Το δημοψήφισμα του 1950.
Η δεκαετία του 1950 άνοιξε στην Κύπρο με ένα εντυπωσιακό τρόπο, δείγμα της επιθετικής πολιτικής που επρόκειτο να ακολουθήσει η νέα ιεραρχία, μετά την ισχυροποίηση της στο εσωτερικό.
Λίγους μήνες μετά το τέλος του ελληνικού εμφυλίου, η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με σκοπό την έκφραση της θέλησης του κυπριακού λαού για το πολιτικό μέλλον του τόπου, καλώντας μάλιστα την τοπική κυβέρνηση να αναλάβει τη διοργάνωση του. Στην «εθναρχική εγκύκλιο» (8-12-1949), που γνωστοποιούσε την απόφαση για το δημοψήφισμα, αναφερόταν ότι όχι μόνο αποδείχτηκαν «έπεα πτερόεντα και φενάκη» οι επαγγελίες της Μεγάλης Βρετανίας στη διάρκεια του β' παγκόσμιου πολέμου για επικράτηση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης αλλά, επιπλέον, στο τελευταίο διάστημα αρκετοί αποικιακοί αξιωματούχοι δήλωναν υποτιμητικά ότι δεν είχαν αντιληφθεί στην Κύπρο κάποια εκδήλωση υπέρ της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα. Σύμφωνα με την Εθναρχία, έπρεπε να ενταθεί ο κυπριακός πολιτικός αγώνας, με πρώτο μέτρο το δημοψήφισμα, διότι «μόνον δι' αγώνων επίμονων και συνεχών, εξαναγκάζονται οι κυρίαρχοι να αναγνωρίζουσιν εις τους υπ' αυτών κυριαρχούμενους το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως».
Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν από την κίνηση της κυπριακής ιεραρχίας ήταν ποικίλες. Από το ΑΚΕΛ δηλώθηκε ότι το κόμμα θα υποστήριζε το δημοψήφισμα, τονίζοντας ότι η Εθναρχία ακολουθούσε τις ακελικές πρωτοβουλίες στο εθνικό ζήτημα. Ο κυβερνήτης Α. Wright επανέλαβε τη βρετανική θέση ότι «το κυπριακόν ζήτημα είναι κλειστόν» και χαρακτήρισε τη διαδικασία μια άσκοπη συσσώρευση υπογραφών. Ανάλογη θέση κράτησε και η ελληνική κυβέρνηση, διά του υπουργού Εξωτερικών, τονίζοντας ότι η ανακίνηση του ζητήματος «ήταν επιζήμιος» και η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος «ανώφελος». Απαντώντας στα πιο πάνω ο μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος (18-12-1949) διακήρυξε ότι οι Κύπριοι είχαν παύσει να πιστεύουν στο «φιλελεύθερο πνεύμα της Αγγλίας» και στην «ελληνοαγγλική φιλία». Όσο για τη διστακτικότητα της ελληνικής κυβέρνησης, ο Μακάριος αποτόλμησε μια πρωτοφανή «ασέβεια» στην κυπριακή ιστορία: «Την Ελλάδα άλλως τε δεν αποτελεί μία κυβέρνησις. Αι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, αλλ’ η Ελλάς μένει αιωνία.»
Το κυπριακό δημοψήφισμα -στο οποίο για πρώτη φορά πήραν μέρος και οι γυναίκες- αποτέλεσε μια πιστοποίηση της καθολικότητας του ενωτικού αιτήματος και μια πρωτοφανή εκδήλωση συνοχής και πειθαρχίας του ελληνικού κυπριακού λαού. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Εθναρχίας, τα τελικά αποτελέσματα ήταν:
Εγγεγραμμένοι στους καταλόγους: 224.747.
Υπέγραψαν υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα: 215.108 (ποσοστό 95,71%).
Το δημοψήφισμα ήταν μια ηθική νίκη, χωρίς όμως ουσιαστικό πολιτικό αντίκρυσμα. Μετά τη διεξαγωγή του, η κυπριακή ηγεσία ακολούθησε την παλιά δοκιμασμένη πρακτική της αποστολής «Πρεσβείας» στο εξωτερικό.
Η πρεσβεία του 1950, με πρόεδρο το μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό και μέλη δύο Κύπριους των Αθηνών, τον βετεράνο πολιτευτή Νικόλαο Κλ. Λανίτη και τον εξόριστο του 1931 Σάββα Λοϊζίδη, δεν είχε προορισμό μόνο το Λονδίνο, αλλά επισκέφθηκε επίσημα την ελληνική πρωτεύουσα και τη Νέα Υόρκη, έδρα των Ηνωμένων Εθνών και ζωτική πηγή των μεταπολεμικών ελπίδων για τους Έλληνες της Κύπρου. Στα μέλη της «κυπριακής πρεσβείας» επιφυλάχθηκε ενθουσιώδης υποδοχή από τον ελληνικό λαό, με πρωτοφανείς σε όγκο συγκεντρώσεις, αλλά ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας αρνήθηκε να παραλάβει τους τόμους με τις υπογραφές του ενωτικού δημοψηφίσματος, επαναλαμβάνοντας ότι η ανακίνηση του ζητήματος ήταν άκαιρη. Τελικά, τους τόμους παρέλαβε ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Γόντικας στις 3-7-1950, ενώ την ίδια ημέρα ένα ψήφισμα 200, περίπου, βουλευτών όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων υπογράμμιζε ότι αποδέχονταν με υπερηφάνεια τις δέλτους του κυπριακού δημοψηφίσματος. Στο Λονδίνο η πρεσβεία συνάντησε ερμητικά κλειστές όλες τις πόρτες της βρετανικής κυβέρνησης, ενώ το υπουργείο Αποικιών αρνήθηκε και την τυπική παραλαβή των τόμων του δημοψηφίσματος. Τέλος, ούτε στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών οι επαφές της κυπριακής πρεσβείας έφεραν τα αποτελέσματα που ανέμεναν οι Κύπριοι, αν και η τρίτη σειρά των τόμων με τις υπογραφές στο δημοψήφισμα παραδόθηκε, χωρίς προβλήματα αυτή τη φορά, στη Γραμματεία του ΟΗΕ στις 23-9-1950.
Παράλληλα με την «Εθνική Πρεσβεία» έδρασε στο εξωτερικό και η «Λαϊκή Εθνική Πρεσβεία», που την αποτελούσαν ο Δήμαρχος Αμμοχώστου Αδάμ Αδάμαντος, ο γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ Εζεκίας Παπαϊωάννου και ο ιστορικός Εύδωρος Ιωαννίδης, ηγετικό στέλεχος της «Κυπριακής Επιτροπής Λονδίνου». Η δεύτερη «Πρεσβεία» δημιουργήθηκε μετά την κατηγορηματική άρνηση της Εθναρχίας για την αποστολή κοινής «υπερκομματικής» κυπριακής αντιπροσωπίας. Τα μέλη της διεξήγαγαν διαφωτιστικό έργο στη Βρετανία, τη Γαλλία και σε ορισμένες Ανατολικές χώρες, αφού στους εκπροσώπους της κυπριακής Αριστεράς δε δόθηκε άδεια εισόδου στην Ελλάδα και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στις 20 Οκτωβρίου του 1950 (μετά το θάνατο του Μακαρίου Β' τον Ιούνιο 1950) εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος ο Μακάριος ο Γ, ο 37χρονος χαρισματικός και ιδιαίτερα αγαπητός στο λαό μητροπολίτης Κιτίου. Από την ημέρα της ενθρόνισης του στην Αρχιεπισκοπή, επιβλήθηκε σκληρή ενωτική γραμμή στο εσωτερικό, που επικράτησε σταδιακά και στην Αθήνα, την οποία ο νέος πρωθιεράρχης επισκεπτόταν συχνότατα. Η ένωση της Κύπρου έγινε γρήγορα το πανελλήνιο καθολικό αίτημα, ενός έθνους που εξερχόταν βαρύτατα τραυματισμένο από τη δεκαετία του 1940. Παράλληλα, η μορφή του Μακαρίου έγινε παγκόσμια γνωστή και προστέθηκε στις μεγάλες προσωπικότητες του αντιαποικιακού κινήματος του μεταπολεμικού κόσμου.
Μια από τις άμεσες προτεραιότητες του νέου αρχιεπισκόπου ήταν η αναδιάρθρωση του Γραφείου Εθναρχίας (όπου ο Μακάριος προέδρευε, εξάλλου, ως μητροπολίτης Κιτίου και επί Μακαρίου Β'). Και τα 22 μέλη του Εθναρχικού Συμβουλίου, που ορίστηκαν στις 28 Φεβρουαρίου του 1951, είχαν εκλεγεί «αριστίνδην» από την Ιερά Σύνοδο, όπως και τα 8 μέλη του νέου Γραφείου Εθναρχίας. Ιδιαίτερο βάρος έδωσε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος στην οργάνωση της νεολαίας, θέτοντας τις βάσεις για την ίδρυση της «Παγκύπριας Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας» (ΠΕΟΝ), που λίγα χρόνια αργότερα, μαζί με τις χριστιανικές νεανικές ομάδες, θα αναδειχθούν ως οι κυριότερες και πολυτιμότερες δεξαμενές στελεχών για τον κυπριακό απελευθερωτικό αγώνα.
Η τελευταία πράξη της διεθνοποίησηςτου κυπριακού ζητήματος ήταν η κατάθεση της πρώτης προσφυγής για το κυπριακό από την ελληνική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου, μετά από πολλούς δισταγμούς και αμφιβολίες, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ του 1954. Τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα και η βρετανική αδιαλλαξία παρέμενε προκλητική: Τον Ιούλιο του 1954 ο Άγγλος υφυπουργός Αποικιών H. Hopkinson δήλωσε στη Βουλή ότι ορισμένα εδάφη της Κοινοπολιτείας δεν μπορούσαν ποτέ να γίνουν πλήρως ανεξάρτητα. Το «ουδέποτε» του Hopkinson εκτός από τις εξελίξεις που δρομολόγησε, απέδειξε ως χιμαιρώδεις τις εξαγγελίες των νικητών του β' παγκόσμιου πολέμου για «ελευθερία και δικαιοσύνη» και αποκάλυψε ως τελείως παραπειστικές τις βρετανικές υποσχέσεις για παροχή αυτοκυβέρνησης «κατά στάδια» και θέσπιση φιλελεύθερου συντάγματος. Μάλιστα, κατά ειρωνικό τρόπο, το «ουδέποτε» συνόδευσε τη δήλωση για την επαναφορά των συνταγματικών προτάσεων του 1948.
Mετά το ενωτικό δημοψήφισμα της 15ης Iανουαρίου 1950 και την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Mακάριου ο τελευταίος πίεζε συνεχώς την ελληνική κυβέρνηση του Στρατάρχη Παπάγου για προσφυγή στον OHE. O Παπάγος αρχικά αποθάρρυνε αυτήν την πολιτική. Oι λαϊκές όμως κινητοποιήσεις στην Eλλάδα, που έλαβαν πρωτοφανή μαζικότητα και οι αντίστοιχες κινητοποιήσεις στην Kύπρο, ανάγκασαν τον Παπάγο να διαφοροποιήσει τη μέχρι τότε στάση του. Έτσι, άνοιξη τού 1954 αποφασίζεται η προσφυγή στον ΟΗΕ και την 16η Aυγούστου 1954 ζητείται η εγγραφή του Kυπριακού στην ημερήσια διάταξη του OHE. Mετά έξι ημέρες υποβάλλεται επεξηγηματικό υπόμνημα στον OHE και από την κυπριακή εθναρχία. Eίναι η πρώτη ελληνική προσφυγή για το Kυπριακό στη Γενική Συνέλευση του OHE.
Αυτή η πρώτη ελληνική προσφυγή για το Κυπριακό στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, το 1954, επέφερε τη διεθνοποίηση του ζητήματος. Η απόφαση για τη διεθνοποίηση λήφθηκε, όπως προαναφέραμε, την άνοιξη του 1954 από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο, με την καταλυτική συμβολή του γενικού διευθυντή του υπουργείου των Εξωτερικών, Αλέξη Κύρου. Η βασική ιδέα ήταν απλή: οι διαδικασίες του ΟΗΕ, η προβολή του αιτήματος της αυτοδιάθεσης και η εντεινόμενη διεθνώς διαδικασία της αποαποικιοποίησης θα συνιστούσαν σοβαρούς μοχλούς πίεσης προς το Λονδίνο, ώστε να διαπραγματευθεί μία διμερή συμφωνία με την Αθήνα, που θα προέβλεπε ένωση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η πολιτική αυτή εδραζόταν, ωστόσο, σε βάσεις επισφαλείς έτσι τον Δεκέμβριο του 1954, η Ελλάδα ηττήθηκε στην συζήτηση στον ΟΗΕ.
Σχετικά με το δημοψήφισμα και την αντίδραση της Ελλάδος αξίζει να κάμουμε εδώ μια μικρή φιλοτελική παρένθεση και να αναφερθούμε στην διεθνή διαμαρτυρία της Ελλάδας μέσα από την έκδοση μιας σειράς γραμματοσήμων αφιερωμένων στην προσφυγή της Ελλάδος στον ΟΗΕ
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1954 κυκλοφορεί από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία η ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΚΥΠΡΟΥ» ΠΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Ήταν μια έκδοση για την προσφυγή της Ελλάδος στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό ζήτημα που ήδη προαναφέραμε.
Η έκδοση έγινε σε ταχύτατο χρονικό διάστημα για να συμπέσει η κυκλοφορία της με την ημέρα καταθέσεως της προσφυγής της Ελλάδος στα Ηνωμένα Έθνη.
Η παράσταση περιελάμβανε κείμενο μικροφωτο-γραφημένου αποσπάσματος από τα επίσημα πρακτικά της 28-7-1954 της Βουλής των Κοινοτήτων (HANSARD) σε τρεις γλώσσες : Στην Ελληνική ( γραμματόσημο αξίας 1,20 δρχ μαύρο και κίτρινο ανοικτό), στην Γαλλική (γραμματόσημο αξίας 2 δρχ. μαύρο και σωμόν και γραμματόσημο αξίας 2,40 δρχ. μαύρο και μωβ) και στην Αγγλική (γραμματόσημα αξίας 2 και 2,50 και 4 δρχ.).
Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι αποτελεί πραγματικό τυπογραφικό επίτευγμα η εκτύπωση ενός τόσο μεγάλου κειμένου 708 λέξεων μικροφωτο-γραφημένου σε διαστάσεις 23 χ 20 χιλιοστών. (Οι διαστάσεις της εικόνος του γραμματοσήμου είναι 33 χ 22 χιλιοστά.) Η σειρά εκυκλοφόρησε μέχρι τις 31-3-1955).
Το μικροφωτογραφημένο κείμενο, 708 λέξεων, αποσπάσματος από τα επίσημα πρακτικά της Βουλής των Κοινοτήτων (HANSARD) της 28-7-1954 πλαισιωμένο με πένθος και με μεγάλη μαύρη κηλίδα στο κέντρο του σε ένδειξη διαμαρτυρίας και αποδοκιμασίας. Το περιθώριο των γραμματοσήμων είναι έγχρωμο με διαφορετικό χρώμα σε κάθε αξία.
Δυστυχώς τον Σεπτέμβριο η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποφάσισε να μην εγγράψει το Κυπριακό στην ημερήσια διάταξή της. Όλα αυτά επέφεραν μία σοβαρότατη κρίση στις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας, καθώς και άνοδο του αντιδυτικού πνεύματος στο εσωτερικό της χώρας.
Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959)
Η προετοιμασία του ένοπλου αγώνα.
Τα απογοητευτικά για την ελληνική κυπριακή πλευρά αποτελέσματα της προσφυγής στον ΟΗΕ και η βρετανική αδιαλλαξία φάνηκαν να δικαιολογούν την οργάνωση του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο, με όσες δυσκολίες έκρυβε το παράλογο και παράτολμο ενός τέτοιου εγχειρήματος, ως της μόνης διεξόδου που είχε απομείνει για να πειστεί η αποικιακή υπερδύναμη, που αυτή την περίοδο ολοκλήρωνε τον ιστορικό της κύκλο, να παραχωρήσει στους Κυπρίους την ελευθερία τους. Ο ένοπλος αγώνας ήταν το τέλος μιας άκαρπης μακράς πορείας, που είχε ακολουθηθεί από το 1878, όταν οι Άγγλοι κατέλαβαν την Κύπρο. Η ενωτική αξίωση είχε εκφραστεί με διαδηλώσεις και συλλαλητήρια, με την υποβολή δεκάδων υπομνημάτων και ψηφισμάτων, με την οργάνωση τριών «δημοψηφισμάτων» (1921, 1930, 1950), με την αποστολή «Πρεσβειών» στο Λονδίνο, με τη συμμετοχή χιλιάδων Κυπρίων εθελοντών στον ελληνικό στρατό σε διάφορες πολεμικές περιόδους, και με την αυθόρμητη οκτωβριανή εξέγερση του 1931.
Η ιδέα για ανάληψη ένοπλου απελευθερωτικού κινήματος μέχρι τότε δημιουργούσε έντονο σκεπτικισμό, καθώς αντιμετώπιζε ορισμένα βασικά μειονεκτήματα και εμπόδια, είτε λόγω χώρου (εύκολος αποκλεισμός του ανεφοδιασμού σε πολεμοφόδια από το εξωτερικό, έλλειψη ορεινών δύσβατων όγκων για κινήσεις και απόκρυψη ανταρτικών ομάδων), είτε λόγω τοπικών συνθηκών (ανυπαρξία οπλισμού, το απειροπόλεμο των Κυπρίων, δυνατότητα μεταφοράς στην Κύπρο σε σύντομο χρονικό διάστημα μεγάλων βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων ικανών να συντρίψουν κάθε εξέγερση, η ανάμνηση της σκληρής αποικιακής αντεπανάστασης μετά τα «Οκτωβριανά» του 1931 και, φόβος επανάληψης της σε πιθανή αποτυχία, η αδυναμία των ελληνικών κυβερνήσεων να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια κ.ά.).
Οι πρώτες συζητήσεις για ένοπλη αντίσταση κατά της βρετανικής κατοχής έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ανάμεσα στους κύκλους των λίγων, αλλά καλά δικτυωμένων στα κέντρα αποφάσεων, Κυπρίων της Αθήνας. Οι προσπάθειες αυτές άρχισαν να συγκεκριμενοποιούνται από τις 7 Μαρτίου 1953, στην ελληνική πρωτεύουσα, όπου οι πρωτεργάτες της ιδέας επισημοποίησαν τα σχέδια τους με την ορκωμοσία τους για την ανάληψη αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου. Εκτός από τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο, υπέγραψαν το σχετικό πρωτόκολλο ο πρώην υπουργός Γ. Στράτος, οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Γερ. Κονιδάρης και Δημ. Βεζανής, ο εξόριστος του 1931 δικηγόρος Σάββας Λόίζίδης και ο αδελφός του Σωκράτης, ο στρατηγός Ν. Παπαδόπουλος, ο Κύπριος απόστρατος συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, κ.ά. Η αρχηγία του στρατιωτικού αγώνα ανατέθηκε και τυπικά, λίγες ημέρες αργότερα, από τον αρχιεπίσκοπο στο Γ. Γρίβα, ο οποίος είχε κιόλας πραγματοποιήσει δύο αναγνωριστικές επισκέψεις στο νησί στα 1951 -1952.
Ο προσανατολισμός και τα σχέδια των Μακαρίου - Γρίβα αφορούσαν αγώνα 3-6 μηνών, αφού υπήρχε η πίστη ότι η εξέγερση θα επιτάχυνε τις διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού.
Το Νοέμβριο του 1954, ο Γ. Γρίβας και ο Σωκράτης Λοϊζίδης αποβιβάστηκαν μυστικά σε ακτή της Πάφου. Οι πρώτες ενέργειες τους στράφηκαν στον οργανωτικό τομέα, με τη δημιουργία μικρών πυρήνων στα χωριά και την επιλογή έμπιστων προσώπων για την οργάνωση ενός πολύπλοκου δικτύου συνδέσμων, τροφοδοσίας και πληροφοριοδοτών. Παρά τις δυσκολίες στη στρατιωτική εκπαίδευση των απειροπόλεμων πρωτομυηθέντων και την εξασφάλιση οπλισμού και πυρομαχικών, η στρατολόγηση στην οργάνωση απέδωσε καρπούς, με βασικά φυτώρια τις οργανώσεις ΠΕΟΝ και ΟΧΕΝ («Ορθόδοξος Χριστιανική Ένωσις Νέων / Νεανίδων»), που είχε ιδρύσει και καθοδηγούσε η Εθναρχία.
Το πρώτο φορτίο όπλων
Για την εισαγωγή οπλισμού στην Κύπρο από την Ελλάδα ο Διγενής χρησιμοποίησε φίλους και συνεργάτες του. Το πρώτο φορτίο όπλων έφτασε στην Κύπρο το Μάρτιο του 1954. Μ' αυτά τα λίγα όπλα ξεκίνησε ο Αγώνας της ΕΟΚΑ την 1η Απριλίου 1955. Ένα δεύτερο φορτίο, που μεταφερόταν με το πλοιάριο «Άγιος Γεώργιος» τον Ιανουάριο του 1955, κατασχέθηκε από τις Αγγλικές Αρχές, κατόπιν προδοσίας, κοντά στο χωριό Χλώρακα της Πάφου.
Κατά τη διάρκεια του Αγώνα λειτούργησε μυστικό σχέδιο αποστολής όπλων στην Κύπρο με επιβατικά πλοία της γραμμής Πειραιά - Λεμεσού. Άλλα όπλα έφταναν με το ταχυδρομείο της Πάφου και με άλλους τρόπους.
Στις 29 Ιανουαρίου του 1956, και αφού ο αγώνας είχε αρχίσει, ο οπλισμός της ΕΟΚΑ εμπλουτίστηκε με 800 περίπου κυνηγετικά όπλα Ελληνοκυπρίων, που είχαν πάρει απ' αυτούς μέλη της ΕΟΚΑ. Ένας άλλος τρόπος, με τον οποίο η ΕΟΚΑ εξασφάλιζε όπλα, ήταν οι επιθέσεις σε αστυνομικούς σταθμούς και από νεκρούς Άγγλους στρατιώτες. Μερικά όπλα ήταν επιτόπιας κατασκευής σε ειδικά εργαστήρια, στα οποία κατασκευάζονταν επίσης ωρολογιακές βόμβες, νάρκες και άλλο πολεμικό υλικό.
1955 Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
Τον Ιανουάριο του 1955, ο Γ. Γρίβας μύησε στην οργάνωση το Γρηγόρη Αυξεντίου, οδηγό ταξί, έφεδρο αξιωματικό του ελληνικού στρατού. Ο Αυξεντίου ανέλαβε την περιοχή Αμμοχώστου και αποτέλεσε με τις στρατιωτικές γνώσεις και την εμπειρία του, μια σημαντική ενίσχυση για τον αγώνα.
Για οργανωτικούς λόγους η Κύπρος είχε χωριστεί από το συνταγματάρχη Γρίβα σε «τομείς», με επικεφαλής τους «τομεάρχες», και στις τέσσερις μεγάλες επαρχίες είχαν οργανωθεί μικρές ομάδες δολιοφθορών, δύναμης 5-6 ανδρών. Βασικό γνώρισμα της οργάνωσης και απαραίτητο στοιχείο για την επιτυχία της, ο αυστηρά συνωμοτικός χαρακτήρας, με την ορκωμοσία όλων των μελών και τη χρήση ψευδωνύμων.
Ο πρώτος χρόνος του ένοπλου αγώνα, μέχρι την εξορία του αρχιεπισκόπου Μακαρίου (Απρίλιος 1955-Μάρτιος 1956).
Οι πρώτοι νεκροί
Στα τέλη Μαρτίου του 1955 η ΕΟΚΑ ήταν έτοιμη για το ξεκίνημα του Αγώνα. Τη νύκτα της 31ης Μαρτίου προς την 1η Απριλίου, 30 λεπτά μετά τα μεσάνυκτα, οι ομάδες της ΕΟΚΑ έδρασαν με επιτυχία. Εκκωφαντικές εκρήξεις συγκλόνισαν τη Λευκωσία, τη Λάρνακα, τη Λεμεσό και στρατιωτικές επισταθμίες. Η ΕΟΚΑ είχε τότε τον πρώτο της νεκρό. Ήταν ο Μόδεστος Παντελή από το Λιοπέτρι, που πέθανε από ηλεκτροπληξία στην προσπάθειά του ν’ αποκόψει ηλεκτροφόρα σύρματα, για να δράσουν οι ομάδες της ΕΟΚΑ.
Οι δολιοφθορές σε κυβερνητικά κτίρια, αστυνομικούς σταθμούς και στρατιωτικές εγκαταστάσεις συνεχίστηκαν σ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Η ΕΟΚΑ με τη δράση της προξενούσε υλικές ζημιές και θύματα μεταξύ των Άγγλων. Μερικές από τις τολμηρές επιχειρήσεις των πρώτων μηνών του Αγώνα της ΕΟΚΑ είναι:
α) Η τοποθέτηση ωρολογιακής βόμβας στις 25 Μαΐου κάτω από το κάθισμα του Κυβερνήτη Άρμιτεϊτζ στο κινηματοθέατρο Παλλάς της Λευκωσίας. Η βόμβα εξερράγη λίγα λεπτά μετά την αποχώρηση του Κυβερνήτη.
Β) Η επίθεση στον αστυνομικό σταθμό του Αμιάντου στις 22 Ιουνίου 1955 από ανταρτική ομάδα.
Γ) Η επίθεση στο μεταλλείο Μιτσερού στις 22 Σεπτεμβρίου 1955 από ανταρτική ομάδα.
Την ευθύνη για τις βομβισπκές επιθέσεις ανέλαβε με προκηρύξεις της την 1.4.1955 η ΕΟΚΑ («Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών»), που έφεραν την υπογραφή του «Αρχηγού Διγενή», ψευδώνυμο που είχε επιλέξει για τον εαυτό του ο Γεώργιος Γρίβας.
Η πρώτη προκήρυξη της ΕΟΚΑ
Με την βοήθειαν του Θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με την συμπαράστασιν ολοκλήρου του Ελληνισμού και με την βοήθειαν των Κυπρίων αναλαμβάνομεν τον αγώνα διά την αποτίναξιν του αγγλικού ζυγού, με σύνθημα εκείνο, το οποίον μας κατέλιπον οι πρόγονοί μας ως ιεράν παρακαταθήκην “Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ”.
Αδελφοί Κύπριοι,
Από τα βάθη των αιώνων, μας ατενίζουν όλοι εκείνοι, οι οποίοι ελάμπρυναν την Ελληνικήν ιστορίαν διά να διατηρήσουν την ελευθερίαν των, οι Μαραθωνομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι, οι τριακόσιοι του Λεωνίδα και οι νεώτεροι του Αλβανικού έπους. Μας ατενίζουν οι αγωνισταί του ‘21, οι οποίοι μας εδίδαξαν, ότι η απελευθέρωσις από τον ζυγόν δυνάστου αποκτάται πάντοτε με το ΑΙΜΑ. Μας ατενίζει, ακόμη, σύμπας ο Ελληνισμός, ο οποίος μας παρακολουθεί με αγωνίαν, αλλά και με εθνικήν υπερηφάνειαν.
Ας απαντήσωμεν με έργα, ότι θα γίνωμεν “πολλώ κάρρονες” τούτων.
Είναι καιρός να δείξωμεν εις τον κόσμον, ότι εάν η διεθνής διπλωματία είναι ΑΔΙΚΟΣ και εν πολλοίς ΑΝΑΝΔΡΟΣ, η Κυπριακή ψυχή είναι γενναία. Εάν οι δυνάσται μας δεν θέλουν να αποδώσουν την λευτεριά μας, μπορούμε να την διεκδικήσουμε με τα ίδια μας τα ΧΕΡΙΑ και με το ΑΙΜΑ μας.
Ο αγών θα είναι σκληρός. Ο δυνάστης διαθέτει τα μέσα και τον αριθμόν. Ημείς διαθέτομεν την ΨΥΧΗΝ. Έχομεν και το ΔΙΚΑΙΟΝ με το μέρος μας. Γι’ αυτό και θα ΝΙΚΗΣΩΜΕΝ
Έλληνες,
Έλληνες,
Όπου και αν ευρίσκεσθε, ακούσατε την φωνή μας.
Εμπρός! Όλοι μαζί για την λευτεριά της Κύπρου μας.
Εμπρός! Όλοι μαζί για την λευτεριά της Κύπρου μας.
Ε.Ο.Κ.Α.
Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΔΙΓΕΝΗΣ
Επιβεβαίωση της αποφασιστικότητας των μαχητών της ΕΟΚΑ ήταν ο θάνατος, το πρώτο βράδυ της δράσης της οργάνωσης, του Μόδεστου Παντελή, μέλους ομάδας δολιοφθορών, ενώ σημαντικές απώλειες ήταν οι συλλήψεις ορισμένων βασικών στελεχών. Άλλα μέλη της οργάνωσης, που επικηρύχθηκαν, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην παρανομία, με πρώτο το Γρηγόρη Αυξεντίου.
Οι ενέργειες της ΕΟΚΑ ήταν κεραυνός εν αιθρία και αιφνιδίασαν όλους τους συντελεστές του κυπριακού, εκτός βεβαίως της Εθναρχίας. Το ξάφνιασμα ήταν μεγαλύτερο για την ηγεσία του ΑΚΕΛ, που αντέδρασε βεβιασμένα καταδικάζοντας τις «δυναμιτιστικές ενέργειες», χρησιμοποιώντας βαριές εκφράσεις εναντίον των αυτουργών τους, γεγονός που φαινόταν να δικαιολογεί και την πολιτική της Εθναρχίας για τη μη συνεργασία με την κυπριακή Αριστερά στο εθνικό θέμα. Οι δυναμικές ενέργειες της ΕΟΚΑ ανεστάλησαν μετά από ένα δεκαήμερο, με σκοπό την αναδιοργάνωση των ομάδων δολιοφθοράς και την εκπαίδβυση των ανταρτών. Σημαντική βοήθεια για την οργάνωση των ανταρτοομάδων αποτέλεσε η άφιξη οκτώ Κυπρίων φοιτητών από την Αθήνα, αφού τα μάχιμα μέλη της οργάνωσης, αλλά και ο αντίστοιχος διαθέσιμος οπλισμός, δεν ξεπερνούσαν τις λιγοστές δεκάδες.
Στο αμέσως επόμενο διάστημα η ΕΟΚΑ πραγματοποίησε σποραδικά θεαματικές ενέργειες, όπως την τοποθέτηση βόμβας σε κινηματογράφο της Λευκωσίας, κάτω από το κάθισμα του κυβερνήτη R. Armitage, ενώ δόθηκε βάρος στην οργάνωση μαχητικών αντιβρετανικών διαδηλώσεων, με πρωταγωνιστική παρουσία της μαθητικής νεολαίας ή απεργιακών κινητοποιήσεων. Οι μαθητικές διαδηλώσεις κατέληγαν συνήθως σε άγριο πετροπόλεμο και αποτελούσαν ένα πραγματικό πονοκέφαλο για τις Αρχές, που τις αντιμετώπιζαν με εκτεταμένες συλλήψεις και πολυήμερο κλείσιμο των «ενοχλητικών» σχολείων. Αντίθετα, για την ΕΟΚΑ λειτουργούσαν σαν μια «επαναστατική προπαίδεια» για το μαθητόκοσμο, ευκαιρία απόδειξης της λαϊκής συμπαράταξης προς την οργάνωση, απασχόλησης και φθοράς των «δυνάμεων ασφαλείας» αλλά και ανάδειξης στελεχών για τα μάχιμα τμήματα.
Η βρετανική αντίδραση εκδηλώθηκε με την άφιξη στρατιωτικών ενισχύσεων και την ισχυροποίηση της αστυνομίας, που είχε φανεί ανίκανη να αντιδράσει στις «τρομοκρατικές ενέργειες» και δεν παρείχε εμπιστοσύνη στην τοπική κυβέρνηση, αφού κατά το 1954 το 60% των ανδρών της ήταν Έλληνες. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1958, ο αριθμός των αστυνομικών είχε τετραπλασιαστεί και το 70% ήταν Τουρκοκύπριοι και μόνο 17% Ελληνοκύπριοι. Η ολότητα σχεδόν των Τούρκων στρατολογηθέντων στελέχωσε τη «μηχανοκίνητη εφεδρική Αστυνομία» και τη «Βοηθητική Αστυνομία» (το διαβόητο «Επικουρικό Σώμα»). Ο Κυβερνήτης ανέλαβε έκτακτες εξουσίες, όπως την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης «υπόπτων» χωρίς δίκη και την επιβολή απαγόρευσης της κυκλοφορίας και περιορισμού κατ’ οίκον, των περιβόητων «κκέρφιου», που έμελλε να ταλαιπωρήσουν τους Κύπριους χωρικούς.
Τέλος, το Σεπτέμβριο 1955, η ΕΟΚΑ κηρύχθηκε παράνομη οργάνωση.
ΠΩΣ Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΘΗΚΕ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ
ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΚΟΜΑ ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ
ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΤΗΣ ΖΥΡΙΧΗΣ
Πολιτική δράση
Παράλληλα με τη στρατιωτική δράση της ΕΟΚΑ, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δρούσε στο πολιτικό πεδίο. Στις 15 Απριλίου 1955 αναχώρησε για το Μπαντούγκ της Ινδονησίας, όπου συγκροτήθηκε Αφρικανοασιατικό Συνέδριο με εκπροσώπηση 29 κρατών. Εκεί, σε δημοσιογραφική διάσκεψη, μίλησε για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού. Στις 11 Ιουλίου πήγε στην Ελλάδα και έπεισε την Ελληνική Κυβέρνηση να καταθέσει αίτηση στον ΟΗΕ για την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στην περίπτωση του κυπριακού λαού.
Αντιδράσεις Τουρκοκυπρίων
Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ δεν βρήκε σύμφωνους τους Τουρκοκυπρίους που εξέφρασαν στον Κυβερνήτη την ανησυχία τους. Η ΕΟΚΑ με φυλλάδιά της ξεκαθάριζε το σκοπό και την τακτική του Αγώνα. Με φυλλάδιό της, που κυκλοφόρησε σε τουρκική γλώσσα τον Ιούλιο του 1955 στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας, διαβεβαίωσε τους Τουρκοκύπριους ότι ο Αγώνας δεν στρέφεται εναντίον τους, αλλά εναντίον του Άγγλου κυρίαρχου και τα φυλλάδιά της, που κυκλοφορούσαν στην ελληνική γλώσσα, τόνιζαν ότι μοναδικός σκοπός του Αγώνα ήταν η απελευθέρωση της Κύπρου και η ένωσή της με την Ελλάδα.
Η τριμερής
Οι Άγγλοι, που ήταν αντίθετοι στην παραχώρηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στον κυπριακό λαό, συγκάλεσαν Τριμερή Διάσκεψη στο Λονδίνο στις 29 Αυγούστου 1955. Σ’ αυτήν πήραν μέρος αντιπροσωπίες των Κυβερνήσεων Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας. Τα θέματα καθορίστηκαν ως εξής: «Πολιτικά και αμυντικά ζητήματα που επηρεάζουν την Ανατολική Μεσόγειο, περιλαμβανομένης της Κύπρου». Η Τριμερής Διάσκεψη έληξε στις 7 Σεπτεμβρίου, χωρίς να γίνει καμιά συμφωνία, λόγω των διαφορετικών θέσεων των τριών χωρών. Τη συμμετοχή της Τουρκίας στη Διάσκεψη εκμεταλλεύτηκε η Βρετανία και τότε και αργότερα, και δεν ικανοποιούσε το αίτημα του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση.
Τουρκικοί βανδαλισμοί
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1955 ο τουρκικός όχλος, με συνενοχή της Τουρκικής Κυβέρνησης, διέπραξε βανδαλισμούς εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Κατέστρεψε πολλές ορθόδοξες εκκλησίες και άλλα ελληνικά κτίρια. Δύο μητροπολίτες και αρκετοί ιερείς τραυματίστηκαν, πολλοί Έλληνες κακοποιήθηκαν και 20 θανατώθηκαν.
* Ο Κυβερνήτης της Κύπρου, για ν’ αντιμετωπίσει την ΕΟΚΑ, στις 15 Ιουλίου 1955 έθεσε σε ισχύ το νόμο περί προσωποκρατήσεως, που έδινε το δικαίωμα στις δυνάμεις ασφαλείας να συλλαμβάνουν οποιονδήποτε πολίτη θεωρούσαν ύποπτο για παράνομες ενέργειες και να τον εγκλείουν στη φυλακή, στο φρούριο της Κερύνειας ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για ακαθόριστο χρονικό διάστημα.
* Στις 20 Σεπτεμβρίου 1955 άρχισε τις εργασίες της η 10η Σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Η εγγραφή του Κυπριακού στην ημερήσια διάταξη απορρίφθηκε. Στην Κύπρο δημιουργήθηκε αντίδραση με μαχητικές διαδηλώσεις και παναπεργία.
Σημαντικοί σταθμοί
Στις 19 Ιουνίου 1957 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, σε συνέντευξή του στην Αθήνα με Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους, κατήγγειλε τα βασανιστήρια των Άγγλων στην Κύπρο, ανέφερε συγκεκριμένες περιπτώσεις και ζήτησε τη διενέργεια αμερόληπτης διεθνούς έρευνας. Οι καταγγελίες του προκάλεσαν παγκόσμια συγκίνηση.
* Στις 22 Οκτωβρίου 1957, ο Χάρντινγκ υπέβαλε την παραίτησή του και αναχώρησε από την Κύπρο στις 4 Νοεμβρίου. Στις 3 Δεκεμβρίου ανέλαβε τα καθήκοντά του ο νέος Κυβερνήτης Σερ Χιου Φουτ, Κυβερνήτης προηγουμένως της Ιαμαϊκής.
* Στις 26 Νοεμβρίου 1957 έγινε μεγάλη δολιοφθορά από την ΕΟΚΑ στη στρατιωτική βάση Ακρωτηρίου. Στις 4.15 μ.μ. ακούστηκαν δύο εκκωφαντικές εκρήξεις από δύο βόμβες, που τοποθετήθηκαν στις μηχανές δύο αεριωθούμενων βομβαρδιστικών «Καμπέρα». Ακολούθησαν εκρήξεις ντεποζίτων των αεροσκαφών και φλόγες περιέζωσαν ολόκληρο το υπόστεγο των αεροπλάνων, όπου υπήρχαν τέσσερα αεριωθούμενα «Καμπέρα» και ένα τύπου «Βένομ». Η δολιοφθορά αυτή θεωρήθηκε η πιο καταστρεπτική στην ιστορία της Αγγλίας. Οι ζημιές υπολογίστηκαν σε 4,5 εκατομμύρια λίρες.
* Στις αρχές Μαρτίου του 1958, ο Διγενής ύψωσε τη σημαία της παθητικής αντίστασης. Με προκήρυξή του κάλεσε τον κυπριακό λαό να μποϊκοτάρει τα αγγλικά προϊόντα και να υποστηρίζει τα εγχώρια. Με το οικονομικό μποϊκοτάζ κατά των Άγγλων η Κυπριακή Κυβέρνηση είχε ζημιές δέκα περίπου εκατομμυρίων λιρών.
* Τον Ιούλιο του 1958, η κατάσταση στην Κύπρο επιδεινώνεται. Οι δυνάμεις ασφαλείας συνεχίζουν τις επιχειρήσεις τους για καταστολή της «τρομοκρατίας», όπως αποκαλούν τη δράση της ΕΟΚΑ. Στις 5 Ιουλίου συλλαμβάνουν και κακοποιούν ένα παιδί στο χωριό Αυγόρου. Οι γυναίκες του χωριού ορμούν και το ελευθερώνουν. Η συμπλοκή γενικεύεται. Οι στρατιώτες πυροβολούν εναντίον των αμάχων του χωριού. Φονεύονται ο Παναγιώτης Ζαχαρία και η Λουκία Παπαγεωργίου, έγκυος και μητέρα έξι παιδιών. Ο Διγενής συνεχίζει να κτυπά τους Άγγλους αποτελεσματικά. Οι Τουρκοκύπριοι βεβηλώνουν ναούς, καίνε εικόνες, διαπράττουν βιαιοπραγίες και δολοφονούν Ελληνοκύπριους στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Ο Φουτ επιβάλλει κατ’ οίκον περιορισμό από τις 7 π.μ. μέχρι τις 7 μ.μ. για έναν μήνα. Στο διάστημα αυτό συλλαμβάνονται 2000 περίπου Ελληνοκύπριοι με τη δικαιολογία ότι συμπαθούν την ΕΟΚΑ.
Η θυσία στον Αχυρώνα
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1958, Άγγλοι στρατιώτες, κατόπιν πληροφοριών, περικυκλώνουν έναν αχυρώνα στο Λιοπέτρι. Μέσα σ’ αυτόν βρίσκονται τέσσερις αγωνιστές της ΕΟΚΑ – ο Ανδρέας Κάρυος, ο Φώτης Πίττας, ο Ηλίας Παπακυριακού και ο Χρίστος Σαμάρας. Αρνούνται να παραδοθούν και οι Άγγλοι ρίχνουν βενζίνη και πυρπολούν τον αχυρώνα. Στην έξοδό τους πολεμούν γενναία και πέφτουν νεκροί στο πεδίο της μάχης.
«Θα βγω πυροβολώντας»
Στις 19 Νοεμβρίου 1958, ανακαλύφθηκε από τους Άγγλους, κατόπιν προδοσίας, το κρησφύγετο του Κυριάκου Μάτση στο Κάτω Δίκωμο. Ο Μάτσης διέταξε τους δύο συναγωνιστές του να βγουν από το κρησφύγετο και ο ίδιος φώναξε στους Άγγλους: «Δεν θα βγω ζωντανός. Θα βγω πυροβολώντας». Τότε οι Άγγλοι τού έριξαν χειροβομβίδες και ο ατρόμητος αγωνιστής βρήκε ακαριαίο θάνατο.
Συνομιλίες στο Παρίσι
Στις 25 Νοεμβρίου 1958, άρχισε η συζήτηση του Κυπριακού στον ΟΗΕ. Τελικά ψηφίστηκε από τη Γενική Συνέλευση στις 5 Δεκεμβρίου το σχέδιο του Μεξικού «περί ειρηνικής, δημοκρατικής και δικαίας λύσεως του Κυπριακού, συμφώνως προς τον Χάρτην των Ηνωμένων Έθνών».
Μετά την πιο πάνω απόφαση του ΟΗΕ έγιναν συνομιλίες στο Παρίσι μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας, Αβέρωφ και Ζορλού. Ακολούθησε συνάντηση των Πρωθυπουργών Καραμανλή και Μεντερές στη Ζυρίχη, όπου μονογραφήθηκαν σχετικά κείμενα. Στις 19 Φεβρουαρίου 1959 έγιναν δεκτές οι Συμφωνίες της Ζυρίχης στο Λονδίνο και υπογράφτηκαν από τους Πρωθυπουργούς και τους Υπουργούς Εξωτερικών της Αγγλίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, καθώς και τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Φασίλ Κουτσιούκ.
* Από την ιστοσελίδα (Kέντρο Έρευνας και Τεκμηρίωσης Αγώνα της ΕΟΚΑ)
ΠΗΓΕΣ :
Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 28ης Μαίου 1994
Αφιέρωμα «ΚΥΠΡΟΣ: ΜΙΑ ΕΠΙΜΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ» ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 19.7.1992
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ «ΚΥΠΡΟΣ»
ΚΥΠΡΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ 2006
Εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» 2.4.1955
ΦΙΛΟΤΕΛΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ "ΕΡΜΗΣ" 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου