Η ΠΑΛΙΑ ΕΔΡΑ ΤΗΣ CIA
Η CIA, οι Συνταγματάρχες και το "άγνωστο παρασκήνιο" του 1967
Ένα ανέκδοτο
κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας από τα χείλη του ίδιου του σταθμάρχη
της CIA στην Αθήνα.
Στις σελίδες της Καθημερινής της 17ης Φεβρουαρίου του 1977, ο ανταποκριτής της εφημερίδας στην Ουάσινγκτον Λέσλυ Φάυνερ έφερε στο φως μία εξομολόγηση-μαρτυρία από τον τότε επικεφαλής της CIA στην Αθήνα, τον μυστηριώδη «J.M.». Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η CIA δεν είχε καμία συμμετοχή στη συνωμοσία των συνταγματαρχών. Γνώριζε, λέει, μόνο τα σχέδια των στρατηγών, που τελικά ακυρώθηκαν λόγω της επιφυλακτικότητας του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Όμως το ερώτημα παραμένει: Μήπως η αμερικανική στάση έκανε τους πραξικοπηματίες να πιστεύουν ότι είχαν την στήριξη των ΗΠΑ και ότι μπορούσαν να προχωρήσουν στην κατάλυση της κοινοβουλευτικής τάξης.
Ο J.M. παραδέχεται πως η CIA είχε κακές σχέσεις με τον Παπαδόπουλο, ενώ σε αντίθεση, ο Αμερικανός πρέσβης Φίλιπς Τάλμποτ ήταν αυτός που, μέσα από τη θέση του περί «μη επέμβασης», άφησε χώρο στο στρατιωτικό καθεστώς να εδραιωθεί. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Τάλμποτ αρνήθηκε να βοηθήσει στο αποτυχημένο αντιπραξικόπημα τον βασιλιά τον Δεκέμβριο του 1967, στερώντας του κρίσιμη υποστήριξη.
Αποκαλύπτεται επίσης ότι ο φόβος και η δυσπιστία των Αμερικανών για τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν τόσο έντονοι, που είχαν σχεδόν προσωπικό χαρακτήρα. Κι όμως, το 1963, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου έγινε πρωθυπουργός, πρότεινε τον γιο του ως σύνδεσμο CIA–ΚΥΠ! Ίσως, όπως λέει ο J.M., εκείνη η πρόταση να σημάδεψε για πάντα τις σχέσεις του Ανδρέα με τους Αμερικανούς.
Συμπερασματικά το άρθρο δεν "αθωώνει" τη CIA, αλλά φωτίζει μια πιο σύνθετη εικόνα: όχι άμεση ανάμειξη, αλλά σίγουρα ένα κλίμα πολιτικής ανοχής, φόβου και προτεραιότητας στρατηγικών συμφερόντων, που έστρωσε το δρόμο για τη Χούντα. Για όσους δε ενδιαφέρονται για την αθέατη πλευρά της Ιστορίας, η μαρτυρία αυτή ρίχνει φως στις σκιές πίσω από τη Δικτατορία.
Ας δούμε όμως τα κύρια σημεία του άρθρου
Αρνήσεις της CIA: Ο τότε σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα, J. M. (πιθανότατα ο John M. Maury), υποστηρίζει κατηγορηματικά ότι η υπηρεσία δεν είχε συμμετοχή στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Όπως εξηγεί, οι πραξικοπηματίες (συνταγματάρχες) αιφνιδίασαν πλήρως τις ΗΠΑ – ούτε υπήρχε σύνδεση με υψηλόβαθμους αξιωματούχους (εκτός από επιφανειακές γνωριμίες) ούτε οι Αμερικανοί είχαν έγκαιρη ενημέρωση. Το πρώτο διάστημα μετά το πραξικόπημα «η Ουάσιγκτον και η πρεσβεία ήταν σε σοκ, χωρίς καμία ουσιαστική επικοινωνία με τη χούντα»
Συνταγματάρχες αντί των Στρατηγών: Πριν το πραξικόπημα, οι Αμερικανοί εξέταζαν μόνο το ενδεχόμενο παρέμβασης από τους ανώτατους στρατηγούς του Στρατού, θεωρώντας ότι αυτοί θα επέβαλαν μετριοπαθή λύση και θα αποκαθιστούσαν τη δημοκρατία. Αντίθετα, η ακραία παρέμβαση των «σκληροπυρηνικών» συνταγματαρχών δεν είχε προβλεφθεί σοβαρά. Όπως διηγείται ο σταθμάρχης J.M., όταν τελικά έγινε το πραξικόπημα ήταν αποτέλεσμα «ιδιωτικού σχεδίου» των συνταγματαρχών χωρίς συνεννόηση με το παλάτι ή τις ΗΠΑ. Οι πραξικοπηματίες μάλιστα πίστευαν αρχικά πως προστάτευσαν την Ελλάδα από τους Παπανδρέου και τους κομμουνιστές, θεωρώντας ότι το παλάτι και οι Αμερικανοί θα τους επευφημούσαν για αυτή τους την πράξη.
Η στάση του πρέσβη Φ. Talbot: Ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Φ. Τάλμποτ φάνηκε αρχικά διστακτικός σε ιδέες για μυστικές επεμβάσεις. Για παράδειγμα, όταν μέλη της πρεσβείας πρότειναν στα τέλη 1966 την υποστήριξη μετριοπαθών υποψηφίων για να αποδυναμώσουν τους Παπανδρέου, ο Talbot «αμφιταλαντεύτηκε» λόγω της αντίθεσής του τόσο στη δικτατορία όσο και σε μυστικές ενέργειες. Μετά το πραξικόπημα, μάλιστα, ο Talbot εξέφρασε με έντονο τρόπο την αποδοκιμασία του. Έχει γραφτεί ότι χαρακτήρισε την ανατροπή του πολιτεύματος ως «βιασμό της ελληνικής δημοκρατίας» – μια φράση που αντικατοπτρίζει τη δυσαρέσκειά του.
Φ. ΤΑΛΜΠΟΤ
Σιωπηρή υποστήριξη των ΗΠΑ: Αν και επίσημα οι ΗΠΑ καταδίκασαν την κατάλυση της δημοκρατίας, σε πρακτικό επίπεδο η αμερικανική πολιτική ήταν επιφυλακτικά ισορροπημένη. Η αμηχανία και η «ψυχρότητα» των Αμερικανών προς τη χούντα προκάλεσε ανησυχίες στους πραξικοπηματίες, αλλά ταυτόχρονα πολλοί Αμερικανοί στρατιωτικοί εξέφραζαν συμπάθεια στο αντικομουνιστικό της πρόγραμμα. Σε κάθε περίπτωση, η κοινή αντίληψη των Ελλήνων ήταν ότι η χούντα δεν θα είχε επιβιώσει χωρίς την έμμεση έγκριση των ΗΠΑ.
Φόβοι για Ανδρέα Παπανδρέου: Ο J.M. επιβεβαιώνει ότι οι Αμερικανοί ανησυχούσαν έντονα για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ως γόνος του κεντρώου Γεωργίου Παπανδρέου και «αριστερού» προσανατολισμού, ο Ανδρέας ανοιχτά υποστήριζε μείωση της αμερικανικής παρουσίας στην Ελλάδα και περιορισμό του ΝΑΤΟ. Αυτές οι θέσεις προξένησαν φόβους στην Ουάσιγκτον ότι, αν βρισκόταν στην εξουσία, ο Ανδρέας θα οδηγούσε την Ελλάδα μακριά από τα δυτικά συμφέροντα.
Πρόταση Γ. Παπανδρέου: Στην έρευνα δεν βρέθηκαν απτές πηγές που να επιβεβαιώνουν την αρχική πρόταση του Γεωργίου Παπανδρέου να οριστεί ο γιος του, Ανδρέας, ως σύνδεσμος της CIA με την ΚΥΠ. Πρόκειται πιθανότατα για ανέκδοτη πληροφορία ή φήμη, η οποία δεν επιβεβαιώνεται από τα διαθέσιμα τεκμήρια.
Ανάλυση και ερμηνεία των γεγονότων
Στον απόηχο αυτών των δηλώσεων, αποκτά ενδιαφέρον ο τρόπος που οι Αμερικάνοι πραγματικά αντιμετώπισαν τις εξελίξεις:
Διάκριση πραγματικών γεγονότων και δημόσιων μύθων: Ο J.M. επιχειρεί να επαναφέρει το πράγμα στην πραγματικότητα του 1967. Ως γεγονός επισημαίνει ότι οι πραξικοπηματίες δεν είχαν σχέσεις εμπιστοσύνης με τις ΗΠΑ και το πραξικόπημα τους βρήκε απροετοίμαστους (οι ίδιοι έλεγαν στους Αμερικανούς ότι τους «έκαναν χάρη» με την ανατροπή). Το ιστορικό συμπέρασμα είναι ότι οι στρατιωτικοί λειτούργησαν χωρίς άμεση αμερικανική διαταγή ή έγκριση. Αντίθετα, ο μύθος του «παντοδύναμου Αμερικάνου» διατηρείται στη συνείδηση πολλών Ελλήνων, κάτι που επισημαίνεται ρητά από τον J.M. όταν αναφέρει ότι ο λαός πίστευε πως η χούντα δεν θα είχε επιβιώσει χωρίς την αμερικανική υποστήριξη.
Η στάση του Talbot: Αντίστοιχα, διακρίνουμε τις αμφιλεγόμενες ερμηνείες για τον ρόλο του Αμερικανού πρέσβη. Πράγματι, ο Talbot καταδίκασε το πραξικόπημα ως ξεκάθαρα ανελεύθερο (σύμφωνα με τις μαρτυρίες, μίλησε για «βιασμό της δημοκρατίας»). Ωστόσο, παράλληλα δεν υποστήριξε ενεργά οποιαδήποτε προσπάθεια για ανατροπή του στρατιωτικού καθεστώτος. Αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι πως ο Talbot βρέθηκε σε δύσκολη θέση μεταξύ αφενός της καταδίκης της χούντας και αφετέρου της αποφυγής άμεσης σύγκρουσης με τη Κεντρική Διοίκηση. Η φράση «Μα πώς να βιάσεις μια πόρνη;» (η οποία αποδίδεται στο «J.M.» ως απάντηση στον Talbot) αντικατοπτρίζει ενδεικτικά τη λαϊκή υποψία ότι η CIA χειραγώγησε το πραξικόπημα – ένα στερεότυπο που ο ίδιος ο σταθμάρχης αρνείται κατηγορηματικά.
Η σιωπηρή στήριξη: Παράλληλα, ως γεγονός καταγράφεται ότι οι ΗΠΑ – αν και επίσημα αντίθετες – τελικά δεν επέβαλαν κυρώσεις στη χούντα και αργότερα την αναγνώρισαν de facto. Η ερμηνεία αυτού είναι ότι, σε μια εποχή Ψυχρού Πολέμου, θεωρήθηκε λιγότερο επείγον να ασκηθούν πιέσεις στη χούντα, όσο το στρατιωτικό καθεστώς υποστήριζε το ΝΑΤΟ και αντιμετώπιζε το κομμουνιστικό κίνδυνο (αν και πράγματι κατέπνιξε σκληρά κάθε αντίσταση). Ο ίδιος ο σταθμάρχης εξηγεί ότι οι Αμερικανοί «εναλλάσσονταν» μεταξύ φραστικού ελέγχου της χούντας και σιωπηρής ανοχής, γεγονός που εξέθρεψε παραπλανητικά το αφήγημα ότι «οι Αμερικανοί έστησαν τη Χούντα».
«Φόβοι» εναντίον Παπανδρέου: Τέλος, είναι γεγονός ότι όντως οι ΗΠΑ ανησυχούσαν για τις πολιτικές των Παπανδρέου και ιδιαίτερα του Ανδρέα (του οποίου οι δηλώσεις περί μείωσης της αμερικανικής επιρροής στο ΝΑΤΟ είχαν κεντρίσει τις αντιδράσεις στην Ουάσιγκτον). Ως ερμηνεία, φαίνεται ότι αυτή η φοβική αυτή αντίληψη τροφοδότησε και τη στάση ορισμένων Αμερικανών το 1967: πολλοί πίστευαν (συχνά καχύποπτα) ότι οι Παπανδρέου θα ευνοούσαν το κομμουνισμό ή θα μείωναν τη δυτική παρουσία, και έτσι θεωρούσαν το στρατιωτικό πραξικόπημα «σωτήρια» προτιμητέο από τον Ανδρέα. Ωστόσο, όπως σχολιάζει ο J.M., οι πράξεις της χούντας όχι μόνο δεν ευνόησαν τελικά τη δημοκρατία αλλά προκάλεσαν εσωτερική καταπίεση και, τελικά, την τραγωδία της Κύπρου.
Συμπερασματικά, το άρθρο επιδιώκει να ξεδιαλύνει την αλήθεια από τους μύθους γύρω από την εμπλοκή του «αμερικανικού παράγοντα» στο πραξικόπημα. Ως γεγονός αναδεικνύεται ότι οι ΗΠΑ δεν είχαν προβλέψει ούτε ελέγξει την εξέλιξη, ενώ οι ερμηνείες – τόσο σε επίπεδο δημοσιογραφίας όσο και ιστορικού λόγου – μεταφέρουν το βάρος στην ύπαρξη ενός παρακρατικού «βαθέος κράτους» και του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων. Η δημοσιογραφική αυτή επανεξέταση διαχωρίζει με σαφήνεια τα γεγονότα (που τεκμηριώνονται από απόρρητες αναφορές και μαρτυρίες) από τα μεταγενέστερα σχόλια και εικασίες, αναδεικνύοντας ότι η «αμερικανική ανάμιξη» ήταν κυρίως μύθος που τότε (και τώρα) εξυπηρετεί διάφορες πολιτικές αφηγήσεις. Όμως το 1999 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον ζήτησε συγγνώμη από την Ελλάδα για το ρόλο των ΗΠΑ στο πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Ήταν φυσικά μια «κουτσουρεμένη» αποδοχή των ευθυνών της υπερδύναμης χωρίς αναφορές στις σχέσεις του Παπαδόπουλου με τη CIA και άλλες αμερικανικές υπηρεσίες – σχέσεις τις οποίες είχε παρουσιάσει και ο Αλέξης Παπαχελάς στο βιβλίο του «ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας».
ΠΗΓΕΣ :
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 16.2.1977 : Η ανάμιξη της C.Ι.Α στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967
https://www.neakriti.gr/apopseis/1229978_ena-anoito-praxikopima
https://info-war.gr/i-prsvia-zitise-syngnomi-gia-ti-chount







Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου