην πλημμυρίζει η περιοχή, για το νερό που έβγαινε ορμητικό στην θάλασσα. Ένα βράδυ, λίγο καιρό πριν φύγει, την βρήκε μέσα στην νύχτα να κοιτάζει από το παράθυρο. Ήταν πίσσα σκοτάδι, δεν φαινόταν τίποτα έξω , όμως αυτή καθόταν εκεί καρφωμένη και κοίταζε προς την λίμνη.
«Κάτι ζει εκεί μέσα», είπε, «κάτι σκοτεινό κι επικίνδυνο». Ήταν η ιδέα της, αλλά άντε να της την βγάλει. Εκεί που αυτός έβλεπε μόνο ζωή και φύση, αυτή έβλεπε σκοτάδι και χθόνια πλάσματα. Ο κόσμος είναι για τον καθένα καθρέφτης της ψυχής του, κι εκεί στην απόκοσμη ησυχία της ερημιάς, το καθρέφτισμα γίνεται βασανιστικό για όποιον δεν μπορεί να αντέξει την εικόνα του εαυτού του. Έφυγε λίγο μετά αφήνοντάς τον μόνο όπως πριν, με τις πετονιές του και τις μουσικές του.
*****
Βρήκε τον Γιάννη όπως πάντα στην παραλία, ήταν ένας συνταξιούχος δάσκαλος εξηντάρης που είχε σπίτι στα Κούτρουφα, έρχονταν πάντα στην παραλία πιο πρωί απ’ αυτόν, είχε ήδη βγάλει μια τσιπούρα και δυο σπάρους, που σπαρτάραγαν ζωντανοί ακόμα στο πλάι του.
«Τσιμπάει Γιάννη;» Ο άλλος του ένευσε δείχνοντας τα ψάρια με το κεφάλι.
«Κάτι γίνεται…». Έμεναν ώρα ακίνητοι, δεν μίλαγαν, σαν να φοβόντουσαν ότι ο ήχος της φωνής τους θα έδιωχνε τα ψάρια. Κάτι πρωινά σύννεφα έφευγαν βιαστικά ανατολικά κι ο ήλιος ετοίμαζε με ένα ρόδινο πορτοκαλί την μεγάλη έξοδό του στη σκηνή της μέρας. Κάθε τόσο γύρναγαν σε μια παλιά εξέδρα ξύλινη πίσω τους, σαν εξώστη παλιού σπιτιού παραθαλάσσιου που δεν υπήρχε πια, και άλλαζαν τα δολώματα. Αυτός είχε φέρει στρουμπάρια ζωντανά για δόλωμα μέσα σε ένα τενεκάκι με νερό θαλασσινό και φύκια. Έστησε ένα σαλιγκάρι στο σκληρό ξύλο, θα το βάραγε απότομα με μια πέτρα στο δόξα πατρί, ώστε να σπάσει χωρίς να λειώσει. Το ζώο έστεκε ακίνητο με τα πόδια και τις δαγκάνες τραβηγμένα μέσα. Ο κούφιος ήχος από το χτύπημα αντήχησε ολόγυρα ραγίζοντας την ησυχία του πρωινού. Το πλάσμα πρόβαλλε ανάμεσα στα ερείπια του σπιτιού του αβέβαιο, ντροπαλό. Το παρακολούθησε που έκανε προσπάθεια να σύρει το μαλακό σώμα του πίσω από τα πόδια του, που είχαν χάσει πια την αστραπιαία κινητικότητα που τους εξασφάλιζε το σταθερό στήριγμα του όστρακου, κάνοντας μικρά βήματα πάνω στο υγρό ξύλο. Πίσω από το κεφάλι με τα σφαιρικά μάτια, τα τριχωτά ποδιά και τις δαγκάνες του καβουριού, σέρνονταν το εντόσθιο του. Το λυπήθηκε το έρημο, έτσι ξεντερισμένο που στέκονταν πλάι στον σπασμένο μύθο της ασφάλειάς του. Το πέρασε βιαστικά στο αγκίστρι τρυπώντας του το κεφάλι, για να πεθάνει γρήγορα. Έριξε την πετονιά και χάζεψε την αναταραχή που έκαναν στην ακτή τα νερά της λίμνης που ξέρναγε το ποταμάκι, καθώς έβγαινε βιαστικό κάτω από μια μικρή γέφυρα. Εκεί από κάτω το καλοκαίρι λύσσαγαν τα βατράχια που κόαζαν ξαναμμένα από το αδιάκοπο ζευγάρωμα. Το νερό που έβγαινε κόχλαζε στα τρία μέτρα από την παραλία σχηματίζοντας μια μικρή δίνη λίγο πιο μέσα. Είχε ρεύματα εκεί το έλεγαν όλοι, έπρεπε να προσέχεις στο κολύμπι.
«Αλήθεια, Γιάννη, έχει πνιγεί κανένας εδώ;»
Ένοιωσε τον άλλο που δίστασε, σαν να σκεφτόταν αν έπρεπε να απαντήσει.
«Όλες οι παράλιες έχουν πνιγμένους», απάντησε ξερά .
«Δηλαδή;», επέμενε ο άλλος.
«Να, εδώ μπροστά ακριβώς, ξέρασε το ρεύμα ένα μικρό κορίτσι που πνίγηκε λίγο παραπάνω στην λίμνη. Την ξέρω καλά την ιστορία, την διηγιόταν η μάννα μου που την είχε ζήσει, το ‘χε δει το παιδί όταν το βγάλανε πνιγμένο. Πριν από τριάντα χρόνια θα ‘ναι πάνω κάτω. Τριών χρονών θα ‘ταν η μικρή, ακολούθησε τον πατέρα της που έβγαινε για ψάρεμα ξημερώματα, δεν το πήρε είδηση το παιδί ο πατέρας που τον πήρε στο κατόπι μέσα στο σκοτάδι, θα έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε πίσω του. Έμεναν κάπου κοντά στο σπίτι σου, σε ένα καλύβι που δεν υπάρχει πια. Το ρεύμα το έφερε ως εδώ, και το έριξε στην θάλασσα εδώ μπροστά ακριβώς», ο άντρας έγνεψε προς το μέρος της θάλασσας μπροστά τους . «Εδώ που είναι η εξέδρα, υπήρχε ένα καλύβι τότε, μια αποθήκη που φύλαγαν τις βάρκες και τα δίχτυα τον χειμώνα. Από δω έφευγαν το πρωί οι ψαράδες, για να σηκώσουν τα δίχτυα που χαν ρίξει αποβραδίς. Ψάρευαν και στην λίμνη τότε ακόμα. Επιτρέπονταν.
Από δω ανοίχτηκαν εκείνο το πρωί ο πατέρας της μικρής μαζί με ένα άλλο ψαρά. Μπήκαν λίγο πιο μέσα με τα κουπιά, θα ‘ταν δεν θα ‘ταν πέντε λεπτά από την ακτή. Το χαϊβάνι το ‘χε φέρει το ποτάμι στην θάλασσα. Όταν μπήκαν μέσα είχε χαράξει. Το ρεύμα πήρε το παιδί και το κόλλησε στα δίχτυα τους. Το τράβηξε ο ίδιος ο πατέρας του. ‘Κάτι μεγάλο έρχεται’ είπε στον άλλο, ‘κάτι άσπρο’. Όταν τράβηξε το παιδί από το νερό, δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγινε, δεν πίστευε τι έβλεπε. Ο άλλος διηγιόταν για χρόνια, ότι το κοίταζε χωρίς να φωνάζει, χωρίς να κλαίει, σαν παραξενεμένος, σαν να ‘χε πιάσει ένα ψάρι που δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Το’ χε φιλήσει στο σπίτι πριν φύγει, μέσα στον ύπνο του, πάντα τα φίλαγε τα παιδιά πριν φύγει. Μπορεί και να το ξύπνησε το παιδί αυτός, με το φιλί του. Σαλτάρισε ο άνθρωπος. Κράταγε όλη μέρα το παιδί στα χέρια του σφικτά, του το πήραν με την βία για να το κηδέψουν. Δεν ξαναμίλησε ποτέ από τότε έλεγε η μάνα μου, έμεινε άλαλος, μουγγός. Δεν ξαναπάτησε στην λίμνη, μόνο έπινε, έγινε ό μπεκρής του χωριού...» Ο άντρας σταμάτησε λίγο σαν να σκέφτονταν.
«Αυτή η λίμνη έχει κάτι μέσα της» είπε στο τέλος. Ξαφνικά ο άλλος κατάλαβε.
«Την είπες ποτέ στην Μαρία αυτήν την ιστορία;» τον ρώτησε.
«Μπορεί και να την άκουσε από την γυναίκα μου».
Το γέλιο του ακούστηκε τρανταχτό μέσα στην ησυχία. Ο ήλιος είχε σηκωθεί πάνω από το πέλαγος. Θα ‘ταν μια μέρα λαμπερή, το καταλάβαινες αυτό. Αυτό ήταν λοιπόν, το ‘ξερε τώρα. Ήταν απίστευτο το τι μπορούσαν να κάνουν οι ιστορίες στους ανθρώπους.
*Ο Γιώργος Μπούτλας είναι γιατρός, ζωγράφος και συγγραφέας.
**Η Αθηνά Γκριτζάλα είναι φιλόλογος και φωτογράφος
( Και οι δύο δίνουν τη δουλειά τους στο Global View, ritsmascorner.eu)
http://ritsmascorner.eu/content/σπίτι-στο-μουστό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου