Χαλίλ Γκιμπράν (1883-1931)
ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ
Να λυπάστε το έθνος
Να λυπάστε το έθνος που φορά ένα ρούχο, που δεν το έχει
υφάνει, που τρώει ψωμί που δεν το έχει θερίσει και πίνει κρασί που δεν έχει
τρέξει από το πατητήρι του.
Να λυπάστε το έθνος, που ονομάζει τον βίαιο άνθρωπο ήρωα και
βλέπει τον λαμπροφορεμένο κατακτητή γενναιόδωρο.
Να λυπάστε το έθνος που δεν υψώνει την φωνή του παρά μόνο σαν
βρίσκεται σε κηδεία, δεν περηφανεύεται παρά μονάχα σαν βρίσκεται μέσα στα
αρχαία μνημεία του και δεν ξεσηκώνεται παρά μονάχα, όταν ο λαιμός του βρίσκεται
ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα.
Να λυπάστε το έθνος, που ο κυβερνήτης του είναι αλεπού, ο φιλόσοφος
του ταχυδακτυλουργός και η τέχνη, τέχνη μπαλώματος.
Να λυπάστε το έθνος που υποδέχεται τον καινούργιο κυβερνήτη
με σαλπίσματα και τον αποχαιρετά με γιουχαΐσματα, για να καλωσορίσει κάποιον
άλλο με σαλπίσματα.
Να λυπάστε το έθνος, που οι σοφοί του είναι βουβοί από τα
χρόνια και που οι δυνατοί του άνδρες είναι ακόμα στην κούνια»...
Η ροδιά
Κάποτε, όταν ζούσα στην καρδιά μιας ροδιάς, άκουσα έναν σπόρο
της να λέει: «Κάποια μέρα θα γίνω δέντρο, κι ο αγέρας θα τραγουδάει ανάμεσα στα
κλωνιά μου. Ο ήλιος θα χορεύει πάνω στα φύλλα μου και θα είμαι δυνατό δέντρο κι
όμορφο, στις εποχές όλες μέσα».
Ύστερα μίλησε ένας άλλος σπόρος και είπε: «Όταν ήμουν νιος
σαν κι εσένα, είχα κι εγώ τέτοιες απόψεις, μα τώρα που μπορώ να μετρώ και να
ζυγίζω τα πράγματα, βλέπω ότι οι ελπίδες μου τρέφονταν του κάκου».
Κι ένας τρίτος σπόρος, μίλησε κι αυτός: «Δεν βλέπω τίποτα που
να προμαντεύει, για μας, ένα τόσο μεγαλειώδες μέλλον».
Κι ένας τέταρτος είπε: «Όμως τι φενάκη θα ‘ταν η ζωή μας,
χωρίς προοπτικές μεγαλοσύνης».
Είπε ένας πέμπτος: «Γιατί να διαφωνούμε για το τι θα γίνουμε,
αφού το τι είμαστε δεν γροικάμε καν».
Μα ένας έκτος απάντησε: «Εκείνο που είμαστε, αυτό θα
εξακολουθήσουμε να είμαστε».
Κι ένας έβδομος: «Έχω τόσο ξεκάθαρη ιδέα για το καθετί πως θα
γίνει. Μα να μην μπορώ να την ντύσω με λέξεις!».
Κι ένας όγδοος μίλησε -κι ένατος και δέκατος- και σειρά από
άλλους, και δεν μπορούσα να βγάλω άκρη πια, από τις φωνές τους.
Κι έτσι, την ίδια εκείνη μέρα, μετακόμισα στην καρδιά μιας
κυδωνιάς, εκεί όπου οι σπόροι είναι λιγοστοί και δεν μιλάνε σχεδόν
καθόλου."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου