Τα μικρά νησιά του Αρχιπελάγους
Του Σπ. Ι. Ασδραχα*
Από τις βραχονησίδες και τους Καλόγηρους, που αναθυμηθήκαμε σε δύο συνεχή σημειώματα, ας πάμε στα μικρά νησιά του Αρχιπελάγους: όχι όπως έχουν σήμερα με την τουριστική «βιομηχανία» (πώς χάνουν στ’ αλήθεια οι λέξεις το νόημά τους, για να καταλήξουν να είναι αυγότσουφλα χωρίς κρόκο και ασπράδι), αλλά όπως ήταν κάποτε, βαθιά μέσα στον χρόνο, όταν τουρίστες ήταν οι περιηγητές, για ορισμένα απ’ αυτά οι κουρσάροι ή και οι μαθητές, ακόμα και οι μετανάστες που, ωστόσο, δεν αναζητούσαν «σταθμούς» αλλά μόνιμες εγκαταστάσεις. Κι απ’ αυτά τα νησιά διαλέγω ένα παράδειγμα, την Πάτμο, για να περιοριστώ σε ένα ατομικό παράδειγμα που εικονογραφεί, όμως, συνολικές καταστάσεις.
Πώς μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε τις αλλοτινές τους κοινωνίες; Οι μέθοδοι είναι (σε τελευταία ένσταση ή ανάλυση) δύο: από το τώρα στο πριν και από το πριν, αν όχι στο τώρα, τουλάχιστον στο (διαψευσμένο κατά κανόνα) απόγειό τους. Η οπισθοβατική μέθοδος ενέχει τη δυναμική, αλλά αυτή η δυναμική ενέχεται (έστω ως «αποβολή») και στην άλλη μέθοδο.
Πέρα από τις μεθόδους υπάρχουν και τα τεκμήρια, οι γραπτές συγχρονικές καταγραφές, αλλά και οι άφωνες (μη εγγράμματες στην κυριολεξία) μαρτυρίες: ο χώρος με τις χρησιμοποιήσεις του, τα οικιστικά του λείψανα ή συνέχειες οικιστικές, με πλήθος δηλαδή «ου φωνητών» μνημείων. Τα γραπτά, πολυμιγή, δεν είναι πάντα εύκολο να συγκροτηθούν σε μωσαϊκό με, σχετικώς, ισομεγέθεις ψηφίδες ή υπακούοντας σε μια βαθμιδωτή (χωρίς άλματα) κλίμακα. Αν συνεχίσουμε όμως έτσι, δεν θα ’χουμε τελειωμό. Ας πούμε μόνο ότι κάθε κατηγορία μαρτυριών μπορεί να εκληφθεί ως ένα σύνολο και όλα τα σύνολα να κληθούν να δώσουν απάντηση σε ένα θεμελιακό ερώτημα. Φοβούμαι, ωστόσο, ότι έτσι που ξεκίνησα, τα δύο σημειώματα που «προγραμμάτιζα» θα γίνουν τρία.
Kινητικότητα
Πριν ακροθίξουμε αυτά τα μεθοδολογικά, ας επαναλάβουμε ότι η σημερινή εποχική κινητικότητα των νησιών, η οφειλόμενη στον τουρισμό, έχει το προηγούμενό της σε διαφορετική, όπως λέγαμε, ένταση: η κινητικότητα αυτή είναι συνάμα διανησιωτική και διηπειρωτική και αφορά σε πλόες που υπερβαίνουν τη μεσογειακή λεκάνη: ο πόλεμος είναι μια από τις αιτίες τους, όχι η κύρια, γιατί το διαχρονικό τους βάθρο είναι το εμπόριο, συμπλεγμένο, εξυπακούεται, μ’ αυτόν από τους απώτερους ήδη χρόνους και με τη ληστεία. Ας ξεφύγουμε από τις άχρονες γενικεύσεις.
Ολα τα μικρά νησιά του Αρχιπελάγους δεν έχουν μια κοινή φυσιογνωμία υπαγορευόμενη αποκλειστικά από την εμπορική διακίνηση: αν έχουν μια κοινή φυσιογνωμία είναι η αγροτικότητα με τονισμένο κάποτε το σύνδρομό της, την κτηνοτροφία. Αναπαραστάσεις αυτής της πολυμιγούς μεσογειακής αγροτικής οικονομίας έχουμε, όπως σημειώσαμε, σε πολλές γραπτές πηγές, ανάμεσά τους οι απογραφές του φορολογούμενου πληθυσμού και των πηγών, ορισμένων και όχι όλων, των εισοδημάτων τους. Στις οθωμανικές προέχει το γενικό μοντέλο, εκείνο της αγροτικής οικονομίας: αν τις παίρναμε τοις μετρητοίς θα αποκομίζαμε μια σφαλερή εντύπωση, ότι δηλαδή τα νησιά ήταν υπόφορα του ψωμιού που δίνει η γη (όπως λέγει στον «Θάνατο του Ηλιου» ο Παντελής Πρεβελάκης, για τον οποίο κάποια στιγμή ελπίζω να μιλήσουμε). Σφαλερή εντύπωση αλλά όχι άμοιρη αληθείας, γιατί η αγροτική σταθερή των μικρών νησιών αποτελούσε μια πραγματικότητα. Δεν ήταν μόνο αυτή η πηγή των νησιωτικών εισοδημάτων.
Τις νόρμες των οθωμανικών καταστιχώσεων έρχονται να διευρύνουν και να ορθολογίσουν κάποιες άλλες καταστιχώσεις, οι κοινοτικές: δεν διευρύνουν το οθωμανικό μοντέλο καταγράφοντας μόνο οικήματα, χωράφια, αμπέλια, καμίνια και δέντρα, αλλά, για να εκπληρωθεί η φορολογική υποχρέωση, παίρνουν υπόψη τους την πραγματική φοροδοτική ικανότητα των κατοίκων, επιβάλλοντας έναν οιονεί φόρο εισοδήματος που τον έλεγαν «τάνσα». Είναι ένα από τα υποσύνολα ή τα παράλληλα σύνολα, για τα οποία μιλούσαμε προηγουμένως. Σ’ αυτά τα σύνολα θα έρθουν να προστεθούν άλλα: συμβόλαια, λογιστικά βιβλία, χρεώγραφα, γενικές εντυπώσεις από τους παρατηρητές, κατά κανόνα ξένους ταξιδιώτες.
Τα τεκμήρια
Οι οθωμανικοί τοπικοί νόμοι, οι κανουναμέδες, που κι αυτοί συντάσσονται ενόψει της ταξινόμησης του φορολογικού εισοδήματος, κάνουν λόγο (κυριολεκτικότερα προβλέπουν) τα μη αγροτικής προέλευσης έσοδα: ωστόσο, δεν υπάρχουν (ή δεν γνωρίζουμε) κανουναμέδες που αφορούν τον καθένα από τους γεωγραφικούς συντελεστές του μικρονησιωτισμού.
Ολα αυτά τα τεκμήρια πρέπει να τα λαβαίνουμε υπόψη, αλλά δεν πρέπει να τ’ ανακατεύουμε: πρέπει, όπως λέγαμε, να τα βλέπουμε και να τα αναλύουμε ως διακριτά σύνολα και να δείχνουμε τις συγκλίσεις ή τις αποκλίσεις τους ενόψει ενός κεντρικού ζητούμενου, της κατανόησης δηλαδή των κοινωνιών και των οικονομιών αυτών των μικρών νησιωτικών κόσμων. Ας ξαναγυρίσουμε στην Πάτμο.
Δεν θα συνοψίσω, φυσικά, την ιστορία της, θα παρουσιάσω απλώς και αδρομερώς την οικονομική της αυτοπροσωπογραφία, όπως αυτή προκύπτει από τα κατάστιχα που κρατούσαν οι κοινοτικές αρχές, δηλαδή οι διαχειριστές του επιδικασμένου φόρου από το οθωμανικό κέντρο, μένοντας στη μια του διάσταση, την αγροτική. Προηγουμένως ας υπενθυμίσω ότι το νησί της Αποκάλυψης τελεί υπό τη θρησκευτική συνεπώς πνευματική, κοινωνική και οικονομική ηγεμονία του μοναστηριού του: εστία παιδείας, κέντρο εσωτερικής και εξωτερικής μοναστικής διακίνησης και εγκατάστασης, θησαυροφυλάκιο υλικών αξιών και στέγαστρο ιστορικών (για μας) τεκμηρίων, διαδραματίζει σημαντικούς οικονομικούς ρόλους, είναι κάτοχος του μισού νησιού (αρχικώς, φαίνεται, ολόκληρου), όπου ωστόσο τον 17ο αιώνα (και προφανώς πολύ πριν) συγκεντρώνεται το μέγιστο ποσοστό των ιδιωτικών κλήρων, κατανομή που επικυρώνεται στα 1720 και 1721· έχει τις αντένες του έξω από το νησί, τα μετόχια, και τους ταξιδιώτες μοναχούς που αναζητούν ελέη.
Οι απογραφές που υπαινίσσομαι είναι συγκροτημένες ως προς την ταξινόμηση των φορολογούμενων στο οθωμανικό πρότυπο: έγγαμοι («οικοκυροί»), χήρες, άγαμοι και μια μικρή κατηγορία, οι «γιοβάδες» (που εδώ νομίζω ότι είναι επήλυδες και όχι Πάτμιοι μετανάστες). Οι διακρίσεις αυτές δεν προσφέρονται στην ανάδειξη της κοινωνικής μορφολογίας, συνδράμουν ωστόσο εμμέσως στην αποτύπωση της δημογραφικής. Τα πράγματα γίνονται περισσότερο ενδιαφέροντα, αν αναχθούμε στη σύνθεση και στο μέγεθος των καλλιεργειών, γιατί, επαναλαμβάνω, μένουμε στην αγροτική συνιστώσα της μικρονησιωτικής οικονομίας.
Το «καφίζι»
Η μονάδα μέτρησης είναι μικρή, το «καφίζι», επιβαλλόμενη από το μικρό μέγεθος της καλλιεργητικής μονάδας: μέτρο χωρητικότητας που μεταπίπτει σε μέτρο επιφανείας – πόσα καφίζια σποράς δέχεται ένα αγροτεμάχιο· το καφίζι είναι κάτι λιγότερο από 3,5 χιλιόγραμμα. Ως μέτρο πλέον επιφάνειας χρησιμοποιείται και στον εδαφικό καθορισμό των αμπελιών. Λοιπόν, το 1676 τα χωράφια αντιπροσωπεύουν τα 27% και κάτι της συνολικής έκτασης που καλλιεργείται από τους λαϊκούς· τα «κηπάρια», τα 40% παρά κάτι, τα αμπέλια τα 31% και οι «φυτειές» τα 2% παρά κάτι: σύνολο 3.455 καφίζια κατανεμημένα σε 978 καλλιεργητικές μονάδες. Μικροπράγματα λοιπόν για ένα φορολογούμενο (και όχι συνολικό) πληθυσμό που, την ίδια χρονιά, ελάχιστα θα ξεπερνούσε τις 360 φορολογικές μονάδες: η σιτάρκεια μόλις καλύπτει τον επόμενο αιώνα τους τρεις μήνες. Τα μικρά μεγέθη δεν προδικάζουν και «μικρόχαρη» ζωή στο Αιγαίο, όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Για λόγους που αφορούν την κατανομή του φόρου, οι κοινοτικές αρχές καταγράφουν ως ξεχωριστή φορολογική κατηγορία τους καλλιεργητές των γαιών του μοναστηριού: αντιστοιχούν χοντρικά στο ένα τρίτο των «οικοκυραίων»: δεν είναι αμελητέο ποσοστό.
Eπένδυση στη γη
Αν συσχετίσουμε, πάλι για το 1676, τον αριθμό των ιδιοκτητών με τις επιφάνειες που τους αντιστοιχούν έχουμε: στα 89,64% των ιδιοκτητών αντιστοιχούν τα 19,74% των γαιών, ενώ τα 10,36% νέμονται τα 80,26% των γαιών. Το μέτρο είναι χαμηλό: πόσοι νέμονται το (σχεδόν) διπλάσιο των γαιών που μοιράζεται η συντριπτική πλειοψηφία - το ποσοστό εκείνων που πενταπλασιάζουν ως οχταπλασιάζουν τη βάση σύγκρισης (δηλαδή το διπλάσιο) δεν αντιστοιχεί παρά στα 3,12% του συνόλου.
Καταπονώ τον αναγνώστη με αριθμούς (ίσως εύθραυστους), αλλά έχουν τη σημασία τους. Οχι μόνο γιατί δείχνουν τη μικρή συμβολή του «εγχωρίου» προϊόντος στην όλη οικονομία του νησιού· όχι μόνο, γιατί η μονομερής αναφορά σε ένα τύπο μαρτυριών οδηγεί σε εσφαλμένες εντυπώσεις, αλλά γιατί οι αναδεικνυόμενες διαφοροποιήσεις υποδηλώνουν διηνεκέστερες καταστάσεις.
Θέλω να πω ότι εκείνοι που αποχτήσανε τον πλούτο τους από άλλους δρόμους, πρωτίστως την εμπορία, επενδύουν στη γη. Αυτή η γη δεν είναι μόνο «συμβολικό» κεφάλαιο, ένδειξη κύρους, αλλά και κεφάλαιο πραγματικό, ανταποκρινόμενο στα κατηγορήματα μιας «οικονομίας» (με την πρωταρχική έννοια της λέξης, την οικονομία του οίκου). Διαπλοκή, λοιπόν, οικονομικών στρατηγικών, για τον διαφοροποιητικό συντελεστή των οποίων, την εμπορική, διακίνηση, θα μιλήσουμε στο επόμενο σημείωμα. Ας το προλογίσουμε λέγοντας ότι το εγχώριο προϊόν δεν αποτελεί την προϋπόθεση, παρά σε ελάχιστο βαθμό της εμπορίας: αλλού, ωστόσο, συνιστά το εφαλτήριό της.
*Ο κ. Σπ. Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός
Πηγή:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_01/11/2009_335340
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου