Η ιστορία ενός ζευγαριού ασβών
Του BRIAN VESEY FITZGERALD
Ο συγγραφέας τον βιβλίου «Ιστορίες της εξοχής» («A Country Chronicle») πρώην εκδότης του περιοδικού «The Field» είναι ένας από τους πιο γνωστούς Άγγλους φυσιοδίφες. Η παρακάτω τόσο παράξενη ιστορία γράφτηκε στα 1941 και τώρα τελευταία, που ανατυπώθηκε με μια σειρά δοκιμίων, συγκέντρωσε πολύ μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον.
Κάθε Ιούνιο, στο μεσοκαλόκαιρο, περνάω τη νύχτα μου στην ύπαιθρο. Είναι αλήθεια πώς τους καλοκαιριάτικους μήνες περνάω πολλές νύχτες έξω, μα και όλο τον χρόνο, τουλάχιστο μια φορά κάθε μήνα. Όμως αυτή η νύχτα, εκεί πέρα κατά το μεσοκαλόκαιρο είναι κάτι μοναδικό. Παίρνω πάντα τον ίδιο δρόμο και πηγαίνω στον ίδιο τόπο. Αυτό το κάνω γιατί κάπου πριν από τέσσερα χρόνια έτυχε να δω εκεί κάτι πολύ παράξενο και στην ανοησία μου ελπίζω πώς αυτό πού είδα κείνο το βράδυ μπορεί και να ξαναγίνει. Και χώρια απ' αυτό ομολογώ πώς θα ήθελα πάρα πολύ να ξαναζήσω εκείνη τη στιγμή. Γιατί στο κάτω κάτω δεν έχει κανείς πολλές φορές την τύχη να λύνει ένα από τα πολλά μυστήρια της φύσης.
Τα βιβλία της φυσικής ιστορίας είναι φοβερά λιγόλογα για ένα σωρό ενδιαφέροντα σημεία. Μας λένε πολλά πού θέλουμε να μάθουμε ωστόσο πολύ συχνά σταματάνε ίσα - ίσα εκεί όπου θα έπρεπε να προχωρήσουν. Δεν μάς λένε, να πούμε, τι γίνονται τα σώματα των άγριων ζώων πού ψοφάνε από φυσικό θάνατο. Η πιο συνηθισμένη εξήγηση είναι πώς τα ζώα, επειδή νιώθουνε πώς πλησιάζει το τέλος τους σέρνονται σε κάποιο απόμερο σημείο για να πεθάνουν. Δίχως άλλο η εξήγηση αυτή είναι αρκετά καλή για τους ελέφαντες και για τα ζώα της Αφρικής άλλα στην Αγγλία τέτοιος απόμερος τόπος με κανένα τρόπο δεν μπορεί να βρεθεί εύκολα.
Πολύ συχνά βρήκα ψόφιους σκαντζόχοιρους που δεν τα καταφέρνουν να βρούνε ένα ξεμακρυσμένο μέρος για να πεθάνουν. Βρήκα και νυφίτσες πού πήγαν να πεθάνουν μέσα σε φωλιές αφημένες από τα κοτσύφια, τις τσίχλες και τις καρακάξες και μέσα στους κουφωμένους κορμούς γέρικων δένδρων. Πέρασα μια ολόκληρη ζωή στην έξοχη, ποτέ μου όμως δεν βρήκα ένα ψόφιο λαγό — (πάντα βέβαια μιλάω για ζώα πού πέθαναν από φυσικά θάνατο),— και μονάχα δύο αλεπούδες. Ποτέ μου δεν βρήκα νεκρό ασβό. Τι γίνονται λοιπόν αυτά τα ζώα πού δεν έχουν τον καιρό να βρουν ένα ξέμακρο μέρος για να πεθάνουν;
Η εξήγηση είναι πώς το ζώο αυτό πεθαίνει στην υπόγεια φωλιά του. Χωρίς αμφιβολία αυτό θα είναι αληθινό για τις αλεπούδες ζώα βρώμικα, πού ή αποσύνθεση τους δεν θα ενοχλήσει καθόλου τους άλλους κατοίκους της φωλιάς. Μα πώς να πιστέψει κανείς πώς ο ασβός, το πιο καθαρό απ' όλα τα ζώα, μπορεί να ανεχθεί μέσα στη φωλιά του ένα νεκρά σώμα ;
Η ιστορία πού θα σας διηγηθώ είναι σχετική μ' αυτό το ζήτημα. Είναι από κείνες τις ιστορίες πού συμβαίνουν στους φυσιοδίφες εντελώς τυχαία και πού δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Η καλοκαιριάτικη εκείνη βραδιά ήταν όμορφη και ξάστερη και ζεστή. Κατά τις 9 πήγα στην ασβοφωλιά κάθισα εκεί κοντά και άρχισα το παραφύλαγμα. Ήθελα να δω τα σταχτιά σαν ασήμι κουτάβια του ασβού πού τ' αγαπούσα πολύ και ήξερα πώς μόλις έπεφτε καλά το σκοτάδι θα τα έβγαζε έξω η γριά μάνα τους. Ένα ήσυχο και απαλό αεράκι πού ερχόταν από βορειανατολικά μου χάιδευε το πρόσωπο και τα πουλιά τραγουδούσαν το βραδινό τους τραγούδι. Μια μεγάλη καστανή κουκουβάγια πετώντας χαμηλά, πέρασε ξυστά πάνω από το θάμνο όπου ήμουνα κρυμμένος.
Ύστερα από είκοσι λεπτά η γερο-μάνα έβγαλε τη μουσούδα της από την τρύπα και μύρισε τον αέρα. Αυτό ήταν πού μου κίνησε την προσοχή γιατί πάντα, όλες τις άλλες φορές πού είχα παραλλάξει, το αρσενικό έβγαζε τη μουσούδα του και μυριζόταν τον αέρα για να διαπιστώσει αν υπήρχε κανένας κίνδυνος. 'Ικανοποιημένη από την εξέταση της βγήκε από τη φωλιά. Για μια στιγμή με κοίταξε κατάματα. Κατάλαβα πώς είχε αναστατωθεί. Η πλάτη της ανατρίχιαζε και έλεγες πώς όλο το τρίχωμα της κυμάτιζε. Το τρίχωμα του άσβού είναι το συναισθηματικό του βαρόμετρο. Σκέφτηκα πώς θα με είχε δει πώς δε θα μπορούσε να με είχε νοιώσει μυρίζοντας γύρω, — αφού το αεράκι φυσούσε από την αντίθετη μεριά— γιατί αμέσως γύρισε και εξαφανίστηκε μέσα στην φωλιά της. Έμεινα κρυμμένος στο θάμνο μου και περίμενα να βγάλει έξω τα κουταβάκια της. Σε λίγη ώρα ξανάβγαλε τη μουσούδα της και ξαναμυριζόταν τον αέρα. Έμεινε έτσι ένα ολόκληρο λεπτό και υστέρα, ικανοποιημένη πώς ο ορίζοντας ήταν καθαρός, βγήκε από τη φωλιά της.
Αυτή τη φορά γύρισε τη μουσούδα της προς το μέρος πού φυσούσε. Τώρα στεκόταν με κατεβασμένο το κεφάλι. Το τρίχωμα της κυμάτιζε πιο βιαστικά. Έβγαλε μια πνιγμένη φωνή κουνώντας πέρα - δώθε την κοντόχονδρη ουρά της. Ήταν πολύ γελοία. Όλα αυτά φαίνονταν πολύ παράξενα και το πιο περίεργο ήταν πώς δεν φαινόταν πουθενά ούτε ο πατέρας ούτε τα παιδιά. Ίσως όμως ο πατέρας να είχε κιόλας ξεκινήσει για το βραδινό του γύρο.
Ύστερα ξαφνικά, σήκωσε ψηλά προς τον ουρανό το κεφάλι της και έβγαλε μια φωνή —ήταν ο πρώτος πραγματικός ήχος πού άκουγα από ασβό- ήταν μια φωνή παράξενη, σαν κλάμα, σαν ουρλιαχτό, πολύ διαπεραστική για ένα τόσο μικρόσωμο ζώο, και μέσα στην ήσυχη νύχτα, τόσο ξαφνική και απόκοσμη, πού χωρίς να το θέλω ανατρίχίασα.
Δεν είχα όμως καιρό να αναλύσω τα αισθήματα μου. Η γερομάνα έτρεξε γρήγορα λίγο πιο πέρα, δεξιότερα από μένα σε μια έρημη κουνελοφωλιά πού άσπριζε μέσα στο μισόφωτο. Αμέσως κατάλαβα πώς έσκαβε, γιατί άκουγα καθαρά το χώμα καθώς έπεφτε και κάθε τόσο ακουγόταν η παραπονιάρικη φωνή της. Όταν τέλειωσε τη δουλειά της, ύστερα από μια ώρα και περισσότερο, βγήκε από την κουνελοφωλιά και χώθηκε τρεχάτη ατή φωλιά της. Ξαναφάνηκε όμως αμέσως και άρχισε πάλι να μυρίζεται τον αέρα και να προχωρεί ταραγμένη. Σε μια στιγμή έφτασε λίγο κοντύτερα στην κρυψώνα μου χωρίς να μου δώσει καν προσοχή.
Καθόμουν ακίνητος, κυριευμένος από τα μυστήριο. Ο,τι έβλεπα μου ήταν άγνωστο γι' αυτό και ήμουν βέβαιος πώς θα μάθαινα κάτι καινούριο. Η γερομάνα είχε πάει χώρα ξανά στην κουνελοφωλιά και μου φαινόταν σάμπως να βρισκόταν εκεί κάτι πού ήθελε να το βγάλει και δεν μπορούσε. Τόσο ταραγμένη φαινόταν. Με μεγάλη μου ανακούφιση είδα πώς ή κίνηση μου δεν την είχε ενοχλήσει. Το παραφύλαγμα τώρα ήταν ευκολότερο γιατί το σκοτάδι άρχιζε να σκορπίζει. Έτσι πέρασε αρκετή ώρα. Η γερομάνα πηγαινορχότανε συνέχεια από τη φωλιά της στην κουνελοφωλιά και ‘γώ άλλαξα θέση για να την παρακολουθώ. Ξαφνικά όμως, κατά τις δυόμισι παρουσιάστηκε εκεί δά τριγύρω ένας άλλος ασβός
Στην αρχή καθώς τον είδα να περνά μέσα από τους θάμνους νόμισα πώς ήταν το αρσενικό, ο κύριος της φωλιάς, πού γύριζε από τη νυκτερινή του περιοδεία. 'Ωστόσο όταν πλησίασε, είδα πώς δεν ήταν ο γερο-ασβός. Αυτόν τον είχα παραμονέψει πολλές φορές και είχα υπολογίσει πώς θα ζύγιζε τουλάχιστον 5 οκάδες. Αυτός ήταν ένα ζώο μικροκαμωμένο. Σκέφτηκα λοιπόν πώς θα είχε ειδοποιηθεί και ήρθε. Η θηλύκια όμως έμεινε ακίνητη· τό τρίχωμα της πλάτης της πηγαινοερχόταν ζωηρά και η μουσούδα της άγγιζε το χώμα. Το αρσενικό προχώρησε λίγα μέτρα, ύστερα σταμάτησε με τη μουσούδα του αγγίζοντας κι* αυτό το χώμα.
Και τώρα άρχισε μια παράξενη σκηνή. Το θηλυκό τίναξε πρώτα το κεφάλι του, ύστερα έσκυψε και άγγιξε με τη μουσούδα του το χώμα και έβγαλε ένα μαλακό μουσικό σφύριγμα, λες κι' από τα ρουθούνια της έβγαινε με δύναμη αέρας. Την ίδια στιγμή προχώρησε πηδηχτά. Ένα - δυο βήματα ενώ το τρίχωμα της δεν ησύχαζε ούτε στιγμή. Μόλις σταμάτησε και στεκόταν ήσυχη με τη μουσούδα της ακουμπισμένη στη γη το αρσενικό προχώρησε κι αυτό, στάθηκε ακριβώς αντίκρυ της και άγγιξε τη γη με τη μουσούδα του. Από' κει και ύστερα κάνανε και τα δυο τις ίδιες κινήσεις, διαδοχικά, ώσπου ατά τέλος οι μουσούδες τους ενώθηκαν. Τότε, μαζί πάλι, σταμάτησαν απότομα. Το θέαμα μέσα στο μισόφωτο ήταν πολύ αστείο. Πόσο κράτησε αύτη ή παράσταση δεν μπορώ να πω γιατί είχα τόσο απορροφηθεί που ξέχασα να κοιτάξω το ρολόι μου κάτι πού το σιχαίνομαι γιατί ο φυσιοδίφης πρέπει πάντα να είναι ακριβής και μεθοδικός.
Μόλις τέλειωσε η παράσταση με μεγάλη μου λύπη είδα τα δύο ζώα να γυρίζουν στη φωλιά και να τανύονται. Το θηλυκό πήγαινε μπροστά και το αρσενικό ακολουθούσε. Λείψανε αρκετή ώρα. Εγώ έμενα εκεί, με τα μάτια όλο απορία στην είσοδο της φωλιάς και ατά γύρω δέντρα. Ύστερα από λίγο — δεν ξέρω ακριβώς πόση ώρα πέρασε γιατί για εκείνον πού περιμένει η ώρα δεν φεύγει εύκολα —κοίταξα το ρολόι μου και είδα πώς ήταν 3 περασμένες. Κάτω στην κοιλάδα και στα δέντρα άρχιζε τώρα να ξυπνάει η ζωή. Τα κοκόρια μιας φάρμας πού βρισκόταν πέρα δεξιά, άρχισαν να λαλούν. Γρήγορα ακούστηκαν δυνατά κακαρίσματα και ύστερα ησυχία. Μια ησυχία γεμάτη από τους αναρίθμητους και ακαθόριστους μικρούς ήχους του δάσους πού γεμίζουν τη σιωπή της νύχτας.
Άρχισα να αναρωτιέμαι πότε θα αποφάσιζε να φύγει ο μικρός ασβός Δόν Ζουάν όταν ξαφνικά ξεπρόβαλε μέσα από τη φωλιά. Και τότε είδα πώς έσερνε κάτι. Ήταν το σώμα ενός ασβού.
Μόλις πέρασε την είσοδο φάνηκε πίσω του το θηλυκό. Τότε φτερνίστηκα δυο φορές δυνατά, μα ούτε το ένα, ούτε και το άλλο ζώο φάνηκε να ενοχλήθηκε. Μαζί σέρνανε το σώμα του πεθαμένου γερο - ασβού προς την άδεια κουνελοφωλιά. Το αρσενικό κρατούσε το πτώμα από το ένα πισινό πόδι : δέν μπορούσα να δώ πώς το βοηθούσε το θηλυκό. 'Εκείνο όμως πού καταλάβαινα ήταν ότι βοηθούσε.
Γρήγορα φτάσανε στην κουνελοφωλιά. Δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά τί γινότανε εκεί μ' όλο πού έφεγγε αρκετά καλά. Στιγμές - στιγμές έβλεπα καθαρά και τα δύο ζώα, δεν μπορούσα όμως να καταλάβω τί έκαναν. Ωστόσο δεν ήταν δύσκολο να μαντέψεις. Γρήγορα το σκάλισμα της γης ήρθε να επιβεβαιώσει τις υποθέσεις μου. Θάβανε τον γέρο - ασβό.
Σε λίγο είχαν τελειώσει τη δουλειά τους. Τότε το αρσενικό χάθηκε, φεύγοντας βιαστικά από το δρόμο από όπου είχε έρθει. Το θηλυκό γύρισε στη φωλιά του. Στάθηκε μια στιγμή στην είσοδο και με κοίταξε σαν να μου έλεγε, «"Ε! πώς σου φάνηκε, λοιπόν;», και χάθηκε κάτω από τη γη.
Ήταν τέσσερις και δέκα. Χωρίς να το καταλάβω είχε χαράξει. Τα πουλιά πετούσαν εδώ και εκεί. Δεν έφεγγε βέβαια ακόμα, είχε όμως πολύ περισσότερο φως από πριν, ωστόσο εγώ δεν το είχα προσέξει. Περίμενα ακόμα μισή ώρα μ' όλο πού κρύωνα πολύ και πεινούσα. Καμιά κίνηση από τη φωλιά. Άναψα την πίπα μου και πήγα στην κουνελοφωλιά. Το άνοιγμα της ήταν κλεισμένο με χώμα πού το είχαν στρώσει τα δυο ζώα με το κορμί τους. Γύρισα στο σπίτι μου συγκινημένος και πεινασμένος.
Είχα παρακολουθήσει το θάψιμο ενός ασβού. 'Ωστόσο πολλά ερωτήματα έμεναν αναπάντητα μέσα ατά μυαλό μου. Π.χ. πώς ήξερε ο μικρός ασβός το θάνατο του γέρου; Ο ασβός είναι ζώο συνηθισμένο κι' εγώ όμως είμαι σίγουρος πώς δεν υπήρχε εκεί άλλη ασβοφωλιά πιο κοντά από 5 μίλια. Ειδοποιήθηκε άραγε από την πρώτη δυνατή φωνή της γερο -μάνας ; Αυτό δεν είναι πιθανό. Γιατί, τουλάχιστο, το ανθρώπινο αυτί δεν μπορεί να συλλάβει τον ήχο από τόσο μεγάλη απόσταση. Τότε πώς ειδοποιήθηκε; Γιατί το θηλυκό τον περίμενε ; Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία πώς τον περίμενε. Πώς ήξερε πώς θα ερχοταν ; Μήπως είχε πάει αυτή ατή φωλιά του και τον ειδοποίησε; Αυτό φαίνεται απίθανο γιατί ακριβώς πριν από δύο νύχτες την είχα δει πού έβγαλε τα παιδιά της περίπατο και είχα δει και τον γέρο ασβό, απ’ όσο μπορεί vα κρίνει το ανθρώπινο μάτι, πως ήταν ακόμη καλά.
Ίσως την προηγούμενη νύχτα ·να είχε ειδοποιήσει τους φίλους της για τον θάνατο του. Κι αυτό όμως δεν το πιστεύω γιατί δεν φαντάζομαι να άφησε τα παιδιά της μόνα δύο νύχτες συνέχεια. Πώς λοιπόν το είχε μάθει ο βοηθός της; Με τον ήχο, με τη μυρωδιά ή με το ένστικτο, την ακαθόριστη αυτή ιδιότητα; Και αν ήταν παντρεμένος ο νέος ασβός τί θα σκέφτηκε άραγε η γυναίκα του για όλα αυτά ; Και άν.... αλλά αν πάω έτσι δεν θα τελειώσω ποτέ...
ΠΗΓΗ:
(Από το βιβλίο «A Country Chronicle» εκδ. Chapman and Hall, Λονδίνο)
Περιοδικό «ΕΚΛΟΓΗ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου