ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ (1)
Η Κύπρος βρίσκεται στο σημείο συνάντησης των πιο πολυσύχναστων και ταραγμένων δρόμων της Ιστορίας. Στους δρόμους των πολεμιστών και των εμπόρων, των κυνηγών της περιπέτειας και των ανήσυχων πνευμάτων, των ανειρήνευτων νομάδων της ανθρώπινης αναζήτησης. Είναι μια μοίρα αυτό -κομμάτι απ' το μοίρασμα των ανθρωπίνων, που πέφτει στους τόπους και στους λαούς ανεξάρτητα από τις επιθυμίες και πέρα απ' τις δυνάμεις του ανθρώπου-, ένα προνόμιο, στην περίπτωση της Κύπρου, με κόστος υψηλό σε θυσίες, αλλά και με απολαβές ανάλογες, σ' ένα συνδυασμό αυτών των δύο που είναι δύσκολο να γίνει κατανοητός κι αποδεκτός απ' όσους αντιλαμβάνονται το πέρασμα απ' τη ζωή μόνο σαν μια αδιατάρακτη διαδρομή μέσα από ειρηνικά τοπία, αμπελώνες καρπερούς και ξανθούς σιτοβολώνες, πολύβουες αγορές με εργαστήρια τεχνιτών και πάγκους πραματευτάδων, ροδόχρωμα δειλινά που τα διαδέχονται νύχτες που λικνίζουν τον ύπνο των δικαίων.
Ό,τι βιώνει σήμερα κι ό,τι υπομένει το νησί της Αφροδίτης έρχεται από καιρούς που χάνονται στα βάθη των χρόνων, πιο πίσω ακόμα κι απ' τα πρώτα ίχνη του νεολιθικού πολιτισμού που άφησε το αποτύπωμα του στις πρωτόγονες κατοικίες των ανθρώπων της Χοιροκοιτίας*, επτά και οκτώ και δέκα χιλιάδες χρόνια πριν. Περνάει μέσα από εισβολές και κατακτήσεις, από κυριαρχίες Ασσυρίων, Αιγυπτίων και Περσών, από την κλασική αρχαιότητα, τους ελληνιστικούς χρόνους και τη ρωμαϊκή περίοδο, από την εποχή του Βυζαντίου, τους σταυροφόρους του Ριχάρδου και τους Ναίτες, από τις βασιλείες της Ελένης Παλαιολογίνας και της Αικατερίνης Κορνάρο, από τους Γενουάτες, τους Βενετούς, τους Τούρκους, τη βρετανική τέλος αποικιοκρατική περίοδο, πριν από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 και συνεχίζει να βιώνεται μέσα από νέα βάσανα που έφεραν το ανόητο και καταστροφικό πραξικόπημα ενός παράφρονα ημεδαπού δικτάτορα κατά του Προέδρου Μακαρίου καθώς και η τουρκική εισβολή και κατοχή μέρους της νήσου παράλληλα με την αναπτυσσόμενη τελευταία προσπάθεια να υποκύψει η Κύπρος σε ξένα αρπακτικά κέντρα μέσω στημένων διεθνών σχεδίων όπως αυτό το τελευταίο Σχέδιο Ανάν που όμως απορρίφθηκε πανηγυρικά από τον κυπριακό ελληνισμό.
Πάντως τόσο οι Κύπριοι συμπατριώτες μας και η πολιτική ηγεσία τους όσο και εμείς οι Έλληνες με την πολιτική ηγεσία μας δεν πρέπει να χάνουμε απ’ το βλέμμα μας το βαθύτερο δίδαγμα της Ιστορίας που συγκεντρώνεται σε τρείς λεξούλες : τα πάντα ρει. Ας είμαστε λοιπόν έτοιμοι και προετοιμασμένοι να θερίσουμε ότι σπέρνουμε.
Με την σημερινή μου ανάρτηση δεν πρόκειται να αναφερθώ ούτε στα πρόσφατα γεγονότα που εξελίσσονται και τα παρακολουθούμε αλλά ούτε και στο βαθύ παρελθόν της Κύπρου. Θέλω μόνο να αναφερθώ στον Απρίλη της Κύπρου. Ένα ιστορικό μήνα αφού την 1η Απριλίου του 1955 οι Κύπριοι ξεσηκώθηκαν να αποτινάξουν τα δεσμά της αγγλικής αποικιοκρατίας με την έναρξη ενός ηρωικού αγώνα για την ΕΝΩΣΗ της Κύπρου με την Μητέρα Πατρίδα την Ελλάδα μας.
Μέσα από τον Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α, της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών ξεπήδησαν θρυλικές μορφές όπως του αρχηγού της Γεωργίου Γρίβα – Διγενή, του εθνομάρτυρα Γρηγόρη Αυξεντίου και τόσων άλλων Κυπρίων παλληκαριών που θυσίασαν την ζωή τους για τον Μεγάλο Σκοπό.
Την ανάρτηση αυτή αφιερώνω ιδιαίτερα στις σειρές των Κυπρίων Εφέδρων Αξιωματικών Πυροβολικού με τους οποίους συνυπηρέτησα στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πυροβολικού στο Μεγάλο Πεύκο το 1973-1974 και ιδιαίτερα σε αυτούς που έπεσαν μαχόμενοι κατά την Τουρκική εισβολή υπερασπιζόμενοι την Κύπρο μας.
*(Η Xοιροκοιτίας είναι ο καλύτερα διατηρημένος προϊστορικός οικισμός της Kύπρου, που χρονολογείται από την μεταγενέστερη φάση της ακεραμικής νεολιθικής περιόδου (γύρω στο 7000 π.X.). Το 1998 κηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την ΟΥΝΕΣΚΟ.)
Δεν ήταν πρωταπριλιάτικο ψέμα...
Την 1η Απριλίου 1955, η Κύπρος ξύπνησε αναστατωμένη πριν να ροδίσει η αυγή. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους απορώντας. Όχι, δεν ήταν πρωταπριλιάτικο ψέμα. Το μυστικό το αποκάλυψε ο Αυγερινός της ελευθερίας που μεσουράνησε μετά τις πρώτες εκρήξεις. Στα χέρια του είχε την πρώτη προκήρυξη της ΕΟΚΑ:
«Με την βοήθειαν τού θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με την συμπαράστασιν ολοκλήρου τού Ελληνισμού και με την βοήθειαν των Κυπρίων, αναλαμβάνομεν τον αγώνα διά την αποτίναξιν τού αγγλικού ζυγού, με σύνθημα εκείνο το οποίον μάς κατέλιπαν οι πρόγονοι μας ως ιεράν παρακαταθήκην: "Ή ταν ή επί τας..."»
Η εξέγερση δεν ήταν, όπως υποστηρίζουν πολλοί, αχρείαστη και τυχαία, αλλά ήταν ενταγμένη μέσα στην παγκόσμια συγκυρία που ήθελε τους δούλους λαούς να επαναστατούν και να απαιτούν την ελευθερία τους από τα δεσμά της αποικιοκρατίας. Το έπος της ΕΟΚΑ ήταν η απάντηση του κυπριακού λαού στην εξακολουθητική ελεεινή συμπεριφορά των Βρετανών να αρνούνται το αυτονόητο και να αθετούν τις υποσχέσεις τους. Γι' αυτό και το έπος της ΕΟΚΑ αγκαλιάστηκε και υποστηρίχθηκε από όλους τους δημοκρατικούς λαούς του κόσμου. Δεν είναι δε καθόλου τυχαίο που την ηρωική προσπάθεια των αγωνιστών της ΕΟΚΑ ύμνησαν μεταξύ των άλλων, η Κούβα και η Σοβιετική Ένωση.
Το έπος της ΕΟΚΑ είναι η πιο λαμπρή σελίδα της κυπριακής Ιστορίας. Τα διδάγματα και οι θυσίες των νέων της ΕΟΚΑ συνέθεσαν ισχυρές και απαράγραπτες παρακαταθήκες πέρα και πάνω από το εφήμερο και το ιδιοτελές. Για τέσσερα χρόνια το Έθνος καμάρωνε τα νεαρά βλαστάρια του. Άλλοι ανέβαιναν στην αγχόνη ψάλλοντας τον Εθνικό μας Ύμνο και άλλοι επαναλάμβαναν το συγκλονιστικό Μολών Λαβέ, δίνοντας έως εσχάτων τη μάχη, δημιουργώντας νέα ολοκαυτώματα και θρύλους. Στον ιερό εκείνο αγώνα καθολική ήταν η συμμετοχή επωνύμων και ανωνύμων αγωνιστών, αλλά και ολόκληρου του κυπριακού Ελληνισμού κάτω από την ηγεσία της εθναρχούσας Εκκλησίας με επικεφαλείς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον θρυλικό Διγενή.
Δεν ήταν, όπως υποστηρίζουν πολλοί, η ανεξαρτησία ο στόχος του αγώνα. Για την ΕΝΩΣΗ με τη μάνα Ελλάδα αγωνίσθηκαν και θυσιάστηκαν τα παλικάρια της ΕΟΚΑ. Όμως λάθη και αδυναμίες, έλλειψη πολιτικής διορατικότητας, φοβερά διλήμματα, άστοχες επιλογές και αλλοπρόσαλλες συμμαχίες της Αθήνας, διεθνείς συγκυρίες και προπάντων διεθνείς συνωμοσίες οδήγησαν στην εγκατάλειψη του «ευκταίου» και στην επιλογή του «εφικτού» για να προκύψει έτσι η με έντονα διχοτομικά σημάδια κολοβωμένη ανεξαρτησία. Η Κύπρος εγκαταλείφθηκε δυστυχώς στίς κρίσιμες στιγμές από το Εθνικό Κέντρο, κάτι που ομολογείται και από τους έλληνες διπλωμάτες της εποχής εκείνης Γ. Σεφέρη και Άγγελο Βλάχο. Και επακολούθησαν χρόνια δύσκολα γεμάτα θλίψη και πόνο. Τουρκοανταρσία, πράσινη γραμμή, προδοτικό πραξικόπημα, εισβολή και κατοχή, σχέδιο Ανάν. Ξεκινήσαμε για την ΕΝΩΣΗ, υποχωρήσαμε στην ανεξαρτησία και σήμερα υπερασπιζόμαστε τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία!
Να υπάρχει άραγε άλλη διέξοδος στις επιλογές μας διερωτούνται πολλοί; Ασφαλώς και υπάρχει: Είναι το μόνο αποκούμπι που έχουμε, η Κυπριακή Δημοκρατία. Επιμονή λοιπόν στη διατήρηση και ενίσχυση του μοναδικού στηρίγματος που απέμεινε: Της Ευρωπαϊκής Κυπριακής Δημοκρατίας, της μίας κοινής και αδιαίρετης, που πρέπει και επιβάλλεται να λειτουργεί με γνώμονα πάντα τις αρχές της δικαιοσύνης και των ευρωπαϊκών αρχών. Και το πιο σημαντικό απ' όλα: Η Κυπριακή Δημοκρατία, φτιαγμένη από το αίμα και το σώμα των παλικαριών της ΕΟΚΑ του '55-'59, οφείλει και πρέπει να τιμά με τις ύψιστες τιμές τους υπερασπιστές της Ελευθερίας της...
Του
ΝΤΙΝΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΗ
Εκπαιδευτικού στο ΑΤΕΙ της Λάρισας.
Από το Μοναγρι Λεμεσού.
Πηγή: Εφημερίδα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ»
Μια μικρή αναδρομή
μέχρι την 1η Απρίλη 1955
Το 1571 η Κύπρος πέρασε από τα χέρια των Ενετών κατακτητών στους Τούρκους. Η Κύπρος, από την ώρα που έπεσε θύμα της οθωμανικής βουλιμίας ως τη σκοτεινή στιγμή της ενοικίασης ή μάλλον της ουσιαστικής εξαγοράς της από τους Βρετανούς (1878), έζησε, συμμεριζόμενη τη σκληρή μοίρα ολόκληρου του Γένους, δράμα ανείπωτο. Ωστόσο, ουδέποτε έπαυσε να αγωνίζεται και να διεκδικεί, μ' επικεφαλής την εκάστοτε Εθναρχούσα Εκκλησία της, την ελευθερία της ενώ μέσα από την απελπισία και τη διασπορά των κατοίκων της, ανέπτυσσε την πνευματική πολιτιστική ζωή της.
Οι Κύπριοι λόγιοι πυρώνουν τη φλόγα των ελληνικών γραμμάτων όχι μόνο στο νησί αλλά και πέρ' από τα όρια του (Ιταλία, Κ. Ευρώπη, Επτάνησα). Η κυπριακή οικογένεια Γονέμη προσφέρει στον αναγεννώμενο Ελληνισμό, από την πλευρά της μητέρας του, τον Ιωάννη Καποδίστρια, ενώ, παράλληλα, άλλος ευγενής γόνος του νησιού, ο Ιωάννης Καρατζάς, πλάι στο Ρήγα, το μεγάλο εθνεγέρτη, διακονεί την ιδέα της ελληνικής ελευθερίας, ακολουθώντας Εκείνον εις το μαρτύριο (1798).
Ανάλογη, πάντως, κίνηση, ως το τέλος της Τουρκοκρατίας (1878), αλλά κι αργότερα, παρατηρείται κι από την κυρίως Ελλάδα και τα νησιά (του Ιονίου και του Αιγαίου) και προς την Κύπρο, με ποικίλες δραστηριότητες και ομαδικές, συχνά, εγκαταστάσεις.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, το 1821, παρ' όλο που η κυοφορούμενη τοπική εξέγερση, υπό τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, πνίγηκε στο αίμα (α-παγχονίστηκαν ή αποκεφαλίστηκαν ο αρχιεπίσκοπος, οι επίσκοποι και εκατοντάδες άλλων κληρικών και προκρίτων), πλείστοι Κύπριοι έσπευσαν στην ηπειρωτική Ελλάδα και πολέμησαν, ενταγμένοι σε ειδικό σώμα ή στις δυνάμεις διάφορων οπλαρχηγών.
Έτσι είχε, πράγματι, ουσιαστικό επιχείρημα ο Καποδίστριας, όταν, αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της ελευθερωμένης πια Ελλάδας, αξίωσε, χωρίς αποτέλεσμα, ατυχώς, την ένταξη σ' αυτήν και της Κύπρου. Η Αγγλοκρατία, που οι Κύπριοι υποδέχτηκαν (1878) μ' επίσημη, διά στόματος του Εθνάρχη τους, Σωφρονίου Β', διακήρυξη για ένωση με τη Μητέρα - Ελλάδα, υπήρξε περίοδος μιας επιτήδεια μεθοδευμένης προσπάθειας πολιτικού εκφυλισμού των εθνικών πόθων της νήσου και αφελληνισμού της - κυρίως μετά την προσάρτηση (1914) και, ακόμη ειδικότερα, μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης (κατά την οποίαν η Τουρκία παραιτήθηκε όλων των στην Κύπρο «δικαιωμάτων» της) και τη, στη συνέχεια, ανακήρυξη της σε αποικία του Βρετανικού Στέμματος (1925).
Όμως ακολουθώντας την γνωστή πολιτική τους οι Άγγλοι διέκριναν από σκοπού επισήμως τους κατοίκους σε «Μουσουλμάνους» και «μη-Μουσουλμάνους» (Moslems/non- Moslems) ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία και ελληνική Παιδεία βρέθηκαν, μετά το 1931, υπό διωγμό.
Παρ’ όλα αυτά, το ελληνικό φρόνημα κρατήθηκε πεισματικά ακμαίο και η Κύπρος, εκτός από το ότι ουδέποτε παρέλειψε .να βρεθεί εθελοντικά στρατευμένη στην υπηρεσία της πολεμικής διεκδίκησης ή προάσπισης των ελληνικών δικαίων (1897, Μακεδονικός και Κρητικός Αγώνας, 1912-13, 1915, 1920-22, 1940*), ουδέποτε χαλάρωσε και τον εσωτερικό της αγώνα για εθνική αποκατάσταση. Το 1931 μάλιστα η αντίδραση είχε φουντώσει, με αποκορύφωμα την Οκτωβριανή Εξέγερση, που θρυμματίστηκε κάτω από την πυγμή της αποικιακής εκδικητικότητας.
Θαπρέπει ιδιαίτερα να επισημάνουμε ότι στους δύο παγκόσμιους πολέμους, πέρα από τους Κυπρίους που εντάχθηκαν απ' ευθείας στις ελληνικές δυνάμεις, χιλιάδες άλλοι πολέμησαν υπό την αγγλική σημαία. Αυτοί είχαν στρατολογηθεί, εθελοντικά, με τα δελεαστικά αποικιακά συνθήματα «Δια την απελευθέρωσιν της Μακεδονίας» (1915) και «Για την Ελλάδα και την Ελευθερία» (1940). Στα πηλίκιά τους, στη δεύτερη περίπτωση, οι Βρετανοί είχαν σπεύσει να θέσουν και την επιγραφή «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περι πάτρης». Και στρατολόγησαν πάνω από 30.000...
Το 1950, με ένα δημοψήφισμα, το 95,7% των Κυπρίων ψηφοφόρων αξίωσαν την ένωση με την Ελλάδα («δεν ήταν δημοψήφισμα αυτό που έγινε, αλλά απογραφή του ελληνικού πληθυσμού», τηλεγραφούσε εντυπωσιασμένος, στην εφημερίδα του, ξένος δημοσιογράφος).
Τέλος, ο κυπριακός Ελληνισμός αποδύθηκε σ' έναν επικό απελευθερωτικό αγώνα (1955-59), με σύνθημα και πάλι την Ένωση, που κατέληξε στο γνωστό συμβιβασμό των Συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου (1959) και την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας (1960), με συνταγματικώς κατοχυρωμένα μερικά βασικά υπερπρονόμια στην τουρκική μειονότητα του 18%, που, εν τούτοις, η ελληνική πλευρά τα αποδέχτηκε και τα προσυπέγραψε, με την προσδοκία της ειρήνευσης του τόπου και με ειλικρινείς προθέσεις συνεργασίας με το σύνοικο στοιχείο.
Το δύσκολο ξεκίνημα του Κυπριακού
Η κυπριακή αντιπροσωπεία έρχεται στην Αθήνα με τους τόμους του δημοψηφίσματος για την Ένωση. Οι πιέσεις της Αγγλίας. Συζήτηση στη Βουλή
Του Γ. Λεονταρίτη
Η διεύθυνση επιστημονικών μελετών της Βουλής εξέδωσε ένα σημαντικότατο ιστορικό έργο: Πρόκειται για την αναδημοσίευση όλων των κοινοβουλευτικών συζητήσεων για το Κυπριακό που διεξήχθησαν από το 1915 έως το 1989. Το έργο (με την επιμέλεια του επιστημονικού συνεργάτου του Κοινοβουλίου κ. Τρ. Γεροζήση) επαρουσίασε σε ειδική τελετή ο πρόεδρος της Βουλής κ. Απ. Κακλαμάνης (σημ. kgrek 1994). Με τα πρακτικά που δημοσιεύονται, φωτίζονται κρίσιμες πτυχές του εθνικού προβλήματος που καλύπτουν 80 χρόνια αγώνων.
Το Κυπριακό πέρασε από πολλές φάσεις, αλλά σήμερα στην Ελλάδα λίγοι γνωρίζουν την ουσία του προβλήματος, τα όσα προηγήθηκαν, ενώ οι νεώτεροι διατηρούν σχεδόν πλήρη άγνοια και σύγχυση για την μακρά πορεία του Κυπριακού. Το αίτημα των Κυπρίων τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ήταν η «Ένωση» και το 1950 μπορεί να θεωρηθεί σαν η «εισαγωγή» της χρονικής περιόδου, δηλ. του κεφαλαίου της ιστορίας που θα οδηγήσει στην έναρξη του ενόπλου αγώνος (1955).
Η κυβέρνηση Κέντρου του Ν. Πλαστήρα, ήταν η πρώτη που άρχισε να δοκιμάζει τις δυσκολίες και τις πιέσεις διαφόρων πλευρών. Τη χρονιά εκείνη που αναμενόταν στην Αθήνα η κυπριακή αντιπροσωπεία με τους τόμους του δημοψηφίσματος, για την Ένωση, η κυβέρνηση βρέθηκε μεταξύ δυο «πυρών». Από τη μια πλευρά, το Λονδίνο την πίεζε να μην ενθαρρύνει τους Κυπρίους στις επιδιώξεις τους, κι' από την άλλη, οι Κύπριοι και οι οργανώσεις τους στην Αθήνα ζητούσαν πλήρη συμπαράσταση.
Στις 20 Μαΐου, η πρωτεύουσα αλλά και ο Πειραιάς είχαν σημαιοστολιστεί για να υποδεχθούν την κυπριακή αντιπροσωπεία που έφθανε στο λιμάνι με το πλοίο «Ιωνία». Ο πρεσβευτής της Αγγλίας Νορτον, είχε συστήσει στον πρωθυπουργό να μη δεχθεί την αντιπροσωπεία αλλά ο Πλαστήρας δεν μπορούσε φυσικά να αποδεχθεί μια τέτοια αξίωση. Ο Νορτον τότε απευθύνθηκε στον Βασιλέα Παύλο, απ' τον οποίο ζήτησε επίσης να αρνηθεί να δεχθεί τους Κυπρίους. Ο Παύλος απήντησε στον Νορτον: «Σεις για να δείξετε φιλελευθερισμόν έχετε επιτρέψει την αναχώρησιν της Πρεσβείας και ζητάτε από μένα να μη δεχθώ τους αδελφούς μου Κυπρίους;». Το πρωί λοιπόν της 20ής Μαΐου του 1950, αντιπροσωπείες των διαφόρων σωματείων μ' επικεφαλής τον Σάββα Λοϊζίδη, μέλος της Πρεσβείας που διέμενε στην Αθήνα, ανέβηκαν πάνω στο ατμόπλοιο «Γλάρος» και βγήκαν στα ανοικτά για να υποδεχθούν το «Ιωνία» που κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, οι σειρήνες όλων των πλοίων άρχισαν να σφυρίζουν, ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών που χτυπούσαν χαρμόσυνα, ανήγγειλαν την άφιξη της πρεσβείας.
Ο αρχηγός τον Λαϊκού Κόμματος Κων. Τσαλδάρης εισέρχεται στο Στάδιο σε εκδήλωση για την Κύπρο και χαιρετά τα πλήθη που τον χειροκροτούν.
Στο τελωνείο ο χώρος ήταν σημαιοστολισμένος, πανό με συνθήματα υπήρχαν παντού, και η φιλαρμονική επαιάνιζε συνεχώς. Την αντιπροσωπεία προσφώνησε με θερμά λόγια εκ μέρους του πολιτικού κόσμου ο Παν. Κανελλόπουλος, ο οποίος είπε μεταξύ άλλων: «Βαθεία συγκίνησις συγκλονίζει την ψυχήν ολοκλήρου του Έθνους και η στιγμή την οποία ολόκληρος ο Ελληνισμός ανέμενεν, επέστη ίνα η Αγγλία προβεί εις την ικανοποίησιν του πανελληνίου πόθου, αποκτώσα ούτω μεγαλυτέραν ηθική ν δύναμιν...». Τα μέλη της αντιπροσωπείας, ο μητροπολίτης Κυρήνειας Κυπριανού, ο παλαίμαχος αγωνιστής Νικ. Λανίτης, ο Ζήνων Ρωσσίδης κ.ά. έβλεπαν συγκινημένοι τα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί να τους αποθεώνουν, ενώ χιλιάδες ελληνικές σημαίες ανέμιζαν.
Η κυπριακή αντιπροσωπεία απευθύνει χαιρετισμό προς τον αθηναϊκό λαό, από εξώστη του ξενοδοχείου της «Μεγ. Βρετανίας», ενώ η γαλανόλευκη κυματίζει στον αέρα...
Όταν η πομπή έφθασε στην πλατεία Ομονοίας, την πρεσβεία προσεφώνησε εκπρόσωπος του δημάρχου, ο πρόεδρος του Συλλόγου Αθηναίων Δημ. Σκουζές και εκπρόσωποι εργατών και επαγγελματιών. Η πομπή ανέβηκε στη Μητρόπολη και πλήθος κόσμου συνωστιζόταν γύρω, ενώ οι καμπάνες χτυπούσαν με τόση μανία, ώστε κάποιος πλησίασε τον αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα, και τον ρώτησε εάν είχε εξασφαλιστεί άδεια για να χτυπούν οι καμπάνες. Ο Σπυρίδων απήντησε:
«Όχι μόνο να κτυπήσουν, αλλά να σπάσουν...»
Έπειτα ο Σπυρίδων διάβασε και ειδική δέηση μέσα σε ενθουσιώδη ατμόσφαιρα: «Μνήσθητι Κύριε του στεναγμού του Παγκυπρίου έως αν ίδη την ένωσιν αυτού μετά της Ελλάδος. Ηλθον επί γης Ελλάδος Πρεσβείαν προσάγοντες υπέρ του αξιωθήναι της Ενώσεως ταύτης...».
Επαφές με πολιτικούς
Στο μεταξύ έφθασε στην Αθήνα για να ενισχύσει την αντιπροσωπεία και ο δήμαρχος Λευκωσίας και αρχηγός του «Εθνικού Κόμματος», Θεμ. Δέρβης και άλλοι παράγοντες. Η Κυπριακή αντιπροσωπεία άρχισε επισκέψεις στους πολιτικούς αρχηγούς, ξεκινώντας από τον πρωθυπουργό. Ο Νικ. Πλαστήρας εδήλωσε στους επισκέπτες του, ότι ο πόθος του κυπριακού λαού είναι και πόθος όλων των Ελλήνων, αλλά η κυβέρνηση επιφυλασσόταν να χειριστεί το ζήτημα «εντός του πλαισίου των σχέσεων μετά της φίλης και συμμάχου δυνάμεως, άμα ως θεωρήσει ότι επέστη η στιγμή της ευτυχούς αυτού διευθετήσεως». Την εποχή εκείνη, γεγονός είναι ότι η χώρα μας βρισκόταν κάτω από την εξάρτηση -οικονομική και πολιτική- από τη Δύση, και το πρόβλημα της νήσου, ήταν πολύ πρόωρο να «ανοίξει» με μια σύγκρουση προς τους «συμμάχους». Ο Ν. Λανίτης που το καταλάβαινε είπε στον πρωθυπουργό, με τον οποίο τον συνέδεε παλιά φιλία:
Ο Ν. Λανίτης με την αδελφή τον Εθνάρχου Μακαρίου στο μνημόσυνο που ετελέσθη στον Μητροπολιτικό ναό Αθηνών, ένα χρόνο μετά από τον απαγχονισμό τον αγωνιστού Μούσκου...
— Θάρρος στρατηγέ μου. Παλαίομεν δίκαιον αγώνα ελευθερίας. Να ενθυμηθείς τον μεγάλον αρχηγόν και τον στρατηγόν κάποιων περασμένων χρόνων... Και ο Πλαστήρας, ο αγνός αυτός πατριώτης, απήντησε με δάκρυα στα μάτια:
— Τι να κάνω Λανίτη μου; Να ακολουθήσω ευζωνικήν πολιτικήν;
Τα ίδια περίπου είπε ο πρωθυπουργός σε λίγες μέρες στο και στον γραμματέα του ΑΚΕΛ, Εζεκία Παπαϊωάννου. Οταν ο Θεμ. Δέρβης που πήγε στο γραφείο του αντιπροέδρου της κυβερνήσεως, ζήτησε να επαναλάβει η Εθνική Αντιπροσωπεία το ψήφισμα του 1947 υπέρ της Ενώσεως, ο Γεώργιος Παπανδρέου, με τη σαφήνεια και τις επιγραμματικές του φράσεις που τον διέκριναν, απήντησε: «Η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν. Και δι' αυτό, δεν ημπορεί, λόγω του Κυπριακού να κινδυνεύσει να πάθει ασφυξίαν...».
Την Τρίτη 23 Μαίου, έγινε συζήτηση στη Βουλή με αφορμή ερώτηση του βουλευτή Βασιλειάδη, ο οποίος ζήτησε να πληροφορηθεί κατά πόσον η κυβέρνηση είχε προβεί στα κατάλληλα διαβήματα για την ικανοποίηση του πανελληνίου πόθου της Ενώσεως. Ο Παν. Κανελλόπουλος, όταν πήρε το λόγο, ανέτρεξε στην Ιστορία της νήσου και την εξέλιξη του ζητήματος, υπενθυμίζοντας ότι μετά τον Α' Παγκόσμιον Πόλεμον οι αγγλικές κυβερνήσεις εθεώρησαν αναγκαίο να διαπραγματευθούν το πρόβλημα της Κύπρου και πρόσθεσε: «Ο αείμνηστος Ρούζβελτ και ο κ. Τσόρτσιλ, ανεγνώρισαν κατά τον Β' Παγκόσμιον Πόλέμον την βασικήν αρχήν της αυτοδιαθέσεως των λαών.
Τον Δεκέμβριον του 1942, ασκών καθήκοντα Αντιπροέδρου της Ελληνικής Κυβερνήσεως, έλαβον προσωπικώς την άδειαν από τον κ. Ιντεν να αποστείλω τηλεγράφημα απ' ευθείας εις Λονδίνον, διά του οποίου έθεσα το ζήτημα της Κύπρου...». Ο ηγέτης των «Δημοκρατικών Αριστερών» Ιω. Σοφιανόπουλος, εξέφρασε την άποψη ότι: «Το ζήτημα είναι ώριμον και δεν θα χρειασθεί να καταβάλει εξαιρετικήν προσπάθειαν η Κυβέρνησις. Θα συναντήσει, βεβαίως, δυσχέρειας, οφειλομένας κυρίως εις την έντασιν των διπλωματικών σχέσεων. Αλλά η Μεγ. Βρετανία, η οποία κατά το 1920 υπεσχέθη εις τον Ελευθ. Βενιζέλον την απόδοσιν της Κύπρου, θα αντιληφθεί ότι υπέστη ήδη η στιγμή διά την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως αυτής. Το θέμα είναι παγκοσμίου ενδιαφέροντος και δι' αυτό θα πρέπει να συντελέσουν εις την λύσιν του, όλαι αι μεγάλαι Δυνάμεις...». Ο Ζαπ. Ζέρβας είπε ότι «220.000 Ελλήνων Κυπρίων ουδέποτε έπαυσαν να αγωνίζονται υπέρ της Ενώσεως». Ο Κων. Τσαλδάρης υπογράμμισε ότι: «Η Βουλή, όπως ενθυμείσθε οι παλαιότεροι και θα εξεύρετε και οι νεώτεροι, προέβη εις έκδοσιν ψηφίσματος, το οποίον έκτοτε απετέλεσε την βάσιν της πολιτικής μας εναντίον της φίλης και Μεγάλης Δυνάμεως της Μεγ. Βρετανίας επί του προκειμένου ζητήματος». Ο Θεόδ. Τουρκοβασιλης εδήλωσε ότι: «Η περαιτέρω παραμονή της Κύπρου υπό το σημερινόν καθεστώς είναι ηθικώς απαράδεκτη», ενώ ο ηγέτης των «Αριστερών Φιλελευθέρων», Νεόκ. Γρηγοριάδης, υπενθύμισε ότι κάποτε άλλη πρεσβεία μετέβη δι' ομοίαν περίπτωσιν εις την Αγγλίαν και επαρουσιάσθη εις τον πολύν Γλάδστωνα, ο οποίος είπεν εις τον επικεφαλής αυτής Μητροπολιτην: «Τι την θέλετε σεις την ένωσιν; Δεν περνάτε καλά;». Και ο Μητροπολίτης του απήντησεν: «Ζητούμεν την ένωσιν με την ρακένδυτον Ελλάδα παρά με την αδαμαντοφορεμένην μητριάν». Ο γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος ΕΛΔ, ο Ηλίας Τσιριμώκος εκάλεσε την κυβέρνηση να ενεργήσει κατά τρόπον θαρραλέον και προειδοποίησε ότι «υπάρχει κίνδυνος το θέμα της Κύπρου, να αποτελέσει θέμα διεθνούς ανταγωνισμού. Όλα όσα ακούονται διά τον τρόπον της διεκδικήσεως του αιτήματος τούτου, δεν αγνοεί η κυβέρνησις ότι οδηγούν εις ζημίαν του ζητήματος, εφόσον τούτο μεταβληθεί εις θέμα διεθνούς ανταγωνισμού. Διότι αι σχέσεις μεταξύ των μεγάλων είναι τοιαύται σήμερον, ώστε παν ζήτημα, το οποίον εμπίπτει μέσα εις αυτό το σύμπλεγμα των μεταξύ των προστριβών, είναι βέβαιον ότι δεν πρόκειται να ωφεληθεί...». Τέλος ο βουλευτής της Αριστεράς Δ. Χριστάκος εζήτησε η διεκδίκηση της ενώσεως της Κύπρου, να εισαχθεί στον ΟΗΕ.
Οι τόμοι του δημοψηφίσματος
Ενώ η κυπριακή πρεσβεία βρισκόταν για επίσκεψη στην Κόρινθο, έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Β'. Οταν τελείωσαν οι εκδηλώσεις για τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου, η αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Κερύνειας Κυπριανό, σε επίσημη τελετή, παρέδωσε τους τόμους του δημοψηφίσματος για την ένωση, στον πρόεδρο της Βουλής Δημ. Γόντικα. Την παραλαβή των τόμων ανεκοίνωσε την ίδια μέρα στη Βουλή κατά τη συνεδρία της ο Γόντικας, ενώ οι βουλευτές χειροκροτούσαν. Στη συνέχεια, ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως Κ. Τσαλδάρης, ζήτησε ευρύτερη συζήτηση στη Βουλή για το Κυπριακό. Το αίτημα του Τσαλδάρη υποστήριξε και ο αρχηγός του κόμματος των Εθνικοφρόνων, Θεόδ. Τουρκοβασίλης. Την επόμενη μέρα, όλοι οι βουλευτές συμφώνησαν όπως το Κυπριακό χειρισθεί στο μέλλον η Βουλή και ο πρόεδρος της. Κατά την έναρξη της συζητήσεως αναγνώστη καν η προσφώνηση του Κυρήνειας Κυπριανού και η αντιφώνηση του Γόντικα κατά την παραλαβή των τόμων του ενωτικού δημοψηφίσματος και κατόπιν πήρε τον λόγο ο Κων. Τσαλδάρης που είχε ζητήσει και τη συζήτηση του θέματος.
Ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος συνέστησε να εξουσιοδοτήσει η Βουλή τον Γόντικα «διά μίαν περαιτέρω ενέργειαν προς την συνάδελφον Αγγλικήν Βουλή ν», και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
Θ. ΤΟΥΡΚΟΒΑΣΙΛΗΣ: Δεν γνωρίζω ποιοι θα ήσαν οι λόγοι να αρνηθεί η Μ. Βρετανία όπως δοθεί η ελευθερία εις τους Κυπρίους.
ΑΛ. ΣΒΩΛΟΣ: Το αίτημα μας συνίσταται όπως απευθυνθώμεν προς τον Βρετανικόν λαόν. Η Κυβέρνησις οφείλει να αποβάλει τους δισταγμούς, να αναλάβει θαρραλέα την διαχείρισιν του θέματος εν ονόματι του καθολικού αισθήματος του Έθνους μετά τόλμης και θάρρους, με την πεποίθησιν ότι υπερασπίζεται μίαν από τας δικαιότερος υποθέσεις του Ελληνικού Εθνους.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΜΠΕΗΣ: Υπεράνω των διπλωματικών λόγων, υπάρχει η ένωσις της Κύπρου με την Ελλάδα.
Προς το τέλος της συζητήσεως, ο πρωθυπουργός Ν. Πλαστήρας ετόνισε: «Το ζήτημα το οποίον εδημιουργήθη εκ του δημοψηφίσματος του Κυπριακού λαού, είναι άσχετον. Η Κυβέρνησις έχει την εξωτερικήν πολιτικήν, την οποίαν χειρίζεται η ίδια, και δεν είναι δυνατόν να γίνεται συζήτησις δημοσία, διότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή εις την διαχείρισιν των ζητημάτων αυτών...». Και ο Κων. Ρέντης ερμηνεύοντας την κυβερνητική πολιτική σημείωσε: «...Αλλά από του να θέλωμεν να πιέσωμεν εις δηλώσεις και διακηρύξεις και πράξεις, αι οποίαι ενδεχομένως θα θεωρηθούν ότι μεταμορφώνουν την υπόθεσιν εις διένεξιν μεταξύ της Ελλάδος και Μ. Βρετανίας, υπάρχει απόστασις. Και θα επεθύμουν να επιστήσω την προσοχήν των αξιότιμων κ. συναδέλφων επί μιας τοιαύτης κατευθύνσεως...». Δεν πρέπει να ξεχνάμε, την ψυχολογία της εποχής εκείνης.
Η Ελλάδα το 1950, μετά τις εμφύλιες διαμάχες και την κατάσταση που επέβαλε ο ψυχρός πόλεμος, ήταν υποχρεωμένη να φροντίσει την ασφάλεια της και να αρχίσει να προετοιμάζει την είσοδο της στο ΝΑΤΟ. Γι' αυτό είχε σ' εκείνη την περίοδο άλλες προτεραιότητες από εκείνες της Λευκωσίας. Η κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου πίστευε (και υπήρξε συμφωνία σε σχετική σύσκεψη όλων των πολιτικών αρχηγών) ότι εκείνη την στιγμή, μόνο μέσω διμερών συνομιλιών με την Αγγλία μπορούσε το Κυπριακό να προωθηθεί. Ακόμα και ο Αλ. Παπάγος συμμερίσθηκε στην αρχή αυτήν την άποψη. Και οι περιπέτειες του Κυπριακού συνεχίζονται...
Γ.Α. ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΣΑΒΒΑΤΟ 28.5.1994 σελ.13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου