Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

Το Αιγαίο και η πρώιμη αστρονομία


Το Αιγαίο και η πρώιμη αστρονομία
Στους κατοίκους των νησιών και στην ανάγκη τους για θαλάσσιες μετακινήσεις αποδίδεται η πρώτη σχεδίαση των αστερισμών

Του Χρ. Γ. Ντουμα*

Από τα πλέον σημαντικά έργα της αρχαιότητας που περιέχει πληροφορίες για τους αστερισμούς είναι η «Σύνταξις» του Κλαυδίου Πτολεμαίου (περ. 127 - 151 μ.Χ.). Ο Πτολεμαίος είχε βασιστεί στον κατάλογο των αστέρων που είχε συντάξει ο μεγάλος αστρονόμος της αρχαιότητας, ο Ιππαρχος από τη Νίκαια της Βιθυνίας (190 - 120 π.Χ.). Αυτός, αποκαλούμενος επίσης και Ρόδιος λόγω του ότι επί πολλά χρόνια στη Ρόδο είχε αντλήσει τις πληροφορίες του από την περιγραφή του ουρανού που είχε κάνει ο Εύδοξος από την Κνίδο (περ. 403 - 350 π.Χ.), τη γνωστή ως «Σφαίρα Ευδόξου». Πανάρχαιες παρατηρήσεις που έφτασαν ώς αυτόν μέσω της προφορικής ποιητικής παράδοσης, μεταξύ των οποίων και η «Σφαίρα του Ευδόξου» κατέγραψε και διέσωσε ο Αλεξανδρινός ποιητής Αρατος (περ. 315 - 250 π.Χ.) στο έργο του με τίτλο «Τα Φαινόμενα».

Στο ποίημα του Αράτου οι θέσεις των άστρων είναι οι πραγματικές για μια συγκεκριμένη χρονολογία, δεδομένου ότι περιγράφονται σε σχέση με τους πόλους του ουρανού. Οι παρατηρήσεις αναφέρονται στην ανατολή και τη δύση των άστρων, φαινόμενα τα οποία σχετίζονται με τον ορίζοντα του παρατηρητή. Συνεπώς, οι παρατηρήσεις εξαρτώνται από το γεωγραφικό πλάτος, από το οποίο γίνονται, αλλά και από την εποχή του έτους. Εξετάζοντας τα στοιχεία αυτά, ο αστρονόμος Michael W. Ovenden σε άρθρο του με τίτλο «Η καταγωγή των αστερισμών» («The Origin of the Constellations», The Philosophical Journal 3, 1967: 1 - 18) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παρατηρήσεις των άστρων, στις οποίες αναφέρεται ο Αρατος, πρέπει να έγιναν σε περιοχή με γεωγραφικό πλάτος της περιοχής 34° B. ± 4°. Υπολογίζοντας δε την τότε θέση των πόλων εκτίμησε τον χρόνο σχεδιασμού των αστερισμών γύρω στα 2600 π.Χ. ± 300, οπότε τους δόθηκαν και τα ονόματα, με τα οποία τους γνωρίζουμε σήμερα.

Με βάση δε την πληθώρα αναφορών του Αράτου σχετικά με τη συμβολή των άστρων στην παρακολούθηση των μετεωρολογικών φαινομένων και στη διευκόλυνση των ναυτιλλομένων, συνάγει ότι αρχικός στόχος της σχεδίασης των αστερισμών ήταν η συγκρότηση ενός απλού συστήματος ναυσιπλοΐας, «όντως ανακριβούς και πρωτόγονου, αλλά επαρκούς για κοντινά ταξίδια, όταν ο ναυτικός δεν χάνει για πολύ τη στεριά από τα μάτια του» και ότι ο σχεδιασμός του δεν προέκυψε από φανταστικές ομοιότητες «αστρικών σχηματισμών προς μυθολογικές μορφές, αλλά μάλλον σαν μια πρωτόγονη μορφή ουράνιων συντεταγμένων». Με άλλα λόγια, η εξομοίωση αστερισμών με συγκεκριμένες μορφές δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα μέσο εύκολης απομνημόνευσης και αναγνώρισής τους στον ουράνιο θόλο.

Εμπειροι ναυτικοί

Σύμφωνα με την υπόθεση του Ovenden, αυτοί που σχεδίασαν τους αστερισμούς θα πρέπει να ήσαν έμπειροι ναυτικοί. Λίγο πριν από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. οι λαοί που αναμφισβήτητα είχαν αναπτύξει μεγάλους πολιτισμούς και είχαν κατακτήσει αστρονομικές γνώσεις ήσαν οι Βαβυλώνιοι και οι Αιγύπτιοι. Ωστόσο, τα πλοία των λαών αυτών ταξίδευαν πολύ νοτιότερα από το γεωγραφικό πλάτος των 36° Β και συνεπώς η εμφάνιση των αστερισμών στον ορίζοντα και η δύση τους δεν μπορεί να ήταν με την ακολουθία και τον χρόνο που περιγράφει ο Αρατος. Αν και χωρίς ακόμη γραπτά μνημεία, λαός με ναυτική εμπειρία και παράδοση, όπως προκύπτει από τα αρχαιολογικά δεδομένα, και ο οποίος κατοικούσε κοντά στον 36ο παράλληλο ήσαν οι νησιώτες του Αιγαίου. Αυτοί, πάντα κατά τον Ovenden, πρέπει να συνέλαβαν την ιδέα να σχεδιάσουν τους αστερισμούς προκειμένου να διευκολύνονται στις θαλάσσιες μετακινήσεις τους κατά τη νύχτα.

Η παρατήρηση των φυσικών φαινομένων ασφαλώς δεν ξεκίνησε από δίψα για επιστημονική γνώση, αλλά μάλλον από ανάγκη αντιμετώπισης καθημερινών προβλημάτων. Σ’ ένα νησιωτικό περιβάλλον, όπου η επιβίωση του ανθρώπου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εκμετάλλευση της θάλασσας, η γνώση των μετεωρολογικών φαινομένων, των θαλάσσιων ρευμάτων ή της θέσης των αστερισμών αποτελούσε βασική προϋπόθεση για ασφαλείς θαλάσσιες μετακινήσεις. Ειδικότερα στο νησιωτικό Αιγαίο που, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, η εκμετάλλευσή του ως θαλάσσιου δρόμου έχει αρχίσει τουλάχιστον από την 9η χιλιετία π.Χ., είναι αναμενόμενο οι συνεχείς παρατηρήσεις των φυσικών φαινομένων και των ουράνιων σωμάτων επί τουλάχιστον έξι χιλιάδες χρόνια να παγίωσαν ορισμένες αντιλήψεις. Συνεπώς, οι νησιωτικές κοινωνίες του Αιγαίου γύρω στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. είχαν τη δυνατότητα να προχωρήσουν στην κωδικοποίηση των παρατηρήσεων, με την οποία τις πιστώνει ο Ovenden.

Η Αστυπάλαια

Οσο όμως κι αν παρατηρήσεις στον ουράνιο θόλο και σε ορίζοντα 360° από την κορυφή ψηλού βουνού σ’ ένα μικρό νησί ήταν δυνατές, δεν αρκούσαν για την χαρτογράφηση του ουρανού. Ηταν απαραίτητο το νησί αυτό να περιβάλλεται και από πολλές βραχονησίδες, με τις οποίες θα μπορούσε να συσχετιστεί η εκάστοτε θέση των αστερισμών στον ουράνιο θόλο. Η Αστυπάλαια είναι νησί που όντως συνδυάζει αυτά τα χαρακτηριστικά: βρίσκεται κοντά στον 36ο παράλληλο, διαθέτει ψηλό βουνό που επιτρέπει ορατότητα σε ορίζοντα 360°, περιβάλλεται από πολλές βραχονησίδες. Αυτήν, λοιπόν, προτείνει ο Ovenden ως τόπο της πρώιμης «χαρτογράφησης» των αστερισμών. Αναρωτιέται μάλιστα μήπως η λαϊκή ονομασία του νησιού, Αστροπαλιά, δεν προέκυψε από παραφθορά του Αστυπάλαια αλλά στην πραγματικότητα υποκρύπτει τη σχέση του με την πρώιμη αστρονομία στο Αιγαίο.

Είναι γεγονός ότι, παρά τον ορεινό χαρακτήρα του, το νησί με το σχετικά μεγάλο μέγεθός του, τις μικρές αλλά γόνιμες κοιλάδες του και την πλούσια σε ποικίλα αλιεύματα θάλασσά του μπορούσε να εξασφαλίσει αυτάρκεια στους λίγους και λιτοδίαιτους προϊστορικούς κατοίκους του. Από την άλλη μεριά η δαντελωτή ακτογραμμή του με πολλούς και βαθείς όρμους και η πληθώρα των νησίδων που το περιβάλλουν ακόμη και σήμερα αποτελούν εγγύηση ασφαλούς αγκυροβολίου για παραπλέοντα σκάφη. Είναι δε γεγονός, ότι σε πολλά από τα σημεία αυτά έχουν επισημανθεί αρχαιολογικά κατάλοιπα που ανάγονται ακόμη και στην 3η χιλιετία π.Χ. Κατά συνέπεια, τον ρόλο που ο αστρονόμος Ovenden αποδίδει στην Αστυπάλαια, δεν τον αποκλείουν τα αρχαιολογικά δεδομένα.

* Ο κ. Χρ. Γ. Ντούμας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 5.7.2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: