Το
Πάσχα
και η γέννηση του νεότερου θεάτρου
Αρκετά
είναι τα θεατρικά στοιχεία που εντοπίζονται στη λατρευτική πράξη
του ΙΩΣΗΦ ΒΙΒΙΛΑΚΗ*
Η αναζήτηση των απαρχών
του αρχαιοελληνικού δράματος μας οδηγεί στη διονυσιακή λατρεία και συγκεκριμένα
στο διθύραμβο. Ανάλογα, η ιστορία του νεότερου θεάτρου ξεκινά από ένα
λατρευτικό δρώμενο, την πασχαλινή λειτουργία της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Το αρχαίο θέατρο είναι
καρπός της περιόδου όπου ανθεί η δημοκρατία και ο διάλογος. Κατά την
ελληνιστική περίοδο παρατηρείται μια διάσπαση των επί μέρους τεχνών που
συνθέτουν το θέατρο. Πέρα από τις σκηνικές αναβιώσεις των ήδη καθιερωμένων
κλασικών δραματικών ποιητών στις πόλεις παρουσιάζονται μεμονωμένοι τραγωδοί,
υποκριτές και χορευτές και μέσα στον κοσμοπολιτισμό της ρωμαϊκής οικουμένης
κυριαρχεί το θέατρο των μίμων καθώς και οι ορχήστρες παντόμιμοι. Με το πέρασμα
του χρόνου τα δραματικά κείμενα περιορίζονται στην ανάγνωση και στις θεατρικές
σκηνές παρουσιάζονται συνήθως ευτελή θέματα, που ερεθίζουν τα χαμηλότερα και
αγριότερα ένστικτα.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας
γνωρίζουν το θέατρο όταν πλέον έχει μεταβληθεί σε θέαμα. Ωστόσο, η βυζαντινή
αρχιτεκτονική αντλεί από το θεατρικό οικοδόμημα και το τυπικό των ακολουθιών
βασίζεται στο διαλογικό στοιχείο. Παράλληλα, παρουσιάζονται εξωτερικές
ομοιότητες μεταξύ της θεατρικής πράξης και της χριστιανικής λατρείας και ακόμη
ο Πάσχων Ιησούς στη θεία Ευχαριστία παραπέμπει στον τραγικό ήρωα της τραγωδίας.
Μολονότι λοιπόν, εντοπίζονται θεατρικά στοιχεία στη λατρευτική πράξη, εν
τούτοις κατά τη διάρκεια της βυζαντινής χιλιετίας δεν έχει διαπιστωθεί η
αυτόνομη καλλιέργεια του θεάτρου με εξαίρεση ορισμένες θεατρικές σκηνές
(«Ακολουθία του Νιπτήρος», «Άρατε πύλας»), που ξεχωρίζουν μεν από τις
ακολουθίες αλλά πάντα εντάσσονται στον εορτολογικό κύκλο της Μεγάλης Εβδομάδας.
Μοναδική εξαίρεση στα
προηγούμενα αποτελεί ο κυπριακής προέλευσης «Κύκλος των Παθών», που εκδόθηκε το
1916 από τον Σπ. Λάμπρο, αλλά παραμένει αβέβαιο αν παραστάθηκε. Στη δυτική
Ευρώπη, απ' την Ελβετία μέχρι την Αγγλία, κατά τον 10ο αι. παρατηρείται μια
άλλη εξέλιξη με αφετηρία την πασχαλινή λειτουργία και την επίσκεψη (Visitario) των μυροφόρων στον άδειο
τάφο του Ιησού... Ο ευαγγελιστής Μάρκος (κεφ. 16) μας δίνει την περιγραφή: η
Μαγδαληνή, η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη πηγαίνουν με αρώματα να αλείψουν το
ενταφιασμένο σώμα του Χριστού. Όταν πλησίασαν το χώρο είδαν έκπληκτες ότι η
πέτρα που ήταν σφραγισμένο το μνημείο είχε κυλήσει. Τότε ένας λευκοφορεμένος
νέος τους ανήγγειλε: «ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε». Η διήγηση αυτή προσφέρει τη
βασική ιστορική πληροφορία για την Ανάσταση, αφού οι Ευαγγελιστές αλλά και οι
Πατέρες δεν επιμένουν καθόλου στο άλογο βιολογικά γεγονός, στον τρόπο δηλαδή
που συνέβη η ζωοποίηση του νεκρού σώματος. Η επίσκεψη των τριών γυναικών,
βασικό θέμα της υμνογραφίας, έπρεπε να δοθεί με κάποιον εύληπτο τρόπο στους
πιστούς, πoυ
είχαν σίγουρα πρόβλημα με τα λατινικά, την επίσημη γλώσσα της δυτικής λατρείας.
Στην ανατολική Εκκλησία,
όμως, δεν παρουσιάσθηκε πρόβλημα διχασμού μεταξύ καθημερινής γλώσσας και
λατρευτικής γλώσσας. Η ελληνική δεν θεωρήθηκε
μια επιβλητέα γλώσσα στους λαούς που προσέρχονταν στη
χριστιανική πίστη κι αυτό αποδεικνύεται από την πολυγλωσσία που διακρίνει τα
λειτουργικά τυπικά. Έτσι, η αναπαράσταση του ευαγγελικού μηνύματος με
κληρικούς, που θυμιατίζουν ενώ αναζητούν το κενοτάφιο μέσα στο ναό, καθώς και η εύρεση των
σαβάνων που τα δείχνουν στους Αποστόλους, σύμφωνα με τις οδηγίες του ιερέα -
Αγγέλου, ήταν η λύση για τη διανοητική κατανόηση του αναστάσιμου γεγονότος από
τον απλό πιστό της Δύσης. Στη συνέχεια, η πρώτη υπόθεση εμπλουτίζεται με άλλα
πρόσωπα, όπως του Ιησού, του δύσπιστου Θωμά, αλλά κι εξωβιβλικές μορφές, όπως ο
μυροπώλης, του οποίου η παρουσία συνδυάζεται με κωμικά στοιχεία (εμφάνιση της
γυναίκας και του υπηρέτη του). Έτσι, η μικρή σκηνή αναπτύσσεται σε πλήρη
παράσταση με τάση την απομάκρυνση από τον ιερό χώρο του ναού. Όταν η
αναπαράσταση των Παθών απελευθερωθεί από το λειτουργικό τυπικό θα προστεθούν κι
άλλες παράλληλες σχετικές υποθέσεις, όπως το θέμα των φρουρών, που τιμωρούνται
για την κακή φύλαξη. Επίσης, για πρώτη φορά παρουσιάζεται η Κάθοδος του Χριστού
στον Άδη, αλλά και ό,τι έχει προηγηθεί σχετικά με τα Πάθη.
Στο τέλος του Μεσαίωνα οι
παραστάσεις έχουν ξεφύγει από τον εκκλησιαστικό έλεγχο, οργανώνονται από
συντεχνίες με συμμετοχή των λαϊκών στρωμάτων και οι εθνικές γλώσσες εκτοπίζουν
τη λατινική. Τα έργα που παίζονται δεν περιορίζονται πλέον στο Θείον Πάθος αλλά
συγκεφαλαιώνουν όλη την ανθρώπινη ιστορία: ξεκινούν από τη δημιουργία του
ανθρώπου, περιλαμβάνουν τις συναρπαστικές ιστορίες του Νώε, του Σαμψών, του
Ιωνά και φτάνουν μέχρι την τελική κρίση. Στις μορφές που ξεχωρίζουν εντάσσεται
κι η κωμική παρουσία του διαβόλου. Ο σατανάς από έννοια που εκφράζει το κακό
μετατρέπεται σε αυτό που πραγματικά είναι: μια γελοία μορφή, αδύναμος και
νικημένος από τον ζωοποιό Κύριο. Οι παραστάσεις αυτές, που διαρκούν πολλές
ημέρες και διακρίνονται για το ρεαλιστικό τους χαρακτήρα, ανήκουν στους κύκλους
των «Μυστηρίων». Εκτός από τα «Μυστήρια» από τον 12ο αι. εμφανίζονται τα
«Θαύματα», παραστάσεις με περιεχόμενο βίους αγίων αλλά και οι «Ηθικολογίες»,
όπου πρόσωπα των έργων είναι αφηρημένες προσωποποιημένες μορφές.
Παράλληλα με τις εξελίξεις
και παραλλαγές της βασικής υπόθεσης διαφοροποιείται και ο σκηνικός χώρος των
διαδραματιζομένων. Ενώ αρχικά αρκούσε η αγία Τράπεζα για να υποδηλωθεί το κενό
μνημείο, αργότερα έπρεπε εκτός από τα σταθερά σημεία (άμβωνας) να
χρησιμοποιηθούν άλλοι χώροι του ναού, ώστε να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες. Έτσι,
στα πλαϊνά κλίτη ορίσθηκαν οι «οίκοι» που σήμαιναν τον συγκεκριμένο τόπο δράσεως
των ηθοποιών. Το κοινό, που βρισκόταν ανάμεσα, είχε καθαρή εικόνα του θεάματος και
ο τρόπος επικοινωνίας ήταν άμεσος. Όταν η παράσταση έχει αποδεσμευτεί από το
λατρευτικό τυπικό ως σκηνικός χώρος λειτουργεί το προαύλιο και τα σκαλοπάτια
του ναού. Επίσης, έχει διαπιστωθεί κι ένα αμφιθεατρικό σχήμα όπου οι θεατές
παρακολουθούν την ξεχωριστή δράση σε συγκεκριμένους ανυψωμένους τόπους ή
παραμένουν στάσιμοι και διέρχονται άμαξες, που σταματούν και οι ανεβασμένοι
ερασιτέχνες-ηθοποιοί παίζουν ένα μεμονωμένο θέμα.
Τον 16ο αι. όταν πλέον
κυριαρχεί το πνεύμα της Αναγέννησης αλλά και της εκκοσμίκευσης οι θεατρικοί
συγγραφείς θα στραφούν σε εξωβιβλικές υποθέσεις, αφού πρώτα ανακαλύψουν τους
Λατίνους και τους Έλληνες δραματουργούς. Όμως το θέατρο στη δυτική Ευρώπη θα έχει
μια παράδοση πέντε αιώνων.
*Ο κ. Ιωσήφ Βιβιλάκης
είναι Θεολόγος - Θεατρολόγος, Δρ Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου
Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου