Η
γέννηση του Συμβουλίου της Ευρώπης
Της Ειρηνης Καραμουζη*
Ήδη πριν εκπνεύσει ο
Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, έννοιες όπως ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση», «ένωση»,
«υπερεθνικισμός» άρχισαν να κυριαρχούν στο πολιτικό λεξιλόγιο της εποχής ως
πανάκεια στα δεινά της Ευρώπης. Οι απαρχές του σύγχρονου ευρωπαϊκού κινήματος
έχουν τις ρίζες τους στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Το 1923, ένας
Αυστρο-ουγγαρέζος αριστοκράτης, ο κόμης Ριχάρδος Coudenhove-Καλλέργη, ενθαρρυμένος
από την επιτυχία του βιβλίου του Pan-Europa, εγκαινίασε μια οργάνωση με το ίδιο
όνομα. Εμπνευσμένη από την αρνητική εμπειρία τόσο του μεγέθους της καταστροφής
του Μεγάλου Πολέμου όσο και της εμφάνισης μιας ισχυρής Αμερικής και μιας
απειλητικής Σοβιετικής Ένωσης, η Pan-Europa απέκτησε γρήγορα ένθερμους
υποστηρικτές, μεταξύ των οποίων σημαίνοντες Ευρωπαίους πολιτικούς. Το
αποκορύφωμα του πανευρωπαϊκού κινήματος ήταν η συγκλονιστική ομιλία του Γάλλου
υπουργού Εξωτερικών Aristide Briand στην Κοινωνία των Εθνών το 1929. Αλλά οι
ιδέες περί ευρωπαϊκής ενότητας εγκαταλείφθηκαν πολύ γρήγορα με την επελάση του
φασισμού τη δεκαετία του 1930. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, το
αντιστασιακό κίνημα, πρωτίστως, ευαγγελιζόταν σθεναρά την ιδέα της ευρωπαϊκής
ενοποίησης ως μέσο ριζικής αναδιοργάνωσης της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής
πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής τάξης. Ενδεικτικό παράδειγμα υπήρξε ο
Ιταλός Altiero Spinelli, που όντας φυλακισμένος στο ιταλικό νησί Βεντοτένε
συνέταξε ένα μανιφέστο το 1940 και το 1941 για μια «ελεύθερη και ενωμένη
Ευρώπη».
Σκληρή
μάχη μεταξύ ενωτικών και φεντεραλιστών
Το ιδανικό της ενωμένης
Ευρώπης, το οποίο μέχρι τότε είχε ανθήσει περιορισμένα στους κόλπους της
ευρωπαϊκής ελίτ κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, κέρδισε γρήγορα έδαφος στην
ευρύτερη κοινή γνώμη στον απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της αναδυόμενης αμερικανο-σοβιετικής
έντασης. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι ονειρεύονταν μια ενωμένη Ευρώπη, μερικές φορές
ακόμη περισσότερο και από έναν ενοποιημένο και ειρηνικό κόσμο. Καθώς η
ανασυγκρότηση ήταν η άμεση προτεραιότητα κατά την μεταπολεμική περίοδο, πολλοί
την οραματίστηκαν μέσω της δημιουργίας μιας αυτόνομης ευρωπαϊκής οντότητας.
Πολιτικοί διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων δήλωναν ένθερμοι υποστηρικτές της
οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης, αλλά δεν ήταν παρά την 1η Σεπτεμβρίου
του 1946 που η ευρωπαϊκή υπόθεση απέκτησε μια πιο στέρεη δυναμική όταν ο τότε
πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τσώρτσιλ, μιλώντας με το κύρος της νίκης επί της
ναζιστικής βαρβαρότητας σε μια αξέχαστη ομιλία στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης
έλεγε: «Πρέπει να χτίσουμε ένα είδος Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης... τα πρώτα
πρακτικά βήματα θα είναι η δημιουργία ενός Συμβουλίου για την Ευρώπη». Την ίδια
περίοδο, διάφοροι υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ενότητας, αναγνωρίζοντας την
ανάγκη προώθησης της ευρωπαϊκής ιδέας στους πολιτικούς κύκλους και το ευρύ κοινό,
ίδρυσαν την Ένωση Ευρωπαίων Φεντεραλιστών, ενοποιώντας περίπου 50
φεντεραλιστικές κινήσεις, ιδίως εκείνων της Ολλανδίας, του Βελγίου, της Γαλλίας
και της Ιταλίας.
Δύο
προσεγγίσεις
Όσον αφορά τη μορφή και τις
διαδικασίες που θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει η ευρωπαϊκή ενοποίηση, οι ιδέες
συχνά διέφεραν ανάλογα με τις πολιτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις των
εμπλεκομένων. Ορισμένοι τάχθηκαν υπέρ της ομοσπονδίας με μια ευρωπαϊκή
κυβέρνηση, άλλοι προτιμούσαν μια απλή ένωση κυρίαρχων κρατών. Συγκεκριμένα, ο
Τσώρτσιλ τάχθηκε υπέρ ενός κλασικού διακυβερνητικού οργανισμού, δηλαδή μιας
πολύ πιο περιορισμένης και προσεκτικής μορφής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από ό,τι
πολλοί από τους συναδέλφους του στην ήπειρο. Το Κίνημα της Ενωμένης Ευρώπης,
που ίδρυσε ο Τσώρτσιλ τον Μάιο του 1947, προώθησε τη γνωστή ως «ενωτική» θέση,
εν αντιθέσει με την πιο ριζοσπαστική θέση των «φεντεραλιστών». Οι διαφορές
μεταξύ των ενωτικών και των φεντεραλιστών ήρθαν στο προσκήνιο στο Κογκρέσο της
Ευρώπης που έλαβε χώρα στη Χάγη στις 7-11 Μαΐου 1948 με τη συμμετοχή 740
αντιπροσώπων από 18 χώρες. Το συνέδριο είχε τρεις στόχους: να αναδείξει στην
κοινή γνώμη το όραμα της ευρωπαϊκής ενότητας, να συζητήσει τις προκλήσεις που
θέτει η ευρωπαϊκή ενότητα, να προτείνει πρακτικές λύσεις στις κυβερνήσεις και
να δώσει νέα ώθηση στην ευρωπαϊκή ιδέα με μια διεθνή διαφημιστική εκστρατεία.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν το Καταστατικό του Συμβουλίου της Ευρώπης που
υπεγράφη στο Λονδίνο στις 5 Μαΐου 1949, δηλαδή ένα έτος μετά την ολοκλήρωση του
Συνεδρίου της Ευρώπης στη Χάγη.
Στο
Στρασβούργο
Ύστερα από πρόταση του
Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Ερνεστ Μπέβιν, το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε
να έχει την έδρα του στο Στρασβούργο, ως σύμβολο της γαλλο-γερμανικής
συμφιλίωσης. Οι δέκα ιδρυτικές χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης ήταν το Ηνωμένο
Βασίλειο, η Γαλλία, οι τρεις χώρες της Μπενελούξ, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η
Νορβηγία, η Σουηδία και η Δανία. Οι περισσότερες από τις χώρες της Κεντρικής
και Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ) προσχώρησαν στη δεκαετία του 1990.
Ατομικά
δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες
Το Συμβούλιο της Ευρώπης
προσπάθησε να επιτύχει μεγαλύτερη ενότητα μεταξύ των κρατών- μελών του, να
διατηρήσει τα δημοκρατικά ιδεώδη και τις αρχές που αποτελούν την κοινή
κληρονομιά τους και να προωθήσει την οικονομική και κοινωνική πρόοδο στην
ήπειρο. Ο Βέλγος Paul-Henri Spaak ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Συνέλευσης, στα
μέλη της οποίας περιλαμβάνονται, επίσης, οι πιο εξέχουσες πολιτικές
προσωπικότητες στη Δυτική Ευρώπη. Το ίδρυμα αύξησε τις ελπίδες πολλών, καθώς τα
διάφορα οράματα για μια ενωμένη Ευρώπη μπορούσαν να συζητηθούν στη Συνέλευση
πολύ ανοιχτά, επειδή οι εκπρόσωποί της δεν περιορίζονταν από (προ-) εκλογικές ή
κομματικές δεσμεύσεις στις χώρες καταγωγής τους. Στην πραγματικότητα όμως, οι
«ενωτικοί» με τους Βρετανούς να πρωτοστατούν κατάφεραν να συντρίψουν τα όνειρα
των φεντεραλιστών για μια ενωμένη ευρωπαϊκή κυβέρνηση, γδύνοντας το Συμβούλιο
της Ευρώπης από δεσμευτικές αρμοδιότητες και διατηρώντας τον διακυβερνητικό
χαρακτήρα που είχε εφαρμοστεί στο Βορειοανταλντικό Σύμφωνο και τον Οργανισμό
για Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη. Δικαιολογημένα, λοιπόν ένα μέρος της
ευρωπαϊκής βιβλιογραφίας χαρακτήρισε το Συμβούλιο ως ένα απλό φόρουμ
συζητήσεων, συνοψίζοντας εύστοχα τις επικρατούσες τάσεις ως προς τον ρόλο και
τη σημασία του Συμβουλίου στα χρόνια μετά τη δημιουργία του.
Ένα προνομιακό πεδίο
ενεργοποίησής του Οργανισμού από τις απαρχές της ιδρύσεώς του όμως κατέληξε να
είναι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τον Νοέμβριο του 1950, σε
απάντηση των αιτημάτων του Ευρωπαϊκού Κινήματος, δημιούργησε την Ευρωπαϊκή
Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών
Ελευθεριών, η οποία ήταν από τις πρώτες διεθνείς πράξεις για την προστασία των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Σύμβαση περιελάμβανε και επικύρωνε έναν κατάλογο των
ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων υπό προστασία, ενώ ίδρυε την Ευρωπαϊκή
Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με σκοπό να εξετάζει και να εγκρίνει
τυχόν προσφυγές που υπέβαλλαν συμβαλλόμενα κράτη και φυσικά ή νομικά πρόσωπα
στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Αν τα 40 χρόνια που
μεσολάβησαν μέχρι την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, η λειτουργία του Συμβουλίου
της Ευρώπης επισκιάστηκε από την επιτυχία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η δεκαετία
του 1990 προανήγγειλε νέες ευκαιρίες τις οποίες το Συμβούλιο κλήθηκε να
αξιοποιήσει. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου 1989, ο
Οργανισμός διέθετε τις κατάλληλες δομές για την επίβλεψη και προώθηση του
εκδημοκρατισμού των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που είχαν
προκύψει στη μετα-κομμουνιστική εποχή. Από το 1989, το Συμβούλιο της Ευρώπης
ξεκίνησε ειδικό νομικό πρόγραμμα συνεργασίας με στόχο τη στήριξη της μετάβασης
των υποψηφίων χωρών στη δημοκρατία. Αυτό περιελάμβανε την παροχή τεχνικής
βοήθειας για την εναρμόνιση των θεσμικών, νομοθετικών και διοικητικών δομών των
εν λόγω κρατών τους με τα ευρωπαϊκά δημοκρατικά πρότυπα. Στις 9 Οκτωβρίου 1993,
στη Βιέννη, αυτή η νέα πολιτική ανοίγματος προς την Κεντρική και Ανατολική
Ευρώπη ανακοινώθηκε επίσημα από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των
κρατών-μελών κατά την πρώτη σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Το Συμβούλιο της
Ευρώπης είναι πλέον ευρέως αναγνωρισμένο ως θεματοφύλακας των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων στην Ευρώπη.
* Η κ. Ειρήνη Καραμούζη
είναι ερευνήτρια στο Τμήμα Διεθνούς Ιστορίας του LSE.
Έντυπη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου