Ας την διαβάσουν οι νεοταξίτες-πρόθυμοι να υπογράψουν τον αντιρατσιστικό..
Δεν είναι μόνον η γενοκτονία των Ποντίων που άθλια ορισμένοι ρεπούσιοι απαρνούνται νεοταξικά και προδοτικά.
Πριν ψηφισθεί το εκ φασιστικής ΕΕ προερχόμενο ανθελληνικό «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο, δείτε κατωτέρω και τη γενοκτονία και των κατοίκων της Νέας Φώκαιας της Μικράς Ασίας. Μέσα από μέρος της αυθεντική ιστορία της Αγγελικής Ματθαίου το γένος Πολίτη, από τη Νέα Φώκαια της Μικράς Ασίας. Όπως την έγραψε λίγο πριν πεθάνει. Και που την διέσωσα αντιγράφοντας την. Συνημμένα και η πρώτη σελίδα του χειρογράφου της.
Αντιγράφω σρχικά ένα μέρος:
«Μας πήγαν σε ένα χωριό που το λέγανε Τσακμακλή. Μας αφήσανε σε ένα χωράφι και ορχήσανε να μαζεύουν τους άνδρες. Πήρανε τον Πατέρα μου τον αδελφό μου και όλους. Μετά ακούσαμε τα πολυβόλα. Μας λέγανε όλοι ότι τους σκοτώσανε. Από τότε δεν τους είδαμε.»
Ευριπίδης Μπίλλης
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΩΚΙΕΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΩΚΙΕΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Είμαι η Αγγελική του Καπετάν Νικολή Πολίτη η κόρη.
Γράφω την ιστορία της Μικράς Ασίας τώρα, το 1995.
Το 22 ήμουν ένα κοριτσάκι 6 έως 7 χρονών. Ότι θυμάμαι θα γράψω.
Είμαι του Καπετάν Νικολή Πολίτη από τις Νέες Φώκιες της Σμύρνης.
Ο πατέρας μου ήταν Καπετάνιος. Είχαμε ένα μεγάλο καΐκι. Το είχε ονομάσει ο πατέρας μου “ Πανούσα ”, επειδής έλεγαν την μητέρα μου Παναγιώτα και επειδής την αγαπούσε πολύ ονόμασε το καΐκι.
Ήμασταν 6 άτομα παιδιά και ο πατέρας και η μητέρα. Γράφω ότι θυμάμαι.
Ο πατέρας μου ήταν από την Κωνσταντινούπολη και ήλθε στις Φώκιες και παντρεύτηκε λέγανε την ωραία Παναγιώτα. Ζούσαμε πολύ καλά διότι είχαμε πολλή περιουσία. Ο πατέρας μου ήταν μοναχοπαίδι.
Είχαμε δύο σπίτια. Το ένα ήτανε στο Φαρδί Σοκάκι και το άλλο έξω από την πόλη. Ήτανε μονοκατοικία.
Η πρόσοψη του ήταν με 4 καμάρες. Στη μεσαία καμάρα ήτανε η πόρτα. Μόλις έμπαινες ήτανε ένα μεγάλο χαγιάτι και στο καθιστικό είχαμε ένα μεγάλο τζάκι και ένα παράθυρο που έβλεπες τη θάλασσα. Δίπλα ήτανε μία μεγάλη κουζίνα και ένα μεγάλο ντουλάπι. Δίπλα στην κουζίνα ήτανε η σκάλα και έβγαινες σε ένα μεγάλο χαγιάτι. Από αριστερά ήτανε του αδελφού μου που τον λέγαμε Θανάση. Μετά ήτανε το μεγάλο δωμάτιο που κοιμότανε η μητέρα και ο πατέρας ή οι μουσαφίρηδες όταν είχαμε μουσαφίρηδες. Ήταν στολισμένο με ένα μεγάλο καθρέφτη, μία μεγάλη ντουλάπα που βάζανε τα στρώματα και τα παπλώματα και αυτά τα σκεπάζανε με μεγάλη κουρτίνα. Το λέγανε Γιουκλούκη και δίπλα ήτανε ένα δωμάτιο που ήτανε αποθήκη. Βάζαμε τα σύκα, τα καρύδια, τις σταφίδες, τη ξερή μουσταλευριά, το λάδι, το πετιμέζι, τα σουζούκια.
Ο πατέρας μου είχε 400 δένδρα ελιές, είχε ένα αμπέλι στα 3 πηγάδια και το άλλο στα Μερσυνάκια. Εκείνο ήταν πιο κοντά στην πόλη και πηγαίναμε το καλοκαίρι, εγώ και η αδελφή μου. Κοιμόμαστε στο κάτω το καθιστικό. Η αυλή μας ήτανε χοχλάδια της θάλασσας. Σχημάτιζε μαργαρίτες. Γύρω γύρω είχε παρτέρια που φύτευε η μητέρα μου κατηφέδες και βασιλικά. Από έξω ήτανε τσιτσιφιές. Όταν ανθούσαν μοσχομύριζε ο τόπος η δε θάλασσα ήτανε σαν 100 μέτρα από το σπίτι μας και όλη η ακρογιαλιά ήτανε ανεμόμυλοι που αλέθανε το σιτάρι.
Αυτά για το σπίτι μας.
Τώρα θα γράψω για την Καταστροφή. Την νύκτα βγαίνατε στα παράθυρα και βλέπανε στα βουνά φωτιές. Άρχισε ο κόσμος να φοβάται. Η μητέρα μου δεν ήξερε τι να κάνει γιατί ο πατέρας μου έλειπε ταξίδι. Το δεύτερο βράδυ μαζεύτηκε όλη η γειτονιά στο δικό μας σπίτι. Θυμάμαι που κάνανε μία τούρκικη σημαία με το μισοφέγγαρο και τη βάλανε στο παράθυρο για να δούνε οι Τούρκοι. Το ίδιο βράδυ ήλθε ο πατέρας μου. Μας είπε να μην φοβόμαστε. Κλειστήκαμε στο σπίτι.
Ξαφνικά πλάκωσε το τούρκικο στρατό. Ακούγαμε ντούμπανα, ντουφεκιές, τραγούδια. Τα άλογα χλιμιντρούσανε. Δεν μπορώ να σας πω το τι γινόταν.
Τότε σηκώθηκε ο Πατέρας μου να πάει να δη το καΐκι για να φύγουμε. Η μητέρα μου δεν τον άφηνε και της είπε θα πάω από άλλον δρόμο. Πήγε αλλά το καΐκι το είχανε καταστρέψει. Δεν είχε ούτε κατάρτια ούτε πανιά ούτε μηχανή. Μας λέει θα πάμε στον Ασματερέ, εκεί ήταν ένα λιμανάκι και ίσως βρούμε καΐκι να φύγουμε για τη Μυτιλήνη.
Φύγαμε από τα βουνά. Εμένα με σήκωνε ο αδελφός μου στην ράχη του. Νύκτα ήτανε. Τα βουνά ήταν τόσο άγρια. Φωνάζανε τα σκυλιά, τα τσακάλια. Τα σκυλιά από τα εξοχικά σπίτια τρέχανε.Τα αγριογούρουνα μουγκρίζανε τα ζητλάνια. Λες και θα χαλούσε ο κόσμος.
Αμίλητοι φθάσαμε στο λιμανάκι αλλά δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο τα ζώα του κόσμου φωνάζανε λες και είχανε καταλάβει τον χωρισμό από τους δικους τους.
Την άλλη μέρα οι Τούρκοι κατασκήνωσαν σε ένα χωράφι πολύ μεγάλο που το λέγανε Σητσακτερέ και άρχισαν και κατεβαίνανε στην χώρα. Μαζεύανε τον κόσμο. Άλλον σκοτώνανε, άλλον κοπανούσανε με τα ντουφέκια. Τους άλλους τους ρίχνανε κάτω και τους πατούσανε στην κοιλιά και οι ανθρώποι κάνανε εμετό.
Εμείς είχαμε φύγει κρυφά και μπήκαμε σε ένα μεγάλο σπίτι αλλά μας βρήκανε. Κατεβάσανε τον Πατέρα μου, τον βγάλανε το σαβλάρι του, το σακάκι του, τα παπούτσια του. Του πήρανε τη μεγάλη σακούλα με τα λεφτά και τα χρυσαφικά και μας βάλανε μαζί με άλλους που μαζεύανε από τα σπίτια τους.
Μας πήγαν σε ένα χωριό που το λέγανε Τσακμακλή. Μας αφήσανε σε ένα χωράφι και αρχίσανε να μαζεύουν τους άνδρες. Πήρανε τον Πατέρα μου τον αδελφό μου και όλους. Μετά ακούσαμε τα πολυβόλα. Μας λέγανε όλοι ότι τους σκοτώσανε. Από τότε δεν τους είδαμε.
Το ίδιο βράδυ πήρανε την αδελφή μου στα βουνά. Παίρνανε τα κορίτσια. Την αδελφή μου την πήρανε τέσσερις. Ήχε μακριές πλεξούδες. Οι δυό την πιάσανε από της πλεξούδες και οι άλλοι δύο από τα πόδια.
Το τη γινότανε εκείνο το βράδυ δεν λέγεται. Χαλούσε ο κόσμος. Φωνάζανε τα κορίτσια, κλαίγανε η μάνες τους, φωνάζανε, βουίζανε τα βουνά. Εγώ με ήχε η μητέρα μου κάτω από το φουστάνι της και έτρεμα σαν το φύλλο.
Η μητέρα μου σηκώθηκε και φώναζε παιδί μου Κατερίνα που σε πάνε και ένας τούρκος της δίνει μια με το ντουφέκι και πέφτει και σπάει το κεφάλι της. Τρέχανε τα αίματα. Εγώ σήκωνα το φουστανάκι μου και τη σκούπιζα.
Την άλλη μέρα μας πήρανε από κη και αρχίσαμε να βαδίζουμε από βουνά όχι από δρόμους. Μας είχανε πάρει τα παπούτσια μας και τα βουνά ήτανε στρωμένα από αγκάθια. Ήταν αδύνατο να βαδίσομε. Εκεί ήτανε το πολύ ξύλο η κλοτσιές. Βαδίζαμε το βράδυ. Φθάσαμε σε ένα χωριό που το λέγανε Τσακμακλή. Ήτανε ελληνικό χωριό.
Εκεί μας χώσανε τον έναν απάνω στόν άλλον. Για να μας βάλουνε μέσα σκοτώσανε 2 παιδιά και μια γυναίκα και ξύλο με τα καμιτσιά αλύπητα. Ο κλαυθμός και ο φόβος ήτανε αβάστακτα.
Εκείνο το βράδυ πήρανε και τη μανούλα μου. Ξέχασα να γράψω. Είχαμε και ένα μωράκι και όταν την πήρανε κρατούσε και το μωρό. Της το πήρανε και το πετάξανε σε έναν καλαμιώνα που ήτανε λίμνη η πάει και αυτό τη δε μανούλα μου την φέραν. Να σκεφτείτε τον πόνο της και τα δάκρυα της.
Έμεινα μόνο εγώ. Με σκέπαζε με το φουστάνι της σαν τη κλώσα που βάζει τα πουλάκια της κάτω από τα φτερά της.
Κάνω πολλά λάθη γιατί δεν μπορώ να γράψω από τα δάκρυα και τον πόνο που έχω. Μου έχουν μείνει αποθέματα. Είναι μεγάλος πόνος να μήνης ορφανό τόσο μικρό και στα τούρκικα χέρια. Παρακαλώ τον Θεό όλα τα παιδάκια να έχουν υη μανούλα τους. Να μην πονέσουνε σαν εμένα.
Άκουγα μανούλα που φωνάζανε και μαραινόμουν σαν το φύλλο που πέφτει από το δένδρο. Το πιο γλυκό πράγμα του κόσμου είναι η μάνα. Όλα αυτά τα χρόνια που ζώ δεν τη ξέχασα.
Το δε πρωϊ μας παγαίνανε σε ένα χωριό που το λέγανε Μελεμένη. Το χωριό ήτανε κάρβουνο. Το είχανε κάψει η δικοί μας στρατιώτες όταν πισθοχωρήσανε. Ήταν ελληνικό χωριό.
Μας περάσανε από μέσα για να δούμε που ήτανε καμένη. Εκεί είπαμε ότι εδώ θα μας κάψουνε και μας κτυπούσανε τόσο άγρια που μας φωνάζανε οι δική μας να σκύβουμε σαν τα πρόβατα. Εκεί κόψανε μιας γυναίκας τη μύτη.
Με τα πολλά φύγαμε από το χωριό. Βαδίζοντας βγήκαμε σε ένα χωράφι που είχε άγριες αχλαδιές και ήταν φορτωμένες αχλάδια. Όσα μπορούσανε κόψανε να φάνε αλλά πιο πολύ ήτανε το ξύλο.
Συνέχεια βαδίζαμε. Πάμε πιο πέρα που ήτανε ένα αλώνι και αλωνίζανε κουκιά, φασόλια. Μόλις τα είδε ο κόσμος ο κόσμος τρέξανε να μαδήσουνε. Η τουρκή δεν μας έβλεπαν γιατί τα δεμάτια ήτανε πολύ ψηλά. Η τούρκη από μέσα δεν μας βλέπανε. Η τσανταρμάδες είχανε μπει μέσα στο αλώνι και μιλούσανε με τους χωριάτες. Μάδησα και γιο λίγα και όταν καμιά φορά ανάβανε φωτιά τα ψήναμε με την Μανούλα μου και ξεχνούσαμε λίγο την πείνα μας.
Συνέχεια βαδίζαμε δεν ξέρω πόσες μέρες. Πηγαίναμε για τη Μαγνησία. Βγαίναμε και το φωνάζανε ότι πάμε στην Μαγνησία. Είχε άνδρες που ξέρανε τούρκικα και μας φωνάζανε ότι πάμε στην Μαγνησία να μας βγάλει λόγο ο Κεμάλ.
http://exomatiakaivlepo.blogspot.gr/2014/08/blog-post_88.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου