ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Ο ΣΙΝΩΠΕΥΣ
Ο
άνθρωπος που στάθηκε ουσιαστικά ο πρώτος πολίτης του κόσμου
Γράφει
ο Ανδρέας Τ. Χάννας
Προτού
πούμε οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει να κάνουμε μια διευκρίνιση : είν' αλήθεια ότι
σήμερα, όταν κάποιος μας αναφέρει τ' όνομα «Διογένης» — ακόμη και χωρίς να
πρόσθεση το επίθετο «κυνικός» — αυτόματα η σκέψη μας πετά σ' αυτον τον ιδιότυπο
άνθρωπο, που έζησε τον τέταρτο π.Χ. αιώνα και που υπήρξε στην εποχή του ένας
ζωντανός θρύλος. Ένας θρύλος, που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να γοητεύει τον σύγχρονο άνθρωπο!..
Ωστόσο,
για λόγους αμεροληψίας θα πρέπει να πούμε, ότι δεν ήταν μονάχα αυτός ο Διογένης
ο κυνικός, που σκανδάλισε μια ολόκληρη εποχή και που ακόμα εξακολουθεί να
συναρπάζει με την προσωπικότητα του και πιο πολύ με τη κοσμοθεωρία του και την αντίληψή
του για τη ζωή. Υπήρξε κ' ένας άλλος — αργότερα, συγκεκριμένα το 75 μ.Χ.» — με
το ίδιο όνομα, Διογένης και τον....ίδιο τίτλο κοσμοθεωρίας, «Κυνικός» δηλαδή. Αυτός
δεν δίστασε να τα βάλει με τον ίδιο τον αυτοκράτορα των Ρωμαίων, Τίτο, και να
του τα ψάλει για καλά, επειδή συνδεόταν παράνομα, με την κόρη του βασιλιά της
Ιουδαίας, Ηρώδη Αγρίπα του Α', την Βερενίκη. Και κάποια μέρα στο θέατρο
βροντοφώνησε σ' όλους τις άνομες σχέσεις του αυτοκράτορα, με την Βερενίκη και
γι' αυτό μαστιγώθηκε. Ωστόσο, πέτυχε τον σκοπό, γιατί ο αυτοκράτορας
αναγκάσθηκε να απομακρυνθεί από την ερωμένη του.
Ας
ξαναγυρίσουμε όμως στον ήρωα μας, τον Διογένη τον κύνα, ή όπως ήταν το πραγματικό
του όνομα τον Διογένη τον Σινωπέα — γιατί γεννήθηκε στη Σινώπη τον τέταρτο αιώνα.
Φαίνεται
ότι κάποια εποχή ήταν σκλάβος — ζήτησε μάλιστα σαν αντίτιμο για την πώληση του τιμή
ηγεμονική (όσο δηλαδή θα πουλιόταν ένας βασιλιάς) και την πέτυχε. Και μετά
έγινε «απελεύθερος». Ήταν μαθητής του ιδρυτού της κυνικής φιλοσοφίας, του
Αντισθένη και μετά πήρε ο ίδιος τον
τίτλο του «Σχολάρχου».
Λέγεται
ότι έγραψε πολλά έργα — δεν έχει ωστόσο διασωθεί τίποτε από αυτά, ίσως γιατί το
περιεχόμενο τους σοκάριζε τους συντηρητικούς της εποχής, αφού υπεραμυνόταν ακόμα
και τού...κανιβαλισμού. Κι’ ένας άλλος Διογένης, ο Λαέρτιος αναφέρει και σχολιάζει πολλά από τα έργα του
κυνικού, χωρίς όμως να μπορεί κανείς να βασισθεί
στην κρίσι και τα μνημονεύματά του, γιατί τίποτε από αυτά δεν είναι ιστορικά
τεκμηριωμένο. Αλλά ένα έργο που σίγουρα ήταν δικό του και που δέν διασώθηκε
ούτε κι' αυτό είναι η «Δημοκρατία», που σ' αυτήν θεμελιώνει απόψεις που θα
μπρούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε σαν
αναρχικές ουτοπίες.
Κάποια-
εποχή — που δεν προσδιορίζεται μ' ακρίβεια χρονικά πήγε στην Κόρινθο. Κι' εκεί έγινε δάσκαλος των παιδιών ενός άλλου φιλοσόφου, του Ξενιάδη του Κορινθίου.
Αλλά
ο διαπρεπής αυτός αλήτης — γιατί στην πραγματικότητα τόσο για τον αρχαίο όσο και
για τον σύγχρονο συντηρητικό άστο, δεν ήταν τίποτε άλλο από ένας «αλήτης», που είναι ο πρώτος που έδωσε το νόημα του «ΠΟΛΙΤΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ- δεν ήταν με τα έργα του τα γραπτά η με τις θεωρητικές διδασκαλίες του, που κέρδισε τη φήμη του. Ήταν με την ίδια του τη ζωή. Με την συγκλονιστική απάρνησή του κάθε είδους που πιστεύεται σαν αγαθό, στην οποιαδήποτε εποχή.
Κανένα
από τα αγαθά, καμμιά από τις ανέσεις δεν άξιζε να κάνει κανείς την παραμικρή
προσπάθεια για να τ' αποκτήσει. Κανένα, έκτος από ένα: την βελτίωση της
ανθρώπινης υπόστασης, της ψυχής τού ανθρώπου θα λέγαμε ίσως σήμερα. «Παραχαράττειν
το νόμισμα», ήταν η ηθική του, με την έννοια ότι το μέταλλο που μ' αυτό ήταν
φτιαγμένος ο άνθρωπος, ήταν «ευγενές». Και σαν κάθε ευγενές μέταλλο βελτιωνόταν
στην αναχώνευση. Έτσι το σύνολο της κοινωνίας (το άθροισμα δηλαδή των πολλών
ανθρώπων) θα κέρδιζε σε ποιότητα. Κι' αυτό ήταν το άπαντο της ηθικής του. Και αυτή
του η ηθική δεν ήταν για τον ίδιο τουλάχιστον μια κενή λέξις. Μια απλή θεωρία
που την διατυμπάνιζε χωρίς να την έχει κάνει ιδίωμα, γραμμή της ζωής του. Την στήριζε
καθημερινά με τον τρόπο που ζούσε και που όσο κι' αν ήταν γραφικός δεν ήταν όμως
κι' εύκολος. Τα «ανέκδοτα» του, κυκλοφορούσαν όσο ζούσε — άλλα αληθινά και άλλα
εντελώς φανταστικά, είναι χαρακτηριστικά αυτής της πάλης εναντίον κάθε
καθιερωμένης —για τους άλλους — ανάγκης.
Λέγεται
λ.χ., ότι κάποια μέρα στάθηκε μπροστά του ο πανίσχυρος Μέγας Αλέξανδρος και τον
ρώτησε τί χάρη ήθελε να τού κάνει. Κι' η απάντηση του κυνικού, ήταν: «να φύγεις
από μπροστά μου γιατί μου κόβεις τον ήλιο».
Τις
βιοτικές του ανάγκες — ακόμη και τις πιο συνηθισμένες για τον άνθρωπο — τις είχε
περιορίσει στο ελάχιστο. «Το ουδενός χοείσθαι θείον», διακήρυτταν οι προγονοί
μας. Κι' όμως, όλοι τους κυνηγούσαν ακόμη και το άχρηστο — παράδειγμα κι' απόδειξη
αδιάψευστη, η λατρεία που είχαν για τις τέχνες, τους τίτλους, τις πολυώνυμες και
πολυποίκιλες τιμητικές διακρίσεις — ακόμη δηλαδή και για το περιττό, κι' όχι μονάχα,
το απαραίτητο. Ο Διογένης, όμως, με την ζωή του ήταν η ζωντανή καθημερινή απόδειξής,
ότι αυτό όχι μονάχα το πίστευε θεωρητικά, αλλά και το ζούσε την κάθε στιγμή.
Η εποχή
του, ήταν η περίοδος που ανθούσε ο «εταιρισμός» και που οι εταίρες αποτελούσαν το έναυσμα για τις
φιλοσοφικές συζητήσεις, για την επίδειξή της σοφιστικής τέχνης και τεχνικής. Και
τότε ζούσε μια διάσημη πασίγνωστη, και σήμερα — εταίρα, η Λαΐς η Κορινθία, που
σίγουρα οι απαιτήσεις της δεν ήταν η μικρότερη αιτία για να λεχθεί το «ου παντός
πλείν ες Κόρινθον».
Κάποτε,
αυτή η πολυδάπανη εταίρα κάλεσε τον πάμπτωχο Διογένη για να του χαρίσει την εύνοια της. Κι' όταν
έφτασε το βράδυ, έσβησε την λυχνία για να τού χαρίσει τις θωπείες της. Όμως, την
άλλη μέρα, στο φως τού ήλιου, βρέθηκε να κοιμάται πλάϊ ταυ μια σκλάβα της. Και η
Λαΐς θέλησε να ειρωνευθεί τον κυνικό, ότι την έπαθε, ότι δεν ήταν αύτη που τού
χάρισε τον έρωτα της, άλλα μια ασήμαντη σκλάβα. Η απάντησή που πήρε, σίγουρα δεν θα άφηνε αδιάφορη καμμιά
γυναίκα, σε οποιαδήποτε εποχή κι' αν ζούσε: «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή: ομοία»!
Ο Λουκιανός
στους «Νεκρικούς Διάλογους» του, αναφέρει άπειρα τέτοια ανεκδοτολογικά
περιστατικά — όπως τον καυγά του, με τον Ηρακλή στον Άδη για το αν είναι
ημίθεος, αν αληθινά αυτός, ο Ηρακλής, είναι που κέρδισε την αθανασία και ζει με την Ήβη,
ή η σκιά του, τις απειλές του Ηρακλή ότι θα τον σκοτώσει και την απάντησή του, ότι
κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, αφού είναι ήδη νεκρός, τον καυγά του με τον βάρκάρη
τού Αχέροντα για τα πορθμεία, κλπ.
Την αγάπη
του για την φυσική ζωή — που αργότερα την έκανε κοσμοθεωρία του ο Ζάν Ζάκ Ρουσώ
— την διακήρυττε με κάδε τρόπο, και κυρίως έμπρακτα. Δεν είχε ποτέ δική του
στέγη. Κοιμόταν κάτω από την στέγη των δημοσίων κτιρίων ή μέσα σ' ένα βαρέλι. Είχε
ένα παλιόρουχό, που τη μέρα ήταν το ένδυμα του, το δε βράδυ γινόταν κουβέρτα η στρωμνή
του, ανάλογα μέ τις ανάγκες της, εποχής.
Ένα
διάστημα το είχε ρίξει στην πολυτέλεια : είχε ένα πήλινο κουπάκι για να πίνει νερό.
Κάποτε όμως είδε έναν σκύλο να πίνει κατευθείαν από την πηγή, και φυσικά αυτό του
στάθηκε δίδαγμα. Έτσι, πέταξε το κουπάκι του κι' έπινε .μέσα στις χούφτες του το
νερό, η με τον ίδιο τρόπο που ξεδιψούσε ο σκύλος.
Ο τρόπος
που διακήρυττε τις πεποιθήσεις του ήταν αληθινά, παραστατικός. Για να δείξει
λ.χ. πόσο δύσκολο είναι να συναντήσεις στην καθημερινή ζωή έναν αληθινό
άνθρωπο, έναν άνθρωπο αντάξιο του είδους «σοφός» έστω κι' αν ο όρος αυτός είναι
πολύ (μεταγενέστερος) κυκλοφορούσε στο φως
της μέρας κρατώντας ένα αναμμένο φανάρι· Κι' όταν τον ρωτούσαν γιατί το κρατούσε,
απαντούσε ότι αναζητά έναν «έντιμο» πολίτη.
Τις ελάχιστες
φυσικές ανάγκες του, τις κάλυπτε με τον ελάχιστο δυνατό μόχθο. 'Αλλά μ' αυτό, με
κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν μια μορφή τεμπελιάς. Γιατί, όταν κάτι το
πίστευε άξιο λόγου, όπως π.χ. την βελτίωση του πνεύματος, τότε το κυνηγούσε με
πάθος... Ήταν ένας άνθρωπος με λίγα λόγια, που εκείνο που πίστευε δεν το διακήρυττε
απλώς στους άλλους. Το ζούσε, και μάλιστα καθημερινά και με απόλυτη συνέπεια!
Κι' αλήθεια, πόσους τέτοιους ανθρώπους μπορεί να καυχηθεί η ανθρωπότητα ότι
παρουσίασε στο πέρασμα των αιώνων;
Κι'
αναρωτιέται κανείς, αν ένας τέτοιος
άνθρωπος ζούσε σήμερα, τί θα ήταν. Φοβάμαι ότι η απάντησης είναι αρκετά απογοητευτική.
Γιατί είχε τίς ίδιες πιθανότητες να τον φιλοξενεί η αστυνομία «επί αλητεία», η
κάποιο δημόσιό ψυχιατρείο...
Ανδρέας
Τ. Χάννας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου