Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

ΔΟΜΝΑ ΣΑΜΙΟΥ ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ!




troktiko.eu



 ΤΖΙΒΑΕΡΙ ΜΟΥ





ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


 Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1928 στην Καισαριανή της Αθήνας. Οι γονείς της ήταν μικρασιάτες πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι, χωριό της περιοχής της Σμύρνης. H μητέρα της ήρθε στην Ελλάδα το 1922, ο πατέρας της, αιχμάλωτος στρατιώτης, λίγο αργότερα, με την Ανταλλαγή. 
Έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στις απάνθρωπες αλλά παράλληλα πολύ ανθρώπινες και αλληλέγγυες συνθήκες της προσφυγιάς, κι εκεί απέκτησε τα λαϊκά ερείσματα της προσωπικότητάς της και την ατόφια συμμετοχικότητά της. Στο περιβάλλον αυτό είχε τα πρώτα μουσικά της ακούσματα απ’ τα οποία και πήγασε η αγάπη της για την παραδοσιακή μουσική.
Σε ηλικία 13 ετών η Δόμνα Σαμίου έχει την πρώτη διδακτική επαφή με τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική αλλά και με τη λογική της επιτόπιας έρευνας, μαθητεύοντας κοντά στον Σίμωνα Καρά, στο «Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής», ενώ παράλληλα φοιτά στο νυχτερινό Γυμνάσιο.

Ως μέλος της χορωδίας του Σίμωνα Καρά αρχίζει η σχέση της και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας/Ε.Ι.Ρ όπου αργότερα, το 1954, προσλαμβάνεται στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής. Από τη θέση αυτή γνωρίζει τους σημαντικότερους λαϊκούς μουσικούς, οι οποίοι την εποχή εκείνη της εσωτερικής μετανάστευσης συρρέουν στην Αθήνα απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας, και τους οποίους το ΤΕΜ ηχογραφεί για τις εκπομπές του. Έτσι η Δόμνα εξοικειώνεται με όλα τα τοπικά μουσικά ιδιώματα. Παράλληλα κάνει μουσική επιμέλεια σε εκδόσεις δίσκων, θεατρικές εκπομπές, κινηματογραφικές ταινίες. Το 1963 αρχίζει τα ταξίδια της στην επαρχία για επιτόπιες καταγραφές και συγκέντρωση μουσικού υλικού για το προσωπικό της αρχείο με δικά της μηχανήματα.

Το 1971 παραιτείται από την Ραδιοφωνία. Την ίδια χρονιά-σταθμό αποδέχεται την πρόσκληση του Διονύση Σαββόπουλου και πρωτοεμφανίζεται στο νεανικό και αντιχουντικό Ροντέο, δίνοντας μια μεγάλη έκτοτε στροφή στη σχέση των νέων με την παραδοσιακή μουσική. Τις σημαντικές αυτές εμφανίσεις ακολουθεί η συμμετοχή στο Φεστιβάλ Μπαχ στο Λονδίνο, οργανωμένο από τη Λίλα Λαλάντη. Η λαμπρή καλλιτεχνική καριέρα της Δόμνας Σαμίου έχει ξεκινήσει θριαμβευτικά. «Πέρασε η ντροπή που είχαν για το δημοτικό τραγούδι», όπως δηλώνει σε συνέντευξή της η ίδια.

Το 1974 αρχίζει η συνεργασία με την Columbia και οι αλλεπάλληλες εκδόσεις LP. Το 1976-77 με σκηνοθέτες τον Φώτο Λαμπρινό και τον Ανδρέα Θωμόπουλο γυρίζουν στην ελληνική επαρχία είκοσι επεισόδια για την εκπομπή της ΕΡΤ «Μουσικό οδοιπορικό».

Το 1981 ιδρύεται ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής - Δόμνα Σαμίου με σκοπό την διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής και κυρίως την έκδοση δίσκων και τη διοργάνωση εκδηλώσεων με αυστηρές επιστημονικές και ποιοτικές προδιαγραφές, μακρυά από τις απαιτήσεις των εμπορικών εταιριών.

Το έργο της ξεπερνά πια τα ελληνικά σύνορα. Εκδίδονται δίσκοι της στη Γαλλία και τη Σουηδία. Επί σαράντα περίπου χρόνια πραγματοποιεί σειρά συναυλιών από την Αυστραλία μέχρι τη Νότια Αμερική που όχι μόνο συγκινούν τους Έλληνες της Διασποράς αλλά και αποκαλύπτουν στους ξένους μια ποιοτική «ελληνική μουσική δίχως μπουζούκι», όπως γράφτηκε σε κάποια κριτική συναυλίας της στη Σουηδία.

Στο εσωτερικό της Ελλάδας οι εμφανίσεις της σε συναυλίες κάθε είδους και με κάθε αφορμή είναι αναρίθμητες καθώς και οι τιμητικές προσκλήσεις και τα αφιερώματα, όπως π.χ. η επετειακή παράσταση για τα 70 της χρόνια: «Η Δόμνα Σαμίου στο Μέγαρο Μουσικής: η γνωστή και άγνωστη Δόμνα», τον Οκτώβριο του 1998.

Για τις ποικίλες δραστηριότητες της συνεργάζεται με τους πιο καταξιωμένους Έλληνες και ξένους μουσικούς, μουσικολόγους, λαογράφους, εθνομουσικολόγους αλλά και διδάσκει, μυεί και αναδεικνύει πρωτόβγαλτους νέους καλλιτέχνες. Aπό το 1994 δίνει μαθήματα δημοτικού τραγουδιού για ενήλικες στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων της Αθήνας. Πάμπολλες είναι επίσης οι πρωτοβουλίες της και έμπρακτη και ανιδιοτελής η προσφορά της σχετικά με την βελτίωση της μουσικής εκπαίδευσης των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αίτημα παιδαγωγικά πρωταρχικό και επιτακτικό κατά την ίδια.

Καταξιωμένη και αγαπητή για την προσφορά και την προσήνια της είδε το έργο της να αναγνωρίζεται πολλαπλά και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, με αποκορύφωση την απονομή μεταλλίου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο το 2005.

Περιστοιχιζόμενη από τους συνεργάτες, φίλους και υποστηρικτές της η Δόμνα συνεχίζει το έργο της με εκδόσεις υπομνηματισμένων με αναλυτικά κείμενα θεματικών CD, την οργάνωση του ανέκδοτου προσωπικού Αρχείου της και την προετοιμασία για ανάρτησή του στο διαδίκτυο.

http://www.domnasamiou.gr/?i=portal.el.quick-bio


ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Άστεγη στα Δεκεμβριανά


Αυτό το πράγμα εξακολούθησε χρόνια: δουλειά, μουσική και σχολείο.Όλη την ημέρα  ήμουνα απασχολημένη, τα νιάτα μου τα πέρασα έτσι. Έμενα στο Κολωνάκι τότε, από το ’41 μέχρι το ’45 ήμουνα στο Κολωνάκι, οι υπόλοιποι τρεις στην Καισαριανή.

Θυμάμαι ότι 12 Οκτωβρίου, που είναι και η μέρα των γενεθλίων μου και είναι μέρα σημαδιακιά, ξεχυθήκαμε στους δρόμους η κυρία Ζάννου, η Λία, η Βαλή, ο Αλέξης ο Στεφάνου κι εγώ -έχω μια φωτογραφία ακριβώς εκείνη την ημέρα στην οδό Πανεπιστημίου. Αφήσαμε το σπίτι, κλείσαμε την πόρτα και πεταχτήκαμε όλοι. Η Αθήνα ήτανε γεμάτη από κόσμο και τα τελευταία αυτοκίνητα και τανκς των Γερμανών κατεβαίνανε την Πανεπιστημίου και φεύγανε, το θυμάμαι αυτό πολύ καλά.
Εγώ λοιπόν μένω στο Κολωνάκι, ο πατέρας μου έχει πεθάνει το ’41 από την πείνα, η αδερφή μου πεθαίνει το ’44 από φυματίωση σε έξι μήνες, σε ηλικία είκοσι χρονών και μένει μόνη της η μητέρα μου στην Καισαριανή. Το ’44 κάηκε η παράγκα. Η φωτιά έγινε στα Δεκεμβριανά.

Θυμάμαι εκείνη την Κυριακή του Δεκέμβρη με το συλλαλητήριο. Το απόγευμα αυτής της Κυριακής πήγα στο σπίτι μου. Την επόμενη μέρα που ήταν Δευτέρα θα ερχόταν η μητέρα μου να κάνει μπουγάδα. Μου λέει λοιπόν η κυρία Ζάννου, «πάρε την μητέρα σου και φέρτην να μείνει εδώ το βράδυ». Την παίρνω όπως ήταν η γυναίκα, χωρίς πράγματα, μόνο τα ρουχαλάκια της σε μια τσαντούλα και τη φέρνω στο σπίτι. Αρχίζει η ιστορία των Δεκεμβριανών και μένει πια μαζί μας. Μετά από λίγες ημέρες που ήταν του αγίου Νικολάου, μου λέει «εγώ θα πάω στο σπίτι μου να δω τι γίνεται». Φεύγει και πάει, ανέβαινε την Φορμίωνος και πρόλαβε κι έστριψε και ακούει πίσω της ένα μπαμ και σκάει ένας όλμος, ευτυχώς είχε στρίψει στη γωνία. Πάει με τα πολλά στη γειτονιά, νεκρή η γειτονιά, να μην υπάρχει κανείς, είχανε μπει στην εκκλησία. Κάτω από το παράθυρό μας ένας νεκρός. Αγριεύτηκε η γυναίκα, τα χάνει, μπαίνει μέσα βρίσκει τρύπες σ’ όλη την παράγκα, πεσμένη μια εταζερίτσα με ό,τι είχε επάνω... Και από τη σαστιμάρα της, τι να πάρει, τι να πάρει, και πήρε ένα κιούπι αλάτι. Γύρισε πίσω κατατρομαγμένη μ’ ένα κιούπι χοντρό αλάτι.

Παραμονή Χριστουγέννων είδα από το μπαλκόνι τον καπνό. Είχα επισημάνει πού ήταν το νοσοκομείο του Συγγρού, πού ήταν η εκκλησία και δίπλα οι παράγκες, και όταν είδα τον καπνό και τις φλόγες εγώ λέω, «αυτές είναι οι παράγκες μας» και φωνάζω την κυρία Ζάννου για να μην πω τίποτα στη μητέρα μου, «κοιτάξτε, καίγεται η γειτονιά μου». Την άλλη μέρα ήταν Χριστούγεννα και διαδόθηκε ότι ελευθερώθηκε η Καισαριανή. Λέω στη μάνα μου, «πάμε να δούμε τι γίνεται το σπίτι». Ενώ εγώ ήξερα από πριν ότι δεν υπήρχε πια, έλεγα μέσα μου ότι μπορεί να κάνω και κάποιο λάθος και να μην είναι καμένο. Και ήτανε η γειτονιά μου. Θυμάμαι πρώτον την εικόνα, που μόλις στρίψαμε ένα δρομάκι που υπάρχει ακόμα, ήταν «τα χτιστά» τα λεγόμενα πιο πάνω από μας, και ήτανε μια τρύπα σ’ έναν τοίχο μάλλον από όλμο κι ήταν ένα καμιόνι της εθνοφρουράς, γεμάτο πτώματα, και βγάζαν εκείνη την ώρα με φορείο έναν ελασίτη προφανώς, δεν είχε στολή ο άνθρωπος, ήταν τα μαλλιά του κολλημένα από το αίμα και το χέρι του κοκαλιασμένο και τον πετάξανε πάνω στα άλλα πτώματα. Πρώτο θέαμα ήταν αυτού του ανθρώπου, ταράχτηκα φοβερά και στρίβουμε να πάμε προς τα κάτω και δεν υπήρχε τίποτα, μόνο στάχτη. Να είναι εκεί οι γειτόνισσες με τα κλάματα, σκυμμένες και να σκαλίζουν τις στάχτες... Να προσπαθείς να εντοπίσεις πού ήταν η παράγκα και πού η δική μου και πού η δική σου και πού του αλλουνού...

Έτσι μένουμε η μητέρα μου κι εγώ χωρίς ούτε ένα κεραμίδι. Μέχρι τότε είχαμε την παράγκα, από τότε και μετά ούτε αυτή δεν είχαμε και αναγκαζόμαστε να μένουμε σ’ ένα σπίτι από δω, σ’ άλλο σπίτι από κει. Καταφέρνω πάλι με τη βοήθεια της κυρίας Ζάννου το ’47 να πάρω από το Υπουργείο Προνοίας αυτό το οικόπεδο στη Νέα Σμύρνη, εδώ που μένω τώρα. Μου δίνει λοιπόν το Υπουργείο Προνοίας αυτό το οικόπεδο και σιγά σιγά με τη μητέρα μου καταφέραμε και κάναμε ένα δωματιάκι και μια κουζίνα.

http://www.domnasamiou.gr/?i=portal.el.domna-talks&id=232

Έφυγε καταξιωμένη στην ψυχή κάθε έλληνα πατριώτη.

Καλό ταξίδι Δόμνα Σαμίου





Οι ανεξόφλητοι πιστωτές της πατρίδας

Η Δόμνα Σαμίου αναδημιούργησε την παράδοση 
και αγαπήθηκε από το λαό

Της Μιραντας Tερζοπουλου*


Αποχαιρετίσαμε προχθές, μια παγωμένη Τρίτη και 13, την αρχόντισσα Δόμνα Σαμίου στο κοιμητήρι της Νέας Σμύρνης. Κόσμος πολύς, βαθιά συγκινημένος. Η νεκρώσιμη ακολουθία ήταν αντάξια της καλαισθησίας της Δόμνας, ένα έργο μουσικής τέχνης: καλλίφωνοι ιερείς, βυζαντινοί ψαλμοί από τον συν-σπουδαστή της κοντά στον Σίμωνα Καρά, Λυκούργο Αγγελόπουλο, και τη χωρωδία του, εμπλουτισμένη από τις φωνές του μαθητή και συνεργάτη της Ζαχαρία Καρούνη και του, συνοδοιπόρου της θα έλεγα, Χρόνη Αηδονίδη που ανέγνωσε εξαίσια έναν Απόστολο που νομίζω θα μείνει σε πολλούς αλησμόνητος.

Κι ύστερα φίλοι και δικοί της, συνεργάτες, μαθητές, ακροατές, θαυμαστές, την αποχαιρετίσαμε τραγουδώντας γύρω από τη στερνή της κατοικία. Οργανα και φωνές σ’ ένα τραγούδισμα μακρόσυρτο και αντιφωνικό, σαν τα παλιά μοιρολόγια, που όταν μια γυναίκα απόσταινε, άλλη έπιανε μια καινούργια αρχή με τα δικά της στιχάκια. Φωνές διδαγμένες από τη Δόμνα, φωνές τεχνικές των συναδέλφων της, φωνές τραχιές του κόσμου, όλες μ’ έναν λυγμό και με πολλές μνήμες, της επιστρέφαν σαν αντίδωρο τα τραγούδια που για χρόνια τους δώριζε απλόχερα. Μέχρι που η Μαρίζα Κωχ έπιασε ένα πραγματικό μοιρολόγι, «Εκεί που κίνησες να πας....». Αλλά και πάλι ο κόσμος δεν κινούσε να φύγει και να την αφήσει μόνη. Της έστελνε μέχρι αργά τη ζεστασιά του στην παγωνιά του σούρουπου.

Ευτυχώς οι εκπρόσωποι του κράτους είχαν την ευαισθησία να είναι απόντες από τον θάνατο της Δόμνας, όπως υπήρξαν απόντες και από τη δημιουργική της δράση. Ισως και να κατάλαβαν ότι η Κυρα-Δόμνα δεν τους είχε εν τέλει ανάγκη για να κάνει ό, τι έκανε. Γιατί η Δόμνα, ακόμη κι αν την πίκραινε η διαπίστωση ότι το κράτος απαξιώνει την παραδοσιακή μουσική και πως η ίδια δεν ήταν ποτέ στις προτεραιότητες των χρηματοδοτήσεών του, ήξερε ότι άξιοι αποδέκτες του έργου της ήσαν οι πραγματικά «πνευματικοί» άνθρωποι, οι καλλιτέχνες, οι καλαίσθητοι, οι μερακλήδες, επώνυμοι και ανώνυμοι, εγγράμματοι και αγράμματοι, εντός κι εκτός συνόρων. Κι αυτοί της ανταπόδωσαν γενναιόδωρα αγάπη κι αναγνώριση, τόσο για το τεράστιο έργο της -αποτέλεσμα οράματος και πίστης- όσο και για την προσωπικότητα και το ήθος της. Διαβάζω αυτές τις μέρες κάποια κείμενα που γράφτηκαν για τη Δόμνα σε ανύποπτο χρόνο και νομίζω πως φτιάχνουν ένα εκφραστικό και πιστό πορτρέτο της ως προς όλα αυτά.

Ο Νίκος Διονυσόπουλος εμπλουτίζει το πορτρέτο: «Στο μεταπολεμικό τοπίο της νεοελληνικής κοινωνίας, η Δόμνα Σαμίου εγγράφεται ως κάτι περισσότερο από απλή ερμηνεύτρια ή ερευνήτρια και συλλογέας μουσικολαογραφικού υλικού ή παραγωγός δισκογραφικών εκδόσεων ή δασκάλα δημοτικού τραγουδιού. Εκπροσωπεί, μάλιστα, κάτι περισσότερο κι από το άθροισμα αυτών των επιμέρους δραστηριοτήτων... Αν η Δόμνα Σαμίου κριθεί αποσπασματικά, ενδεχομένως να βρεθούν για κάθε μια χωριστή δραστηριότητά της, και άλλοι καλλιτέχνες ή ερευνητές, οι οποίοι είναι εξίσου αξιόλογοι, μπορεί μάλιστα, κατά περίπτωση και να υπερέχουν... Ομως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα κράμα μοναδικό, καθώς όλες αυτές οι δραστηριότητες εντάσσονται αβίαστα στο πλαίσιο του τρόπου και της στάσης μιας ολόκληρης ζωής».

Μ’ ένα παλαιότερο κείμενό του (1984) και σχεδόν προφητικά ο Περικλής Κοροβέσης συμπληρώνει: «Αυτό που κάνει τη Σαμίου ένα ξεχωριστό και μοναδικό φαινόμενο δεν είναι ότι βρίσκεται μέσα στην παράδοση, αλλά ότι η ίδια δημιουργεί παράδοση. Δεν μιμείται κανένα παραδοσιακό στυλ ή σχολή, αλλά ό, τι τραγουδάει επιβάλλεται σαν άποψη και σαν προσωπική ερμηνεία. Δεν θέλει να προσποιηθεί καμιά συνέχεια, αλλά είναι η ίδια συνέχεια. Δεν αναβιώνει κάποιους ξεχασμένους σκοπούς, αλλά κάνει αυτούς που την ακούνε να βιώσουν κάτι που βρίσκεται βαθιά ξεχασμένο στην ψυχή τους. Είναι η Ελλάδα, όχι σαν γεωγραφία ή τουρισμός, αλλά σαν ένας τρόπος ζωής και έκφρασης, δηλαδή αυτό που αποτελεί για το άτομο την εθνική του προσωπικότητα και ταυτότητα...»

Ας είναι κατακλείδα αυτού του ελάχιστου σημειώματος για την τεράστια Δόμνα Σαμίου η δυνατή φράση του Γιώργου Παπαδάκη: «Στη δραστηριότητά της χρωστάμε πολλά, όλοι όσοι ωφελούμεθα: η κοινωνία, η πολιτεία, η πατρίδα. Δυστυχώς όμως γι’ αυτήν -όπως έγινε τόσες φορές στο παρελθόν και με άλλους πιστωτές της πατρίδος- δεν πρόκειται μάλλον να της τα εξοφλήσουμε...» (Μακάρι, Γιώργο, να διαψευστείς).

Ο Δ. Σαββόπουλος για τη Δόμνα Σαμίου

Λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο υπέροχο κείμενό του για τα 70 της χρόνια: «Αυτή η μανιώδης συλλέκτρια παλιών και σπάνιων τραγουδιών είχε το ταλέντο να τραγουδά και να παίζει αυτά τα τραγούδια, έτσι ώστε να αποκαλύπτει τη βαθύτερη ουσία τους και να προκαλεί καλλιτεχνική συγκίνηση στον ακροατή. Δεν ήταν απλώς μια λαογράφος. Ηταν μια λαογράφος-καλλιτέχνις... Η νεότερη ελληνική τραγουδοποιία γνωρίζει άραγε τι χρωστάει σ’ αυτή τη γυναίκα; Τι θα ήταν ο Νίκος Παπάζογλου ή ο Σωκράτης Μάλαμας κι άλλοι σημαντικοί μας νεότεροι τραγουδοποιοί, αν η Δόμνα Σαμίου δεν μας αποκάλυπτε το «όσο βαρούν τα σίδερα, βαρούν τα μαύρα ρούχα»;

Αυτό το άγνωστο και παράξενα υποβλητικό κομμάτι ξεθάφτηκε από τη Δόμνα για να γίνει, χρόνια μετά, το αρχέτυπο όλης σχεδόν της νεότερης μουσικής μας γενιάς... Οταν πρωτοβγήκε το ’71 στο Rodeo της οδού Χέυδεν, έγινε κάτι σαν παλίρροια.

Μας έδωσε, με τη φωνή της, να καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στην μεγάλη παράδοση της τέχνης της και στο ευτελές φολκλόρ των συνταγματαρχών. Το δημοτικό τραγούδι ξανάρχονταν φωτεινό και αποκαθαρμένο. Σαν τη θάλασσα. Και η νεολαία ήταν εκεί για να το δει...

Η Δόμνα ήταν, πρώτον, ωραία επειδή νίκησε τους άχρηστους δισταγμούς της· δεύτερον, γενναία επειδή τα ’δωσε όλα και, τρίτον, Ελληνίδα επειδή της δόθηκε να καταργήσει τα ψεύτικα όρια ανάμεσα στη θεωρία και την καλλιτεχνική πράξη και το ’κανε με τη μεγαλύτερη φυσικότητα: απλά και άμεσα».

* Η κ. Μιράντα Τερζοπούλου είναι λαογράφος.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_18/03/2012_476178


Δεν υπάρχουν σχόλια: