Όταν
«καθάριζε» ο Γκαουρ
Ο
Νίκος Ρούτσος και ο θρυλικός ήρωάς του Γκαούρ - Έλληνας, εννοείται - με το
κορίτσι του την μελαχρινή (και καλλίγραμμη) Ταταμπού και φυσικά από
κοντά, η κωμική νότα, ο κοντοστούπης Ποκοπίκο.
Ευτυχώς
που υπάρχουν και οι φανταστικοί ήρωες (χάρτινοι, κινηματογραφικοί, τηλεοπτικοί,
απαντοχή των απανταχού πασχόντων, που λύνουν τα προβλήματα που αδυνατούν ή δεν
σκοτίζονται να αντιμετωπίσουν θεσμικές εξουσίες και όργανα (εκτός κι αν είναι
στην απόξω, οπότε μπορούν να τάζουν ό,τι τους κατέβει...). Ένας από αυτούς και
ο χάρτινος συμπατριώτης μας Γκαούρ, που, ζώντας σε μια πραγματική ζούγκλα,
αποτελούσε υπόδειγμα λεβεντιάς και ανιδιοτέλειας (τι Έλληνας θα ήταν
άλλωστε...). Στον αντίποδα του ο αποκαλούμενος άρχοντας της ζούγκλας Ταρζάν (Άγγλος
αυτός, οπότε τι μπορεί να περιμένεις...), που δεν τα πήγαινε καλά με τον δικό
μας -και ιδού, ενδεικτικά ένας από τους σοβαρότερους λόγους:
«Ένας
από τους τρεις Εγγλέζους, ο πιο μεγάλος, κοιτάζει με θαυμασμό τον Γκαούρ.
Αμέσως γυρίζει στον Ταρζάν. Του λέει:
-
Ερχόμαστε από την πατρίδα. Σου φέρνουμε άσχημα νέα. Οι πατριώτες σου έχουν
αρχίσει να σε περιφρονούν. Μαθαίνουν πως στη ζούγκλα βρίσκεται ένας
γιγαντόσωμος Έλληνας. Πιο δυνατός, πιο ατρόμητος από σένα! Λένε ακόμα πως αυτός
είναι εδώ ο πραγματικός άρχοντας. Πως σε σένα πια ούτε οι άγριοι ούτε τα θεριά
υπακούνε.
Ο
Ταρζάν μουρμουρίζει:
-
Εγώ είμαι ο άρχοντας της ζούγκλας. Κανένας δεν είναι πιο δυνατός, πιο ατρόμητος
από μένα!».
Απόσπασμα
από το εβδομαδιαίο περιοδικό «αυτοτελών περιπετειών ζούγκλας» «Γκαούρ-Ταρζάν»,
που έκανε θραύση στον παιδόκοσμο στις δεκαετίες του '40 και του '50 (πριν
ενσκήψει ο «Μικρός Ηρώς» του Θάνου Αστρίτη -ψευδώνυμο του συγγραφέα Στέλιου
Ανεμοδουρά).
Δημιουργός
του «Γκαούρ Ταρζάν» ήταν ο Νίκος Ρούτσος, συγγραφέας και άλλων συναφών αναγνωσμάτων
για παιδιά, αλλά και μεγαλύτερους και, ακόμα, στιχουργός λαϊκών τραγουδιών,
κυρίως σε συνεργασία με τον Βασίλη Τσιτσάνη.
«Με
το θάνατο του Νίκου Ρούτσου την περασμένη εβδομάδα, όσοι ήμασταν παιδιά στη δεκαετία του
'50 χάσαμε έναν από τους πρώτους πνευματικούς μας τροφοδότες. Ήταν αυτός που με
τις εξωτικές ιστορίες και τα παραμύθια του ερέθιζε τη φαντασία μας και
ομόρφαινε τη ζωούλα μας τα δύσκολα εκείνα μετεμφυλιακά χρόνια (...). Και μπορεί
σήμερα να τα απορρίπτουμε, αλλά τότε, στα χωριά που ζούσαμε, ήταν η μοναδική
διέξοδος από τα ανούσια σχολικά βιβλία», έγραφα στις 19 Δεκεμβρίου 1981,
αποχαιρετώντας τον Ρούτσο, που είχε φύγει από τη ζωή στις 15 Δεκεμβρίου 1981,
στα 77 του.
Για
τον ιερατικό κλάδο προόριζε τον Νίκο ο φιλόλογος πατέρας του, αυτός όμως προτίμησε
να γραφτεί στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, για να την παρατήσει πριν πάρει
πτυχίο. Ήδη είχε αρχίσει να γράφει σατιρικούς στίχους και χρονογραφήματα σε
έντυπα της εποχής. Μετά τον πόλεμο άρχισε να εργάζεται στον εκδοτικό οίκο «Αγκυρα» (που από το 1890 ευδοκιμεί ως
στις μέρες μας, υπό την... τέταρτη γενιά της οικογένειας Παπαδημητρίου),
γράφοντας παραμύθια σε εβδομαδιαία τεύχη. «Και τότε, ξαφνικά, δημιούργησε τον
καταπληκτικό ήρωα Γκαούρ, που θα συγκλόνιζε και θα συνάρπαζε τα Ελληνόπουλα για
σχεδόν δύο δεκαετίες», γράφει ο Δημήτρης Χανός, συγγραφέας κι ερευνητής συναφών
αναγνωσμάτων, προλογίζοντας το ημερολόγιο του 1999 των εκδόσεων «Αγκυρα»,
αφιερωμένο στο «Γκαούρ-Ταρζάν».
Ο
δικός μας
Όπως
είναι προφανές, ο λεβέντης της παρέας ήταν ο «θρυλικός» συμπατριώτης μας Γκαούρ
(«Τιμή και περηφάνια σου που γεννήθηκες Έλληνας», ένα από τα σλόγκαν του περιοδικού
για τον ήρωα, που σαφώς είχε την εύνοια του δημιουργού του -εξ’ου και τ’ όνομα
του πριν από εκείνο του «άρχοντα της ζούγκλας»), που με τον Ταρζάν, παρακατιανό
σε γενναιότητα και αισθήματα, μπλέκονταν σε συναρπαστικές περιπέτειες.
Σύντροφος του Γκαούρ η «πανώρια» Ταταμπού (συμπατριώτισσα κι αυτή, παρά το
περίεργο όνομα της, όπως και του Γκαούρ), του δε Ταρζάν η Τζέιν (γνωστή από τον
«αυθεντικό» Ταρζάν). Από κοντά, οι αστείοι (σε εμφάνιση και συμπεριφορά) της
παρέας: ο Ποκοπίκο του Γκαούρ και η Χουχού του Ταρζάν, μαζί με άλλους κάλους
και κακούς, κτήνη και τέρατα, που «έπαιζαν» στις περιπέτειες. Ήταν δε τόσο
δημοφιλείς στον παιδόκοσμο, ώστε είχαν δημιουργηθεί παρέες «γκαουρικών» και
(λιγότερο) «ταρζανικών», που αλληλογραφούσαν από τις στήλες του περιοδικού, ενώ
συνέλεγαν τα πορτρέτα των ηρώων, που κυκλοφορούσαν οι δημιουργοί τους.
Σημαντικό ρόλο, ως εκ τούτου, έπαιζε η εικονογράφηση που είχαν αναλάβει αρκετοί
σχεδιαστές, μεταξύ των οποίων και ο Μποστ.
Να
θυμίσω ότι ο «αυθεντικός» Ταρζάν γεννήθηκε το 1912 από την πένα του Αμερικανού
Εντγκάρ Λι Μπάροους (1875-1950) και έγινε παγκόσμια γνωστός με τη μεταφορά στον
κινηματογράφο, με πιο αντιπροσωπευτικό ενσαρκωτή τον ολυμπιονίκη κολυμβητή
Τζόνι Βάϊσμίλερ (1904-1984), που τον υποδύθηκε σε δώδεκα ταινίες με τεράστια
εμπορική επιτυχία.
Ο
Νικος Ρούτσος μιλά για το πως δημιούργησε το περιοδικό
Αφορμή
για την δημιουργία του περιοδικού υπήρξαν βιοποριστικοί λόγοι μετά την απογοήτευση
που είχε από την συνεργασίας του με τον Τσιτσάνη, τον Χιώτη και
άλλους συνθέτες. Διαβάστε τι είπε ο ίδιος σε συνέντευξή του στον Νίκο Πλατή που
δημοσιεύτηκε στις 11.3.1979 στο περιοδικό «Κολούμπρα»
Τότε χρειάστηκε να έχω
κάποιες άλλες προσόδους και σκέφτηκα να γράψω παιδικά μυθιστορήματα, με
περιπέτειες συναρπαστικές κι έκανα αρχή με το «Γκαούρ - ΤαρΖάν». Εκείνη την
εποχή δεν υπήρχαν τα περιοδικά πού κυκλοφορούν σήμερα, ούτε Ζούγκλας, ούτε
αστυνομικά, πού τέτοια πράματα, δεν υπήρχε τίποτε απολύτως, το κουβέντιαζα όμως
με κάποιον Απόλλωνα Παπαδημητρίου (μικροεκδότη στην οδό Πειραιώς, «Άγκυρα» λεγόταν
τότε (το βιβλιοπωλείο) και σήμερα δηλαδή έτσι λέγεται. Σήμερα το πόστο τόχει ο
γιος του, ο γέρος έχει πεθάνει από
χρόνια.
Στην αρχή του έγραφα
παραμύθια που είχαν μεγάλη «επιτυχία. Παραμύθια παιδικά και πρωτότυπα, όχι αυτά
τ' αντίγραφα από τις «Κοκκινοσκουφίτσες» πού συνήθιζαν τότε. Λοιπόν, μια μέρα μου
λέει ο γέρος ο Παπαδημητρίου• δεν μπορείς να μου γράψεις καμιά σειρά
περιπέτειες Ταρζάν πού είναι πολύ της μόδας έξω; Το αν μπορώ ή όχι, μπορείς να το
διαπιστώσεις μοναχός σου, του κάνω! Πώς; μου λέει. Ξέρεις πέντε - έξι ανθρώπους
σαν και του λόγου μου συγγραφείς της κακιάς ώρας, μήνυσε τους νάρθουν κι ανάθεσε
τους να σου γράψουν ένα φυλλάδιο Ταρζάν με περιπέτειες Ζούγκλας και θα σου γράψω κι εγώ ένα. Θα τα πάρεις όλα
αυτά και θα τα διαβάσεις κι οποιανού σ' αρέσουνε καλλίτερα αυτουνού ν'
αναθέσεις τη δουλειά. Δε θέλω να μου αναθέσεις εν λευκώ τη δουλειά, γουρούνι στο
ασκί. Μου λέει έτσι είναι, άλλα όχι σέ τόσους πολλούς πού λες. Σ' άλλον ένα θα το
πω. Λέει σε κάποιον Τσουκαλά, πάει πέθανε κι αυτός, ο οποίος είχε γράψει πολλά
πράγματα ληστρικά τότε πού ήτανε της μόδας. Του γράφω κι εγώ άλλο ένα. Τα
διαβάζει, ήτανε η μερα - νύκτα να πούμε, τόχω μέσα μου εγώ να γράφω
περιπέτειες, είμαι γεννημένος παραμυθάς. Αμέσως, μου λέει, εσύ θα το γράψεις.
Κι έτσι άρχισα να τα γράφω. Ο δικός μου ο Ταρζάν δεν έχει καμιά σχέση με κείνο του Μπάρροου πού με ρωτάς. Μόνο τα ονόματα
κράτησα τα ίδια. Οι περιπέτειες είναι πρωτότυπες δικές μου. Απλώς έπαιρνα το όνομα
του Ταρζάν και ξεκίνησα περιγράφοντας τις περιπέτειες του Ταρζάν και της
Τζαίην, τέτοια πράγματα.
Στο τρίτο τεύχος όμως
σκέφτηκα - πάντα με βασάνιζαν αυτές οι
πρωτοτυπίες και τα τινάγματα - σκέφτηκα ότι ο Ταρζάν είναι εγγλέζικης
καταγωγής και τότε με τους Εγγλέζους δεν
τα πηγαίναμε καλά ο ελληνικός λαός. Λέω δε χωρίζω τα ελληνόπουλα σε δυό στρατόπεδα
να πάρει
κυκλοφορία το περιοδικό, να
πάρουμε κι εμείς πάνω μας! Έτσι, φτιάχνω έναν αντίπαλο του Ταρζάν στή ζούγκλα, το
Γκαούρ (Γκαούρ, πού στη ζουγκλική
σημαίνει Κεραυνός), πού είναι Ελληνας, με μια σύντροφο του την Τάταμπού και
ένα ακόμη ζευγάρι, κωμικό αυτή τη
φορά, τη Χουχού και τον Ποκοπίκο. Τη ζυγαριά την κανόνισα να γέρνει υπέρ του
Γκαούρ. Είναι πιο μεγαλόψυχος, πιο ανθρώπινος και... από τον άλλο τον Εγγλέζο. Ένας Ιησούς Χριστός στη Ζούγκλα ήτανε ο Γκαούρ.
Τέτοιος ήτανε. Και τα παιδιά το κατάλαβαν αυτό και τον αγάπησαν με την πρώτη.
Μείνανε όμως μερικά παιδιά οπισθοδρομικά, τα όποια μείνανε να θαυμάζουνε τον
Ταρζάν και να μισούν το Γκαούρ, κι άρχισαν
να γίνονται συμπλοκές στα σχολεία μέσα, να γράφουν οι
εφημερίδες, να έχω διαμαρτυρίες και παράπονα, γράμματα από τους δασκάλους,
τους εκπαιδευτικούς, ότι σκοτώνονται τα
παιδιά στην τάξη. Οι Γκαουρικοί με τους Ταρζανικούς.
Είχα επιτύχει σ’ αυτό το σκοπό μου και
το περιοδικό κέρδιζε ολοένα καινούργιους αναγνώστες. Αυτά πού σου λέω, αμέσως
μετά την κατοχή. Εκεί γύρω στα
1947 με 1948.
Λοιπόν, τσακωνόντουσαν τα
παιδιά μεταξύ τους, οι
δάσκαλοι διαμαρτυρίες και τονα και
ταλλο. Εγώ όμως τον είχα ριζώσει
μέσα στις καρδιές των παιδιών το Γκαούρ το δικό μου, χωρίς όμως να ρίχνω
και στον εξευτελισμό τον Ταρζάν. Κρατούσα
ένα μπαλάντζο για να έχω την
αντιπολίτευση πού μου χρειαζόταν. Έκανα κι ένα δημοψήφισμα τάχα,
δέκα χιλιάδες επιστολές παιδιών απ' όλη την Ελλάδα, Γκαουρικοί και Ταρζανικοί. Εγώ δεν παρουσίασα την αλήθεια του
δημοψηφίσματος, τόφερα λάου - λάου πάλι και σχεδόν ισοπαλία. Τους έλεγα ότι
κάθε φορά ήταν 1800 οι Γκαουρικοί ενώ 1845 ψήφισαν Ταρζάν, έτσι ώστε να μην
υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τους και να μη χάνουν το κουράγιο τους πώς θα
νικήσουν. Θα κερδίσει ο Ταρζάν ή θα κερδίσει ο Γκαούρ: Μέχρι τελευταία στιγμή
κανείς δεν ήξερε. Για να μη δυσαρεστήσω κανένα, έφερα ισοψηφία σχεδόν με δύο
άκυρα υπέρ του Ταρζάν. Κι άρχισαν οι Ταρζανικοί και λέγαν δηλαδή εμείς
νικήσαμε, πώς νικήσατε εσείς λέγαν οι Γκαούρικοί, εμείς νικήσαμε τα Ακυρα δεν
πιάνονται και δώσ’ του καυγάς και φασαρίες. Ερχόταν ένας ταχυδρόμος κάθε πρωί
κι έφερνε μια τσάντα, άπ' αυτές τις δερμάτινες, γεμάτη γράμματα κι'ένα σακούλι
χώρια, γεμάτο γράμματα κι αυτό.
Τις Κυριακές ερχόντουσαν τα
παιδιά με τι μανάδες τους να με γνωρίσουν. Κύριε Ρούτσο μας τα συγχαρητήρια
μας, μου λέγαν. Μέχρι σήμερα παίρνω γράμματα από κείνα τα παιδιά, πού είναι πιά
σαραντάρηδες. Αν είχατε γεννηθεί λιγάκι πιο
μπροστά, θα είσαστε και σεις Γκαουρικός. Σίγουρα σας λέω!
Επειδή με πλήρωνε πολύ λίγα ο
Παπαδημητρίου, μούδινε τότε κανα πεντακοσάρικο (σημ. kgrek σχεδόν
1,5 ευρώ) με σημερινά λεφτά για την κ;auε ιστορία, αναγκαζόμουν να γράφω και σ' άλλους έκδοτες,
άλλα πάλι δε μ' έφταναν για να ζήσω μ' αυτά πού έβγαζα, πληρώνανε λίγα και μου τα
τρώγανε κιόλας, αναγκάστηκα να βρω μια θέση σέ διαφημιστική εταιρεία ονόματι ΕΞΙΠΤ,
την όποια είχε κάποιος- Εβραίος Ζαμπέλ, αυτός πού είχε και τα Πετρογκάζ.
Λοιπόν, με πήρανε εκεί μέσα εσωτερικά συγγραφέα κι έγραφα διαφημίσεις για οδοντόπαστες,
για το ένα και το άλλο απορρυπαντικό, τα εβαπορέ, τέτοια πράγματα. Για
ραδιόφωνο βέβαια μιλάμε, εκείνα τα χρόνια ακόμα δεν υπήρχε τηλεόραση. Τότε,
έφτιαξα για λογαριασμό κάποιου πελάτη μια σειρά από εκπομπές με αστυνομικές ιστορίες.
Τις αστυνομικές περιπέτειες του «Τζών Γκρήκ». Εγώ τον ονόμασα «Τζών Γκρήκ» και
ήτανε ήρωας δικός μου. Οι εκπομπές αυτές πιάσανε και διήρκεσαν πολύ καιρό. Οι
άνθρωποι με τ’ αυτοκίνητο τους γυρίζανε και δε βλέπανε την ώρα να πάνε στα
σπίτια τους. Πρέπει να προλάβω το «Τζών Γκρήκ» λέγανε, θα χάσω τη συνέχεια, και
να τροχαίες παραβάσεις σωρός, τέτοια τρέλα τους είχε πιάσει. Η εκπομπή διαρκούσε
μισή ώρα. Κάθε φορά άρχιζε μ' αυτο το χαρακτηριστικό σφύριγμα και κείνα τα βήματα
του ήρωα, κάτι σαν σήμα κατατεθέν (...). Εκείνη την εποχή, έκτος από τα «Γκαούρ-Ταρζάν»,
το «Τζών Γκρήκ» στο ράδιο και σέ φυλλάδια, έγραφα και το Μικρό Τζών Γκρήκ» για παιδιά και καουμπόικες ιστορίες,
με τίτλο «Λάσο», για κάποιο άλλο έκδοτη τον Ανεμοδουρά
και διάφορα άλλα αναγνώσματα πού τώρα μου διαφεύγουν.
Εγώ όταν πρωτάρχισα να γράφω
το «Γκαούρ Ταρζάν», ο Παπαδημητρίου είχε ένα μαγαζάκι τόσο μπροστά στο δρόμο κι
αν έφτανες πίσω στο βάθος, ήταν μία αυλή μ' ένα δωμάτιο και σ' αυτό το δωμάτιο μένανε
κοντά δέκα άτομα, αυτός με τα τρία
παιδιά του, η γυναίκα του, η μάνα του, η πεθερά του. Όλοι εκεί μέσα ζούσαν σέ
κακά χάλια κι από εκεί ξεκινάει κι αγοράζει ένα οικόπεδο στην Αγία Παρασκευή και
κτίζει μία βίλλα αυτόματη με κουμπιά. Πάταγε κουμπιά και γέμιζαν οι δεξαμενές,
πισίνες πώς τις λένε αυτές, πάταγε κουμπιά κι ανοίγανε οι πόρτες, με κουμπιά
γινόντουσαν όλα.. Την είχε στρώσει πέρα για πέρα με ακριβά χαλιά, το χρυσάφι
έτρεχε. Λεφτά να δούνε τα μάτια σου. Την περίοδο αύτη ο «Γκαούρ - Ταρζάν» ήτανε
στις δόξες του, δεν υπήρχαν άλλα τέτοια περιοδικά. Πουλούσαμε δια του
πρακτορείου περισσότερες από δεκαπέντε χιλιάδες κομμάτια κι άλλα τόσα δίναμε στους
ψιλικατζήδες και τους έμπορους έκτος πρακτορείου, κοντά τριάντα χιλιάδες κομμάτια
το τεύχος. Το περιοδικό κυκλοφορούσε δυό
φορές την εβδομάδα. Λογάριασε!
Το μήνα πουλιόντουσαν κάπου
διακόσες πενήντα χιλιάδες φύλλα. Μεγάλη υπόθεση! Ο Παπαδημητρίου θησαύρισε. Αγόρασε μηχανές
λιθογραφικές, φότο - όφσετ, ακριβά
πράγματα, διπλωματικές μηχανές, κοφτικές, χαρτί με τους τόνους, ενώ πρώτα τα έδίνε
όλα έξω και πλήρωνε τα διπλά έξοδα, τώρα τύπωνε ο ίδιος.
Όταν τα είδα αυτά λέω, δεν
κάνω μόνος μου αυτή τη δουλειά να δω κι εγώ προκοπή. Είχα και
λίγα λεφτουδάκια. Δανειστήκα από
δω κι από κεί κι έβγαλα μόνος μου πια το «Γκαούρ Ταρζάν». Το περιοδικό ήτανε ήδη φτασμένο κι αγαπητό στα
παιδιά και πήγαινε το ίδιο καλά και με τη δική μου έκδοση, και θα γέμιζα κι εγώ
λεφτά αν δε συνέβαινε ένα ξαφνικό
ατύχημα. Κάποιο παιδί δεκαέξι με
δεκαεφτά χρονώ, κάτω από τα Λιόσα, όχι από την Κοκκινιά νομίζω, εξαφανίστηκε, κι ένας δημοσιογράφος πολύ φίλος μου, αγαπητός
μου φίλος, πού έγραφε θαρρώ στην «Αθηναϊκή» τότε, δεν είχε θέμα να γράψει και
πήγε γυρεύοντας στην Αστυνομία, στα συμβάντα,
και είδε στο αστυνομικό δελτίο την
εξαφάνιση του παιδιού και παίρνει τη διεύθυνση και πηγαίνει στο σπίτι πού έμενε
το παιδί. Βρίσκει τη μάνα του, όχι μάνα
του, μητριά ήτανε και της λέει «που λες κυρά να πήγε το παιδί». Ξέρω εγώ που
πήγε αυτός ο αλήτης, τι να σου πω χριστιανέ μου. Αυτός όμως τη δουλειά του
ήθελε να κάνει, επέμενε. Εσείς τι
υποψιαζόσαστε; Τίποτα, δεν ξέρω, μπορεί να πήγε σέ κανένα κινηματογράφο απ'
αυτούς τους μόρτικους στη Δημαρχία, στο «Ροζικλαίρ»... Κι από κει που να πήγε; Ξέρω εγώ! Δέ βρήκατε τίποτα, κάνα γράμμα στα χαρτιά του τίποτα; Ρωτά ο δημοσιογράφος. Λέει, στα
χαρτιά του βγήκαμε μόνο αυτό το περιοδικάκι το «Γκαούρ - Ταρζάν» και μία ταυτότητα
Ζούγκλας στ' όνομα του. Βλέπεις εμείς, εγώ δηλαδή, είχα επινοήσει κι έδινα και ταυτότητες
στα παιδιά με τη φωτογραφία και τα στοιχεία τους, πού έλεγαν πώς είναι
αναγνώστες του περιοδικού, σφραγίδα, υπογραφή δικιά μου, και
μ' αυτή την ταυτότητα παίρνανε το
τεύχος κατά τι φτηνότερα, δηλαδή μείον
τα πρακτοριακά, κάπου
μία κι εξήντα αντί δύο δραχμές πού πουλιόταν στα περίπτερα κι
ερχόντουσαν και το παίρνανε από τα γραφεία μας. Με τις ταυτότητες αυτές νόμιζαν
πώς ήσαν μεγάλοι άνδρες και καμάρωναν
πολύ πού τις είχαν.
Ήταν πολύ αβανταδόρικο για την
κυκλοφορία! Αυτό το εφάρμοσα και στη δική μου έκδοση. Βλέπει για αυτή την ταυτότητα,
ο φίλος μου ο δημοσιογράφος πού λέγαμε παραπάνω, γράφει ολόκληρη σελίδα, ότι
εξαφανίστηκε το τάδε παιδί από το τάδε σπίτι κ.λ.π. , διότι εδιάβαζε το «Γκαούρ
- ΤαρΖάν» του Νίκου Ρούτσου. Και τα έγραψε αυτά για να μού κάνει καλό, όπως μου
είπε μετά, και που τόσο συναρπαστικά γράφει ο Ρούτσος για τή Ζούγκλα, πού το
παιδί λαχτάρησε κι έφυγε λαθρεπιβάτης να πάει στη Ζούγκλα. Ε, μόλις λοιπόν
κυκλοφόρησε η εφημερίδα με τα καθέκαστα, πέφτει την πρώτη βδομάδα το περιοδικό
κάπου εικοσιπέντε τα εκατό κάτω! Δεν είναι τίποτα, θα δούμε την άλλη βδομάδα
λέμε όλοι. Την άλλη βδομάδα, χειρότερη πτώση. Κοντά σαράντα τοις εκατό λιγότερο
τεύχη. Εν τώ μεταξύ, εγώ άρχισα να παίρνω χαρτί βερεσέ, ν' αφήνω χρέη στον
τυπογράφο πού τύπωνα, στο βιβλιοδέτη, μαζευόντουσαν μεγάλα ποσά. Αυτοί λοιπόν οι
άνθρωποι, ο τυπογράφος, ο βιβλιοδέτης κι ο χαρτέμπορος, μου λέγανε «εδώ είμαστε
εμείς κυρ - Νίκο μη στεναχωριέσαι και τα βερεσέδια κορδόνι». Αν το είχα κλείσει
εκείνη τη στιγμή το περιοδικό σήμερα θα μπορούσα να είμαι πλούσιος, διότι τότε
είχα πολλά εκατομμύρια, δεν ξέρω πόσα, καμιά δεκαπενταριά εκατομμύρια τεύχη
στοκ, το μοιραίο στοκ πού μένει πάντοτε, γιατί καθώς θα ξέρεις, για να
πουλήσεις ας πούμε δέκα χιλιάδες τεύχη, πρέπει να κυκλοφορήσεις δεκαπέντε.
Βδομάδα με τη βδομάδα έμενε στοκ και πλήρωνα αποθήκες για να τόχω. Είδα κι
απόειδα, είπα να το σταματήσω αμέσως, άλλα εκείνοι μου λέγανε όχι, συννεφάκι είναι,
θα ξεχαστεί αυτή η ιστορία με το παιδί και όλα θάναι σαν πρώτα και μου δίνανε
χαρτί και μου δίνανε πιστώσεις και μαζεύονταν τα χρέη, ώσπου στο τέλος η
κυκλοφορία έφτασε σε σημείο εξευτελιστικό, να πουλάμε να πούμε χίλια αντίτυπα το
τεύχος. Φοβερή πτώση. Τίποτα να μην
πιάνω δηλαδή, ούτε τα χοντρά έξοδα και τότε ξεφυτρώσανε κι αυτοί και θέλανε τα
λεφτά τους. Έτσι γίνεται στον κόσμο. Αυτοί πού με παρηγορούσαν και μου δείνανε
κουράγιο μην το κλείσω, τώρα μου τα ζητούσαν μαζεμένα και με διορίες. Δέ
βαριέσαι. Τί να κάνω εγώ τότε το έκλεισα το περιοδικό και πούλησα όλο το στοκ
πού είχα με την οκά σέ κάποιο Λαδιά και πήρα κάτι λεφτουδάκια, τα έδωσα εκεί που
χρωστούσα, μα δεν έφταναν ούτε για Ζήτω. Στο τέλος πούλησα κι ένα σπίτι πού
είχα στη Φιλαδέλφεια, ένα σπίτι ολόκληρο, αυτό θα έχει πάνω από τρία
εκατομμύρια δραχμές σήμερα μόνο το οικόπεδο, ένα γωνιακό οικόπεδο οκτακόσα μέτρα
καθαρό, εκεί πήγαινα για να γράψω, σαν ησυχαστήριο να πούμε, πήγαινα το πρωί και
μ' έπιανε βράδυ πάνω στα γραφείο μου, το πούλησα κι αυτό. Ξόφλησα.
Έτσι ξεκίνησα μια καινούργια
ζωή πάνω στην παλιά. Με τα χρόνια πού πέρασαν και τις τόσες Ιστορίες πού είχα
γράψει, «Λάσα», «Ζούγκλες», «ΤΖών Γκρήκ» και «Φαντομάδες» είχα αποκτήσει μια
πείρα και μια ευκολία στο γράψιμο. Στην πρώτη έκδοση του «Γκαούρ - ΤαρΖάν», στου
Παπαδημητρϊου, τυπώσαμε γύρω στα 92 τεύχη, μετά σταματήσαμε γιατί έβγαλα εγώ τη
δική μου, την οποία κράτησα με το ζόρι κάπου 120 βδομάδες, μετά από μια μικρή αγρανάπαυση
με ξαναφωνάζει ο Παπαδημητρίου, ο οποίος έβλεπε πώς είχε χάσει τόσο καιρό, όπως έλεγε, είχε
μάθει να πηγαίνει κάθε μέρα στα πρακτορείο και να μαζεύει λεφτά πολλά, και μου
λέει να του ξαναγράψω. Του λέω κι εγώ πώς εγώ είμαι δω, αρχίζω λοιπόν να ξαναγράφω «Ζούγκλες», βγήκαν ακόμα άλλες ογδόντα
- όγδονταπέντε ιστορίες «Γκαούρ - ΤαρΖάν», καλά πηγαίναμε δέ λέω, άλλα όχι πιά οι
δόξες οι παλιές. Τα έχω κι αυτά τ' αρχεία.
Αλλά ή καλλίτερη έκδοση
είναι κείνη ή δική μου, όχι γιατί δεν έγραφα ευσυνείδητα και στον Παπαδημητρίου,
άλλα δικό μου πράμα ήτανε και το πόναγα περισσότερο. Άμα βάζεις δικά σου λεφτά
σκιάζεσαι πιο πολύ, έτσι έστιβα το μυαλό μου να το κάνω καλλίτερο με πιο πολλά
ευρήματα, κέφι και περιπέτειες. Τάχω όλα αυτά έδώ μαζεμένα στο αρχείο μου. Εκτός
από τα «ΤΖών Γκρήκ», «Λάσα» και τ' άλλα πού σού είπα, έγραψα και τραγούδια και
ποιήματα για παιδιά, μυθιστορήματα συνεχείας στα ποικίλης ύλης της εποχής και στις
εφημερίδες, ούτε πού θυμάμαι πόσο ακριβώς.
Για την εικονογράφηση του «Γκαούρ – ΤαρΖάν» δεν έγινε από ένα μόνο άνθρωπο,
άλλα από πολλούς καλλιτέχνες. Ο Βασίλης Ζήσης ήταν ένας από τους καλλίτερους
πού συνεργάστηκα.
Όχι το κείμενο δεν το διάβαζαν
οι σκιτσογράφοι. Είχα δοκιμάσει να τους δίνω τα κείμενα και αυτοί φέρνανε κάτι
πράγματα, ωραία τεχνικά, αλλά τρέχα - γύρευε. Βάλανε για παράδειγμα το Γκαούρ να
κουβεντιάζει με τον Άχαβούμπ και πάει τέλειωσε. Βάζανε και τίς λεζάντες από κάτω
με τά διάλογο κι αυτά ήτανε. Διαλέγανε τα εύκολα πράγματα. Γι αυτό κι εγώ άλλαξα
γρήγορα τακτική. Καθόμουν και διάβαζα το κείμενο που μόλις τέλειωνα κι έβρισκα τα
πιο πολύπλοκα θέματα κι έγραφα είκ. 1 γιά παράδειγμα, θα ζωγραφίσεις το Γκαούρ
πού τον έχει αγκαλιάσει το φίδι, ταυτόχρονα από πάνω του ο Ταρζάν με το μαχαίρι
πάει να τον κτυπήσει, ενώ μία λεοπάρδαλης από το κλαδί πηδάει στο σύμπλεγμα και
ο Ποκοπίκο στο βάθος να καταφθάνει σ' ένα ελέφαντα. Τέτοια τους έκανα. Ήθελα να
υπάρχει ζωντάνια, να υπάρχει κίνηση.
Μ' όλο το μπελά πού τους
έβαζα, αυτοί μ' αγαπούσανε και μ' ανεχόντουσαν γιατί ήμουν καλός άνθρωπος και
φρόντιζα να παίρνουνε παραπάνω κάθε φορά. Έλεγα του Παπαδημητρίου τότε ή στην
αφεντιά μου τότε πού ήμουν εγώ έκδοτης του Γκαούρ, ότι τους βάζω δύσκολες εικόνες
και κουράζονται τριπλάσια δικαιούνται το κάτι παραπάνω. Τότε παίρνανε δέκα, βία
είκοσι δραχμές την εικόνα, κοροϊδία πληρωμή δηλαδή, άλλα αυτή ήτανε, τόσα
δίνανε οι έκδοτες κι άμα δεν ήθελες ψόφαγες της πείνας. Έτσι έκανα λοιπόν κι
έδινα τίς περιγραφές των εικόνων και έκτος από το κείμενο ήτανε και το εξώφυλλο
πού αναγκαζόμουν να το γράφω κι αυτό, μήπως και βάλουν άλλα πράγματα του
κεφαλιού τους. Εγώ τα ήθελα συναρπαστικά, γιατί από το εξώφυλλο αγοράζονται
αυτά τα περιοδικά. Τα εξώφυλλα τυπώνονταν δεκάξι - δεκάξι ιστορίες για να
γίνεται οικονομία στην τετραχρωμία πού στοίχιζε τότε πολλά λεφτά. Ναι,
καθόμουνα κι έκανα περιγραφές δεκαέξι εξώφυλλων, έβγαζα και τους τίτλους και
πάνω σ' αυτά ύστερα έγραφα τίς ιστορίες πού έγραφα. Έπαιρνα δηλαδή το τυπωμένο
εξώφυλλο, διάβαζα τον τίτλο του, «Μονομαχία Γιγάντων» ας πούμε, κοίταζα τί έδειχνε
ή εικόνα, είναι ο Γκαούρ μ' αυτόνε, ο Ποκοπίκο εκεί κάνει αυτό, ο Ταρζάν με το
λιοντάρι και άρχιζα να γράφω την ιστορία. Έτσι έκανα.
Από τους άλλους
σκιτσογράφους ήτανε ο Νύρος τότε στον Παπαδημητρίου. Πολύ καλός ο Νίκος ο
Νύρος, πάρα πολύ καλός κι ευσυνείδητος στη δουλειά του, δε σέ κορόιδευε, δε χασομέραγε,
τότε σου έλεγε -τότε στο έφερνε και δεν ήτανε κι ακριβός. Μετά πήρα τον. Άπτοσογλου
το Βύρωνα, επίσης καλός και γρήγορος, πιο γρήγορος από τον Νύρο, σου τέλειωνε
στο άψε σβήσε τίς δουλειές, φωτιά ήτανε ό άνθρωπος κι ας ήτανε πιο νέος κι
άπειρος. Ήταν επίσης και ο Μπόστ, Μεντης
Μποοτατζόγλου τότε, που ήτανε φίλος μου και σκέφτηκα να του δώσω δουλειά.
(...) Όχι... όχι, τότε αυτές
οι αμερικάνικες, βλακείες δεν είχανε μεγάλη πέραση, ήτανε ξένα πράματα, δεν αρέσανε.
Τώρα είναι της μόδας αυτά τα κόμικς. Αυτά με τα τέτοια πού λένε «ΜΠΑΜ»,
«ΜΠΟΥΜ», «ΤΙ ΕΙ ΠΕΣ» κ.λ.π. κ.λ.π. και τα παιδιά πέφτουνε με τα μούτρα και πού
πιάνουνε μεγάλες κυκλοφορίες σαράντα, πενήντα κι ογδόντα χιλιάδες το καθένα τους.
Ξένα πράματα κι άψυχα. Τα δικά μας είχανε μεράκι. Βοηθάγανε το παιδί να σκέφτεται
τίς εικόνες. Είχανε μια υπόθεση, είχανε κέφι και φαντασία, ενώ αυτά τί έχουνε.
Τίποτα!
Ο
ΝΙΚΟΣ ΡΟΥΤΣΟΣ
Ο Νίκος Β. Ρούτσος είχε γεννηθεί στην Αθήνα, και από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με
τη δημοσιογραφία. Εργάστηκε προπολεμικά στη «Βραδυνή» και στο περιοδικό
«Ναυτική Ελλάς».
Το
1933 εξέδωσε, μαζί με τον Πώλ Νόρ, το περίφημο σατιρικό περιοδικό «Παπαρούνα».
Σ’ αυτο, και σ’ άλλα σατιρικά περιοδικό («Λοβιτούρα» κ. κ.) έγραφε με το
ψευδώνυμο «Κόκορας». Από το τέλος της Κατοχής άρχισε να γράφει στίχους για
ρεμπέτικα τραγούδια, πού πωλούσε — όπως ή Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου — σέ
διάφορους λαϊκούς συνθέτες. Τραγούδια του μελοποίησαν οι Τσιτσάνης, Χιώτης, Τατασότουλος,
Τζοαννακος, Στέλιος Βαμβακάρης, Β. Βασιλειάδης κ.ά.
Αναμεσα
στις μεγάλες επιτυχίες του, περιλαμβάνονται: «Συννεφιασμενη Κυριακή» (σέ
συνεργασία με τον Τσιτσάνη), «Ντελμπεντέρισσα», «Ομορφόπαιδο», «Έχω να λάβω
γράμμα σου», «Η Φάμπρικα», «Απόψε κάνεις μπάμ», «Τά πεταλάκια», «Σερσέ λά φάμ»
κ.ά. Το τραγούδι του «Η μάνα μου με δέρνει» (στίχοι και μουσική δικοί του) έγινε
παγκόσμια δισκογραφική επιτυχία.
Παράλληλα,
ο Νίκος Ρούτσος πού ήταν προοδευτικών άρχων, προσπάθησε να μπολιάσει μ’ αυτές τις
αρχές την παιδική παραφιλολογία. Δημιούργησε ελληνικούς παιδικούς ήρωες, με κυριότερο
τον «Γκαούρ Ταρζάν», μια σειρά πού έγραψε για χρόνια με τεράστια απήχηση στον
παιδόκοσμο της δεκαετίας 1950.
Είχε
εκδώσει βιβλία με παιδικά παραμύθια και ποιήματα: «Χρυσοθήρες των Ονείρων»,
«Γυάλινο Καράβι» κ. ά. Πριν το θανατο του, είχε μεταγλωττίσει σε απλή
νεοελληνική τον «Ερωτοκριτο» τού Κορναρου.
Πηγές :
- ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ : Δημήτρη Γκιώνη : Όταν «καθάριζε» ο Γκαουρ
- ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ : ΝΙΚΟΣ ΠΛΑΤΗΣ : Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ ΤΑ «ΤΡΑΙΝΑ» ΝΑ ΠΕΡΝΟΥΝ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου