19
Μαΐου Ημέρα Μνήμης
1919-2019
100
χρόνια από την γενοκτονία των Ποντίων
353.000
οι νεκροί Πόντιοι.
Γράφει ο Δημήτρης Τριάντος
Ο Πόντος στενά
συνδεδεμένος με την ιστορία και τις παραδόσεις των Ελλήνων. Η πατρίδα της
Αργοναυτικής εκστρατείας, του Φρίξου και της Έλλης, των Αμαζόνων· ο Προμηθέας
δεσμώτης δεμένος στον Καύκασο· η Ιφιγένεια στην Ταυρίδα· σε ένα ύψωμα 48 χλμ
από την Τραπεζούντα ο Ξενοφώντας και οι Μύριοι με συγκίνηση φώναξαν «θάλαττα,
θάλαττα» όταν πρωτοαντίκρυσαν τα νερά του Εύξεινου Πόντου, της θάλασσας που οι
φιλόξενοι Έλληνες άλλαξαν το όνομα της. Ο Άξενος (αφιλόξενος) έγινε Εύξεινος
Πόντος δηλ. φιλόξενος.
Εκεί μορφώθηκαν, πρόκοψαν,
επιχειρηματίες, βιοτέχνες, έμποροι. Η Τραπεζούντα είχε πέντε τράπεζες, εκ των
οποίων οι τρεις ελληνικές. Του Θεοφύλακτου, του Καπαγιαννίδη και του
Φωσηρόπουλου. Το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, το πλέον πρωτοποριακό
εκπαιδευτικό ίδρυμα της εποχής του, το 1900 διέθετε ακόμα και κεντρική θέρμανση.
Το κτίριο σώζεται μέχρι σήμερα και είναι σχολείο! Όμως η ευημερία των Ελλήνων
όπως και στην Σμύρνη ενόχλησε τον Οθωμανικό εθνικισμό.
«Πανταχόθεν του Πόντου
αγγέλονται σφαγαί.. εις Κερασούντα.. εις Τραπεζούντα και αλλού. Εάν κατάστασις
συνεχιστεί, Ελληνισμός Πόντου εξαφανισθήσεται». Με αυτό το απελπισμένο
τηλεγράφημα τον Ιούλιο του 1920, η Επιτροπεία Ποντίων ενημέρωνε με σπαρακτικό
τρόπο τον Ελευθέριο Βενιζέλο για την αρχή του τέλους του Ποντιακού Ελληνισμού. Οι
ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο αριθμός των θυμάτων αγγίζει τις 353.000.
Οι εναπομείναντες της
σφαγής απόγονοι τους μόλις βρίσκονται διασώζουν και χορεύουν τον αρχαιότερο
Ελληνικό χορό, τον Πυρρίχιο που οι πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης χόρεψαν πάνοπλοι
για να καλύψουν με τον θόρυβο των ασπίδων το κλάμα του βρέφους Δία και να μην
τον ακούσει ο Κρόνος που τον έψαχνε για να τον καταβροχθίσει. Τον ίδιο χορό,
που ο Αχιλλέας χόρεψε για να θρηνήσει τον φίλο του Πάτροκλο πριν τον παραδώσει
στη νεκρική πυρά, θυμίζοντας σε εμάς τους αδελφούς τους με περηφάνια και
λεβεντιά την πολιτιστική μας συνέχεια!
Και
μια ανθρώπινη ιστορία
Γυναίκα από τη Ριζούντα
του Πόντου που οι Τούρκοι σκότωσαν τον άνδρα της, εγκαταστάθηκε σε προσφυγικό
καταυλισμό της Δράμας. Είχε δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Το κορίτσι βρισκόταν
μαζί της στη Δράμα, τα αγόρια της όμως δεν ήξερε τι είχαν απογίνει. Πέρασαν αρκετά
χρόνια. Στη Δράμα δύσκολα τα έφερνε βόλτα και αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο
της, μήπως πάρει μαζί της χρυσές λίρες και κοσμήματα που θυμόταν ό,τι είχε
κρύψει ο άντρας της στο φούρνο του σπιτιού τους. Πράγματι φθάνει στην Ριζούντα.
Απέναντι από μια γνώριμη βρύση, το σπίτι της. Ρώτησε μια Τουρκάλα ποιος ήταν ο
καινούριος σπιτονοικοκύρης «συνταγματάρχης του τουρκικού στρατού» της λέει. Η
γυναίκα είδε ότι ο φούρνος δεν είχε γκρεμιστεί, όμως δίσταζε να πλησιάσει το
παλιό της σπίτι. Όταν η Τουρκάλα έμαθε ότι το σπίτι ήταν δικό της, δεν την
άφησε να φύγει αλλά την προέτρεψε να πάει.
Πραγματικά η γυναίκα
χτύπησε την πόρτα και της άνοιξε η σύζυγος του συνταγματάρχη. Της είπε ότι το
σπίτι ήταν το πατρικό της. «Μη φεύγεις, το μεσημέρι θα έρθει και ο άντρας μου»
της είπε. Έτσι έγινε, όταν φάνηκε ο συνταγματάρχης του διηγήθηκε την ιστορία
της. Η φτωχή γυναίκα κάθισε στο σπιτικό της μια βδομάδα. Κατάλαβε ότι πρόκειται
για καλούς ανθρώπους. Σκέφτηκε να του ζητήσει λόγω της θέσης του να ερευνήσει
για τα δύο αγνοούμενα παιδιά της.
Ο συνταγματάρχης πράγματι
κατόρθωσε να ανακαλύψει ότι το ένα της παιδί είχε σκοτωθεί, το άλλο συνέχιζε να
αγνοείται. Κερδίζοντας την εμπιστοσύνη της, η γυναίκα αποφάσισε να του πει για
τις κρυμμένες χρυσές λίρες, «έχω μια κόρη να παντρέψω, τα μισά θα είναι δικά
σου». Ψάξανε λοιπόν και οι δυο στο φούρνο και βρήκανε όλα τα κρυμμένα πολύτιμα
αντικείμενα. Έγινε η μοιρασιά, για να μπορέσει να τα περάσει από τα σύνορα ο
συνταγματάρχης την καθησύχασε, ότι θα τη συνόδευε εκείνος. Την ημέρα που θα έφευγε,
είδε ένα φορτηγό γεμάτο με 10 μπαούλα. Η γυναίκα απόρησε, ο Τούρκος της
απάντησε: «Αυτά είναι δώρο για την κόρη σου. Αυτό το σπίτι δεν ήταν δικό μου
αλλά δικό σου, εγώ τώρα με αυτά το ξεχρέωσα».
Έφτασε η γυναίκα στη
Δράμα, αφηγήθηκε τι της συνέβη, η γειτονιά δεν πίστευε αυτά που άκουγε, το
σπίτι της γέμισε με κόσμο, που μαζεύτηκε να δει την προίκα της κόρης. Ανοίγουν
τα μπαούλα και σε ένα από αυτά, βρήκαν τη φωτογραφία του συνταγματάρχη και της
γυναίκας του!
Γύρισαν τη φωτογραφία από
πίσω και αυτή έγραφε: «Αγαπητή μου μάνα, ο γιος σου είμαι, ό,τι θέλεις εσύ και
η αδελφή μου, είμαι κοντά σας!»
(αφήγηση στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Μάρτιος 1992).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου