Πώς θα ήταν άραγε το ελληνικό κράτος χωρίς τον Ιωάννη Καποδίστρια;
Στις 11 Ιανουαρίου του 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας αποβιβάζεται στην Αίγινα και αντικρίζει μια εικόνα αποκαρδιωτική.
Διαβάζουμε τη δική του περιγραφή στα Απόλογα για τον Καποδίστρια του Γ. Τερτσέτη: «Είδα πολλά εις την ζωή μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την Αίγινα δεν είδα παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί… «Ζήτω ο κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας!”» εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά, κατεβασμένα από τις σπηλιές. Δεν ήταν το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. Η γη εβρέχετο από δάκρυα.
Εβρέχετο η μυρτιά και η δάφνη του στολισμένου δρόμου από το γιαλό ως την εκκλησία. Ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού μού έσχιζε την καρδιά μου». Παρακάτω, στο ίδιο κείμενο, ορμώμενος απ’ όσα έζησε στην Αίγινα, ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, διατυπώνει ορισμένες σκέψεις που, στο βάθος, είναι η αγωνία του μπροστά στο έργο που έχει αναλάβει: «Ως ψάρι εις το δίχτυ σπαράζει εις πολλούς κινδύνους ακόμη η ελληνική ελευθερία. Μου εδώσατε τους χαλινούς του κράτους. Τίνος κράτους; Μετρούμε εις τα δάκτυλα την επικράτειάν μας. Τ’ Ανάπλι, την Αίγιναν, Πόρο, Ύδρα, Κόρινθο, Μέγαρα, Σαλαμίνα. … Πού το θησαυροφυλάκιον του έθνους;
Ακούω επουλήσατε και την δεκατιά του φετεινού έτους, πριν σπαρθεί ακόμα το γέννημα· ο τόπος είναι χέρσος, σπάνιοι οι κάτοικοι, σκόρπιοι εις τα βουνά και εις τα σπήλαια· το δημόσιο είναι πλακωμένο από δυο εκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος, άλλα τόσα ζητούν οι στρατιωτικοί, η γη είναι υποθηκευμένη εις τους Άγγλους δανειστάς· ανάγκη να την ελευθερώσομε και από τα άρματα του Κιουτάγια και του Αιγυπτίου. Δεν λυπούμαι, δεν απελπίζομαι· προτιμώ αυτό το σκήπτρο του πόνου και των δακρύων παρά άλλο· ο θεός μου τόδωσε, το παίρνω, θέλει να με δοκιμάσει· είμαι από τη φυλή σας· εις ένα μνήμα μαζί με σας θα θαφτώ· … Μη μου ζητείτε ζωγραφιές πολύτιμες εις οικοδόμημα ακόμη ατέλειωτο. Μέτρο μας και άστρο εις δεινά ελληνικά, θεραπεία ελληνική. Με το στόμα μας, όχι ως οι χειρούργοι της Ευρώπης κόφτοντες, αλλά με το στόμα μας να βυζαίνομε το έμπυο της πατρίδας μας διά να την γιάνομε».
Στέκομαι ιδιαίτερα στην καταληκτική πρόταση: «με το στόμα μας να βυζαίνομε το έμπυο της πατρίδας μας διά να την γιάνομε». Θα έλεγε κάποιος ότι είναι ο λόγος, αν όχι ενός ποιητή, πάντως ενός καθαρού ιδεαλιστή, αφοσιωμένου στο καθήκον και στο ιδανικό που έχει αναλάβει να υπηρετήσει. Κατά κάποιο τρόπο, το τραγικό –όσο και ηρωικό– τέλος του Ιωάννη Καποδίστρια μοιάζει να επιβεβαιώνει όσα φέρεται να είπε, όλα όσα πίστευε: βύζαξε τόσο πολύ το «έμπυο της πατρίδας μας» για να τη «γιάνει» που δηλητηριάστηκε.
Ως «έμπυο» ας δούμε εδώ το απόστημα, τη χρόνια, μολυσματική πληγή της Ελλάδας που ο πρώτος της κυβερνήτης στους νεότερους χρόνους, προσπάθησε με όλο του το είναι να καθαρίσει: νοοτροπίες-μπετόν, παγιωμένες ύστερα από αιώνες στασιμότητας και απομόνωσης της κοινωνίας από το διεθνές γίγνεσθαι, ψυχικές εγγραφές στα συλλογικά ριζώματα που εννοείται πως δεν ξεριζώνονται εύκολα, δεν διαγράφονται τόσο απλά. Θα ζητούσαμε υπερβολικά πολλά αν περιμέναμε κάτι τέτοιο από την Ελλάδα του 1828.
Ωστόσο ο Καποδίστριας έσπειρε το σπόρο του, έθεσε θεμέλια και δημιούργησε εύφορο έδαφος εκεί όπου επικρατούσε τέλμα ή ξηρότητα. Να πούμε, πολύ συνοπτικά, τι σημαίνει αυτό επί του πρακτέου; Ιδού ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα: έθεσε τις βάσεις για τη διοικητική διάρθρωση του ελληνικού κράτους, οργανώνοντας παράλληλα το στράτευμα (είναι άλλωστε ο ιδρυτής της Σχολής Ευελπίδων, με πρώτη της έδρα το Ναύπλιο).
Επίσης, προσπάθησε σθεναρά να θέσει τα θεμέλια της οικονομικής υπόστασης του νεοσύστατου κράτους – σε μια περίοδο που ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας δεν είχε λήξει. Αν μάλιστα είχε κατορθώσει να ιδρύσει και κρατική τράπεζα για τις ανάγκες του δημοσίου, προσπάθεια που υπονομεύτηκε από τους μόνιμους αντιπάλους του, του κοτζαμπάσηδες και τους καραβοκύρηδες, ο εμβρυακός κρατικός μηχανισμός θα ενισχυόταν καθοριστικά.
Ειδικά σε ό,τι αφορά την παιδεία, ο Καποδίστριας έθεσε σε λειτουργία πάνω από εκατό σχολεία με περίπου δέκα χιλιάδες μαθητές στα τρία μόλις χρόνια της διακυβέρνησής του. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση γεωργικών σχολών, αλλά και στην ανάπτυξη της δημόσιας υγείας, καθώς και των πρώτων ταχυδρομικών υπηρεσιών. Οι αναφορές είναι επιγραμματικές, καθώς ο Παναγιώτης Πασπαλιάρης, ο συγγραφέας του ανά χείρας τόμου, θα βάλει για τα καλά τον αναγνώστη στις λεπτομέρειες και τις πιο λεπτές πτυχές του έργου του Καποδίστρια. Μπορούμε όμως, με βάση όσα αναφέραμε, να μιλήσουμε για μια μεθοδική, συστηματική, κοπιώδη προσπάθεια η Ελλάδα να αποκτήσει ένα σύγχρονο –για τα δεδομένα της εποχής– κράτος, στα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Οι καποδιστριακές μεταρρυθμίσεις λοιπόν ήταν μια κοσμογονία για την ελάχιστη Ελλάδα του 1828–1831. Και πάντως ήταν οπωσδήποτε μια μεγάλη έκρηξη που οδήγησε στη συνέχεια τη χώρα, και παρά τα πισωγυρίσματα και τα στραβοπατήματα, τις δραματικές ανατροπές και τα τραγικά επεισόδια των εμφυλιακών συγκρούσεων, σε μια συνεχή συνθήκη διαστολής.
Τι σημαίνουν όλα αυτά όμως; Πως αν κάποιος μιλήσει για τον Καποδίστρια είναι καταδικασμένος να επιδοθεί σε μια ανιαρή αγιογραφία – άτοπη και άκυρη, όπως όλες οι σχετικές αγιογραφίες; Και πάλι, για το εύστοχο και το ουσιαστικό των σχετικών αναλύσεων και κρίσεων, ανατρέξτε στο κατατοπιστικό και ευθύβολο κείμενο του Παναγιώτη Πασπαλιάρη, το οποίο ακολουθεί. Εδώ απλώς εμείς θα θίξουμε μια μάλλον ενδιαφέρουσα παράμετρο: ότι η περίπτωση Καποδίστρια δίχασε κατά καιρούς τους Έλληνες ιστορικούς.
Ο τολμηρός και αφοσιωμένος «εκσυγχρονιστής», που πλήρωσε με την ίδια τη ζωή του την αφοσίωσή του στο καθήκον, χτυπώντας κατά μέτωπο τον παραδοσιακό άξονα ισχύος στην Ελλάδα, τους κοτζαμπάσηδες, τους μεγαλοκαπεταναίους και τα συμφέροντά τους, υπήρξε, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, φερέφωνο ξένων δυνάμεων, ένας δυνάστης, ένας απολυταρχικός – με σύγχρονους όρους– ένας «ελιτιστής», ο οποίος προσέγγιζε την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας αν όχι με εχθρότητα πάντως με βαθύτατη καχυποψία. Υπάρχει μια άποψη που θέλει τον Καποδίστρια να μην ήταν τίποτα περισσότερο από αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε «δικτάτορα».
Το τελεσίγραφο που έθεσε, από πολύ νωρίς, ή να καταργηθεί το σύνταγμα ή ο ίδιος να εγκαταλείψει τη χώρα, μοιάζει σήμερα με ωμό εκβιασμό και πράγματι, έως τον πρόωρο χαμό του, ο Καποδίστριας είχε συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του. Οι ιστορικοί της αριστεράς μνημονεύουν και τον Κάρολο Μαρξ, ο οποίος παρακολουθούσε τον Καποδίστρια και, σύμφωνα τουλάχιστον με τον μαρξιστή ιστορικό Τάσο Βουρνά, τον θεωρούσε «πολιτικά ανυπόληπτο».
Ας δεχθούμε λοιπόν ότι ο Καποδίστριας είχε δικτατορικές τάσεις, λαμβάνοντας όμως υπόψη την ίδια στιγμή πόσο παρακινδυνευμένο είναι να προβάλουμε αβασάνιστα και «οριζόντια» σύγχρονες έννοιες και αντιλήψεις περί δημοκρατίας και δικαίου σε εποχές μακρινές, που ήταν άκρως διαφορετικές από τη σημερινή.
Από την άλλη, θα μπορούσαμε ίσως να εντοπίσουμε ορισμένες, τρόπον τινά, αναλογίες με το σήμερα – όχι ως προς τις κοινωνικές συνθήκες της τότε Ελλάδας, αλλά ως προς την αναγκαιότητα που ο Καποδίστριας είδε σε μια σειρά δραστικών αλλαγών σε ολόκληρη τη χώρα (τη μικρή εκείνη Ελλάδα που παρέλαβε), τις οποίες σήμερα εμείς θα ονομάζαμε μεταρρυθμίσεις.
Τονίζω εδώ την αγωνία και τον αγώνα του να προβεί όντως σε μεταρρυθμίσεις που θα μεταμόρφωναν την Ελλάδα, μια Ελλάδα που λυτρώνεται με πολύ αίμα από τον ξένο ζυγό, αλλά και που σπαράσσεται εσωτερικά, θυμίζοντας έστω και πολύ αχνά αυτό που βιώνουμε σήμερα, τα τελευταία χρόνια: ιστορίες εξωτερικών δανεισμών, ξένων δυνάμεων που στηρίζουν το ελληνικό κράτος αλλά την ίδια στιγμή ελέγχουν κιόλας, εκπρόσωποι της πολιτικής και επιχειρηματικής τάξης που τίθενται υπέρ του λεγόμενου ξένου παράγοντα, ενώ άλλοι γίνονται σφοδροί πολέμιοί του, πόλωση και οξύτητα εντός της χώρας, οικονομική δυστοκία και ανέχεια – φαντάσματα του βαθέος παρελθόντος, που μοιάζουν να μας καταδιώκουν ακόμα.
Συναφής ως προς τα παραπάνω είναι και ο ισχυρισμός πως ο παράγοντας που όπλισε το χέρι των Μαυρομιχαλαίων την Κυριακή το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου του 1831 ήταν η άρρωστη νοοτροπία στην οποία ο Καποδίστριας εναντιώθηκε με απύθμενη σφοδρότητα: ο τοπικισμός. Ένας τοπικισμός που αναπόφευκτα βρίσκεται στον αντίποδα της στάσης που επιθυμεί ένα κράτος υπεράνω των τοπικών, οικογενειακών μικροσυμφερόντων – αυτό, δηλαδή, που σε μεγάλο βαθμό ταλανίζει ακόμα τη χώρα, παρά την αλματώδη εξέλιξή της, τον εξευρωπαϊσμό της.
Γι’ αυτό και, μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα, ο Καποδίστριας είναι ένας σύγχρονός μας, ακόμα και μέσα στις αντιφάσεις και τις αδυναμίες του, μέσα στα διλήμματα και τις αστοχίες του, ο ρόλος που διαδραμάτισε, και που επωμίστηκε –θα έλεγε κανείς με χαρακτηριστικά τραγικού ήρωα– τον καθιστούν μια από τις πλέον εμβληματικές ηγετικές φυσιογνωμίες της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Να κλείσουμε με την αφοσίωση που έδειχνε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα. Αξίζει να αναφέρουμε τα λόγια του προς τον Τσάρο Αλέξανδρο του οποίου έγινε Υπουργός Εξωτερικών:
«Μεγαλειότατε, ουδέποτε θα γίνω υπήκοός σας, αλλά μόνον υπάλληλός Σας», «… Είμαι Έλλην και θα μείνω Έλλην για πάντα».
Αλλά και εκείνα τα λόγια τον Ιούνιο το 1822, πάλι προς τον Τσάρο Αλέξανδρο:
«…Μεγαλειότατε, εντίμως σας δηλώνω ότι οσάκις ευρεθώ προ το τραγικού διλήμματος να υποστηρίξω τα συμφέροντα της σκλαβωμένης πατρίδος μου ή τα συμφέροντα της αχανούς αυτοκρατορίας σας, δεν θα διστάσω ούτε στιγμή. Θα τεθώ με το μέρος της πατρίδος μου…Θα ήταν εκ μέρους μου αχαριστία, θα παρέβαινα τα καθήκοντά μου προς τη γην που με γέννησε, εάν, προκειμένου να απαλλαγώ από τις πιέσεις που θα μου έκαναν, θεωρούσα τον εαυτό μου ξένον προς την Ελλάδα. Αισθάνομαι όμως τον εαυτό μου ανίκανον για μια τέτοια θυσία!… Θα ευρίσκομαι σε συνεχή επικοινωνία μαζί τους, θα τους βοηθώ!…».
Αυτός ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας.
perfectreader.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου