Αρθούρος Ρουμπινστάιν :Το κύκνειο άσμα ενός θρύλου
Μια εξομολόγηση ζωής, τέχνης και ανθρώπινης αδυναμίας
Υπάρχουν καλλιτέχνες που γεννιούνται για να ερμηνεύσουν τη μουσική — και άλλοι που μοιάζουν να την κουβαλούν εντός τους, σαν φυσική τους γλώσσα, σαν πνοή και πεπρωμένο. Ο Αρθούρος Ρουμπινστάιν υπήρξε ένας από αυτούς τους ελάχιστους. Πιανίστας θρυλικός, κοσμοπολίτης, αιώνιος εραστής της ζωής, άνθρωπος των αντιφάσεων και της φλόγας, στα τελευταία του χρόνια δεν δίστασε να καταθέσει την αλήθεια του με τρόπο οξύ, γοητευτικό, ακόμη και προκλητικό.
Φτάνοντας στο τέλος της ζωής του τα ροδαλά μάγουλα του είναι πια ωχρά, τα άσπρα μαλλιά του δεν είναι πια τόσο φουντωτά, και τα αρθριτικά τον δυσκολεύουν στο περπάτημα. Αλλά ο Αρθούρος Ρουμπινστάϊν εξακολουθεί να είναι ο «γκράν σενιέρ» πού επιμένει να πάρει ο ίδιος το παλτό σας, έστω και αν ο θαλαμηπόλος στέκεται παραδίπλα για κάθε ενδεχόμενο. Επίσης είναι πάντα ο «μπόν βιβάν» πού οι αγάπες του —από τη μουσική και το φαγητό ως τα πούρα και τις γυναίκες— υπήρξαν λεγεώνα ολόκληρη.
Για τον κόσμο της μουσικής ο Ρουμπινστάιν υπήρξε ο πιανίστας με τον ξεχωριστό τόνο, την ευγενική, τραγουδιστή γραμμή και με την αναμμένη μέσα του φλόγα για κάθε είδους μουσική, από το Μπετόβεν και το Σοπέν ως το Στραβίνσκι
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ρουμπινστάιν υπέφερε από μερική τύφλωση και από μεγάλη βαρηκοΐα από το ένα αυτί πού τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τις συναυλίες από το 1976. Αποσύρθηκε από τη σκηνή σε ηλικία 89 ετών τον Μάιο του 1976, δίνοντας το τελευταίο του κονσέρτο στο Γουίγκμορ Χολ, όπου είχε πρωτοπαίξει 70 χρόνια νωρίτερα.
Η τύφλωση όμως και η βαρηκοΐα δεν τον εμπόδισαν να γράψει τα απομνημονεύματα του που ο πρώτος τόμος τους, «Τα νεανικά μου χρόνια», υπήρξε μπέστ σέλλερ το 1973, και o δεύτερος, «Τα πολλά μου χρόνια», κυκλοφόρησε το 1980.
Βοηθός και σύντροφος του σ' αυτό το έργο, όπως και γενικότερα στη ζωή του κατά τα στερνά του χρόνια ήταν η Άνναμπελ Χουάιτστοουν, μια όμορφη ξανθιά Αγγλίδα 35 χρονών.
Η δημοσίευση του πρώτου τόμου της αυτοβιογραφίας του δεν προκάλεσε αντιδράσεις ενώ το αντίθετο συνέβηκε με τον δεύτερο τόμο εξ αιτίας της κρητικής σε ομότεχνους του που βρίσκονταν εν ζωή.
Στο δεύτερο τόμο των απομνημονευμάτων του ο Ρουμπινστάιν αναθυμάται τόσα πολλά πράγματα, ώστε η μνήμη του αποδεικνύεται πράγματι εκπληκτική Ο ίδιος λέει:
— Για το ταλέντο μου αμφέβαλα μερικές φορές. Αλλά η μνήμη μου με άφηνε πάντοτε κατάπληκτο. Μιλούσαμε χτες με έναν Πολωνό φίλο, ο όποιος μού ανέφερε τον άλλο συνθέτη Πώλ Ντυκά και κάποιο κομμάτι πού είχε γράψει, για τις εξετάσεις των μαθητών του ωδείου. Αυτό έγινε το 1904 ή 1905. Το κομμάτι μου είχε αρέσει πολύ άλλα έκτοτε δεν είχα ξανακούσει να γίνεται λόγος γι αυτό. Και όμως κατάφερα τώρα να το παίξω στο πιάνο.
Ξετρελαμένος με την Ανναμπέλ
Για την αναστάτωση πού προκάλεσε στην οικογενειακή του ζωή η παρουσία της Ανναμπέλ, ο Ρουμπινστάιν λέει·
— Πήγαινε πολύ για τη γυναίκα μου να φύγει για την Αμερική. Η Ανναμπέλ είναι πολύ όμορφη και η γυναίκα μου ζήλεψε Είχαμε σκηνές. Η γυναίκα μου άρχισε να λέει ότι γύριζα εδώ κι εκεί με μια νεαρή κοπέλα και ότι οι εφημερίδες; είχαν αρχίσει τα κουτσομπολιά τους. Εδώ πού τα λέμε, είναι γελοίο να ζηλεύει κανείς έναν άνθρωπο ενενήντα τόσων χρονών δεν νομίζετε;
Πάντως, φαίνεται ότι δεν το νόμιζε η σύζυγος του πιανίστα, η όποιο θεώρησε ότι ύστερα από τόσα χρόνιο η θέση της κλονιζόταν.
Σε μια συνέντευξή του με την Αναμπέλ να κάθεται σιωπηλά παραδίπλα του όσο μιλούσε, ο Ρουμπινστάιν είπε:
—Βλέπετε, τούτη η κοπέλα με φροντίζει όσο δε με φρόντισε κανένας ποτέ στη ζωή μου. Γράφει μαζί μου το βιβλίο μου, ακούει μαζί μου μουσική, μου μαζεύει τα βιβλία πού με ενδιαφέρουν και μου τα διαβάζει προσεκτικά. Μου είναι πολύ αφοσιωμένη και της αρέσει να βρίσκεται μαζί μου. Το δικαιούμαι αυτό, γιατί όχι; Φυσικά, είμαι ξετρελαμένος μαζί της, δεν υπάρχει αμφιβολία επ' αυτού. Αλλά ουδέποτε ζήτησα διαζύγιο Σας πληροφορώ ότι η γυναίκα μου έφυγε από εδώ, όπου ήμαστε και οι τρείς μας, με τρόπο απόλυτα ειρηνικό και σύντομα την περιμένουμε να γυρίσει.
Πέρα από την όποια αναταραχή στην οικογενειακή του ζωή, ο καινούριος τόμος των απομνημονευμάτων του Ρουμπινστάιν είχε και άλλους αντίκτυπους.
— Το γράψιμο τού πρώτου μου βιβλίου ήταν ευχάριστο επειδή όλοι οι άνθρωποι πού αναφέρω εκεί έχουν πεθάνει, παρατήρησε στην συνέντευξή του ο Ρουμπινστάιν. Αλλά με τούτο το βιβλίο μου θα δημιουργηθούν αμέσως φασαρίες. Δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστο να γράψω για το Βλαντίμιρ Χόροβιτς και το Γιάσα Χάιφετς επειδή ζουν ακόμη.
Πάντοτε αισθανόμουν λίγο προσβεβλημένος από την υπεροπτική συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων. Μου φέρνονταν σαν να ήμουν δορυφόρος τους, σαν να ήμουν κατώτερος στο επάγγελμα μας.
Η επιτυχία στη γαλαρία
Η αλήθεια είναι ότι στο «Πολλά μου χρόνια» ο Ρουμπινστάιν ταχτοποιεί ένα σωρό παλιούς λογαριασμούς. Αφηγείται, λόγου χάρη, πώς ο Χόροβιτς του ανταπέδωσε τη φιλοξενία του καλώντας τον, σπάνιο πράγμα, για νεύμα στο Λονδίνο και πως μετά έφυγε και πήγε στις ιπποδρομίες ενώ ο Ρουμπινστάιν είχε ταξιδέψει από το Αμστερνταμ για να τον συναντήσει
Ακόμη δηκτικότερα είναι τα άλλα πού λέει ο Ρουμπινστάιν στο βιβλίο του:
«Ο Χόροβιτς επέστρεψε στις αίθουσες των συναυλιών (το 1965) ως ο μεγάλος βιρτουόζος που ήταν πάντοτε. άλλα κατά τη γνώμη μου δεν προσφέρει τίποτε στην τέχνη της μουσικής».
Βαριές κουβέντες, πολύ βαριές. Μήπως θα μπορούσε ο Ρουμπινστάιν να δώσει μερικές εξηγήσεις;
— Ειλικρινά, απαντάει ο διάσημος πιανίστας, πιστεύω ότι εκείνο πού πάντοτε ενδιέφερε περισσότερο το Χόροβιτς ήταν η επιτυχία στη γαλαρία το χειροκρότημα και να του λένε ότι είναι ο μεγαλύτερος πιανίστας της εποχής του. Κάποια στιγμή σκέφτηκα ακόμη και να εγκαταλείψω την καριέρα μου επειδή ποτέ δε θα μπορούσα να κάνω τα πράγματα πού έκανε εκείνος. Είχε κάτι περισσότερο από τεχνική. Είχε το χάρισμα να δημιουργεί ένα διαβολικό αποτέλεσμα: κάτι σαν αυτά που ακούμε για τον Παγκανίνι
Όταν ο Χόροβιτς πρωτόρθε στο Παρίσι, τη δεκαετία του "20, μείναμε όλοι με ανοιχτό το στόμα μπροστά του. Ύστερα από μια συναυλία του ένας δικός μου θαυμαστής ήρθε και μού είπε συγκαταβατικά: «Αρθούρε, η Βαρκαρόλα του Σοπέν θα είναι πάντοτε δική σου». Μπορείτε να το φανταστείτε ότι αυτό ήταν μαχαιριά για μένα. Ο Χόροβιτς έδινε αυτό το διάχυτο αίσθημα της δυνάμεως. Δημιουργούσε αυτό το τρομακτικό μαγικό αποτέλεσμα. Αλλά τώρα το έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό: στο κάτω κάτω είναι πια 75 χρονών και είναι κάπως αργά.
Όσο για το Γιάσα Χάιφετς ο Ρουμπινστάιν είπε:
—Ήταν χειρότερος και από το Χόροβιτς στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, γιατί δεν είχε καθόλου αγωγή και ήταν χαλασμένος ως το κόκαλο. Εκατομμύρια άνθρωποι του έλεγαν ότι είναι ο μεγαλύτερος βιολονίστας της εποχής του, και από μια άποψη είχαν δίκιο γιατί κανένας δεν είχε την ποιότητα του τόνου που είχε αυτός, τη δύναμη στις ψηλές νότες, αύτη την απίστευτη τελειότητα στην τεχνική
Ο Στραβίνσκι ήταν προδότης!
Πικρότατη υπήρξε η απογοήτευση τού Ρουμπινστάιν από τις σχέσεις του με πάμπολλους εκτελεστές, σε αντίθεση με τους συνθέτες.
— Οι συνθέτες πού γνώρισα (λέει): ο Προκόφιεφ, ο Στραβίνσκι, ο Σιμανόφσκι, ο Μιγιό, ήταν κατά κανόνα εξυπνότεροι άνθρωποι, περισσότερο διαβασμένοι, με μυαλό.
Όχι ότι μερικοί από αυτούς δεν είχαν τις παραξενιές τους. Ο Στραδίνσκι λόγου χάρη έγραψε μια μεταγραφή του «Πετρούσκα» για πιάνο, για το Ρουμπινστάιν, που ο πιανίστας την εκτελούσε επί δεκαετίες στα ρεσιτάλ του, άλλα ουδέποτε την ηχογράφησε. Γιατί;
—Επειδή ο Στραδίνσκι ήταν προδότης. Όταν χρειαζόταν κάποιον του έλεγε ότι είναι μεγαλοφυΐα. Κατόπιν τον παρατούσε.
Ωστόσο, ο «Πετρούσκα» αυτός, ηχογραφήθηκε κάποτε, αλλά ο Ρουμπινστάιν, όταν τον άκουσε πρόσφατα, τον βρήκε «χωρίς έμπνευση» για να εκδοθεί.
—Η μόνη μου μεταμέλεια, λέει ό Ρουμπινστάιν, είναι ότι είχα ένα χρέος από 100 τουλάχιστον έργα πού έπρεπε να τα είχα παίξει δημόσια, άλλα δεν το έκανα επειδή απλούστατα η τρομερή τεμπελιά μου με εμπόδισε να τα μάθω. Αφιέρωσα πάρα πολύ χρόνο στο διάβασμα βιβλίων αυτό υπήρξε το πάθος της ζωής μου. Η μελέτη στο πιάνο υπήρξε πάντοτε για μένα μεγάλη δοκιμασία.
Εκείνο που ό Ρουμπινστάιν νοσταλγεί πάνω απ’ όλα ίσως είναι το ακροατήριο του.
— Το αγαπούσα το ακροατήριο μου, λέει, ήταν φίλοι μου, και νομίζω ότι το αισθάνονταν αυτό;
Παραδέχεται ωστόσο ο Ρουμπινστάιν ότι μερικοί άνθρωποι μπορούν να είναι αδιάφοροι απέναντι στην καλή μουσική και ερμηνεία.
Κάτι μ’ έμαθε ο Πικάσο
— Ο Πικάσο, λέει ο Ρουμπινστάιν, ήταν ο πιο άμουσος άνθρωπος πού γνώρισα ποτέ μου. Ουδέποτε πήγε σε συναυλία κανενός από τους μεγάλους φίλους του: και γνώριζε τον Στραβίνσκι, τον Πουλένκ, εμένα και πολλούς άλλους. Όταν τού είπα κάποτε ότι παίζω Ισπανική μουσική πολύ καλά, μού είπε: «Αν μού προσφέρεις καφέ και κονιάκ, θα σ’ ακούσω: άλλα πρέπει να παίξεις κάτι ισπανικό».
Δεν του έπαιξα ούτε Αλμπένιθ, ούτε Φάλλια, άλλα κάτι τραγούδια πού ήξερα από τους τορέρος και από τους τραγουδιστές των φλαμένκο. Ο Πικάσο μού είπε: «Όταν παίζεις αυτά τα πράγματα είναι σαν να βρίσκομαι σε ταυρομαχία. Πού τον βρήκες αυτόν τον ισπανικό τρόπο;». «Δεν ξέρω» τού είπα, «αλλά το νιώθω στο στομάχι μου». «Κι εγώ με το στομάχι μου ζωγραφίζω», είπε ο Πικάσο. Πράγματι, τις συγκινήσεις τις νιώθουμε στο στομάχι, όχι στην καρδιά. Κάτι μ’ έμαθε και ο Πικάσο.
Ο Ρουμπινστάιν έβρισκε τον καιρό να ακούει τους νέους πιανίστες, όμως έλεγε για αυτούς πως θεωρεί ότι θα έπρεπε να ακούν τον εαυτό τους στο μαγνητόφωνο. Έλεγε:
— Για μένα ο δίσκος τού γραμμοφώνου υπήρξε ο μόνος σοβαρός καθηγητής πού είχα στη ζωή μου; Κάθε φορά όπου άκουγα τον εαυτό μου να παίζει, έπαιρνα ένα μεγάλο μάθημα.
Σήμερα υπάρχουν πολλοί νεαροί πιανίστες πού αντιγράφουν τους καθηγητές τους ή τις ηχογραφήσεις άλλων καλλιτεχνών. Αυτό δεν είναι καλό. Θα έπρεπε να ακούνε τον εαυτό τους και να μη μένουν πολύ κοντά στους καθηγητές τους, αν έχουν ταλέντο. Πρέπει κανείς να στέκεται έγκαιρα στα πόδια του και να ανακαλύπτει την προσωπικότητα του.
Ο Ρούμπινσταϊν, που μιλούσε καλά οκτώ γλώσσες θυμόταν ένα πολύ μεγάλο τμήμα του ρεπερτορίου, όχι μόνο του πιάνου, στη θαυμάσια μνήμη του. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του, έμαθε το Symphonic Variations του Σίζαρ Φρανκ στο τραίνο καθ' οδόν για το κονσέρτο, χωρίς πιάνο, εξασκώντας τα περάσματα στο γόνατό του. Περιέγραφε τη μνήμη του ως φωτογραφική.
Ο Ρούμπινσταϊν είχε εξαιρετικά ανεπτυγμένες ακουστικές δυνατότητες, που του επέτρεπαν να παίζει ολόκληρες συμφωνίες στο μυαλό του. Τούτη την ικανότητα συχνά δοκίμαζαν οι φίλοι του, που του ζητούσαν να παίξει από μνήμης αποσπάσματα κάποιας όπερας.
Η αυτοβιογραφία του Ρούμπινσταϊν εκδόθηκε σε δύο τόμους: Τα χρόνια της νιότης μου (My Young Years, 1973) και Τα πολλά μου χρόνια (My many years, 1980). Πολλοί δυσαρεστήθηκαν από την έμφαση που δόθηκε σε προσωπικές ανέκδοτες ιστορίες περί μουσικής. Ο πιανίστας Εμάνουελ Αξ, ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του Ρούμπινσταϊν, απογοητεύτηκε βαθιά από το My Many Years: "Έως τότε," είπε στον Σαξ, "είχα κάνει τον Ρουμπινστάιν είδωλο. Ήθελα να ζήσω μια ζωή σαν τη δική του, με τα βιβλία μου το άλλαξε όλο αυτό.
Ο πιανίστας πέθανε στο σπίτι του στη Γενεύη της Ελβετίας κατά τη διάρκεια του ύπνου του, στις 20 Δεκεμβρίου 1982 σε ηλικία 95 ετών και το σώμα του αποτεφρώθηκε. Κατά την πρώτη επέτειο του θανάτου του μια λάρνακα με τις στάχτες του θάφτηκε στην Ιερουσαλήμ, έτσι όπως ζήτησε στη διαθήκη του, κάτι που χρειάστηκε σχετική διάταξη για το Δάσος της Ιερουσαλήμ.
Τον Οκτώβριο του 2007 η οικογένειά του δώρισε στη Σχολή Τζούλιαρντ εκτεταμένη συλλογή πρωτότυπων και αντιγράφων χειρογράφων, όπως και δημοσιευμένα έργα που είχαν κατασχεθεί από τους Ναζί κατά τον Β΄ Π.Π. από την κατοικία του στο Παρίσι. Εβδομήντα ένα αντικείμενα επιστράφηκαν στα τέσσερα παιδιά του και ήταν η πρώτη φορά που εβραϊκή περιουσία επιστράφηκε στους νόμιμους κληρονόμους.
Το 1974 ο Γιαν Γιάκομπ Μπιστρίτσκι καθιέρωσε τον διεθνή διαγωνισμό Άρτουρ Ρούμπινσταϊν κάθε τρία χρόνια στο Ισραήλ, με σκοπό την προώθηση νέων ταλέντων στο πιάνο.
Το έργο ζωής του Αρθούρου Ρουμπινστάιν δεν είναι μόνο οι ερμηνείες του· είναι και το ανεπιτήδευτο θάρρος με το οποίο στάθηκε απέναντι στον εαυτό του, στους ομοτέχνους του, στη φθορά, και τελικά στον θάνατο. Η αυτοβιογραφία του είναι μια συμφωνία εξομολογητική, όπου οι παύσεις μετρούν όσο και οι νότες. Είναι το αποτύπωμα ενός ανθρώπου που έπαιξε με πάθος, έζησε με πάθος και τελικά εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια.
Το κύκνειο άσμα του δεν ήταν ένας ήπιος αποχαιρετισμός αλλά ένας τελευταίος, πεισματάρικος ύμνος στη ζωή. Κι όπως ο ίδιος είπε: «Ανακάλυψα πως αν αγαπάς τη ζωή, η ζωή θα σε αγαπήσει...» — μια φράση που, στο στόμα του Ρουμπινστάιν, δεν ακούγεται ρομαντική. Ακούγεται αληθινή.
Πηγές
ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ /ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 17.2.1980
https://en.wikipedia.org/wiki/Arthur_Rubinstein
chatgpt photos






Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου