Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Ελληνική παιδεία και Ισλάμ


Ένα άρθρο του κ. Τάκη Καπύλη με τίτλο « Η (ελληνική) νεύρωση με το Ισλάμ» που δημοσιεύθηκαν πριν από μερικούς μήνες στην εφημερίδα Καθημερινή απετέλεσαν το κίνητρο για να παρουσιάσω την σχέση της ελληνικής γραμματείας με το Ισλάμ και ιδιαίτερα με ένα Άραβα τον χαλίφη Αλ Μαμούν (Abū Jaʿfar Abdullāh al-Māʾmūn ibn Harūn ή Almamon and el-Mâmoûn, Arabic ابوجعفر عبدالله المأمون) (13.9.786 – 9.8.833).

Ο Αλ Μαμούν ήταν ο έβδομος χαλίφης της Βαγδάτης από την δυναστεία των Αββασιδών και βασίλεψε για 20 χρόνια από το 813 μέχρι τον θάνατό του το 833. Ήταν γιός του Χαρούν Αλ Ρασίδ ( που η αραβική παράδοση έχει ταυτίσει με τον θρυλικό χαλίφη διαφόρων ιστοριών από τις Χίλιες και μία νύχτες) και υπήρξε ένας άνθρωπος σοφός και λάτρης του Ελληνικού πνεύματος.

Οι Αββασίδες, ήταν μια σπουδαία δυναστεία, προστάτες των γραμμάτων και των επιστημών. Επί διακυβερνήσεως του διακεκριμένου χαλίφη Αλ-Μαμούν (813-833), η ελληνική σκέψη σημείωσε τεράστια άνοδος. Ο χαλίφης ίδρυσε την ανακτορική βιβλιοθήκη, η οποία ονομάστηκε “Οίκος σοφίας”. Μεγάλο βάρος έδωσαν στον πλούτο της ελληνικής και αριστοτελικής σκέψης, αξιοποιώντας τις μελέτες που είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι ισλαμικές φυσικές επιστήμες και η ισλαμική φιλοσοφία (φάλσαφα).

Ο Οίκος της Σοφίας ήταν βιβλιοθήκη και οίκος μετάφρασης στη Βαγδάτη, στο σημερινό Ιράκ, την εποχή των Αββασιδών. Είχε πολύ σημαντικό ρόλο στο κίνημα μεταφράσεων αρχαίων ελληνικών και περσικών κειμένων στα αραβικά, και θεωρείται ότι ήταν ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα διανόησης κατά τη χρυσή εποχή του Ισλαμισμού.

Ο Οίκος της Σοφίας λειτούργησε ως κοινότητα που ίδρυσαν οι Αββασίδες χαλίφες Χαρούν Αλ Ρασίντ και ο γιος του Αλ-Μαμούν. Εκεί στη Βαγδάτη από τον 9ο μέχρι το 13ο αιώνα συγκεντρώθηκαν πολλοί από τους πιο σπουδασμένους Μουσουλμάνους λογίους οι οποίοι έγιναν μέλη αυτού του εξαιρετικού ινστιτούτου έρευνας και εκπαίδευσης.

Ο όρος Οίκος της Σοφίας είναι «μεταφραστικό δάνειο» από τους Σασσανίδες Πέρσες, που ονόμαζαν έτσι τη "βιβλιοθήκη". Θεωρήθηκε ότι οι Σασσανίδες είχαν ως σκοπό τους τη μετάφραση κειμένων από τα περσικά στα αραβικά, καθώς και τη συντήρηση μεταφρασμένων κειμένων.

Κατά τη βασιλεία του Αλ-Μαμούν ανεγέρθηκαν αστρονομικά παρατηρητήρια, και ο Οίκος ήταν ένα ασυναγώνιστο κέντρο ανθρωπιστικών σπουδών, επιστημών, μαθηματικών, αστρονομίας, ιατρικής, χημείας, ζωολογίας και γεωγραφίας. Αντλώντας πληροφορίες από περσικά, ινδικά και ελληνικά κείμενα - συμπεριλαμβανομένων αυτών του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ιπποκράτη, του Ευκλείδη, του Πλωτίνου, του Γαληνού, του Σουσρούτα, του Τσαράκα, του Αριαμπάτα και του Βραχμαγκούπτα - οι λόγιοι συσσώρευσαν μία μεγάλη συλλογή "γνώσης" από όλο τον τότε γνωστό κόσμο, και την επέκτειναν με δικές τους ανακαλύψεις. Η Βαγδάτη ήταν γνωστή ως η πιο πλούσια πόλη του κόσμου και το σπουδαιότερο κέντρο πνευματικής δραστηριότητας της εποχής, με πληθυσμό πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους, τον μεγαλύτερο για την εποχή. Στους λογίους του Οίκου της Σοφίας συγκαταλέγεται και ο Αλ Χουαρίζμι, ο πατέρας της άλγεβρας.

Σε αδρές γραμμές μπορούμε να διαιρέσουμε την ιστορία της μεταφραστικής δραστηριότητας, κατά την οποία η αρχαία ελληνική κληρονομιά μεταβιβάστηκε στους Άραβες, σε δύο μεγάλες φάσεις: η πρώτη είναι αυτή που αρχίζει κατά την περίοδο της δυναστείας των Ομαγιαδών (661-750) στη Δαμασκό και η δεύτερη είναι αυτή που γίνεται κατά την περίοδο της δυναστείας των Αββασιδών (750-1258) στη Βαγδάτη. Η πρώτη φάση είναι προπαρασκευαστική. Η δεύτερη ανοίγει την κύρια μεταφραστική κίνηση. Οι Αββασίδες έγιναν οι προστάτες των γραμμάτων και των επιστημών. Επί διακυβερνήσεως του κράτους από τον διακεκριμένο χαλίφη Αλ-Μαμούν (813-833) η μεταβίβαση της ελληνικής σκέψης σημείωσε την κορύφωσή της.

Η μεταφραστική δραστηριότητα της Βαγδάτης, διαιρείται σε τρεις περιόδους: η πρώτη αρχίζει από το 765 περίπου και φτάνει ως το 813. Πολλοί χριστιανοί μεταφράζουν κατά την περίοδο αυτή αριστοτελικά και άλλα ελληνικά έργα. Η δεύτερη μεταφραστική περίοδος αρχίζει από το 813 έως το τέλος του 9ου αιώνα. Πρόκειται για την μεγάλη και κύρια μεταφραστική περίοδο. Διευθυντής του “Οίκου της σοφίας” είναι ο Χουνάιν ιμπν Ισχάκ, σπουδαίος γιατρός και διάκονος της συριακής εκκλησίας, που γνώριζε συριακά, περσικά και ελληνικά. Γύρω του συγκεντρώθηκε ένας μεγάλος αριθμός χριστιανών κυρίως μεταφραστών και το έργο έφτασε σε μεγάλη ακμή. Η τρίτη μεταφραστική περίοδος αρχίζει μετά τον 10ο αιώνα και φτάνει έως τον 12ο περίπου. Η περίοδος αυτή ασχολείται κυρίως με τον σχολιασμό του πλούτου των μεταφρασμένων έργων. Υπάρχει και εδώ μια σειρά μεγάλων χριστιανών λογίων.

Όλον αυτόν τον πλούτο της ελληνικής και αριστοτελικής σκέψης, τον αξιοποίησαν οι μουσουλμάνοι λόγιοι και έτσι δημιουργήθηκαν οι ισλαμικές φυσικές επιστήμες και η ισλαμική φιλοσοφία (φάλσαφα). Δύο μεγάλες ιστορικά και γεωγραφικά χωριστές περίοδοι αξιοποιούν την ελληνική σκέψη. Από τις αρχές του 90ου έως το πρώτο μισό του 11ου αιώνα ακμάζει ο κλάδος της λεγόμενης ανατολικής “φιλοσοφίας”. Τον 12ο αι. δημιουργείται στην Ισπανία ο δυτικός κλάδος της ισλαμικής “φιλοσοφίας”.

Τρεις είναι οι μεγάλες φιλοσοφικές μορφές της ανατολικής ισλαμικής φιλοσοφίας: ο Αλ-Κιντί (θ.870), ο πρώτος μεγάλος εκπρόσωπος της αριστοτελικής και νεοπλατωνικής σκέψης στο Ισλάμ. Ακολουθεί ο Αλ-Φαράμπι (870-950), με βαθιές αριστοτελικές και πλατωνικές υποδομές που προσπάθησε να εναρμονίσει τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και έπεται ο Αβικέννας (980-1037), ο πιο μεγάλος και πιο σπουδαίος εκπρόσωπος του αριστοτελισμού (χρωματισμένου νεοπλατωνικά) στο Ισλάμ.

Στη Δύση τον 12ο αι. δίπλα στις σπουδαίες μορφές του Ιμπν Μπάτζα και Ιμπν Τουφάι, δεσπόζει η μεγάλη μορφή του Αβερρόη (1126-1198), που ήταν ο κατεξοχήν αριστοτελικός φιλόσοφος και υπομνημάτισε ολόκληρη σειρά του αριστοτελικού corpus, εκπονώντας τριών ειδών υπομνήματα στα έργα του Αριστοτέλη: το Μεγάλο, το Μεσαίο και το Μικρό υπόμνημα.

Αλλά ας δούμε το απόσπασμα από το άρθρο του ο κ. Καμπύλης που αναφέρεται στο παραπάνω θέμα:

Ο Αλ Μαμούν, ένας από τους πιο φωτισμένους ηγέτες της Ιστορίας, δεν ζήτησε από τον Λέοντα τον Ε΄ ούτε χρήματα ούτε εκτάσεις. Αλλά την άδεια να αποκτήσει μια συλλογή από επιστημονικά συγγράμματα που ήταν αποθησαυρισμένα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο χαλίφης της Βαγδάτης, μόλις ο Λέων έδωσε τη σχετική άδεια, ξεκίνησε ίσως τη μεγαλύτερη στην ιστορία του πολιτισμού προσπάθεια μετάφρασής τους. Αποτέλεσμα ήταν η ακριβής απόδοση του συνόλου της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στα αραβικά. Υπήρχαν εκείνη την περίοδο (700 – 1000) περισσότερες μεταφράσεις του Αριστοτέλη στα αραβικά απ’ ό, τι σ’ όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες.

Οπως υποστηρίζει ο Κ. Π. Ρωμανάς (καθηγητής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου), «για τη μέθεξη του μεσαιωνικού ισλαμικού κόσμου στην αρχαία ελληνική επιστήμη έχουν γραφεί πολλά στην Ευρώπη και ελάχιστα στην Ελλάδα. (…) Ακόμη και στην Ευρώπη, που παρέλαβε τα φώτα της ελληνικής παιδείας σε μεγάλο βαθμό από το Ισλάμ των Αράβων, η συνείδηση αυτής της οφειλής της μόλις πρόσφατα άρχισε να επεκτείνεται. (…) Είναι προφανές ότι ένας ελληνισμός, που βρήκε την υποτιθέμενη φυσική του συνέχεια στην Ορθοδοξία, δεν θα μπορούσε παρά να αποκτήσει εξίσου φυσικά τους ίδιους εχθρούς μ’ εκείνη».

Τον Μεσαίωνα (1050 – 1100), ο πιο φημισμένος αριστοτελικόςφιλόσοφος στη Δύση ήταν ένας Αραβας από την Κόρντοβα, ο ευρύτερα γνωστός σήμερα ως Αβερρόης. Αυτός και διάσημοι άλλοι Αραβες στοχαστές θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό οι προάγγελοι των πανεπιστημίων στην Ευρώπη. Ο Αβερρόης πολεμήθηκε (στην εποχή του) απ’ όλες τις θρησκείες ως ο μεγαλύτερος αιρετικός της ιστορίας. Το να διδάσκεις τη θνητότητα της ψυχής ως συνέπεια της στενής της εξάρτησης από το σώμα δεν ήταν μικρή υπόθεση.

Αλλά στην κατασκευή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας δεν υπάρχει ο Αβερρόης ή ο Αβικένας, παρά μόνον ο Πλήθων Γεμιστός (σημαντική η παρέμβασή του και σχετίζεται ευθέως με το ξέσπασμα της Αναγέννησης αλλά η καύσιμη ύλη είχε συσσωρευτεί από τους Αραβες σοφούς του 10ου και 11ου αιώνα). Κάπως έτσι καθορίστηκε (και στην πράξη) η σχέση μας με το Ισλάμ. Με μισές αλήθειες και πάντοτε από πάνω. Από την εκάστοτε εξουσία με τις παρεμβάσεις της ή με την πλήρη απουσία της (όπως τα τελευταία χρόνια).

(Απόσπασμα από το άρθρο « Η (ελληνική) νεύρωση με το Ισλάμ»

από την εφημερίδα "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" της 31.5.2009)

Αλλά το ενδιαφέρον του Αλ Μαμούν για τα ελληνικά γράμματα και την ελληνική παιδεία φαίνεται και από το παρακάτω περιστατικό που έχει σχέση με τον Λέοντα τον Μαθηματικό.

Μια μέρα παρουσίασαν στον Αλ Μαμούν έναν Βυζαντινό αιχμάλωτο ο οποίος έλυσε με εξαιρετική ευκολία μαθηματικά προβλήματα που βασάνιζαν επί μήνες τους επιστήμονες της αυλής. Στον εντυπωσιασμένο χαλίφη ο αιχμάλωτος ανέφερε ότι ο ίδιος είναι ένας μέτριος μαθητής ενός άσημου διδασκάλου των μαθηματικών ονόματι Λέων.

Ο χαλίφης όταν το πληροφορήθηκε ότι στην Κωνσταντινούπολη ζούσε σε έσχατη φτώχεια κάποιος Έλληνας σοφός, που ονομάζονταν Λέων – άλλοι τον ονόμαζαν Φίλωνα – έγραψε προς αυτόν ιδιόχειρη επιστολή, προσκαλώντας τον στην Βαγδάτη, υποσχόμενος μάλιστα πλούσιες αμοιβές. Ο Λέων επέδειξε την επιστολή στον αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος απαγόρευσε στον σοφό να μεταβεί στην Βαγδάτη. Σε ανταμοιβή δε του επέτρεψε να διδάσκει δημόσια και του όρισε ισόβιο αυτοκρατορικό χορήγημα.

Ο Αλ Μαμούν τότε πρoσέφερε στον αυτοκράτορα Θεόφιλο εκατό στατήρες (4400 οκάδες) χρυσού και διαρκή ειρήνη, με το όρο να αποστείλει για κάποιο χρονικό διάστημα τον Έλληνα σοφό στην Βαγδάτη, αλλά ο Θεόφιλος απέρριψε την πρόταση του χαλίφη.

Και τότε, για τον λόγο αυτό, ο χαλίφης Αλ Μαμούν κήρυξε πόλεμο κατά της αυτοκρατορίας του Θεόφιλου! Ο πόλεμος, ο οποίος κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πόσο θα κρατούσε, κράτησε τελικά 3 χρόνια καθώς το 833 πέθαινε ο μεγάλος αυτός παθιασμένος εραστής του ελληνικού πολιτισμού.

Κήρυξε λοιπόν ο χαλίφης Αλ Μαμούν τον πόλεμο στον Θεόφιλο, λόγω της άρνησης του τελευταίου να του δανείσει τον σοφό Λέοντα . Εισέβαλε με πολυπληθή στρατό δια της Αντιόχειας, Μυσίας και Ταρσού στο Βυζαντινό κράτος και κυρίευσε πολλά φρούρια και πολλούς αιχμαλώτους. Αφού διαχείμασε στη Δαμασκό, επήλθε εκ νέου κατά το επόμενο έτος, στη Μικρά Ασία, πολιόρκησε την Ηράκλεια, κυρίεψε τριάντα φρούρια και αφού συνέλαβε πλήθος αιχμαλώτων επανήλθε στη Δαμασκό, διότι πλησίαζε ο χειμώνας.
Τον επόμενο χρόνο έπραξε αναλόγως και επιστρέφοντας
πέθανε πλησίον της Ταρσού.

Ο Αλ Μαμούν ήταν έβδομος χαλίφης της Βαγδάτης από την δυναστεία των Αββασιδών. Εκπαιδεύτηκε στη σχολή του Γκιαφάρ Μπεν Υαχία, την οποία λάμπρυνε φιλοσοφικό σύστημα με βάση την επιείκεια. Εκεί δε αναπτύχθηκε σ’ αυτόν η αγάπη προς τις επιστήμες και τα γράμματα, των οποίων υπήρξε μέγας προστάτης καθ’ όλη την διάρκεια της βασιλείας του.

Πράγματι, επί των ημερών του η Βαγδάτη, η οποία ήταν θεμελιωμένη επί της αρχαίας ελληνικής πόλης Κτησιφώντος, υπήρξε η σημαντικότερη αποθήκη του εμπορίου, μεταξύ Βυζαντίου, Αιγύπτου, Αραβίας, Ινδιών και Περσίας και τα εισρέοντα σ’ αυτήν πλούτη ήταν πάμπολλα. Μεταβλήθηκε δε σε μεγάλο κέντρο σοφών της Ασίας και της Ευρώπης. Η επιστήμες και τα γράμματα επέφεραν πλήρη μεταβολή των ηθών και τίποτε δεν έμοιαζε εκεί με την τραχύτητα των ηθών και τη σύγχυση των ιδεών της υπόλοιπης Ασίας.

Οι σοφοί της χώρας μελετούσαν τα συγγράμματα της αρχαίας Ελλάδας, τα δε ελληνικά χειρόγραφα ήταν περιζήτητα και μεταφραζόμενα κυκλοφορούσαν σ’ όλη την αυτοκρατορία. Οι επιστημονικές και φιλοσοφικές ιδέες διαδίδονταν ευρύτατα στην κοινωνία και την καθιστούσαν ευρυθμότερη, όχι μόνο στην διοίκηση αλλά και σ΄ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής.

Ο σοφός μονάρχης διέταξε την μετάφραση όλων των ελληνικών φιλολογικών έργων. Όλοι οι κάτοικοι, διαθέτοντας σε λαμπρές μεταφράσεις τα ελληνικά συγγράμματα, μπορούσαν να καρπωθούν απ’ αυτά χρήσιμες γνώσεις. Οργάνωσε μάλιστα την δημόσια εκπαίδευση κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η θεωρία να συνδυάζεται με την πειραματική διδασκαλία. Αυτή η μέθοδος συντέλεσε τα μέγιστα στην διανοητική πρόοδο της χώρας.

Ο Αλ Μαμούν παρακολουθούσε αυτοπροσώπως την διδασκαλία στα ανώτερα εκπαιδευτήρια, προικισμένος δε με μεγάλη οξύνοια και αναζητώντας παντού την αλήθεια των φαινομένων, απέκτησε βαθύτατες επιστημονικές γνώσεις και κατέλαβε εξέχουσα θέση μεταξύ των σοφών της εποχής του.

Περί του μεγάλου αυτού ηγεμόνα λέχτηκε πολλές φορές ότι εξάσκησε στην Ανατολή τέτοια επίδραση όπως αυτή των Μεδίκων και του Λουδοβίκου ΙΔ΄ στη Δύση. Υπάρχουν μάλιστα συγγραφείς που διατείνονται ότι η δοθείσα από τον Αλ Μαμούν πνευματική ώθηση προανάγγειλε την περίοδο της αναγέννησης της Δύσης. Η πολιτική αυτή του χαλίφη, όπως ήταν φυσικό, συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην άμβλυνση του θρησκευτικού φανατισμού του Ισλάμ.

Λόγω της μεγάλης επιθυμίας του να επωφεληθεί από τις γνώσεις των Ελλήνων, απέστειλε ανθρώπους στις διάφορες χώρες με εντολή να συλλέξουν ό,τι πολύτιμο σύγγραμμα εύρισκαν. Στην συνθήκη ειρήνης που υπαγόρευσε στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Γ΄, ένας από τους όρους απαιτούσε την παράδοση στους Άραβες διαφόρων ελληνικών συγγραμμάτων, μεταξύ των οποίων και ενός χειρογράφου της Μαθηματικής Συντάξεως του Πτολεμαίου.

Πολλά ελληνικά βιβλία συνέλεξε κι από την κατακτηθείσα από τους Μουσουλμάνους Κύπρο, στην οποία είχε αποστείλει ειδική για τον λόγο αυτόν αποστολή. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα συγγράμματα μεταφράστηκαν στην αραβική.

Παρά τον επικρατούντα, κατά την εποχή εκείνη, θρησκευτικό φανατισμό συνάθροισε στην Βαγδάτη τους σοφούς διαφόρων εθνοτήτων, προς τους οποίους φέρονταν με μεγάλη προσήνοια, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν του τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός. Τους σοφούς αυτούς συγκαλούσε μια φορά την εβδομάδα στ’ ανάκτορά του και υπέβαλε στον έλεγχό τους όλα τα μεταφραζόμενα έργα.

Ίδρυσε δυο αστεροσκοπεία, ένα στη Βαγδάτη κι ένα στην Δαμασκό. Επί της χαλιφείας του έγιναν πολλές σπουδαίες αστρονομικές παρατηρήσεις και ανακαλύψεις.

Φτάνοντας στο τέλος αυτού του άρθρου αξίζει να αναφερθούμε και στο μήλο της έριδος που προκάλεσε τον πόλεμο που αναφέραμε δηλαδή να αναφερθούμε στον Λέοντα τον Μαθηματικό.

Ποιος ήταν λοιπόν αυτός ο Λέων;

Ο μεγάλος Βυζαντινός λόγιος και «πρύτανης» του Πανδιδακτηρίου της Κωνσταντινουπόλεως Λέων, ήταν γνωστός στην εποχή του ως Λέων ο φιλόσοφος ή μαθηματικός. Γεννήθηκε κάπου στη Θεσσαλία, γύρω στο 790 μ.Χ. Τη στοιχειώδη εκπαίδευση την έλαβε στην Άνδρο, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Κατόπιν, σπούδασε γραμματική στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και φιλοσοφία. Η μεγάλη του αγάπη όμως ήταν οι θετικές επιστήμες. Γι’ αυτό ξαναγύρισε στην Άνδρο και, υπό την καθοδήγηση κάποιου σοφού δασκάλου – μοναχού, άρχισε την αναζήτηση σπάνιων χειρογράφων μαθηματικών και αστρονομίας.


Ένας χρονογράφος της εποχής αναφέρει τα εξής για τη δίψα του Λέοντος για γνώση: «Ενώ τον θαύμαζαν πολλοί για τη σοφία του και τον τρόπο κατά τον οποίο έφθασε στο ύψιστο σημείο όλων των επιστημών, λέγεται ότι είπε (ο Λέων) σε κάποιο φίλο του, πως τη γραμματική και την ποιητική την έμαθε όταν έμενε στην Κωνσταντινούπολη, τη δε ρητορική και τη (φυσική) φιλοσοφία και τη γνώση των αριθμών, την απέκτησε όταν ήρθε στην Άνδρο. Διότι εκεί, αφού συνάντησε κάποιον σοφό άνθρωπο και διδάχθηκε απ’ αυτόν κάποιες θεμελιώδεις γνώσεις, επειδή η ποσότητα της γνώσης που βρήκε δεν τον ικανοποίησε, άρχισε να τριγυρίζει στα μοναστήρια και ερευνούσε τα βιβλία που υπήρχαν και προσπαθούσε να τα αποκτήσει. Ανέβαινε κατόπιν στις κορυφές των βουνών και, με μεγάλη προσοχή, αφού εμβάθυνε στη μελέτη των βιβλίων, ανυψωνόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο ύψος της γνώσης. Όταν χόρτασε πλέον να μαθαίνει, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα και άρχισε να σπέρνει τα σπέρματα των επιστημών στη σκέψη όσων επιθυμούσαν». Από το παραπάνω απόσπασμα συμπεραίνεται αβίαστα, πέρα από τη μεγάλη μόρφωση του Λέοντος και το ότι πολλές μονές, ακόμη και απομακρυσμένων από την πρωτεύουσα περιοχών, φύλασσαν σπάνια επιστημονικά συγγράμματα στις βιβλιοθήκες τους και γίνονταν πόλοι έλξης και σημεία συνάντησης διαφόρων μορφωμένων Ελλήνων, κληρικών και λαϊκών.

Μετά την επιστροφή του στην Πόλη το 835, ο Λέων εργάστηκε ως ιδιωτικός δάσκαλος, «μαϊστωρ» των θετικών επιστημών. Ζούσε μία πολύ ταπεινή και φτωχική ζωή μέχρι τη γνωριμία του με τον τότε εικονομάχο αυτοκράτορα Θεόφιλο (829 – 843 μ.Χ.).


Ο Λέων, αν και φημισμένος στους κύκλους των λογίων της πρωτεύουσας, έγινε διάσημος χάρη σε τυχαίο περιστατικό. Ένας μαθητής του που ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία, σε συμπλοκή με Άραβες στρατιώτες, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στις φυλακές της Βαγδάτης, της τότε περίφημης πρωτεύουσας του πανίσχυρου Χαλιφάτου των Αββασιδών. Εκεί κατόρθωσε να γίνει δεκτός από τον φιλομαθή χαλίφη Αλ Μαμούν (ανιψιό του γνωστού χαλίφη Χαρούν - αλ – Ρασίντ, πρωταγωνιστή στη συλλογή παραμυθιών «Χίλιες και μία νύχτες»). Ο χαλίφης εντυπωσιάστηκε από τις μαθηματικές γνώσεις του νεαρού Έλληνα που αποστόμωσε τους Άραβες μαθηματικούς. Αφού ελευθέρωσε αμέσως το νεαρό στρατιώτη και τον έκανε καθηγητή στο πανεπιστήμιο των ανακτόρων της Βαγδάτης, ζήτησε πληροφορίες για το επιστημονικό επίπεδο των Βυζαντινών.


Ο Έλληνας, αφού τον διαβεβαίωσε ότι στη Ρωμανία υπήρχαν χιλιάδες νέοι που ασχολούνταν με τις επιστήμες (ενδεικτικό του γεγονότος ότι η γνώση στο Βυζάντιο ήταν προσιτή σε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό λαϊκών που το επιθυμούσαν άσχετα από την κοινωνική τους θέση ή την οικονομική τους κατάσταση, πράγμα αδιανόητο ακόμα στη Δύση), του μίλησε για το Λέοντα. Τότε ο Αλ Μαμούν εντυπωσιασμένος, στέλνει με το νεαρό μαθηματικό μία επιστολή στο Λέοντα θέτοντάς του διάφορα μαθηματικά προβλήματα. Ο Λέων τα επιλύει χωρίς δυσκολία. Κατενθουσιασμένος τότε ο χαλίφης στέλνει δύο ακόμα επιστολές, μία στο Λέοντα ζητώντας του να έρθει να διδάξει στη Βαγδάτη και μία στο Θεόφιλο ζητώντας του να επιτρέψει να έρθει ο σοφός δάσκαλος στο Χαλιφάτο, τάζοντας 2.000 λίτρες χρυσού και αιώνια ειρήνη! Και καταλήγει με τα εξής : «Αν γίνει αυτό (δηλαδή η αποστολή του Λέοντα στη Βαγδάτη), όλο το γένος των Σαρακηνών θα υποκλιθεί μπροστά σου και πλούτου θα αξιωθείς τόσου, όσον δεν είδαν μάτια ανθρώπου!». Ο Θεόφιλος, όμως, αρνήθηκε.


Από τότε ξεκινά για το Λέοντα μία λαμπρή σταδιοδρομία. Ο Θεόφιλος τον χρηματοδοτεί και του παραχωρεί το ναό των Αγίων Σαράντα μαρτύρων για να διδάσκει. Οι διαλέξεις του παραδίδονταν δωρεάν. Το 840 μ.Χ., κατόπιν ταχείας, αντικανονικής ανάβασης στις βαθμίδες της ιεροσύνης, ο Λέων χειροτονείται μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Γρήγορα, όμως, καθαιρείται, ως εικονομάχος επίσκοπος από τη θρόνο του το 843 μετά την οριστική αναστήλωση των εικόνων και επιστρέφει στην Βασιλεύουσα. Εκεί, με την αμέριστη συμπαράσταση της αυτοκράτειρας αγίας Θεοδώρας (η οποία ήταν που τον καθαίρεσε από τον επισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης), του γιου της αυτοκράτορα Μιχαήλ ΄Γ (του Μέθυσου) και του Καίσαρα (πρωθυπουργού) Βάρδα, ανασυγκροτεί το «Πανδιδακτήριον» της Μαγναύρας και το 855 μ.Χ. αναγορεύεται σε «Ύπατο των φιλοσόφων», δηλαδή σε ένα είδος πρύτανη.

Στο νέο κρατικό «παιδευτήριον της σοφίας» συρρέουν χιλιάδες φοιτητές δωρεάν και παρακολουθούν τα μαθήματα που παραδίδει ο Λέων (μαθηματικά – άλγεβρα και γεωμετρία – αστρονομία και μουσική), η «τετρακτίς» των Βυζαντινών και εν συνεχεία το “quadrivium” των Δυτικών). Μαθητές του ήταν μεγάλα ονόματα της «Μακεδονικής Αναγέννησης» (867 – 1081), όπως ο Μέγας Φώτιος. Ο Αρέθας Πατρών, οι Κύριλλος και Μεθόδιος, ο αστρονόμος Θεοδήγιος που τον διαδέχθηκε στην «πρυτανεία» κ.α.).

Το έργο του Λέοντος ως μαθηματικού – αστρονόμου αλλά και μηχανικού ήταν πολυτιμότατο. Πρώτος παγκοσμίως εισήγαγε τα γράμματα αντί των αριθμών τόσο στη θεωρητική αριθμητική όσο και στην άλγεβρα (π.χ. στις εξισώσεις) και όχι οι Άραβες (οι οποίοι εισήγαγαν ως αριθμητικά σημεία τους ινδικούς αριθμούς που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα). Διέσωσε όλα τα συγγράμματα μεγάλων Ελλήνων επιστημόνων όπως του Απολλωνίου, του Περγαίου, του Θεωνά του Αλεξανδρέως, του μεγάλου Ευκλείδη – με ερμηνευτικά σχόλια του ιδίου, χρησιμοποιημένα κατόπιν κατά κόρον στη Δύση – του Αρχιμήδη και του Πτολεμαίου και φρόντισε για τη μεταφορά πολλών εξ αυτών των έργων στην αυλή του χαλίφη. Επίσης, συνέταξε αστρονομικούς πίνακες και διόρθωσε ένα λάθος του αστρονόμου Πορφυρίου σχετικά με την κίνηση των πλανητών. Δυστυχώς από το μεγάλο συγγραφικό του έργο δεν σώζεται τίποτα, με την εξαίρεση των σχολίων του Ευκλείδη, λόγω του χρόνου και, κυρίως, του θρησκευτικού φανατισμού κάποιων εικονολατρών, που μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας και την επικράτηση της λατρείας των εικόνων, «εξαφάνισαν» τα έργα του εικονομάχου επιστήμονα, μετά το θάνατό του.

Πιο γνωστός , όμως, κατέστη για την τελειοποίηση του αρχαίου συστήματος τηλεπικοινωνίας, του οπτικού τηλέγραφου. Ως γνωστόν φρυκτωρικούς πύργους χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι από την αρχαιότητα για να προειδοποιούν για επικείμενες επιδρομές. Οι «αλυσίδες», όμως, των φρυκτωριών είχαν μήκος μόνο μερικών δεκάδων χιλιομέτρων. Ο Λέων δημιούργησε μία αλυσίδα μόλις επτά φρυκτωρικών πύργων – σταθμών, μήκους περίπου δύο χιλιάδων χιλιομέτρων (!) από την Κωνσταντινούπολη ως την Ταρσό της Κιλικίας, τους οποίους και έκτισε στις ψηλότερες κορυφές των οροσειρών που μεσολαβούσαν μεταξύ των δύο πόλεων, ώστε η φωτιά τους να είναι ορατή από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Το σύστημα μετέδιδε όχι ένα αλλά δώδεκα διαφορετικά μηνύματα (όπως επιδρομή, νίκη ή ήττα, υποχώρηση του εχθρού, πυρκαγιά, σεισμό ή πλημμύρα κ.α.). αυτό ήταν δυνατό χάρη σε δύο τέλεια συγχρονισμένα μηχανικά ρολόγια (τα πρώτα μηχανικά ρολόγια στην ιστορία!) τοποθετημένα στα δύο άκρα της φρυκτωρικής αλυσίδας, που λειτουργούσαν με βάση μία διαίρεση της ημέρας σε σταθερές ώρες με αντίστοιχα συμφωνημένα 12 μηνύματα. Με το παραπάνω σύστημα, το αυτοκρατορικό επιτελείο στην Κωνσταντινούπολη μπορούσε να πληροφορηθεί για το τι συνέβαινε στο καίριας σημασίας ανατολικό μεθοριακό μέτωπο από μία έως το πολύ έντεκα ώρες! Αυτή η ταχύτητα μετάδοσης μηνυμάτων σε μεγάλες αποστάσεις ξεπεράστηκε μόλις το 19ο αιώνα με την ανακάλυψη του τηλέγραφου! Δυστυχώς, το σύστημα λειτούργησε για πολύ λίγο γιατί, όταν οι Άραβες κατέλαβαν την Ταρσό μερικές δεκαετίες αργότερα, κατέστρεψαν και το μηχανικό ρολόι της πόλης.

Τέλος, ο Λέων, βαθύς γνώστης της αλεξανδρινής τεχνολογίας, δημιούργησε διάφορα «αυτόματα» μεταλλικά αντικείμενα για τα βυζαντινά ανάκτορα, αξιοποιώντας την υδροστατική και αεροστατική πίεση. Έτσι, κατασκεύασε και τοποθέτησε στην αίθουσα του θρόνου, στον «Χρυσοτρίκλινο» (ανάκτορο του 6ου αι.), έναν επιχρυσωμένο πλάτανο που στα κλαδιά του κουνούσαν τα φτερά τους και κελαηδούσαν χρυσά πουλιά, ενώ στην κορυφή του ένας αυτόματος χρυσός άγγελος έπαιζε σάλπιγγα. Κάτω το δένδρο ολόχρυσοι αυτόματοι οινοχόοι κερνούσαν κρασί τους καλεσμένους του αυτοκράτορα! Στη μαρμάρινη βάση του θρόνου, ορειχάλκινα επιχρυσωμένα λιοντάρια, όποτε κάποιος πλησίαζε το θρόνο, σηκώνονταν όρθια, άνοιγαν το στόμα και βρυχιόνταν!

Το πιο εντυπωσιακό επίτευγμα του Λέοντος στον τομέα του αυτοματισμού υπήρξε κατά το «Περί βασιλείου τάξεως», έργο του Κωνσταντίνου ΄Ζ Πορφυρογέννητου (912 – 949) το «μηχανικόν σάρωθρον», δηλαδή μια μηχανική χελώνη που καθάριζε τους δρόμους της Βασιλεύουσας, ίσως χρήσιμη και για τους σύγχρονους οδοκαθαριστές! Όλα αυτά τα εντυπωσιακά μηχανήματα, σύμφωνα με τις πηγές αχρηστεύτηκαν από τους ίδιους τους Βυζαντινούς σε εποχές οικονομικής δυσπραγίας, οπότε είτε τα έλιωναν για να κόψουν χρυσά και χάλκινα νομίσματα, είτε επειδή δεν μπορούσαν να τα συντηρήσουν, τα πετούσαν.

Πηγές:

Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 31ης Μαΐου 2009

http://en.wikipedia.org/

http://el.wikipedia.org

http://www.acadimia.gr/content/view/47/35/1/3/lang,el/

http://www.antibaro.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=713&Itemid=292

· Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια
· Ε. Λ. Μπουρδάκου : «Αρχαία ρομπότ», β΄ έκδοση, εκδόσεις «Ελεύθερη Σκέψις», Αθήνα, 2002.
· P. Lemerle : «Ο πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1981.
· Β. Σπανδάτου κ.λ.π. : «Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής Εποχής», εκδ. «Αίθρα», Αθήνα, 1996.


Δεν υπάρχουν σχόλια: