Μνήμη
Ζωρζ Σαρή
Της ΜΑΡΙΑΣ ΤΟΠΑΛΗ
Τα παιδιά και οι έφηβοι -υπό
«ομαλές» συνθήκες- παραδίνονται αμαχητί στα αισθήματα τους. Παρορμητικά, μεταπίπτουν
με φυσικότητα από τη λύπη στη χαρά, από την οργή στον πανηγυρισμό. Βιώνοντας τα
πάντα με ένταση, συχνά με δραματικό τρόπο, είναι φύσει αντίπαλα του κυνισμού. Η
Ζωρζ Σαρή, εκτός από καλή αφηγήτρια ιστοριών και περιπετειών για παιδιά, νέους
και ενήλικες, υπήρξε από το δεύτερο κιόλας βιβλίο της, «Το Ψέμα» (1970), εξαιρετικός
παλμογράφος και αντηχείο τέτοιων συναισθημάτων. Ήξερε καλά πως κουβαριάζονται
και πως δένονται κόμπο οι ψυχές των παιδιών, ιδιαίτερα των κοριτσιών. Ήξερε πως
παθιάζονται και πως απελπίζονται τα παιδιά και οι νέοι από μια ζήλεια, μια
αναίτια προσβολή ή ένα ερωτικό καπρίτσιο. Κι επειδή γνώριζε και σεβόταν τούτα
τα πάθη της παιδικής και της εφηβικής ψυχής -αλλά και της ενήλικης, κι ας μην
το παραδέχονται οι πολλοί στον τόπο μας, βραχυκυκλωμένοι άλλωστε στην
επαρχιώτικη και ανασφαλή σοβαροφάνεια τους- μπορούσε κιόλας να τα οδηγήσει σε
κείνη τη λύτρωση που χρειάζονται οι μικροί άνθρωποι για να κάψουν τη βενζίνη της
μέρας και να αποκοιμηθούν. Για να μεγαλώσουν.
Το παιδί που ερωτοτροπεί
πεισμωμένο με την πηγή της δυστυχίας του είναι ένα «ατού» που η Ζωρζ ήξερε να
το χειριστεί, πετυχαίνοντας τη σωστή δόση δράματος και χιούμορ, όπως στη
βραβευμένη «Νινέτ» (1993), που βάζει γυαλιά σε «καθιερωμένα» ιστορικά -και όχι
μόνον- μυθιστορήματα. «Αυτό το χτες έσβησε, το σήμερα έχει μια πικρή γεύση.
Θα σου τα πω όλα με τη σειρά. Δε θέλω τίποτε να ξεχάσω, θέλω, όταν θα γεράσω,
να θυμάμαι πόσο δυστυχισμένη ήμουν μια 1η Οκτωβρίου στην Αθήνα», γράφει στο
ημερολόγιο της μια άλλη ηρωίδα της, η δεκαπεντάχρονη Χριστίνα («Το Ψέμα»).
Κόρη Γαλλίδας και Έλληνα
Μικρασιάτη, αριστερή, κυνηγημένη, ανήσυχη, καλλονή, η Σαρή είναι από τους ελάχιστους
συγγραφείς μας που εισηγούνται πειστικά και αβίαστα μια κοσμοπολίτικη εκδοχή νεοελληνικής
ταυτότητας. Ίσως γιατί χρειάστηκε στην πράξη να επινοήσει ένα ρόλο, που να
φοριέται εξίσου έγκυρα στα υπόγεια του αθηναϊκού κέντρου (όπου κάθε τόσο
«σταθμεύουν» οι αφηγήσεις της) και σε ένα τόξο απέραντων περιπλανήσεων, από τη
Σενεγάλη μέχρι την Οδησσό, διά μέσου των Παρισίων.
Στο γυναικείο σύμπαν της η
σχέση μάνας-κόρης έχει την πρωτοκαθεδρία, ενώ μεταβιβάζεται κιόλας, από τη μια
φλογερή γυναίκα στην άλλη. «Δε μου φτάνουν όλα τ' άλλα, θα πρέπει να παλέψω
και με την κόρη μου;», αναρωτιέται σε μια στιγμή μοναχικής απελπισίας η
μητέρα της ηρωίδας («Το Ψέμα»).
«Σε ό,τι έκανα υπήρχαν πάντα
μέσα μου και με καθοδηγούσαν η μητέρα μου κι η γιαγιά μου, υπάκουα σε κάτι και
όταν δεν το έκανα αισθανόμουν ένοχη», λέει σε συνέντευξη στη Λ.
Εξαρχοπούλου (αρχείο Ζ.Σ.). Οπως κάθε καλή αφηγήτρια αφήνει τα δύσκολα
ερωτήματα ανοιχτά, μολονότι φροντίζει για ένα κάποιο happy end. Δε στρογγυλεύει τα πράγματα. Τα αφήνει
με τις αιχμές τους. Μετέχει, έτσι, της αληθινής συγγραφής, καθώς δεν επείγεται
να καλουπώσει τα πάντα στη λογική του αναμενόμενου και των αποπνικτικών κανόνων
που εξακολουθούν να διδάσκονται ως «γλώσσα», χωρίς καμία αφηγηματική σπιρτάδα,
σε όσους έχουν την ατυχία να υπόκεινται στον οδοστρωτήρα της ελληνικής εκπαίδευσης.
Από την άποψη λοιπόν αυτή, την «επίσημη», η Σαρή διασώζεται ακόμη ως πλανήτης πλούσιος
και ανεξερεύνητος.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η Ζωρζ Σαρή (πραγματικό
όνομα Γεωργία Σαριβαξεβάνη Καρακώστα, Αθήνα, 23 Μαΐου 1925 - Αθήνα, 9 Ιουνίου
2012) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και συγγραφέας, κυρίως παιδικής και νεανικής
λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το
1925. Η μητέρα της ήταν Γαλλίδα από τη Σενεγάλη και ο πατέρας της από το
Αϊβαλί. Τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στην Ελλάδα, όπου τελείωσε το δημοτικό
και το γυμνάσιο. Πριν ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές της, άρχισε ο πόλεμος
του 1940.
Στη διάρκεια του πολέμου η
Ζωρζ Σαρή συμμετείχε στην Αντίσταση και στην ΕΠΟΝ. Περιγράφοντας εκείνα τα
χρόνια η ίδια λέει: «Τα χρόνια της Κατοχής ήταν χρόνια χαράς και ελευθερίας».
«Από δυστυχισμένοι γίναμε ευτυχισμένοι. Και αυτό γιατί διαλέξαμε το δρόμο της
ζωής και ας υπήρχε θάνατος μέσα. Θρηνούσαμε και χαιρόμασταν όλοι μαζί. Δε
φοβόμασταν όμως. Υπήρχε ένας στόχος, η απελευθέρωση».
Άρχισε από πολύ μικρή να
ασχολείται με το θέατρο, με δάσκαλο τον Βασίλη Ρώτα. Μεγαλύτερη, στα χρόνια της
Κατοχής, και αφού τελείωσε το σχολείο, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής
στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη. Τα χρόνια εκείνα απέκτησε πολλές
εμπειρίες, οι οποίες αποτέλεσαν αργότερα βασικό θέμα ορισμένων βιβλίων της αλλά
και συνεισέφεραν στην σταδιοδρομία της ως ηθοποιού του κινηματογράφου και της
τηλεόρασης.
Τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
διαδέχθηκαν τα Δεκεμβριανά, κατά τη διάρκεια των οποίων η Ζωρζ Σαρή πληγώθηκε
στο χέρι της και στο πόδι από οβίδα και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο «Αγία Όλγα».
Αργότερα, το 1947, αναγκάστηκε να φύγει εξόριστη για το Παρίσι. Εκεί δούλεψε σε
διάφορες δουλειές, ενώ συγχρόνως φοιτούσε στη σχολή υποκριτικής του Σαρλ
Ντιλέν. Στο Παρίσι γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους, όπως ο Κώστας Αξελός, η
Μελίνα Μερκούρη, ο Άδωνις Κύρου, ο Μαρσέλ Μαρσώ και πολλοί άλλοι. Εκείνα τα
χρόνια συνάντησε και τον Αιγυπτιώτη χειρουργό Μαρσέλ Καρακώστα, με τον οποίο
παντρεύτηκε και έκαναν δύο παιδιά.
Το 1962 επέστρεψε στην
Ελλάδα και άρχισε να εμφανίζεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο δίπλα σε
γνωστά ονόματα ηθοποιών. Η περίοδος αυτή διήρκεσε μέχρι την εποχή της
Δικτατορίας, όταν η Ζωρζ Σαρή και ορισμένοι φίλοι της ηθοποιοί αποφάσισαν να
κάνουν παθητική αντίσταση και να μην ξαναπαίξουν στο θέατρο. «Δε φανταζόμασταν
ότι θα κρατούσε τόσα χρόνια η Δικτατορία... Λέγαμε επτά μήνες, όχι επτά
χρόνια!». Το καλοκαίρι εκείνο, στερημένη από κάποια μορφή έκφρασης, άρχισε να
γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα. Ο Θησαυρός της Βαγίας ξεκίνησε σαν παιχνίδι με
τα παιδιά που είχε γύρω της, όπως ομολογεί και η ίδια. Το βιβλίο εκδόθηκε για
πρώτη φορά το 1969 και είχε μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε και στην
τηλεόραση.
Το γεγονός αυτό στάθηκε
καθοριστικό για τη Ζωρζ Σαρή, αφού από τότε αποφάσισε να στραφεί στο γράψιμο.
Την προσωπική αυτή επιλογή δικαιολογεί η ίδια σε μια συνέντευξή της: «Στο
γράψιμο βρήκα ό,τι δεν μπορούσα να βρω στο θέατρο, ίσως γιατί δεν ήμουν
πρωταγωνίστρια και ίσως γιατί δεν ήμουν σε θέση να διαλέξω τους ρόλους που ο
θιασάρχης ή ο σκηνοθέτης διάλεγαν για μένα. Τώρα φέρω ακέραιη την ευθύνη των
βιβλίων μου. Κάνω αυτό που θέλω, αυτό που μπορώ».
Ωστόσο, η Ζωρζ Σαρή δεν
έμεινε μόνο στη συγγραφή βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας. Προσπάθησε με κάθε τρόπο
να διαδώσει το παιδικό βιβλίο και να κρατήσει ζωντανή και άμεση επαφή με το
κοινό της. Έτσι άρχισε να πηγαίνει σε σχολεία σε όλη την Ελλάδα και να κάνει
ομιλίες. Κατά καιρούς, μέσα από κάποια άρθρα της και με τη συμμετοχή της σε
λογοτεχνικές συζητήσεις, έλαβε ενεργό μέρος σε θέματα που αφορούσαν την παιδική
λογοτεχνία, όπως τα κόμικς, η θεματολογία του παιδικού βιβλίου και η θέση της
γυναίκας σε αυτό.
Συναρπαστικό είναι πως πολλά
από τα βιβλία της αφορούν και από ένα διαφορετικό μέρος της ζωής της. Η φιλία
της με την Άλκη Ζέη οδήγησε στην από κοινού συγγραφή του βιβλίου Ε.Π.
Το έργο της Ζωρζ Σαρή
Η Ζωρζ Σαρή, από το 1969 που
πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το Θησαυρό της Βαγίας μέχρι την μέρα
του θανάτου της, έχει γράψει είκοσι μυθιστορήματα, μία νουβέλα, τέσσερα
θεατρικά παιδικά έργα και εννιά βιβλία για μικρά παιδιά. Επίσης, στο ενεργητικό
της έχει δεκατέσσερις μεταφράσεις μυθιστορημάτων από τα γαλλικά. Όλα τα βιβλία
της έχουν κάνει αρκετές επανεκδόσεις και μερικά από αυτά έχουν βραβευτεί. Το
1994 η Νινέτ βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου,
καθώς επίσης και από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (το βραβείο
μοιράστηκε με τη Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου). Αργότερα, το 1999 ο Κύκλος
του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου τής έδωσε ακόμη ένα βραβείο για το Χορό της
ζωής. Το 1988 Τα Χέγια προτάθηκαν για το βραβείο Άντερσεν.
Πολυγραφότατη και
πολυδιαβασμένη, ξεχωρίζει για τα θέματα που επιλέγει, για τους ανθρώπινους
ήρωες της, που ζουν καθημερινά και αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της ζωής, για
το απλό της ύφος, την απομάκρυνσή της από απλές και κλασικές αφηγηματικές
τεχνικές, για την άμεση και μη διδακτική προσέγγιση και παρουσίαση του παιδιού
μέσα από τα έργα της και για τη σφαιρική της όραση γύρω από το σύγχρονο παιδί.
Αυτό που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου της είναι το βιωματικό γράψιμο και η
ανάγκη της να εκφραστεί μέσα από αυτό. Μια ανάγκη που, όπως η ίδια ομολογεί, βοηθά
τον συγγραφέα να σώσει τον εαυτό του: «Οι συγγραφείς γράφουν πριν απ’ όλα για
τον εαυτό τους, για να εκφραστούν οι ίδιοι πριν απ’ όλα, για να σωθούν». Με το
συγκεκριμένο τρόπο η Ζωρζ Σαρή μπορεί να «ζει» σε διαφορετικές καταστάσεις και
εποχές και να τις αναπλάθει με μεγάλη πειστικότητα. Τα έργα της αποκτούν
ζωντάνια και ρεαλιστική υπόσταση, ενώ οι αναγνώστες της «νιώθουν» ως δικό τους
βίωμα αυτό που η συγγραφέας τούς έχει τόσο πειστικά μεταφέρει.
Το βιωματικό γράψιμο,
ωστόσο, το οποίο έχει και η ίδια πολλές φορές παραδεχτεί, δεν αποκλείει τη
δημιουργική φαντασία και τα μυθοπλαστικά στοιχεία, τα οποία ενυπάρχουν σε όλα
τα έργα της. Στα βιβλία της «πλέκεται ο μύθος με την ιστορία» και έτσι χτίζεται
το μυθιστόρημα με στοιχεία.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου