Στις 29 Απριλίου 1941, στην αίθουσα των Παλαιών Ανακτόρων, όπου άλλοτε ήταν το γραφείο του υπουργού Διοικήσεως Πρωτευούσης, Κ. Κοτζιά, ορκιζόταν η πρώτη κατοχική κυβέρνηση του ελληνικού κράτους, το οποίο τώρα από Βασίλειο της Ελλάδας είχε μετονομαστεί σε «Ελληνική Πολιτεία». Η ορκωμοσία έγινε ενώπιον του πρωθιερέα του Ναού του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, Ν. Παπαδόπουλου.
Στις ημέρες της συνθηκολόγησης του στρατού της Αλβανίας επικρατούσε η άποψη μεταξύ των στρατιωτικών ηγητόρων να σχηματιστεί κυβέρνηση πολιτική, με πρωθυπουργό τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, που είχε πρωτοστατήσει στις ζυμώσεις για την κατάθεση των όπλων. Αργότερα, όμως, αποφάσισαν οι ίδιοι οι στρατηγοί που σήκωσαν το βάρος της παράδοσης να αναλάβουν και τις ευθύνες της διακυβέρνησης. Έτσι, την ημέρα εκείνη, η νέα 11μελής κυβέρνηση περιλάμβανε 6 ανώτατους διοικητές του στρατού και η σύνθεση της είχε ως εξής:
Πρωθυπουργός: στρατηγός Γεώργ. Τσολάκογλου
Υπουργός Εξωτερικών: στρατηγός Παν. Δεμέστιχας
Υπουργός Συγκοινωνιών: στρατηγός Σ. Μουτούσης
Υπουργός Εθνικής Αμύνης: σιραιηγός Γ. Μπάκος
Υπουργός Εργασίας και Γεωργίας: στρατηγός Χαρ. Κατσιμήτρος
Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας: πλοίαρχος Ιάσων Παπαδόπουλος
Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά Οικονομικών. Πλάτων Χατζημιχάλης
Υπουργός Δικαιοσύνης και προσωρινά Αγορανομίας: Αντώνιος Λιβιεράτος
Υπουργός Προνοίας: καθηγητής Κ. Λογοθετόπουλος
Υπουργός Παιδείας: καθηγητής Κ. Λογοθετόπουλος.
Ο όρκος τον οποίο έδωσαν είχε την εξής διατύπωση:
«Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού και της Πατρίδος να εκτελώ τα καθήκοντα μου εντίμως και ευσυνειδήτως και να καταβάλλω άπασας τας δυνάμεις μου, όπως εξυπηρετώ τα συμφέροντα του έθνους και του λαού».
Η κυβέρνηση εκείνη αναλάμβανε το άχαρο και επικίνδυνο έργο να περισυλλέξει τα ερείπια και να γιατρέψει τις πληγές του λαού, κάτω από τις συνθήκες μιας στυγνής Κατοχής. Ο κατακτητής ήδη έκανε από ημέρα σε ημέρα πιο βαριά την παρουσία του. Γιατί ο Χίτλερ διέτασσε μεν την απόλυση των Ελλήνων αιχμαλώτων και δήλωνε στις 4 Μαΐου: «Τρέφουμε ειλικρινή συμπάθεια για τον φτωχό ελληνικό λαό ο οποίος είναι θύμα του βασιλιά του και μιας ολιγαρχικής κλίκας ιθυνόντων», αλλά την ίδια ημέρα έγινε μεγάλη στρατιωτική παρέλαση των Γερμανών στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου, μπροστά στον στρατάρχη Φον Λίστ (αρχηγό των δυνάμεων της Βαλκανικής) και τον στρατηγό της αεροπορίας Φον Ριχτχόφεν, που πρόβαλε στους κατοίκους τη νέα πραγματικότητα. Και στις εφημερίδες δημοσιεύθηκε μια παγερή ειδοποίηση του Γερμανικού Φρουραρχείου Αθηνών:
«Τιμωρείται διά θανάτου όστις δεν ήθελε παραδόσει εντός 24 ωρών τα τυχόν υπό την κατοχήν του όπλα, εκρηκτικός ύλας κ,λ.π., εις τας Γερμανικάς Στρατιωτικάς Αρχάς».
Πάντως, η κυβέρνηση Τσολάκογλου κατέβαλε κάθε προσπάθεια να δαμάσει το χάος και να επιβάλει κάποια τάξη. Σης 2 Μαΐου λειτούργησαν τα πρώτα τρένα. Σης 12 Μαΐου αποκαταστάθηκαν οι τηλεφωνικές και τηλεγραφικές επικοινωνία. Στις 17 Μαΐου έγινε η διανομή του τηλεφωνικού καταλόγου Αθηνών του 1941. Και, στο μεταξύ, από την πρώτη ημέρα της Κατοχής, στην πρωτεύουσα -όπως και στις άλλες πόλεις- τα καταστήματα, τα κέντρα και τα θεάματα ήταν ανοικτά. Δινόταν μία ψευδαίσθηση ότι η ζωή ξανάβρισκε τον ρυθμό της μετά τον εφιάλτη του Απριλίου. Πολύ σύντομα οι πρώτες εκείνες προσπάθειες θα κατέρρεαν δραματικά και τα πάντα θα βυθίζονταν στο κατοχικό χάος. Αλλά για την ώρα όλοι προσέβλεπαν απεγνωσμένα προς τον αντικατοπτρισμό της σύντομης απελευθέρωσης και η κυβέρνηση με κάθε μέσο εξέτρεφε την αυταπάτη της ομαλότητας. Σε βαθμό ώστε στις 27 Μαΐου με ένα διάταγμα καθόρισε ακόμη και το ύψος των επιτοκίων των τραπεζών: Ταμιευτηρίου 2%! Όψεως 1%! Επρόκειτο για ιλαροτραγωδία. Ποια επιτόκια; Οι τράπεζες ουσιαστικά είχαν πάψει να υπάρχουν.
Τιμωρήθηκαν αρκετά οι άνδρες που συγκρότησαν την πρώτη κατοχική κυβέρνηση. Άλλοι καταδικάστηκαν βαρύτατα, άλλος σφαγιάστηκε. Σήμερα μπορεί βέβαια κανείς να τους ενατενίσει με περισσότερη ηρεμία και ωριμότητα. Αντικειμενικά, η συνθηκολόγηση στην οποία πρωταγωνίστησαν και η κυβέρνηση την οποία σχημάτισαν διευκόλυναν τη στρατιωτική προσπάθεια του εχθρού και αυτό είναι που ζυγίζει αποφασιστικά σε έναν πόλεμο. Αυτό τους καταλογίζει και η ιστορία. Αλλά υποκειμενικά θα τους κατατάξουμε στους συνειδητούς προδότες, στους φιλόδοξους και καιροσκόπους που πίστεψαν στη γερμανική νίκη και έσπευσαν να επωφεληθούν μέσα στον χαλασμό; Ή θέλησαν πραγματικά να προφυλάξουν τον στρατό και τον λαό από την εξόντωση; Η κρίση κλίνει στη δεύτερη άποψη. Οι στρατηγοί της συνθηκολόγησης που έγιναν υπουργοί είχαν πολεμήσει προηγουμένως με αυτοθυσία. Κανείς δεν αμφισβήτησε τον πατριωτισμό τους και πρέπει να τους κατατάξουμε στην κατηγορία όχι του Κουίσλιγκ αλλά του Πεταίν. Δεν φαίνεται να πίστευαν, οι περισσότεροι τουλάχιστον, στην τελική γερμανική νίκη, θαμπωμένοι από ηχηρές αρχικές επιτυχίες του Χίτλερ, σης οποίες περιλαμβανόταν βέβαια και η κεραυνοβόλα κατάληψη της Ελλάδας. Πέρα όμως από τις υποκειμενικές τους προθέσεις, υπάρχει το αντικειμενικό γεγονός της υπηρεσίας στον εθνικό εχθρό κι αυτό βαραίνει ανεπανόρθωτα.
ΠΗΓΗ:
ΣΟΛΩΝ ΝΕΟΚ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 1941-1974
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου