Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΓΕΡΜΑΝΙΔΕΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ





ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ
ΓΕΡΜΑΝΙΔΕΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
• Η «ντεκορατρις» Βιλχελμίνα Κόρτους στην οδό Βουκουρεστίου.
• Λουΐζα Μύλλερ, δόλωμα για τον πανέξυπνο Σεϊκίν.
  Μίτσι Ντέμπλερ, κατ' ευθείαν από τον φον Κανάρι.
• Σβάρτς, η αντιπρόσωπος της ανύπαρκτης ΒΙΤΡΑ.


Γράφει ο Σαράντος Π. Αντωνάκος
 
Είναι γνωστό, ότι πάντοτε, στον πόλεμο των κατασκόπων ουσιαστικό ρόλο παίζει η γυναίκα. Οι διάφορες μυστικές υπηρεσίες την μεταχειρίσθηκαν και την μεταχειρίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για να επιτύχουν τον σκοπό τους. Από αυτό τον γενικό κανόνα δεν ήταν δυνατόν βεβαίως να ξεφύγουν οι υπηρεσίες κατασκοπίας του Γ' Ράιχ, που πριν, άλλα και μετά από τον πόλεμο, την «εξαπέλυσαν» στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, φυσικά έπειτα από σχετική προηγούμενη εκπαίδευση. Μερικές από τις γυναίκες - κατασκόπους του Χίτλερ έδρασαν και στην χώρα μας, εντεταγμένες στα διάφορα κλιμάκια κατασκοπίας.
Βρισκόμαστε στις αρχές του 1938. Την εποχή εκείνη οι μυστικές υπηρεσίες των Γερμανών δραστηριοποιήθηκαν με τρόπο, μπορούμε να πούμε ασυνήθιστο, στην περιοχή των Βαλκανίων, εν όψει της κηρύξεως του πολέμου. Στις 13 Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, έφθασε στην Αθήνα μια ψηλή ξανθή κοπέλα 25 ετών, με γαλανά μάτια και λεπτά χαρακτηριστικά. Στην Ελλάδα μπήκε με το υπ' αριθ. L 064049 πλαστό γιουγκοσλαβικό διαβατήριο, με σκοπό να «εργαστεί» ως ντεκορατρίς. Την έλεγαν Βιλχελμίνα Κόρτους. Αμέσως μετά την άφιξη της στην ελληνική πρωτεύουσα, η Βιλχελμίνα, που στην πραγματικότητα ήταν Γερμανίδα, εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Μινέρβα», στον τρίτο όροφο, όπου κρατούσε ένα ολόκληρο διαμέρισμα. Η ωραία Βιλχελμίνα, εκτός από τα γερμανικά μιλούσε γαλλικά, ιταλικά, σέρβικα και αρκετά καλά τα ελληνικά. Στην Αθήνα εργαζόταν ως ντεκορατρίς στο κατάστημα Ε.Μ. της οδού Βουκουρεστίου. 


Η πρώτη δουλειά της Κόρτους, μετά την εγκατάσταση της στο ξενοδοχείο και την «ανάληψη» υπηρεσίας στο κατάστημα της οδού Βουκουρεστίου, ήταν να έλθει σε επαφή με τον Έλληνα πράκτορα των Γερμανών Α.Κ., πρώην υπάλληλο του υπουργείου Ναυτικών, που υπηρετούσε στην Διεύθυνση Πυροβολικού και 'Οχυρωματικών  Έργων. Ο Α.Κ. είχε παντρευτεί Γερμανίδα από το Βερολίνο, υπάλληλο του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών. Όμως η «γοητεία» και οι αρκετά περίεργες «γνωριμίες» της Βιλχελμίνας άνοιξαν κάποιο δρόμο στην Υπηρεσία  Αλλοδαπών, αρμοδία για την παρακολούθηση των ξένων που ζούσαν στην Αθήνα και τον Πειραιά.  Έτσι, ένας αστυνομικός ανέλαβε να αποκάλυψη και να ενημερώσει την υπηρεσία του, σχετικά με τον ρόλο της ωραίας Βιλχελμίνας.  Εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Μινέρβα» ώστε, με την βοήθεια του ιδιοκτήτη, που βοηθούσε πρόθυμα την ελληνική Αστυνομία, να εντοπισθούν οι διασυνδέσεις και ο πραγματικός σκοπός της Γερμανίδας κατασκόπου. Κατ' αρχάς, αποκαλύφθηκε η συνεργασία με τον Α.Κ.  Αναφέρει ο επιφορτισμένος με την υπόθεση αστυνομικός: «Αφού εγκαταστάθηκα στο ξενοδοχείο, παρακολουθούσα με κάθε λεπτομέρεια τις επαφές που πραγματοποιούσε η Κόρτους. Ένα απόγευμα είδα ένα καλοντυμένο μεσήλικα, μικρού αναστήματος, να μπαίνει στο διαμέρισμα της. Ο θυρωρός με πληροφόρησε, ότι ο κύριος αυτός είναι   δάσκαλος της στα  ελληνικά.
Μιάμιση ώρα παρέμεινε ο «δάσκαλος» στο δωμάτιο. Όταν έφυγε, τον ακολούθησα διακριτικά. Την άλλη ήμερα έμαθα, έκτος των άλλων, ότι ό Α.Κ. ήταν παλαιότερα γραμματέας στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου. Ήμουν πια σχεδόν βέβαιος, ότι η γοητευτική Βιλχελμίνα δεν ήταν η ήσυχη και "αμίλητη" διακοσμήτρια βιτρινών, αλλά ένα ύποπτο και επικίνδυνο "φρούτο", που ασφαλώς υπηρετούσε ξένα προς την Ελλάδα συμφέροντα. Τα καθ' έκαστα ανέφερα στην υπηρεσία μου.
»Ό διοικητής του τμήματος Αλλοδαπών Πειραιώς, αστυνόμος Δασκαλάκης, κατέστρωσε, σε συνεργασία με τον υπαστυνόμο Αρταβάνη, το σχέδιο δράσεως. Θα προσπαθούσαμε να ερευνήσομε σε πρώτη φάση το διαμέρισμα της Κόρτους. Μια πληροφοριοδότρια, που εργαζόταν στο ίδιο κατάστημα με την Βιλχελμίνα, μας ανήγγειλε μια ήμερα ότι η Γερμανίδα μάλλον σκόπευε να ταξιδεύσει στο εξωτερικό. Η παρακολούθηση έγινε πιο στενή. Το βράδυ της επόμενης ημέρας, όταν το κατάστημα Ε.Μ. έκλεισε, η Κόρτους έφυγε βιαστική, πήγε στο διαμέρισμα της και αφού άλλαξε τουαλέτα, πήρε ένα ταξί και κατευθύνθηκε στο σπίτι του Έλληνα συνεργάτη της Α.Κ. που έμενε στην Κυψέλη. Αφού έμεινε λίγο εκεί, γύρισε στο κέντρο και κατευθύνθηκε στην αίθουσα του ξενοδοχείου της "Μεγάλης Βρετανίας". Εκεί την περίμενε ό ιδιοκτήτης του Ε.Μ. και τρία άλλα πρόσωπα. Την επομένη το απόγευμα η Κόρτους έφυγε αεροπορικώς για την Ρώμη».
Και συνεχίζει ό Έλληνας αστυνομικός στην πραγματικά ενδιαφέρουσα αφήγηση του: «Φόρεσα την στολή ενός τελωνειακού και περίμενα τους επιβάτες για τον προβλεπόμενο έλεγχο. Όταν ήλθε η σειρά της Κόρτους, άνοιξα την βαλίτσα της ελέγχοντας δήθεν για συνάλλαγμα και άλλα είδη των οποίων απηγορεύετο η εξαγωγή. Ψάχνοντας με προσοχή τα μεταξωτά εσώρουχα της, εντόπισα ένα μικρό φάκελο. Κάποια στιγμή κατόρθωσα να τον πετάξω κάτω και να τον καλύψω με τα πόδια μου, χωρίς η πανέξυπνη Βιλχελμίνα να αντιληφθη το παραμικρό. "Έκλεισα την βαλίτσα και την αποχαιρέτησα ευγενικά. Η έρευνα του φακέλου έδωσε αρκετά ονόματα Γερμανών, που εργάζονταν σε διάφορα εργοστάσια στην Ελλάδα. "Όπως αποδείχθηκε κατά την Κατοχή, ήσαν αξιωματικοί του γερμανικού στρατού. Κοντά στα ονόματα των Γερμανών ανακαλύψαμε και το όνομα του "Μάριου", ό όποιος, όπως εξακριβώσαμε, ήταν Ιταλός συνταγματάρχης της αεροπορίας και υπηρετούσε στο γενικό επιτελείο στην Ρώμη. Από τον "Μάριο" η Κόρτους είχε λάβει πριν από λίγες ημέρες ένα τηλεγράφημα.  Από τα στοιχεία που βρήκαμε δεν έμεινε πια καμιά αμφιβολία ότι η ωραία Βιλχελμίνα ήταν μια επικίνδυνη κατάσκοπος και ότι το κατάστημα της οδού   Βουκουρεστίου   αποτελούσε άντρο Γερμανών πρακτόρων».

Άλλη κατάσκοπος των Γερμανών, που κι αυτή δεν γλύτωσε τελικά από την «τσιμπίδα» της ελληνικής Αστυνομίας, ήταν η Λουΐζα Μύλλερ, μια εκφραστική καστανή Γερμανίδα. Η γερμανική κατασκοπία την έστειλε στην Ελλάδα από την Νέα Υόρκη, όπου διέμενε με ειδική αποστολή. Σκοπός της ήταν να αποκάλυψη τον πραγματικό ρόλο ενός μυστηριώδους ανθρώπου που έμενε στην Αθήνα και είχε στην πραγματικότητα γίνει «πονοκέφαλος» για τις γερμανικές υπηρεσίες. Ό μυστηριώδης αυτός άνθρωπος, Ρώσος την καταγωγή, ήταν ό Νικαλάι Σεϊκΐν η Κόλιας Δ, η Ίβάν Νοβοτσερκέσκι. Ό Σεϊκΐν εφέρετο ως αρχηγός του  παραρτήματος  Αθηνών μιας οργανώσεως υπό την επωνυμία «Νέον Ρωσικόν Κόμμα». Η οργάνωση αυτή, της όποιας τα μέλη ήσαν κυρίως Λευκορώσοι, ήταν άντιαξονικη και σαφώς φιλοαγγλικη.
Ό Σεϊκίν συνεργαζόταν με τον  Αγγλο αρχικατάσκοπο Κρώφορντ, ό όποιος δρούσε τότε στην Ελλάδα. Τα «προσόντα» αυτά του Σεϊκίν και η φιλοσυμμαχική δράση του οδήγησαν τις υπηρεσίες του Ράιχ στην σκέψη ότι συνέφερε να τον κάνουν όργανο τους. Προηγουμένως όμως και με την συγκατάθεση του Αρθρουρ Ζάιτς, που διηύθυνε τις περισσότερες και σπουδαιότερες ομάδες κατασκοπίας των Γερμανών, «ρίχτηκε» στον Σεϊκιν η ωραία Μύλλερ. Τον είχε γνωρίσει «τυχαία», όταν εκείνος εργαζόταν σε κάποιο ναυτικό πρακτορείο του Πειραιά. Η Μύλλερ ανέφερε στον Ζάιτς ότι ό Ρώσος υπάλληλος ήταν ένας ικανότατος και πανέξυπνος νέος με συνείδηση ελαφρά και πρόθυμος για οποιαδήποτε εργασία αν πληρωνόταν καλά. Τις «εισηγήσεις» της Μύλλερ προς τον Ζάιτς ενίσχυσε και ένα γράμμα του πλοιάρχου Πάουλ Σμίτ, ενός από τους σπουδαιότερους συνεργάτες του Γερμανικού Γραφείου Κατασκοπίας της Βιέννης. Με το γράμμα του ό Σμίτ υπεδείκνυε στον Ζάιτς να χρησιμοποιήσει τον Σεϊκίν, που μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμος, ιδίως για πληροφορίες γύρω από την Νότια Ρωσία. Ό ίδιος ο Σεϊκιν έφερε το γράμμα του Σμίτ στον Ζάιτς. Εκείνος πείσθηκε τελικά να τον χρησιμοποιήσει ως πράκτορα της γερμανικής υπηρεσίας.
Φυσικά, και όπως ομολογεί ο Ζάιτς, ο Σεϊκιν ετέθη υπό άγρυπνη παρακολούθηση ώσπου να πεισθεί η κατασκοπία του Ράιχ για τις «καλές του προθέσεις». Στην παρακολούθηση αύτη τον πρώτο ρόλο έπαιξε και πάλι η ωραία Λουΐζα.
Η ίδια, και στην συνέχεια ο Ζάιτς, βεβαιώθηκαν ότι ο Σεϊκιν έκανε «χρυσές δουλειές» και μάλιστα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Κατόρθωσε να έχει επαφές με πολλά πληρώματα ρωσικών πλοίων που έφθανα στον Πειραιά και λάβαινε έτσι πολύτιμες πληροφορίες από τους πράκτορες του στην Ρωσία. Η εμπιστοσύνη των γερμανικών υπηρεσιών προς τον Σεϊκιν μεγάλωσε περισσότερο, όταν ο! αναφορές του για διάφορες στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Σοβιέτ «διασταυρώθηκαν» από τις κεντρικές υπηρεσίες του Βερολίνου και αποδείχθηκε ότι ήσαν πέρα ως πέρα αληθινές. Για την δράση του Σεϊκιν ό Φον Κανάρις και το γερμανικό γενικό επιτελείο συνεχάρησαν   το   Γερμανικό   Γραφείο Πληροφοριών των Αθηνών. Έτσι εργάσθηκε «πιστά» ο Ρώσος πράκτορας ως την ημέρα που η Ιταλία επετέθη κατά της Ελλάδος. Τότε ό Σεϊκίν, που είχε πείσει τον Ζάιτς ότι ήταν  Έλληνας υπήκοος, «κατετάγη» στην Ελληνική Αεροπορία. Λίγο αργότερα, τον Μάρτιο του 1941, ένα τηλεφώνημα πληροφορούσε τον Ζάιτς, ότι ο Σεϊκιν σκοτώθηκε κατά την διάρκεια αεροπορικής επιθέσεως των 'Ιταλών εναντίον του αεροδρομίου όπου υπηρετούσε. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, το τηλεφώνημα το έκανε ο ίδιος ο Ρώσος κατάσκοπος. Ήταν διπλός πράκτορας, που «υπηρετούσε» Γερμανούς και Ρώσους. Χάρη στην δράση του, πριν ακόμη ο Χίτλερ επιτεθεί κατά της Ρωσίας, η ρωσική αντικατασκοπία μπόρεσε να εξάρθρωση σε λίγες ημέρες όλα τα γερμανικά δίκτυα, που δρούσαν στην Ν. Ρωσία.
Το γεγονός αυτό απέδειξε ότι η ελκυστική Λουΐζα δεν κατάφερε τελικά να πετύχει στην αποστολή της. Αλλά, για να ολοκληρωθεί το «πορτραίτο» της Λουίζας πρέπει νά συμπληρώσουμε, ότι η Γερμανίδα κατάσκοπος εκτελούσε, πλην της παρακολουθήσεως του Σεϊκίν, και άλλες «δευτερευούσης» σημασίας υπηρεσίες. Αυτές της οι ενέργειες «έσπασαν την μύτη» του αστυνόμου Παξινού, διοικητού του Κέντρου 'Αλλοδαπών, που με ένα απλό, αλλά σχεδόν πάντα αποτελεσματικό «κόλπο», αχρήστευσε την Μύλλερ. Ένας αστυνομικός του Παξινού την «πλησίασε», την «ερωτεύθηκε» και με τον καιρό την έκανε όργανό του. Αυτό δεν «άρεσε» φυσικά στην εδώ γερμανική κατασκοπία, που δεν συγχώρησε στην Λουίζα την «αδυναμία» της να είναι γυναίκα. Ένα πρωί μάταια την αναζήτησε στο διαμέρισμα της ο Έλληνας φίλος της. Ο Ζάιτς ισχυρίζεται ότι η Μύλλερ υποχρεώθηκε να πάει στην Τουρκία από όπου χάθηκαν τελικά τα ίχνη της. 
Την ίδια  με την Λουΐζα τύχη είχε και μιά άλλη κατάσκοπος, που το Βερολίνο έστειλε στην Ελλάδα, η Μίτσι Ντέμπλερ. Τον 'Οκτώβριο του 1939 ήρθε στην Αθήνα ένας Γερμανός «φοιτητής» της αρχαιολογίας, είκοσι ετών, εκπληκτικής ομορφιάς, με το όνομα Γιόχαν Στρόγγλερ. Ό Στρόγγλερ, που δεν ήταν άλλος από την Μίτσι Ντέμπλερ, έφθασε στην Ελλάδα με ειδική εντολή του φον Κανάρι και ετέθη υπό τις «διαταγές» του Αντρέι Χουντζάρια. Ο τελευταίος ήταν Λευκορώσος αντικομουνιστής. Είχε εγκατασταθεί στην ελληνική πρωτεύουσα και ανέπτυσσε δραστηριότητα μεταξύ των Ρώσων εθνικιστών των 'Αθηνών. Ο Χουντζάρια έγινε όργανο του Φον Κανάρι, όχι τόσο γιατί πίστευε στον φασισμό, όσο γιατί υποστήριζε ότι μόνο με νίκη της Γερμανίας θα απαλλασσόταν η πατρίδα του από το μπολσεβικικό καθεστώς. Οι εντολές που είχε ο Χουντζάρια από τον Κανάρι ήσαν κυρίως η αθρόα τοποθέτηση οργάνων   των   μυστικών  πληροφοριών και η ανακάλυψη Άγγλων πρακτόρων.
Λόγω της σπουδαιότητας της αποστολής του Χουντζάρια, ό Φον Κανάρις του «συνέστησε» την Ντέμπλερ για να τον βοηθά, αλλά και για να τον επιτηρεί. Ο Χουντζάρια δεν γνώριζε ότι ο Στρόγγλερ ήταν γυναίκα. Τον έφερε σε επαφή με ένα «άνθρωπο» του, που ήταν συγχρόνως και πράκτορας του Παξινού. Ο «Γιόχαν» ανέπτυξε μεγάλη φιλία με τον Έλληνα «πληροφοριοδότη» του και, για νά επιτύχει καλύτερα τον σκοπό του, σύχναζε στο σπίτι του, στην οδό Αλωπεκής. Τις ιδιαίτερες αυτές συναντήσεις η Ντέμπλερ είχε αναφέρει στους προϊσταμένους της. Εκείνοι δεν ανησυχούσαν αφού σκοπός της ήταν να προσεταιριστεί τον Έλληνα πράκτορα.  Όμως, ο καιρός περνούσε και η ωραία Μίτσι δεν είχε δώσει κανένα σχεδόν ουσιαστικό δείγμα, το οποίο να δικαιολογεί την μακρόχρονη παραμονή της στο σπίτι της οδού Αλωπεκής. Η γερμανική κατασκοπία, η οποία φυσικά γνώριζε ότι ο Στρόγγλερ ήταν γυναίκα, άρχισε να ανησυχεί. Έτσι, το σπίτι του Έλληνα πράκτορα ετέθη υπό την άγρυπνη παρακολούθηση ανθρώπων της γερμανικής υπηρεσίας. Ένας από αυτούς ανέφερε, ότι κάποιο μεσημέρι κατόρθωσε να δει από μια τρύπα, που υπήρχε στις γρίλιες του παραθύρου, μέσα στο ισόγειο   διαμέρισμα.   Με   έκπληξη διαπίστωσε ότι ο φοιτητής Στρόγγλερ ήταν μια καλλίγραμμη γυναίκα, ξαπλωμένη ολόγυμνη στο κρεβάτι με τον Έλληνα «πράκτορα» της. Τρείς ημέρες αργότερα «μετετέθη» με διαταγή της γερμανικής πρεσβείας στην Βηρυτό. Πέθανε σε «αυτοκινητικό δυστύχημα», που συνέβη λίγους μήνες μετά την άφιξη της στην μεγαλούπολη της Μ. Ανατολής. Πλήρωσε και αυτή, όπως και η Μύλλερ και τόσες άλλες γυναίκες, που μπλέχθηκαν στα δίχτυα της γερμανικής κατασκοπίας, την «αμυαλοσύνη» και την «επιπολαιότητα» της, εγκλήματα θανάσιμα για μια κατάσκοπο της ναζιστικής Γερμανίας.
Προπολεμικά, έδρασε στην Ελλάδα μία ακόμη γυναίκα πράκτορας των γερμανικών υπηρεσιών. Το όνομα της ήταν Λουίζα Σβάρτς και άνηκε στο γραφείο ΙΜ της Αμπβερ, της υποδιευθύνσεως του Αμβούργου. Η Σβάρτς, που ήταν Γερμανίδα, ήρθε στην χώρα μας τον 'Απρίλιο του 1940 μαζί με τον δαιμόνιο κατάσκοπο, τον Ούγγρο Μπέλα Νέμερε. Το ζεΰγος Νέμερε -Σβάρτς είχε προηγουμένως υπηρετήσει με επιτυχία στην Ολλανδία και στις Βαλτικές Χώρες. Αποστολή τους στην Ελλάδα ήταν η συγκέντρωση πληροφοριών και φωτογραφιών από τα σπουδαιότερα ελληνικά λιμάνια και τα νησιά του Αιγαίου. Μόλις έφθασαν στην Αθήνα ως αντιπρόσωποι της ανύπαρκτης εταιρίας ΒΙΤΡΑ, εγκαταστάθηκαν στο δωμάτιο 43 του ξενοδοχείου «Νέον Αγγλίας». Εκεί εγκατέστησαν τον ασύρματο, που τον χειριζόταν η Λουίζα.

Αλλά η Λουίζα και ο Νέμερε δεν στάθηκαν το ίδιο τυχεροί εδώ, όπως συνέβη με τις προηγούμενες αποστολές τους. Ένας Έλληνας πράκτορας τους, ό Παπαδάτος, εντοπίσθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία 'Αλλοδαπών και ένα βράδυ «απήχθη» από τον αστυνόμο Οικονομόπουλο καί τους άνδρες του, με αποτέλεσμα, προ της απειλής να παραπεμφθεί για κατασκοπία στο στρατοδικείο, να γίνει όργανο τους.  Έτσι ο Παπαδάτος δέχθηκε να παίξει τον ρόλο του σε ένα πραγματικά σατανικό σχέδιο, που του υπαγόρευσε ό Οικονομόπουλος. Ο πρώτος έπεισε τον Νέμερε, ότι οι πράκτορες του δεν απέδιδαν, ότι οι πιο πολλοί είχαν κινήσει τις υποψίες της Ελληνικής Αστυνομίας και ότι έπρεπε οπωσδήποτε να αντικατασταθούν. Ό Γερμανός κατάσκοπος δέχθηκε τον κατάλογο που του υπέβαλε ό Παπαδάτος των νέων πρακτόρων, οι όποιοι φυσικά ήσαν άνθρωποι του Οικονομόπουλου. Οι νέοι «πληροφοριοδότες» τοποθετηθηκαν στις θέσεις τους, άφοΰ προηγουμένως εφοδιάσθηκαν από τον Νέμερε με πλαστά πιστοποιητικά, φωτογραφικές μηχανές και φυσικά την μηνιαία αμοιβή τους. Τις αναφορές τους τις έστελναν στον Νέμερε στην Αθήνα, που είχε νοικιάσει την ύπ' αριθ. 137 γραμματοθυρίδα του Κεντρικού Ταχυδρομείου 'Αθηνών. 'Αλλά τα κλειδιά της γραμματοθυρίδας, εν γνώσει του Παπαδάτου, κρατούσε ό αστυνόμος Οικονομόπουλος.
Ο τελευταίος είχε δώσει εντολή στους «πράκτορες» του Νέμερε, να ταχυδρομούν ανοιχτά τα γράμματα τους με ένα λευκό χαρτί μέσα. Έτσι, κάθε πρωί, έπαιρνε τους φακέλους, έγραφε τις «πληροφορίες» και τους παρέδιδε εν συνεχεία στον Παπαδάτο, για να τους δώσει έπειτα εκείνος στον Νέμερε, βεβαιώνοντας τον ότι μόλις τους είχε παραλάβει από την ταχυδρομική θυρίδα 137. Αλλά και τους μισθούς των «πληροφοριοδοτών» του Νέμερε έλεγχε και ρύθμιζε ό αστυνόμος Οικονομόπουλος. Κάθε μήνα ο Παπαδάτος έπαιρνε τα χρήματα από τον Νέμερε, τα παρέδιδε στον Οικονομόπουλο, πλήρωνε εκείνος τους ανθρώπους του και έδινε τις αποδείξεις στον Παπαδάτο, για να τις παραδώσει στον Νέμερε. Με τον τρόπο αυτό η Ελληνική 'Αστυνομία, όχι μόνο κατόρθωσε νά αχρηστεύσει ένα από τά σπουδαιότερα δίκτυα της γερμανικής κατασκοπίας, άλλα και να αναστατώσει ολόκληρο τον γερμανικό κατασκοπικό μηχανισμό με τις «πληροφορίες» που έστελνε στο Βερολίνο ο Νέμερε και οι οποίες, όπως είπαμε, «προετοιμάζονταν επιμελώς» από το επιτελείο του Οικονομόπουλου. Αυτή η δουλειά κράτησε από τον 'Ιούλιο του 1940 ως τις 8 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, όταν η Ιταλία είχε πια επιτεθεί κατά της 'Ελλάδος. Ο Οικονομόπουλος αποφάσισε να θέσει τέρμα στην σταδιοδρομία Νέμερε - Σβάρτς, Την σύλληψη τους, περιγράφει χαρακτηριστικά ο Άρθουρ Ζάιτς: «Με μιά ενέργεια ο αστυνόμος Οικονομόπουλος μάζεψε στο κλουβί τα παράνομα πουλιά, εν συνόλω δεκαεννέα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο Αγηνορας και ένας Γερμανός ονόματι Παλούκα. Εις το δωμάτιο της Λουίζας Σβάρτς, στο ξενοδοχείο "Νέον Αγγλίας", κατασχέθηκε και το περίεργο ραδιόφωνο, το όποιον δεν ήταν παρά ένας καμουφλαρισμένος πομπός ασυρμάτου, που τον χειριζόταν αριστοτεχνικά η ίδια η Λουίζα, που είχε εκπαιδευθεί προς τούτο ειδικώς στο Αμβούργο».

Άλλα η γερμανική κατασκοπία δεν διέκοψε το έργο της και μετά την είσοδο των μεραρχιών του Ράιχ στην Αθήνα. Νέα δίκτυα οργανώθηκαν, νέοι πράκτορες επιστρατεύθηκαν και, φυσικά, ανάμεσα σε αυτούς αρκετές γυναίκες. Μερικές, και όσων η δράση έφθασε ως τις ελληνικές υπηρεσίες, είναι οι εξής:
α) Η Έλίζαμπεθ Χάιμαν, που ήρθε στην Αθήνα από το Βελιγράδι τον Αύγουστο του 1941 μαζί με τον ταγματάρχη των "Ες "Ες Ρίχαρντ Μπέρμερ. Η Χάιμαν, που μιλούσε απταίστως γαλλικά και ελληνικά, γνώριζε καλά την Ελλάδα από το 1939, όταν είχε φθάσει ως «τουρίστρια» και είχε και τότε απασχολήσει τις ελληνικές υπηρεσίες με τις μυστηριώδεις επαφές της. Αποστολή του ζεύγους Μπέρμερ - Χάιμαν, που άνηκε στά «Σούτς - Στούρμ», δηλαδή την υπηρεσία ασφαλείας του Χίτλερ, ήταν να διαπίστωση τις εδώ δραστηριότητες ενός Γερμανού κατασκόπου, του Λέοπολντ Χοΰγκερ, γιά τον όποιο υπήρχαν πληροφορίες ότι η καταλήστευση των εβραϊκών περιουσιών και ο πλουτισμός τον ενδιέφεραν περισσότερο από την κατασκοπία. Ό Μπέρμερ ήθελε επίσης να βεβαιωθεί για τις δυνατότητες του Χούγκερ, να προώθηση πράκτορες στην Τουρκία και την Αίγυπτο. Την «κάλυψη» και των δύο ανέλαβε η Χάιμαν. Όταν έφθασαν στην Αθήνα, πήγε κατ' ευθείαν στο σπίτι μιας φίλης της, που έμενε στην οδό Φωτίου Πατριάρχου στα Πευκάκια. Η φίλη της αυτή, φανατική ναζίστρια, ήταν κατά τα έτη 1930 - 1940 ιδιαιτέρα του Γερμανού στρατιωτικού ακολούθου Φον Κλέμ. Εκεί κατέλυσε η Χάιμαν με μια βαλίτσα, γεμάτη από εμπιστευτικά έγγραφα της υπηρεσίας του Μπέρμερ. Όμως, δυστυχώς γι' αυτούς, η Χάιμαν και ο προϊστάμενος της σκέφθηκαν να συνδυάσουν το «τερπνό μετά του ωφελίμου». Βγήκαν για κανένα «ελληνικό γλεντάκι» με την συνοδεία φυσικά της φιλοξενούμενης κυρίας. Ένα από τά βράδια, που οι δύο κατάσκοποι «είχαν έξοδο», μια ελληνική αντιστασιακή ομάδα, η Ο.Μ., αποτελούμενη κυρίως από αστυνομικούς με αρχηγό τον αστυνόμο "Ομηρο Τσενόγλου, διέρρηξε τον τοίχο του σπιτιού και πήρε, πολύτιμο λάφυρο, την βαλίτσα με την αλληλογραφία και τα άλλα απόρρητα έγγραφα της πιο εμπιστευτικής υπηρεσίας του εχθρού.
 β) Η Λένυ Όφμπαχ έδρασε και πριν από τον πόλεμο στις χώρες της Μ. 'Ανατολής και στην Ελλάδα μαζί με τον αρχικατάσκοπο Σμϊτ Νένεκε, που την παρουσίαζε ως σύζυγο του με το ψευδώνυμο Λούσυ Βάιμπερ. Ο Νένεκε και η Βάιμπερ, οργάνωσαν νέο δίκτυο ναυτικής κατασκοπίας, εν όψει κυρίως των επιχειρήσεων που ετοίμαζε ο Ρόμμελ στην Αφρικη.
γ) Η Σόνια Παπόφσκα, η Σοφία Παπαδοπουλου, Ρωσίδα, ελληνικής καταγωγής, έδρασε ως κατάσκοπος των Γερμανών στην κατεχόμενη Ελλάδα. Μιλούσε τά γερμανικά, είχε έλθει προπολεμικά στην Αθήνα και εργαζόταν σε υφαντουργείο. Η Παπαδοπούλου που έμενε στην οδό 'Αλεξανδρείας «εργαζόταν» για την μυστική υπηρεσία «3.000», η οποία είχε έδρα την ελληνική   πρωτεύουσα   και   διοικητή τον ταγματάρχη των "Ες "Ες Όττο Μπέικους.  Η υπηρεσία «3.000» οργανώθηκε τον Φεβρουάριο του 1943 από το γραφείο 6Φ της Διευθύνσεως 6 ("Αμτ Ζέξ), της ανώτατης δηλαδή Υπηρεσίας Ασφαλείας του Ράιχ, με σκοπό την «ανανέωση» και την δραστηριοποίηση της γερμανικής κατασκοπίας στην Ελλάδα και κυρίως με την αποστολή πρακτόρων στην Μέση Αναστολή, την οργάνωση πολιτικής κατασκοπίας και την οργάνωση δικτύου σαμποτάζ, το οποίο θα δρούσε σε περίπτωση που τα γερμανικά στρατεύματα θα αναγκάζονταν λόγω συμμαχικής αποβάσεως ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Η Ποπόφσκα συνεργαζόταν με τον διευθυντή του τμήματος σαμποτάζ της «3.000», Λούντβιχ ή Μπέρτραμ, και κυρίως με τον σατανικό Μπουργκ Χόρνυ, ή Τόνυ ή Γιόχαν ή Κονοπλίν. Ο Χόρνυ προπολεμικά και ως το 1935, ήταν πράκτορας της Ρωσίας στην Ελλάδα. Τότε συνδέθηκε με κάποια υπάλληλο του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, αλλά αποκαλύφθηκε, καταδικάσθηκε και κλείσθηκε στις φυλακές Αιγίνης. Μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων αποφυλακίσθηκε και, όπως αναφέραμε, υπηρέτησε στην «3.000». Με τον Χόρνυ η Παπαδοπουλου συνεργάσθηκε σε όλους σχεδόν τους τομείς της κατασκοπίας. Ιδιαίτερη ήταν η επίδοση της στην ανακάλυψη και σύλληψη Εβραίων προς τους οποίους η «3.000» είχε μεγάλη «αδυναμία» αφού, όπως γράφει ο Ζάιτς σε ένα αμείλικτο «κατηγορώ» του, «οι άνθρωποι της "3.000", ενώ δεν είχαν καμίαν αρμοδιότητα διά την δίωξη των 'Εβραίων, επιδόθηκαν σε συστηματική ανεπίσημη δίωξη, διότι ανακάλυψαν, ότι αυτή ήταν αρκετά προσοδοφόρος επιχείρηση. Πλείστοι εκ των συλληφθέντων καταληστεύτηκαν κυριολεκτικώς η εκβιάσθηκαν μέχρι τελευταίας πεντάρας γιά να αφεθούν ελεύθεροι να ζήσουν. Την ιδίαν τύχη είχαν και πολλοί Έλληνες· ορθότατα δε η υπηρεσία αυτή χαρακτηριζόταν τόσον από τους Γερμανούς, όσο και από τους Έλληνες οργανωμένη συμμορία ληστοπειρατών».
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Π. ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: