Ελληνογερμανικοί μονόλογοι
Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου
Το 1941, με τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, το πρώτο μέλημα των επιτελών της Βέρμαχτ ήταν να αποστείλουν στην ελληνική πρωτεύουσα (όπως είχε γίνει αντίστοιχα στο Παρίσι) αξιωματικούς με (αρχαιο)ελληνική παιδεία και μόρφωση. Οι λόγοι ήταν προφανείς, και η υποδειγματική εργασία της Φαίδρας Κουτσούκου («Die deutsche Kulturpolitik in Griechenland in der Zeit des Nationalsozialismus 1933-1944») για την πολιτιστική πολιτική της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας στην Ελλάδα της Κατοχής, φωτίζει τις πτυχές της γερμανικής διείσδυσης, μέσω των εκπαιδευτικών, μορφωτικών και επιστημονικών ιδρυμάτων της (Γερμανική Σχολή, Γερμανική Αρχαιολογική Σχολή, Γερμανικό Επιστημονικό Ινστιτούτο, ως πρόδρομο του Ινστιτούτου Γκαίτε, κλπ.). Σ’ εκείνους τους χαλεπούς για την Ευρώπη καιρούς, υπήρχαν πεφωτισμένοι Γερμανοί, όπως ο Χέλμουτ φον ντεν Στάινεν, ο μεταφραστής του Κωνσταντίνου Καβάφη (μνημονεύεται επίσης από τον Σεφέρη και τον Τσίρκα), και η Χρυσούλα Καμπά αναφέρεται διεξοδικά στην περίπτωσή του, στο δοκίμιό της «Αθήνα και Αίγυπτος», που συμπεριλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Hellas verstehen» («Κατανοώντας την Ελλάδα», σε επιμέλεια της ίδιας και της Μ. Μητσού). Ομως, εκείνο το έργο που αγνοείται συστηματικά από φιλέλληνες Γερμανούς και γερμανοτραφείς νεοέλληνες, παραμένει το βιβλίο του Μπέρναρντ Γκούτμαν, «Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Φύλλα από ένα ταξίδι, το 1924», σε μετάφραση και με εισαγωγή και σχόλια του Γ. Θανόπουλου (1997).
Τα τελευταία χρόνια, κυριαρχούν πλέον εικόνες και συνειρμοί, που αναδεικνύουν τη φτώχεια των ιδεών και των επιχειρημάτων σε αμφότερες τις χώρες «των ποιητών και των φιλοσόφων». Μεταξύ (ηθελημένης, συχνά) άγνοιας και υπεροψίας, στερεότυπων και προκαταλήψεων, που ενίοτε αγγίζουν την εμπάθεια (Ressentiments), ελληνικά και γερμανικά ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά, στην πλειονότητά τους, επιδίδονται σε μία ανταλλαγή πυρών, μπροστά στο φάσμα της ελληνικής χρεοκοπίας. Αποσιωπώντας -αυτονόητα- τη διεισδυτικότητα και τα καίρια συμφέροντα των γερμανικών επιχειρήσεων, ο σύγχρονος γερμανικός «φιλελληνισμός» εξαντλείται, πέραν των τουριστικών σλόγκαν, σε μία «μετα-ζορμπαδική» αντίληψη των πραγμάτων, ψευδορομαντική και ταυτόχρονα επικίνδυνα αφελή και αδικαιολόγητα επιφανειακή.
Η μιντιακή υποβάθμιση της χώρας, στην οποία δεν είναι άμοιρη ευθυνών και η Ελλάδα, ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του ’90, όταν άρχισαν σταδιακά να «αποσύρονται» από τη χώρα οι Γερμανοί ανταποκριτές: ο τελευταίος που γνώριζε πρόσωπα και πράγματα «από τα μέσα» ήταν ο Gerd Hοhler. Η πτώση του Τείχους, καθώς και οι εξελίξεις στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και τα Βαλκάνια έθεσαν νέες προτεραιότητες και υποβάθμισαν σημαντικά τις ελληνογερμανικές σχέσεις σε επικοινωνιακό-μιντιακό, ακόμα και σε μορφωτικό επίπεδο, με εξαίρεση ίσως τη διαβόητη «εκσυγχρονιστική περίοδο», που γοήτευσε τους φορμαλιστές Γερμανούς. Οι περισσότεροι γερμανόφωνοι ανταποκριτές δεν ζουν πλέον στην Ελλάδα, δεν μιλάνε ούτε διαβάζουν ελληνικά, δεν γνωρίζουν την καθημερινότητα, αγνοούν τα πολιτιστικά θέματα (πλην του Μουσείου Ακρόπολης και του Πέτρου Μάρκαρη). Κυρίως, επιστρατεύονται σε περιόδους κρίσης (εκλογές, πυρκαγιές, αναταραχές), η ενημέρωσή τους είναι συνήθως από «δεύτερο χέρι», η αναζήτηση των θεμάτων σπάνια ξεφεύγει από τη λογική του «Ελληνα ασθενούς», ενίοτε συναντά τα πρωτοσέλιδα της Bild: οι όποιες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Αντίθετα με το Παρίσι, τη Ρώμη ή τη Μαδρίτη, στην Αθήνα δεν εστάλη ποτέ «πολιτιστικός ανταποκριτής» (Kulturkor-respondent) από τα μεγάλα γερμανικά φύλλα. Κι αυτό αδικεί κατάφωρα τις ελληνογερμανικές σχέσεις.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_26/02/2012_473957
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου