Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΕΛΕΤΗ ΣΤΗΝ
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
Η θλιβερότερη σκηνή, απ’ όλες όσες μνημονεύουν τα χρονικά της Ορθόδοξης Ελλάδος, είναι αυτή που έλαβε χώρα μέσα στον ναό της Αγίας Σοφίας, λίγες ώρες πριν το γένος των Γραικών παραδοθεί σε μια σκλαβιά-μαρτύριο τετρακοσίων ετών.
Ο αυτοκράτορας απογοητευμένος ως προς το θέμα της σωτηρίας του κράτους των Βυζαντινών και από την άλλη όμως
αποφασισμένος να βάψει με το αίμα του και να προσδώσει ελπίδα προς το Έθνος για
την μέλλουσα αναγέννηση της ελληνικής φυλής, αφού τριγύρισε στις επάλξεις και στα φρούρια και βεβαιώθηκε, ότι όλα ήταν εντάξει, εισέρχεται στην εκκλησία συνοδευόμενος από πολλούς στρατηγούς και ιερείς, και ένα αναρίθμητο πλήθος λαού, που φώναζε το «Κύριε ἐλέησον!».
Ήταν ο όρθρος της Κυριακής 27ης Μαΐου
1453, η αποφράδα μέρα των Αγίων Πάντων.
Ο ήχος των κλαυθμών, η βοὴ των γυναικείων γογγυσμών και οι φωνές των παιδιών επικάλυπταν τον
ήχο από τις ψαλμωδίες και από τις δεήσεις των διακόνων, που, καθώς έστεκαν μπροστά από την Ωραίαν Πύλη τις ανέπεμπαν ως την τελευταία πλέον ικεσία προς την Παναγία, μέσα από την Μεγάλη Εκκλησίᾳ, ὑπὲρ τοῦ καθυποτάξαι ὑπὸ τοὺς πόδας των ὀρθοδόξων πάντα ἐχθρὸν και πολέμιον. Ολόκληρος όμως ο περίγυρος ανέδιδε λύπη, πένθος, μελαγχολία· οι καρδιές όλων ήταν βαριά καταπιασμένες, λες και εκείνη την ώρα διεξαγόταν η νεκρώσιμη ακολουθία μιας ολόκληρης γενιάς.
Η εθιμοτυπική τάξη απουσίαζε· οι
κοινωνικές ανισότητες είχαν σβήσει, οι πολίτες συγκεχυμένοι
έκαναν μετάνοιες μαζί με τους πατρικίους, οι φτωχοί μαζί
με τους άρχοντες και ως να βρισκόντουσαν στο χείλος του κοινού τάφου, πολίτες μετά πολιτών αδιακρίτως αγκαλιαζόντουσαν. Και αυτός ο πάνσεπτος Ναός, το σύμβολο της πάλαι ποτὲ κραταιάς ορθοδοξίας, η κατοικία για αιώνες του χριστιανισμού, το καύχημα όλων, τώρα απογυμνωνόμενος από κάθε πολύτιμο κόσμημα του και με την απουσία ακόμη και αυτών των σκευών που ήταν απαραίτητα για την Θεία Μυσταγωγία, αφώτιστος, ακαλλώπιστος, σκυθρωπός, ευτελισμένος έδινε μια πιστή εικόνα της ταλαίπωρης Ελλάδας που της ήταν γραφτό, μετά την πάροδο λίγων ωρών, να εισέλθει σε καθεστώς δουλείας.
Όσο πλέον η Θεία Λειτουργιά προχωρούσε και προσέγγιζε στην απόλυση, τόσο περισσότερο αυξανόταν η βοή του κλαυθμού και οι κοπετός του λαού διπλασιαζόταν. Φαινόταν ότι η ζωή όλων των παρισταμένων ήταν περιορισμένη μόνο μέσα και κατά την διάρκεια εκείνης της Θείας Ευχαριστίας, και ότι κάθε συλλαβή των ευχών εκείνων, που έβγαιναν
από το στόμα των ιερέων, ήταν ένα ακόμη βήμα προς την άβυσσο που βρισκόταν απειλητικά μπροστά τους.
Καθώς έρχεται η ώρα της Θείας Κοινωνίας, ξαφνικά
τα πλήθη δημιουργούν διάδρομο, οι σωματοφύλακες παραμερίζονται, ο δε αυτοκράτορας Κωνσταντίνος περιβεβλημένος με τα βασιλικά μεν αλλά δυστυχώς! φτωχά και
παρατριμμένα ενδύματά του, κατευθύνεται προς το Άγιο Βήμα ασκεπής, σκυθρωπός με
τα μάτια του δακρυσμένα.
Οἱ στεναγμοί χαμηλώνουν ο θόρυβος σιγάζει· και μέσα σ’ όλον εκείνον τον τεράστιο Ναό δεν ακούγεται πια κανείς άλλος παρά μόνο ο ιερέας που με την φωνή του προσκαλούσε τους χριστιανούς να προσέλθουν να κοινωνήσουν μετὰ πίστεως και ἀγάπης.
Ο Αυτοκράτορας, νοερά και για πολλή ώρα προσεύχεται, και μόνο ο Κύριος γνωρίζει ποια προσευχή πατριωτική, πια προσευχή ανακουφιστική
που να του απολυτρώνει την ψυχή από το βάρος αμαρτιών και θλίψης, κάνει
προσκυνώντας και γονατίζοντας τρὶς φορές μπροστά από τις εικόνες του Δεσπότη Χριστού και της Θεομήτορος, αναχαιτίζοντας με μια
σπασμωδική κίνηση του στόματος και των παρειών τους λυγμούς, οι οποίοι από καιρού εις καιρὸν με βιάση και
τράνταγμα ανεβαίνουν από την καρδιά του. Μετά, στρέφεται προς τον Λαό του και φωνάζει με δυνατή και στεντόρεια φωνή:
«Χριστιανοί, συγχωρήσατε τὰς ἁμαρτίας μου, και ὁ Θεὸς ἂς συγχωρήσῃ τὰς ἰδικάς σας!».
Παραλαμβάνοντας δε, όπως ήταν η συνήθεια, από τα χέρια του αρχιερέα τα Άχραντα Μυστήρια, μεταλαμβάνει κα δέχεται
από αυτόν την συγχώρεση.
«Ἔσο συγχωρημένος!».
Και πραγματικά συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες της μεσαιωνικής μοναρχίας. Μετά από όλα αυτά ο εξαγνισμένος , και ως πρόβατον επὶ σφαγὴν οδηγούμενος, ο του μεσαίωνα τελευταίος βασιλιάς, απευθυνόμενος προς τους παρευρισκόμενους, παρακινεί αυτοὺς να κοινωνήσουν όλοι˙ Κατά πρώτον να κοινωνήσουν ἀδελφικά, και έπειτα να θυμηθούν, «ὅτι ἤγγικεν ἡ ὥρα, ὅτε μέλλουσι ν᾽ἀγωνισθῶσι τὸν ὑπὲρ πάντων ἀγῶνα, και ὅτι, ἐὰν δὲν εἶναι παρὰ Θεού ὡρισμένοι νὰ σώσωσι διὰ θυσίας τὴν ἀγαπητὴν πατρίδα, τουλάχιστον ὀφείλουσι νὰ καταλείψωσιν εἰς τοὺς ἀπογόνους μνήμην ἀνδρείας και ἀρετης τοιαύτην, οἵα εἶναι ἀναγκαία, ὅπως οὗτοι διαφυλάξωσιν ἐν τῇ ἐνδεχομένη δουλείᾳ τὴν πίστιν των πατἐρων και τὸν σεβασμὸν πρὸς τὸ παρελθόν».
Αυτά τα λυπητερά λόγια, που επαναλαμβάνονται χιλιάδες φορές από στόμα σε στόμα με περισσότερη
παρά ποτέ ορμή, επαναλαμβανόμενα αντηχούν μέσα στην Αγίαν Σοφίαν, ως η τελευταία διαθήκη της
Πατρίδας και της Πίστης προκαλώντας μεγαλύτερη έκρηξη των κλαυθμών
και οδυρμών αυτών που προσέρχονταν στην θεία μετάληψη. Η φωνή αυτών που ζητούν
συγχώρεση δεν ακούγεται πλέον. « Ἐν δὲ τῆ ὥρᾳ λέγει ὁ Φρανζῆς συνοπτικά, τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς και θρήνους; Ἐὰν από ξύλου ἄνθρωπος ἢ πέτρας ἦν, οὐκ ἠδύνατο μὴ θρηνῆσαι».
Ο ήχος της σάλπιγγας διακόπτει την τραγικὴ σκηνή. Οι μητέρες
αποχαιρετούν τα παιδιά τους· οι
γυναίκες ρίχνονται στην αγκαλιά
των συζύγων τους· οι τελευταίοι ασπασμοί συγχέονται με τον κρότο των σπαθιών και των ασπίδων. Διότι τίποτε άλλο δεν άκουγε κάποιος, παρά μόνο τις φωνές για αμοιβαία συγχώρεση των αμαρτημάτων και φρικτοὺς όρκους σταθερότητας στα δόγματα εθνικής πίστης σε περίπτωση
αιχμαλωσίας. «Συγχώρησόν με ἀδελφέ!» φώναζε ο ένας στον άλλο και και πάλιν «Ὁ Θεὸς ἂς σὲ συγχωρήσῃ!» απαντούσαν οι άλλοι. Η αμοιβαία άφεση των πλημμελημάτων συνεχίστηκε σχεδόν έως την αυγή. Ήθελε προφανώς ο καθένας να φαίνεται συγχωρεμένος, πριν να πεθάνει μέσα στο ναυάγιό του.
Ίσως πουθενά στην χριστιανική ιστορία δεν βρίσκεται παράδειγμα
παρόμοιας πνευματικής ενώσεως και ομονοίας.
Ελεύθερη διασκευή
από το κείμενο του Σπυρ. Ζαμπέλα «Η τελευταία εν τη Αγία Σοφία Τελετή» που
δημοσιεύτηκε στα «Ἄσματα Δημοτικὰ της Ἑλλάδος», 1852
Για την διασκευή στην καθομιλουμένη Κων/νος
Γραικιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου