Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ : ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΠΗΧΟΥ



ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ
ΤΟΥ
ΣΑΡΑΝΤΑΠΗΧΟΥ



Το φαράγγι του Σαραντάπηχου, φωτογραφημένο μ’ ένα τρόπο
που θα ταίριαζε ενδεχομένως στον τρόπο που θα το έβλεπε και ο Σαραντάπηχος


«…ναχενε η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια
να πάτου τα πατήματα να ‘πιανα τα κερκέλια
ν’ ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω
να δώσω σείσμα τ’ ουρανού…»
(Ριζίτικο Του Διγενή)


Έδινε, λέει μια δρασκελιά ο Σαραντάπηχος, και περνούσε απέναντι. Μα, πώς να το βάλλει νους ανθρώπου, πως έκανε ένας άνθρωπος ολάκερο φαράγγι, μια μόνο δρασκελιά να το περάσει. Και πιο πολύ, πώς να το βάλει ο νους ενός μικρού παιδιού, που κρεμόταν ωστόσο, από τα χείλη της γιαγιάς του, που ήταν και η αφηγήτρια.
Μόλις περάσανε το Αχλαδούλι κατέβηκε απ’ το γάιδαρο ο πιτσιρίκος για να δει την πατημασιά του Σαραντάπηχου, αποτυπωμένη σε μια τεράστια πλάκα, εκεί στο χείλος της αβύσσου, στη μια πλευρά του φαραγγιού.

-         Γιαγιά, πιστεύεις ότι υπήρχε στ’ αλήθεια ο Σαραντάπηχος;
-         Έτσι λένε…

Αυτή ήταν η απάντηση. Τίποτε ξεκάθαρο. Όλοι οι μύθοι άλλωστε, θέλουν ένα περιθώριο για να μπορούν να αναπνέουν, διαφορετικά χάνουν τη λάμψη και τη μαγεία τους.




Πέρασαν έτσι πολλά χρόνια μακριά από τα υπάρχοντα του Σαραντάπηχου. Τα ακούσματα των παιδικών χρόνων είχαν καταλαγιάσει, αλλά, ως φαίνεται, δεν αποκοιμήθηκαν ποτέ.
Στα χρόνια του Γυμνασίου η ιστορία του Σαραντάπηχου πήρε διαφορετικά φάλτσα, καθώς συνάντησε τον κύκλο των Ακριτικών Τραγουδιών και κυρίως το τραγούδι του Διγενή.


Αυτή είναι η πέτρα του Σαραντάπηχου, με ό,τι απομένει από το παλιό λιθόστρωτο μονοπάτι

Ο πιτσιρίκος είχε μεγαλώσει πια για τα καλά και είχε μπει στον κύκλο των θαυμάτων από μια πόρτα διαφορετική. Ωστόσο, η αφήγηση της γιαγιάς για τον Σαραντάπηχο έμεινε για πάντα ένας αξιόπιστος μπούσουλας.
Έτσι, μεγάλος πια, ο άλλοτε πιτσιρίκος, που πήγαινε στο Καμάρι με τη γιαγιά του να κόψουν σταφύλια, ξαναρωτάει τη γερόντισσα αν πιστεύει ότι κάποτε υπήρχε ο Σαραντάπηχος κι άφησε σε εκείνη εκεί την πέτρα το αποτύπωμα απ’ το πέλμα του.

-         Αστειεύεσαι, κατεργάρη…

Αυτή ήταν η απάντηση τούτη τη φορά. Ειλικρινής, αλλά καθόλου απομυθοποιητική.
Αυτή η γερόντισσα, που δεν ζει πια, ήξερε να κρατάει ένα μέτρο στα πράγματα. Και πολλές φορές, ακόμη και τώρα, μοιάζει να είναι μια απομηχανής Θεά, που έρχεται να γητέψει τα πράγματα με σοφό τρόπο. Εξορκίζοντας το χρόνο…




Μόνο που ο χρόνος δεν έχει μέτρο. Άλλωστε, δεν είναι παρά μια ουτοπία ή μια χίμαιρα, μια επινόηση, για να σημαδεύεται με κάποιο τρόπο το πέρασμα των ανθρώπων. Και η ίδια η ζωή δεν έχει μέτρο. Αρχίζει και τελειώνει με ένα μοναδικό τρόπο για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και τα μόνα σημάδια που την ακολουθούν είναι οι πράξεις και οι μνήμες.
Ο πιτσιρίκος όχι μόνο μεγάλωσε, αλλά απόκτησε κι αυτός ένα πιτσιρίκο, αναστρέφοντας ακόμη μια φορά την κλεψύδρα με τις ιστορίες…
Ο Σαραντάπηχος και γι’ αυτόν εδώ τον καινούριο πιτσιρίκο ήταν μια γοητευτική ιστορία, που υποχρέωνε τον πατέρα του να του την πει και να του την ξαναπεί δεκάδες φορές.
«Μα, υπάρχει στ’ αλήθεια, Σαραντάπηχος;».
Ο πατέρας του πιτσιρίκου βρίσκεται τώρα αυτός στη δύσκολη θέση που έφερνε ο ίδιος πριν από χρόνια τη γιαγιά του, με το ίδιο ακριβώς ερώτημα για την ύπαρξη του Σαραντάπηχου.
Μέσα από αυτό το ερώτημα λες και ανακυκλώνεται ο χρόνος, επιστρέφοντας πάντα με τη μάσκα ενός παιδιού που αμφισβητεί, αλλά και προσδοκά μαζί το απροσδόκητο.




Αύγουστος του 2004 στο Μόχλος. Φαίνεται πως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για μια επιστροφή στο φαράγγι του Σαραντάπηχου.
Ο πιτσιρίκος ξυπνάει μέσα στον πατέρα του τον άλλο πιτσιρίκο, τον παλιό, και ανακατώνεται έτσι πάλι ο χρόνος, καθώς διαχέεται σε δυο διαφορετικά πρόσωπα, του πιτσιρίκου που ήταν κάποτε και του πιτσιρίκου που είναι τώρα…

- Πότε επιτέλους, θα με πας στον Σαραντάπηχο;
- Τώρα!
- Τώρα;
- Ναι…

Ανηφορίζοντας από το Μόχλος, ο χρόνος έπαιρνε διαρκώς άλλη υπόσταση. Δηλαδή, πότε είχε τη μυρωδιά του σκίνου ή την εικόνα του Αγίου Πνεύματος στις Κουκίστρες, και αμέσως μετά πάλι λύγιζε όπως ένας αείλαμος στο πολύ φως και τον λίγο αέρα του μεσημεριού.
Κάψα!
Αλήθεια, τι απόγινε εκείνη η Ψαρού που ερχόταν από το Μόχλος στο Τριόδι με ένα κουβά γεμάτο ψάρια;


Ελιά τεσσάρων χιλιάδων χρόνων (Μινωική τοιχογραφία).

Ο χρόνος θροΐζει ανάμεσα στα φύλλα της ελιάς, ανηφορίζοντας προς το Σκινοσέλι. Μια ελιά μερικών χιλιάδων ετών, από την εποχή των Ανακτορικών χρόνων στην Κρήτη. Το ίδιο θρόισμα. Ο ήχος που κάνει το σώμα του λαδιού πέφτοντας από ψηλά στα πήλινα πιθάρια…

…ταξιδεύοντας
μ’ ένα δοξάρι λύρας
και με τον ήχο του λαδιού
ή της ρακής το στάξιμο

στο φως του ανέμου.
Μην ξεχαστείς με τον καιρό
βάλε σημάδι
το χέρι μου στο πέλαγο
και το δοξάρι
ταξιδεύοντας…


-   Μπαμπά, δεν υπήρχε κι ένα μεγάλο ρομπότ παλιά, στα χρόνια του Μίνωα, που προστάτευε την Κρήτη;
-   Ο Τάλως…
…εέέεέέεεε,
ταξιδεύοντας
με το σκαρμό να τρίζει
για ένα κομμάτι οψιανό
μια χάντρα από την Ουγκαρίτ
κι ένα σταμνί
μπρούσκο κρασί…
Ο Τάλως, ένας χάλκινος γίγαντας με υδραυλικές …φλέβες. Στον αστράγαλό του είχε μια βαλβίδα και ήταν αυτό το ευαίσθητο σημείο του. Το βρήκε λοιπόν η Μήδεια αυτό το ευαίσθητο σημείο, όταν, επιστρέφοντας οι Αργοναύτες, πέρασαν από τις ακτές της Κρήτης και ο Τάλως δεν τους άφηνε να προσεγγίσουν. Με πονηριά και δόλο, αυτή η αδίστακτη γυναίκα τράβηξε τον πύρο από τον αστράγαλο του Τάλω, κι έτσι άδειασε το υγρό που τον κρατούσε όρθιο…


Μόχλος, η Μινωική πόλη που κατοικείται χωρίς διακοπή από το 3000 π.Χ.
μέχρι τις μέρες μας, πέντε χιλιάδες χρόνια!


-   Ποιος ήταν πιο δυνατός, ο Σαραντάπηχος ή ο Τάλως;

«… Ο Διγενής ψυχομαχεί
κι η γης τονε τρομάσσει
κι η πλάκα τον ανατριχιά
πώς θα τονε σκεπάσει…».

Ριζίτικο

Σταμάτησαν για λίγο εκεί στον Αη-Γιάννη, στα Περβόλια. Μια εκκλησία μια σταλιά, που τη συνοδεύει κι αυτή ένας θρύλος. Δίπλα από την εκκλησία υπήρχε μια τρύπα που έβγαινε κάμποσα χιλιόμετρα μακριά η άλλη άκρη της…
-   Βάλανε – λέει- μια φορά ένα κόκορα και βγήκε σε μια σπηλιά στου Βερβελή!
-   Αλήθεια λες Μπαμπά;
-   Πάντως, ο παππούς σου ο Μιχάλης είχε εδώ τις μέλισσές του, και πολλές φορές μ’ έπαιρνε μαζί του. Είχα κι εγώ ένα μικρό μουργιόνι για να μη με τσιμπάνε…


Το εκκλησάκι του Αη-Γιάννη, μόνο που δεν υπάρχει πια εκείνη η τρύπα με τον κόκορα…


Το εσωτερικό της εκκλησίας του Αη-Γιάννη.

Ο πιτσιρίκος έψαχνε επίμονα όλη την ώρα να βρει πού ήταν εκείνη η τρύπα με το θρύλο του κόκορα, και νομίζω ότι την εντόπισε, παρ’ ότι την έχουν κλείσει με τσιμέντο…


Δεξιά από την πόρτα, εκεί που φαίνεται ένα ασβεστωμένο μπάλωμα στο βράχο
ήταν η τρύπα της σπηλιάς…


Το ανέβασμα μ’ ένα τζιπ δεν έχει την ίδια μαγεία που είχε παλιά το μονοπάτι, ανεβαίνοντας με τα πόδια στο Αχλαδούλι. Κι έτσι όμως, η θέα εξακολουθεί να είναι εντυπωσιακή, μέχρι κάτω στο Μόχλος.


Η Λάστρος από ψηλά, ανεβαίνοντας προς το Αχλαδούλι.

Η Λάστρος, με το προϊστορικό της όνομα, λιάζεται στους αιώνες της ακοίμητη και ευτυχής, κτισμένη σε ένα άξονα Βορρά-Νότου, προσανατολισμένη έτσι όπως ακριβώς και τα σημαντικά κτήρια, τα ιερά και τα παλάτια των προϊστορικών πολιτισμών της Μεσογείου.
Αυτή η θάλασσα είναι η μήτρα των πραγμάτων!
Η Μεσόγειος.
Και το όνομα Λάστρος ακροβατεί θαρρώ ανάμεσα στη ριζιμιά πέτρα που περιέχει τη θεότητα για τον λατρευτή των προϊστορικών χρόνων, και τη λέξη «λαός», που είναι το σώμα των ανθρώπων.

-   Μα, τι σκέφτεσαι;
-   Τη Λάστρο…
-   Μ’ αρέσει που είναι και δικό μου χωριό.

Οι κουβέντες με τον πιτσιρίκο ξεστρατίζουν τις περισσότερες φορές κι έτσι στο τέλος οδηγούν παντού…

-   Εκεί, στο Δίσκο της Φαιστού δεν είναι αποτυπωμένο και κάτι σαν διαστημόπλοιο ή σαν ρομπότ; Πού ήξεραν αυτοί οι άνθρωποι για τα ρομπότ;


Ο Δίσκος της Φαιστού με την κοχλιόσχημη γραφή.

Ο Σαραντάπηχος είναι ο θρύλος της Κρήτης, που αναρριπίζεται όπως το φως πάνω στα σταμναγκάθια, στα αχινοπόδια και τους ασπαλάθους. Χαϊδεύεται στα σκίνα και τις φασκομηλιές, κρύβεται στην αψάδα της αγκαραθιάς και αναθάλλει όπως οι ασκορδουλάκοι, μα πάνω απ’ όλα θαρρώ πως έχει του έρωντα τη μυρωδιά…

«…ποτήρια με τις ερωτιές
κι απου τα δει πλανάται…»!
Ριζίτικο


Θαρρώ πως όλη η Κρήτη κρύβεται μέσα σ’ αυτούς τους δυο στίχους, από τα χρόνια της Κνωσού ίσαμε σήμερα…


Αυτό είναι το φαράγγι των θαυμάτων!

Εδώ ψηλά, το καλοκαίρι έχει μιαν άλλη μυρωδιά Ιούλιο μήνα, μα θαρρώ πως και μέχρι εδώ πάνω φτάνει με τον τρόπο της η άλμη της θάλασσας από το Μόχλος.
Είναι ο ανοιχτός ορίζοντας στο Βορρά, η μεγάλη πόρτα, η θάλασσα των καραβιών με τους Διπλούς Πελέκεις στα κατάρτια.
Ολοένα και μπερδεύονται τα τυλιγάδια με το χρόνο, λες και βγάζουν το άχτι τους οι αιώνες.



Στο βάθος, ακινητούν όλα με τον τρόπο τους, πίσω από την αρχαία μάσκα του θεού.
Με τρόμαξε ένα κοπάδι πέρδικες που σηκώθηκε απότομα και χάθηκε κάτω στα πλάγια με τα λιόφυτα.
Ακινητεί η μάσκα του θεού!
Ψηλά κόβει βόλτες το γεράκι και στου φαραγγιού τον πάτο κάνει κρύο. Σαλεύουνε ακατάπαυστα οι χαλικιάδες. Ένα ζάλο κάνεις και σαλεύει η γης.
Οι θεοί κρυφακούνε τους έρωτες των ζωντανών. Μετρούν τις αναπνοές τους και ζηλεύουν. Ίσως γιατί οι θεοί δεν έχουν άλλα περιθώρια.
Στο φρύδι του γκρεμού μυρίζει φλισκούνι, κυπαρισσάκι κι άγρια μέντα.



«…εδώ στα Φαραγγούλια σκοτώθηκε ο παππούς σου. Σήκωνε στον ώμο ένα πήλινο διψέλι μέλισσες και το μονοπάτι ήταν πολύ στενό. Πώς το ‘καμε και δυσκολεύτηκε με το διψέλι, που βρήκε στο γκρεμό αντιμάμαλο και τον έσπρωξε στο χάος…».

Μπερδεύονται οι φωνές. Άλλες έρχονται, άλλες φεύγουν. Μόνο ο τόπος μένει στη θέση του, μα κι αυτός ακόμη δεν είναι ίδιος. Ο δρόμος που έγινε για τα αυτοκίνητα παρά λίγο να ξεπαστρέψει και τον Σαραντάπηχο.
Με δυσκολία σώζεται ένα κομμάτι όλο κι όλο από το παλιό λιθόστρωτο μονοπάτι που πήγαινε προς το Καμάρι.


Αυτό είναι όλο κι όλο ό,τι σώζεται από το παλιό μονοπάτι.

Καταμεσήμερο καλοκαιριού και μόνο που δεν χτυπούν τα δόντια από το κρύο στα σωθικά του φαραγγιού.
Άλλος αέρας…

«Ω Διός υψιμέλαθρον έχων κράτος αιέν ατειρές,
άστρων ηελίου τε σεληναίης τε μέρισμα,
πανδαμάτωρ, πυρίπνου, πάσι ζωοίσιν έναυσμα,
υψιφανής Αιθήρ, κόσμου στοιχείον άριστον…»
ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ στον Αιθέρα (Θυμίαμα με κρόκο)


( Εσύ, που απ’ του Δία το μέλαθρο αντλείς εξουσία ακατάλυτη
μέρος των άστρων, ήλιου και σελήνης
πανδαμάτορα, με την πύρινη πνοή, αρχή κάθε ζωής
Αιθέρα που φανερώνεσαι στα ύψη, στοιχείο άριστο του κόσμου ).


Η θέα του φαραγγιού προς το Βορρά, αντικρίζοντας τη θάλασσα.

Ακριβέ του κόσμου Αιθέρα. Άλλος δεν είσαι απ’ της ζωής το γνώρισμα. Το αιέν του κόσμου, που είναι Αιθερόπλαγκτος στο φως του ήλιου, με το κοσμικό σημάδι της πνοής.
Ο τόπος είναι ή ο Σαραντάπηχος που κάνει το μυαλό να φέρνει σβούρες γιατί δεν βολεύεται, ούτε με κείνο, ούτε με τ’ άλλο.



«…χρυσέαν πτέρυγα φέρεις…»

Με άλλα λόγια ακούω τη φωνή της γερόντισσας να λέει πως αυτός ο Αη-Γιάννης είναι γητευτής και πως «…σου παίρνει την ανημποριά και δίνει δύναμη…»!
Ο γητευτής Αιθέρας.
Είναι σαν να περάσανε έτη φωτός εκείνο το μεσημέρι στα λαγόνια του φαραγγιού με τον Σαραντάπηχο, μέχρι που επιστρέψαμε ξανά στο εκκλησάκι του Αη-Γιάννη.


Ο γητευτής Αιθέρας, Αη-Γιάννης.

Και κάπου εδώ θαρρώ πως τελειώνει το ταξίδι, ευλαβούμενοι των αχράντων, του Σαραντάπηχου και του Αη-Γιάννη. Όπως η μυρωδιά του μελισσόκερου, που είναι παλιά όσο κι η ζωή, να φανταστείς, χιλιάδες χρόνια πριν απ’ το θεό.



ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ
Κρήτη, Μόχλος, 30 Ιουλίου 2004

http://zervonikolakis.lastros.net/sarantapixos.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: