Tης Mαριαννας Tζιαντζη
Ενα από τα καλά του Ιντερνετ είναι ότι ψάχνοντας μπορεί κανείς να αντικρίσει διαμάντια, ακόμα και όταν ο αρχικός στόχος μας ήταν η άντληση μιας απλής πληροφορίας. Ενα από τα κακά είναι ότι μπορούμε να ξοδέψουμε ατέλειωτες ώρες τσαλαβουτώντας στα ρηχά. Πριν από λίγες μέρες, καθώς γύρευα κάποια βιογραφικά στοιχεία για έναν παλιό λόγιο, έφτασα στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Πάτρας. Γκουγκλάροντας, λοιπόν, κλικάροντας, σκρολάροντας, άραξα στη στήλη «Εργα και ημέραι» σε ένα φύλλο του «Νουμά» του 1908 που την υπογράφει «Ο ρεπορτέρης». Το κείμενο, που ξεχείλιζε από πάθος και φρεσκάδα, είχε τίτλο «Δημοτικιστής από ανάγκη» και μετέφερε, με αρκετή ελευθερία και όχι λέξη προς λέξη, μια συζήτηση του συντάκτη με έναν «χτηνίατρο» της Αθήνας, που είχε γράψει το βιβλίο «Αγελαδάρης» με πρακτικές συμβουλές προς τους κτηνοτρόφους. Ο ίδιος, που είχε εκδώσει και άλλα δύο βιβλία με παρόμοιο περιεχόμενο, όλα στη δημοτική, δεν είχε καμία σχέση με τους κύκλους των δημοτικιστών της εποχής, δεν ήταν καν αναγνώστης του «Νουμά». Οχι για λόγους αρχής, αλλά απλώς δεν προλάβαινε, είχε τις δουλειές του ο άνθρωπος.
Ο κτηνίατρος εξηγεί ότι αποφάσισε να γράψει στη δημοτική «από ανάγκη», για να τον καταλαβαίνουν οι άνθρωποι του λαού στους οποίους απευθυνόταν. Και όταν ο «ρεπορτέρης» παρατηρεί ότι μερικοί φέρνουν το παράδειγμα των «φημερίδων», που τότε γράφονταν στην καθαρεύουσα, ο συνομιλητής του του απαντά: «Ψέμα. Ο λαός νοιώθει τα μισά απ’ τις φημερίδες, και τ’ άλλα μισά που δε νοιώθει τα παίρνει για σοφίες...»
Σήμερα σχεδόν όλες οι «φημερίδες» είναι γραμμένες σε εύληπτη γλώσσα, εύκολα μπορεί να τις καταλάβει κάποιος με μέση και χαμηλή μόρφωση, μόνο που ο μέσος Ελληνας αγοράζει και διαβάζει εφημερίδες και περιοδικά πολύ λιγότερο από ό,τι ο πολύ λιγότερο μορφωμένος «μέσος Ελληνας» στις μεταπολεμικές δεκαετίες. (Ταυτόχρονα, όμως, νιώθουμε τα μισά από όσα μας λένε οι πολιτικοί και τα άλλα μισά τα παίρνουμε είτε για σοφίες είτε για ψέματα και πόζα.)
Στην εποχή του «Νουμά» ήταν σαφής η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους δημοτικιστές και τους υπερασπιστές της καθαρεύουσας. Σήμερα άλλες διαχωριστικές γραμμές, λιγότερο ευθύγραμμες, χαράζονται και βαθαίνουν: ανάμεσα σε αυτούς που διαβάζουν στο χαρτί και εκείνους που διαβάζουν μόνο ή κυρίως στην οθόνη, ανάμεσα σε αυτούς που εξακολουθούν να διαβάζουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και εκείνους που διαβάζουν ελάχιστα ή καθόλου.
Ενας τεχνοσκεπτικιστής (και όχι τεχνοφοβικός) σχολιαστής, ο λευκορωσικής καταγωγής Εβγκένι Μορόζοφ, ανησυχεί για τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε μια μορφωμένη ελίτ και ένα αναδυόμενο «κυβερνο-λούμπεν προλεταριάτο». Η διαδικτυακή ελίτ αξιοποιεί το νέο ψηφιακό περιβάλλον αναζητώντας έξοχα οnline εργαλεία για επιστημονική έρευνα και συνεργασία, καθώς και για αξιόπιστη ενημέρωση και για πρόσβαση σε αρκετές μορφές τέχνης, κλασικές και νέες. Οι χρήστες της δεύτερης κατηγορίας, σύμφωνα με τον Μορόζοφ, παρασύρονται από τον ψηφιακό ανεμοστρόβιλο των κουτσομπολίστικων σάιτ, των ευτελών βιντεογκέιμ, της πορνογραφίας, των άφθονων σκουπιδομπλόγκ, των ρατσιστικών ιστοσελίδων, των χρονοβόρων εικονικών συναναστροφών στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης.
Είναι αυτονόητο ότι εξω-ιντερνετικοί και όχι ενδο-ιντερνετικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί, είναι εκείνοι οι παράγοντες που θα ενισχύσουν τη μια ή την άλλη τάση. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα ξημερώσει η μέρα που οι περισσότεροι θα υποχρεωνόμαστε «από ανάγκη» να γράφουμε, να διαβάζουμε και να κατανοούμε μόνο μηνύματα των 17 λέξεων και ότι θα πληθαίνουν οι θαυμαστοί «ρεπορτέρηδες», ανώνυμοι και μη.
Πηγή:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_21/03/2010_394766
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου