Ο Κάλβος, οι Καρμπονάροι και η Γενεύη
Γράφει ο Τάκης Ψαράκης
Ασφαλώς πολλά χρωστά η ιστορική και φιλολογική έρευνα στους ελληνιστές. Με τον ακάματο μόχθο τους σε ξένα αρχεία και συλλογές καταφέρνουν κάθε τόσο να συνεισφέρουν νέα στοιχεία και πτυχές για πρόσωπα και πράγματα του Ελληνισμού μέσα και έξω από τα ελληνικά όρια.
Είναι, μάλιστα, συγκινητικό ότι αυτή η έφεση και αγάπη για τα ελληνικά θέματα, ορισμένες φορές περνά από τον δάσκαλο στον μαθητή.
Περίπτωση πού άφορα τον τακτικό καθηγητή της Φιλολογίας και της ελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης Ολιβιέ Ρεβεντέν και τον μαθητή για Μπερτράν Μπουβιέ.
Ο τελευταίος σε πολύ ωραία ελληνικά είχε εδώ και 11 χρόνια κάνει μια έντυπη ανακοίνωση για την «πολιτική παρουσία» του Ανδρέα Κάλβου στη Γενεύη. Το ξεχωριστό ενδιαφέρον αυτής της ανακοίνωσης ήταν, ότι τα της παραμονής του Κάλβου στη Γενεύη, τα είχε ο Μπερτράν Μπουβιέ «εξακριβώσει αυτοπροσώπως από τα Κρατικά Αρχεία αυτής της πόλεως».
Ο Κάλβος έζησε στη Γενεύη τρία χρόνια και οκτώ μήνες. Δήλωνε ως επάγγελμα «καθηγητής γλωσσών». Στην έρευνα του ο Μπουβιέ εντοπίζει και ένα στοιχείο τοπογραφικό από τη διαμονή του Κάλβου, πού μαρτυρεί την αγωνιστική διάθεση του ποιητή.
Ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο Κάλβος έμενε στην Πλατεία Σαίν Ζερβαί, ο ξένος μελετητής-έλληνιστής προσθέτει, «ο Κάλβος διάλεξε για να ζήσει τη δεξιά όχθη του Ροδανού, πέρα από την γωνιά του σπιτιού όπου είχε περάσει τα νεανικά για χρόνια ο Ζάν Ζάκ Ρουσώ, ακριβώς δηλαδή στο πολυάσχολο προάστιο της Γενεύης όπου ζούσαν οι ρολογάδες και βαφείς υφασμάτων και όπου οι παραδόσεις του δημοκρατικού πνεύματος και της ανευλάβειας είναι ακόμη και σήμερα ζωντανές». Την ίδια εποχή (1822-1826), παρατηρεί ο Μπουβιέ, έτυχε να βρίσκεται στη Γενεύη και ο κόμης Καποδίστριας, πού «ζούσε σ' ένα μέτριο διαμέρισμα στην αριστοκρατική συνοικία της άνω πόλεως", στην απέναντι όχθη, κάτω από την αυστηρή σκιά της μητροπόλεως του Αγίου Πέτρου».
Για ποιο λόγο διάλεξε για διαμονή του τη Γενεύη ό Κάλβος;
Ο Μπουβιέ αφού μιλά για το φιλελληνικό κίνημα, πού σαν «παλιρροϊκό κύμα» ξεκίνησε από Βορρά προς Νότο, τονίζει ότι κατά τη δική του άποψη ο Κάλβος «δεν ήλθε στη Γενεύη τόσο σαν Έλληνας, σαν τέκνο δηλαδή μιας φυλής, πού μόλις είχε αρχίσει τον αγώνα της εναντίον του από αιώνων δυνάστη της, άλλα μάλλον σαν Ιταλός εξόριστος, μέλος δηλαδή μιας οργανώσεως πού ετοίμαζε την εξέγερση της Χερσονήσου εναντίον του Αυστριακού κατακτητή της».
Και ό Μπουβιέ προχωρεί στα επιχειρήματα του:
«Ο Κάλβος ήξερε ότι στη Γενεύη, όπως και στο Λονδίνο, θα έβρισκε Ιταλούς πατριώτες, πού τους εμψύχωνε το ίδιο ιδανικό και πού θα τον βοηθούσαν να ζήσει. Εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης στα σύνορα του βασιλείου της Σαρδηνίας, η Γενεύη είχε γίνει στην πραγματικότητα το σημείο συγκεντρώσεως των Καρμπονάρων, πού συσπειρώνονταν γύρω από τον περίφημο Μπουοναρότι. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος πού έφερε τον εξόριστο Κάλβο σε τούτη τήν πόλη».
Ο Μπουβιέ προσθέτει ότι τόπος συναντήσεως των Ιταλών προσφύγων ήταν και οι αίθουσες υποδοχής και ή Βιβλιοθήκη της Αναγνωστικής Εταιρείας της Γενεύης.
Από μια μικρή έρευνα πού έκανε ο Μπουβιέ στα αρχεία της Αναγνωστικής Εταιρείας, ανακάλυψε ότι ο Κάλβος απέκτησε ταυτότητα μέλους της πιθανώς τό 1822. Τότε πού πρόεδρος της Εταιρείας ήταν ο επιφανής νομικός και δημοσιολόγος Ετιέν Ντυμόν — πρώην γραμματέας του Μιραμπώ.
Στο σημείο αυτό και αναφορικά με τα πρόσωπα πού γνώρισε και συνδέθηκε μαζί τους ο Κάλβος, ο Μπουβιέ έχει τη γνώμη ότι θα πρέπει να ήταν και ο Ζάν Εμπέρ. Ο Εμπέρ — σπουδαίος ελληνιστής και φιλέλληνας τον είχε προτείνει στην Αναγνωστική Εταιρεία — όπως και αρκετούς άλλους συμπατριώτες μας. «Ο Εμπέρ — συνεχίζει ο Μπουβιέ — είναι πιθανό ότι συνέστησε στους σπουδαστές του, των αρχαίων ελληνικών, τον Κάλβο και ιδιαίτερα τον πιο προικισμένο ανάμεσα τους, τον Ελί-Αμί Μπετόν (1803-1871)». Και προσθέτει: «Ο Μπετόν είχε από το 1826 ως το 1828 μια εμπειρία πού επρόκειτο να σφραγίσει όλη του τη ζωή: Προσελήφθη από τον Ιωάννη Καποδίστρια ως γραμματέας για και έζησε μήνες γεμάτους έξαψη και μόχθο δίπλα στον πρώτο Κυβερνήτη του νεαρού Ελληνικού Κράτους. Από τα πανεπιστημιακά του χρόνια ακόμη ο Μπετόν είχε δείξει ενδιαφέρον για τη σύγχρονη Ελλάδα και του τη γλώσσα της. Και είναι πολύ πιθανόν ότι πήρε μαθήματα από τον Κάλβο». Μια ακόμη εκδοχή για τη συγκινητική διαδρομή των ελληνιστών και φιλελλήλων της Ελβετίας και της Ευρώπης γενικότερα πού κράτα ως τις μέρες μας. Οι έρευνες για τον Ελληνισμό θερμαίνουν τις ώρες και τα ενδιαφέροντα ξένων επιφανών πανεπιστημιακών δασκάλων. Όπως ο Ολιβιέ Ρεβεντέν, πού έχει κάνει ειδικές έρευνες για την σπουδαιότητα των ελληνικών εκδόσεων πού είδαν το φώς στη Γενεύη στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα.
Ο καθηγητής Ρεβεντέν, πού τον Ιούνιο του 1982 μίλησε στην Ακαδημία Αθηνών με θέμα «Απόψεις του Ελληνισμού στη Γενεύη κατά τον 16ο αιώνα», είναι ένθερμος φίλος του τόπου μας. Χωρίς να ξεχνάμε και τις έρευνες πού έχει κάνει στο κεφάλαιο του φιλελληνισμού στην Ελβετία ο συμπατριώτης μας δημοσιογράφος Παύλος Τζερμιάς, πού ζει μόνιμα στη Ζυρίχη.
Στη Γενεύη — ωστόσο — υπάρχει πάντα και μια άλλη Ελληνορθόδοξη αυτή τη φορά παρουσία: Το Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ. Εκεί κοντά στις όχθες της λίμνης Λεμάν, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Γενεύη, γινόταν αθόρυβα «Η σπουδή της Ανατολικής Θεολογίας και η μελέτη της Δυτικής Χριστιανοσύνης, μέσα σε πλαίσια βιβλιογραφικής ενημέρωσης επιστημονικής έρευνας, συνεδρίων, ακαδημαϊκής διδασκαλίας και δημοσιεύσεων». Μάλιστα οι καμπάνες του Αποστόλου Παύλου (του ναού του Κέντρου) είναι οι μόνες πού επιτρέπεται να κτυπούν σαν απάντηση στον Άγιο Πέτρο, της έδρας του Καλβίνου στην Παλιά Γενεύη. Στη Γενεύη του Κάλβου, του Καποδίστρια, των Καρμπονάρων, των ελληνιστών φιλελλήνων και των εκπροσώπων της Ορθοδοξίας.
ΤΑΚΗΣ ΨΑΡΑΚΗΣ
Ο Τακης Δ. Ψαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938. Από το 1958 ως το 1970 εργάστηκε στην εφημερίδα Έθνος. Έκτοτε συνεργάστηκε με πλειάδα εβδομαδιαίων και μηνιαίων περιοδικών ως επιτελικό στέλεχος και υπεύθυνος στηλών (Ένα, Επίκαιρα, Ραδιοτηλεόραση, Τηλέραμα, Φαντάζιο, Νέα Δημοσιότης, Επιλογές από το Reader`s Digest, Εργόχειρο, Μόδα, Σπίτι, Επιλογή, Παρατηρητης, Οικολογία και Περιβάλλον, Βιβλιοφιλία κ.ά). Με υλικό από το αρχείο του έχουν πραγματοποιηθεί δώδεκα εκθέσεις. Την περίοδο 1978-1988 συνεργάστηκε ως σύμβουλος τύπου με εκδοτικούς οίκους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης καθώς και οργανώσεις Εκδοτών-Βιβλιοπωλών. Την περίοδο 1984-1985 υπήρξε σύμβουλος σε θέματα επικοινωνίας του Γενικού Διευθυντή της ΕΡΤ-1 Βάσου Π. Μαθιόπουλου. Συγγραφική δραστηριότητα: Αλκυονίδες Μέρες (ποίηση, 1958), Αγρύπνιες (ποίηση, 1963), Nτοκουμέντα Κατοχής της Γερμανικής Προπαγάνδας (λεύκωμα, εκδ. Καστανιώτη, 1981), Κούμαρα και Χαρταετοί (αριθμημένη έκδοση, «Βιβλιοφιλία», 1987), Γονυκλισίες (αριθμημένη έκδοση, «Βιβλιοφιλία», 1989), Ανθολόγιο της Αθήνας (έξι βιβλία ξεχωριστά, εκδ. «Νέα Σύνορα» - Α. Α. Λιβάνη, 1990), Ανθολόγιο της Κωνσταντινούπολης (εκδ. «Νέα Σύνορα» - Α. Α. Λιβάνη, 1991, Β` έκδοση 1993), Ανθολόγιο της Αλεξάνδρειας (εκδ. «Νέα Σύνορα» - Α. Α. Λιβάνη, 1993), Εφημερίδες και Δημοσιογράφοι (εκδ. «Νέα Σύνορα» - Α. Α. Λιβάνη, 1993), Κάθε Χρόνο το Δεκέμβρη (εκδ. «Νέα Σύνορα» - Α. Α. Λιβάνη, 1994, Β` έκδοση 1995), Ο Λόφος με τους Υπνοβάτες (εκδ. «Νέα Σύνορα» - Α. Α. Λιβάνη, 1996).
ΙΣΤΟΡΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου