Translate -TRANSLATE -

Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Φώτη Κόντογλου : Η ΘΛΙΒΕΡΑ ΗΜΕΡΑ




Η ΘΛΙΒΕΡΑ ΗΜΕΡΑ

Του Φώτη Κόντογλου

Όλες οι πολιορκίες που τελειώνουνε με το πάρσιμο μιας πολιτείας, είναι άγριες. Μα η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως έχει κάποια ιδιαίτερη θλίψη, κάποια θλίψη αγιασμένη, σαν τα πάθη και σαν τη σταύρωση του Χριστού. Αύτη η πολιτεία στάθηκε παραπάνω από χίλια χρόνια η ιερή κιβωτός της Ορθοδοξίας, Θεού κατοικητήριον. Ο βασιλιάς που την διαφέντευε ήτανε αγιασμένος ασκητής, οι κάτοικοι της ήτανε σαν καλόγεροι κ' εκείνοι. Μπορεί να την παρομοιάσει κανένας σαν ένα μεγάλο μοναστήρι, σαν μια Λαύρα. Οι καμπάνες χτυπούσανε κάθε τόσο, μέρα και νύχτα, προσευχές και ψαλμωδίες ακουγόντανε από ένα πλήθος εκκλησίες που είχε, και που πρώτη ανάμεσα τους ήτανε η κοσμοξάκουστη Άγια Σοφία. Τα κάστρα της ήτανε παμπάλαια, πλην απάτητα από ποδάρι αλλόθρησκο. Τα παλάτια της ήτανε κ' εκείνα παλιά, και μέσα στους μεγάλους κι' άδειους οντάδες περπατούσανε φαντάσματα. Παντού έβλεπε κανένας εικονίσματα τού Χριστού, της Παναγίας, κι' όλων των αγίων, όχι μοναχά μέσα στις εκκλησιές, μα και στις πόρτες των σπιτιών, στις πλατείες στα σταυροδρόμια, και μυριάδες σταυροί στεκόντανε απάνω στις σκεπές και στα καμπαναριά. Είχε κ' ένα πλήθος αμέτρητο από αγάλματα αρχαία, ελληνικά κουβαλημένα από τις Ελληνικές χώρες, καθώς και ρωμαϊκά, όλα μαυρισμένα από την πολυκαιρία κι' από τις βροχές. Βιβλία αμέτρητες μυριάδες, γραμμένα με το χέρι, σκεύη από δουλευμένο μάλαμα κι' ασήμι, έπιπλα και λογής λογής έμορφα χειροτεχνήματα από σκαλιστό ξύλο, από φίλντισι, από σιντέφι, ρούχα ακριβά υφασμένα με χρυσές κλωστές και με μετάξι της Προύσσας, όλα εξαίσια τεχνουργήματα πλην όλα παλιά ξεφτισμένα, όπως ήτανε κ' ή γέρικη πολιτεία που τα είχε κλεισμένα μέσα στα κάστρα της.
Από την άλλη μεριά ο σουλτάν Μεμέτ που την έσφιγγε με τον στρατό του, ήτανε παλληκάρι απάνω στο άνθος του, γεμάτος δύναμη και θυμό, καθώς κ' οι πασάδες του κ' οι στρατιώτες του ήτανε όλοι καλοπερασμένοι από φαγί κι' από κάθε τί, χωρίς έγνοιες, χωρίς το μαράζι που κατάτρωγε τους χριστιανούς.
Στις 28 Μαΐου αποβραδύς, οι Τούρκοι τελειώσανε τις ετοιμασίες τους για να πέσουνε επάνω στην Πόλη τα ξημερώματα, με απόφαση να μπούνε μέσα. Οι χριστιανοί είχανε πολλές νύχτες να κοιμηθούνε από τον φόβο τους. Οι Τούρκοι κάθε βράδυ ανάβανε φωτιές στο στρατόπεδο τους και μέσα στα καράβια και βγάζανε φοβερές φωνές με τόση αγριότητα, που οι κακόμοιροι οι πολιορκημένοι γινόντανε σαν πεθαμένοι.
Κ' εκείνη λοιπόν τη νύχτα, ο Κωνσταντίνος ο βασιλιάς καβαλίκεψε στ' άλογο του κ' έφερε γύρω τα κάστρα μαζί με τη συνοδεία του, για να δει αν οι φύλακες ήτανε άγρυπνοι ατά πόστα τους. Στο στρατόπεδο των Τούρκων δεν ακουγότανε τίποτα, γιατί κοιμόντανε στα τσαντήρια τους. Μονάχα φαινότανε εδώ κ' εκεί κανένα φως μέσα στο σκοτάδι. Σαν φτάξανε στην πόρτα της Καλλιγαρίας, ξεπέζεψε ο βασιλιάς και πήγε να μιλήσει με τους αξιωματικούς που φυλάγανε σ' αυτό το μέρος. Από την αγρύπνια κι' από την αγωνία ήτανε σαν πεθαμένος, μα έκανε κουράγιο για να μη λιγοψυχίσουνε οι στρατιώτες.


Εκείνη την ώρα ακούστηκε το πρώτο λάλημα των πετεινών μέσα στην Πόλη, κι' ο Κωνσταντίνος ξανακαβαλλίκεψε και πήγε στο παλάτι για να αποχαιρετίσει τους δικούς του. Ποιος μπορεί να περιγράψει εκείνον τον αποχωρισμό;
Εκείνη η μέρα κ' εκείνη η νύχτα ήτανε όλο δάκρυα. Από το πρωί κλαίγανε όλοι οι χριστιανοί, κάνοντας λιτανεία με τις άγιες εικόνες και φωνάζοντας με δάκρυα «Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον!». Κατά το σούρουπο μαζευθήκανε έξω από το παλάτι οι εκατόνταρχοι κ' οι άλλοι αξιωματικοί και στρατιώτες και τους μίλησε ο βασιλιάς και τους είπε: Ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί και γενναιότατοι συστρατιώται, καλώς γνωρίζετε ότι έφθασεν η ώρα και ο εχθρός της πίστεως μας θέλει με κάθε τέχνη και μηχανή να μας στενοχωρήσει σκληρώτερα, και να μας χτυπήσει με σφοδρόν και σκληρόν πόλεμο, από στεριά κι' από θάλασσα και να χύσει το φαρμάκι τού σαν φίδι και σαν λέοντας ανήμερος να μας καταπιεί. Για τούτο σας λέγω και σάς παρακαλώ να σταθήτε ανδρειωμένα και με γενναία ψυχή, όπως εκάνατε πάντα έως τώρα, καταπάνω στους εχθρούς της θρησκείας μας. Σε σάς παραδίνω τούτη την εκλαμπρότατη και περιφανή πολιτεία και πατρίδα μας και βασίλισσα επάνω στις πολιτείες. Γνωρίζετε καλά, αδερφοί, πώς για τέσσερα πράγματα έχουμε χρέος όλοι να προτιμήσουμε ν' αποθάνουμε καλλίτερα παρά να ζήσουμε, πρώτα για την πίστη μας, και για την ευσέβεια, δεύτερο για την πατρίδα μας, τρίτον για το βασιλέα που είναι χρισμένος από τον Κύριο, και τέταρτο για τους συγγενείς και φίλους μας. Λοιπόν, αδερφοί, ας χρωστούμε για κάθε ένα από αυτά να αγωνισθούμε μέχρι θανάτου, πολύ περισσότερο για όλα μαζί. "Αν για τις δικές μου αμαρτίες παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη ατούς ασεβείς, κινδυνεύουμε για την πίστη μας την αγία που μας την δώρισε ο Χριστός με το δικό του αίμα. Αυτό είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που έχουμε. Και αν κανένας κερδίσει όλο τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του, τι το όφελος; Δεύτερον, θα στερηθούμε φημισμένη πατρίδα και την ελευθερία μας. Τρίτον θα χάσουμε τη βασιλεία που ήτανε μια φορά δοξασμένη, και τώρα είναι ταπεινωμένη και περιφρονημένη. Τέταρτο θα στερηθούμε τα αγαπημένα τέκνα μας και τις συμβίες μας και τους συγγενείς μας. Αυτός ο αλιτήριος αμηράς πενηνταεφτά ήμερες είναι που μάς έζωσε, και δεν έπαψε να μάς πολεμά με κάθε τρόπο και μηχανή ήμερα και νύχτα. Και με τη χάρη τού Χριστού τού Κυρίου μας τον διώξαμε από τα κάστρα ντροπιασμένον. Και τώρα πάλι, αδερφοί, μη δειλιάσετε αν εγκρεμνίαθηκε σε κάποιες μεριές το κάστρο από τις μηχανές κι' από τις μπάλλες. Εμείς όλη την ελπίδα μας την αναθέσαμε στην ακαταμάχητη δύναμη και δόξα τού Θεού. Ούτοι εν άρμοσι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι του Θεού και σωτήρος μας πεποίθαμεν, και έπειτα εις τα χέρια μας και εις την ανδρεία μας που μάς έδωσε ή θεϊκή δύναμις». Είπε κι' άλλα πολλά, και τελείωσε την ομιλία του με τούτα τα λόγια: «Εάν εκ καρδίας φυλάξετε όσα ενετειλάμην υμίν, ελπίζω εις τον Θεόν ότι θα λυτρωθούμε από την τωρινήν σκληρήν και δίκαιαν απειλήν και δεύτερον ότι ως ο στέφανος ο αδαμάντινος θα σας στεφανώσει στον ουρανό, και μνήμη αιωνία και άξια θα έχετε εις τον κόσμον».
Και σαν είπε αυτά τα λόγια ο Κωνσταντίνος και έκαμε την προσευχή του με δάκρυα κι' αναστεναγμό, όλοι σαν να είχανε ένα στόμα φωνάξανε με δάκρυα «θα πεθάνουμε για την πίστη τού Χριστού και για την πατρίδα μας». Κι' ο βασιλιάς τους ευχαρίστησε και τους είπε: «Λοιπόν, αδερφοί, και συστρατιώτες, νάσαστε έτοιμοι το πρωί, και με την χάρη τού θεού και με την ανδρεία που σας χάρισε, καθώς και με τη βοήθεια της αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέσαμε όλη την ελπίδα μας, ας κάνουμε τους εχθρούς μας να φύγουνε ντροπιασμένοι».
Στο δεύτερο λάλημα τού πετεινού, σηκώθηκε μια τρομερή βουή από το στρατόπεδο των μωχαμετάνων. Από τά βουνά της Ανατολής άρχισε να ροδίζει η αυγή, να χαράζει η τελευταία ήμερα της Κωνσταντινούπολης. Πόσες αναπνοές θα σβύνανε εκείνη την μαύρη μέρα. Πόσες τρομαγμένες καρδιές θα παύανε να χτυπάνε!


Οι Τούρκοι χυμήξανε σαν θηρίο καταπάνω στην πολιτεία. Ο Μεμέτης ο ίδιος πήγαινε μπροστά για να τους δώσει θάρρος. Βάλανε σκάλες και γαντζώνανε στις τάμπιες, μα οι γραικοί παλαίψανε γενναία και τους διώξανε. Πλην ο σουλτάνος είχε βάλει πείσμα να πάρει την Πόλη. Οι γενίτσαροι με τα κουρμπάτσια χτυπούσανε όσους γυρίζανε πίσω. Τότε κάνανε άλλο γιουρούσι πιο δυνατό, κι' άλλοι ανεβαίνανε με τις ανεμόσκαλες στα χαλασμένα κάστρα, άλλοι πατούσανε ο ένας στον ώμο τ' αλλουνού, και πασχίζανε να γαντζωθούνε. Μα οι χριστιανοί τους γκρεμνίζανε. Τότε ένας Γενίτσαρος λεγόμενος Χασάνης, άνδρας γίγαντας μπόρεσε κι' ανέβηκε στο κάστρο βαστώντας απάνω από το κεφάλι του με τ' αριστερό χέρι του το σκουτάρι, και με το δεξί του παίζοντας το γιαταγάνι. Από πίσω τού ανεβήκανε καμμιά τριανταριά. Αν δεν ανέβαινε αυτός ο Χασάνης, η Πόλη δεν θα περνότανε εκείνη τη μερα. Κι' αυτός ο Χασάνης ήτανε από ένα χωριό που το λέγανε Λουπάδι, κοντά στην Απωλλονιάδα λίμνη της Βιθυνίας· στα Βυζαντινά χρόνια το Λουπάδι το λέγανε θεοτοκιανή. Ήτανε λοιπόν γραφτό, ή Πόλις της Θεοτόκου να πέσει από την ανδρεία του Χασάνη που ήτανε παιδί της Θεοτοκιανής. Οι χριστιανοί μπορέσανε και γκρεμνίσανε τους μισούς από τους τριάντα Τούρκους. Ο Χασάνης πολεμούσε σαν δράκος. Αλλά τον χτύπησε μια πέτρα και τον ζάλισε, και γονάτισε. Τοτες έπεσε απάνω του βροχή από πέτρες. Μα ο Χασάνης ξεζαλίσθηκε, και στεκότανε γονατισμένος και σκεπασμένος με το σκουτάρι του, ως που τσακίσθηκε το δεξί χέρι του και χώθηκε από έναν σωρό πέτρες. Στο μεταξύ όμως είχανε ανέβει πολλοί Τούρκοι, και πηδήσανε μέσα στην τάμπια, κι' ανοίξανε την καστρόπορτα. Τ' ανθρωποπόταμο χύμηξε μέσα τσαλαπατώντας ένας τον άλλον, και αμπώξανε τους λίγους γραικούς που θέλανε να τους μποδίσουνε. Εκεί έγινε μεγάλη σφαγή. Ο βασιλιάς έτρεξε βαστώντας το σπαθί στο χέρι, και το αίμα έτρεχε από τα χέρια κι' από τα ποδάρια του. Από τα δεξιά του πολεμούσε. Ο Δόν Φραγκίσκος Ο Τολέδος, και ξέσκιζε τους εχθρούς σαν αητός με τα νύχια και με τα δόντια. Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, σαν είδε τον βασιλέα καταματωμένον, φώναξε δυνατά και κλαίγοντας «Θέλω να πεθάνω. Δεν θέλω να ζήσω!», κ' έπεσε μέσα στους Τούρκους λιανίζοντας τους με το σπαθί του. Κι' ο Γιάννης Δαλμάτης κ' εκείνος σαν λιοντάρι πολεμούσε, κι' άλλοι πολλοί γενναιόψυχοι άνδρες δώσανε στήθος καταπάνω στους Τούρκους. Πλην οι δυστυχείς ήτανε λίγοι, και τους έπνιξε εκείνη η φουρτουνιασμένη θάλασσα που μούγκριζε και μπουκάριζε μέσα από την καστρόπορτα κι' από τα γκρεμισμένα κάστρα. Όλοι αυτοί οι στρατιώτες του Χριστού σκοτωθήκανε για την πίστη του στην πόρτα του άγιου Ρωμανού, πρώτος ο Κωνσταντίνος. Κ' ήτανε αυτή η μέρα 29 Μαΐου 1453, μέρα Τρίτη, μνήμη των αγίων Πάντων.
Το κουφάρι τού βασιλέα ανεκατώθηκε με τάλλα που σωριασθήκανε σ' αυτό το μέρος. Σαν έπαψε ο πόλεμος, ό σουλτάνος πρόσταξε να το βρούνε και να τού το πάνε. Πλύνανε πολλούς σκοτωμένους, για να μπορέσουνε να το γνωρίσουνε, γιατί ήτανε βουτημένα στο αίμα. Αφού ψάξανε πολύ, το γνωρίσανε από τα κόκκινα υποδήματα με τους κεντητούς αητούς. Κόψανε λοιπόν το κεφάλι του και το πήγανε στο σουλτάν - Μεμετ. Κ' εκείνος το ασπάσθηκε, και το έβαλε απάνω σε μια κολώνα. Το κορμί του το έδωσε στους χριστιανούς, και το θάψανε με θρήνο ανεκδιήγητον.

Πηγή:
Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: