Το
τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Οι
ασύμπτωτες ιδεολογικές προσεγγίσεις και στρατηγικές προτεραιότητες ΗΠΑ και ΕΣΣΔ
οδήγησαν σύντομα στον Ψυχρό Πόλεμο
Του ΕΥΑΝΘΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ*
Όπως όλα τα κοσμογονικά
γεγονότα, το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έφερνε μαζί του μεγάλες ελπίδες
και εκπλήξεις. Σίγουρα, έφερνε την προσδοκία ενός καινούργιου κόσμου: κατά
απαράβατο κανόνα, οι μαχητές που μετέχουν σε μια τέτοια σύγκρουση δεν πολεμούν
ποτέ απλώς και μόνον για την επιστροφή σε μια προπολεμική «ομαλότητα». Μάχονται,
πάνω από όλα, για ένα καλύτερο αύριο.
Πώς όμως θα ήταν
οργανωμένη η ανθρώπινη κοινωνία σε αυτόν τον «καλύτερο κόσμο»; Στο επίπεδο
αυτό, μεταξύ των τριών νικητριών δυνάμεων -ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Βρετανία- δεν υπήρχε,
και δεν μπορούσε να υπάρξει, συμφωνία.
Η «Μεγάλη Συμμαχία», που
είχε καταβάλει τον Άξονα, είχε διαμορφωθεί αναγκαστικά, λόγω γερμανικών και
ιαπωνικών πρωτοβουλιών - κυρίως της γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωσης
και της ιαπωνικής επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ. Η στράτευση των ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Βρετανίας
στον αγώνα εναντίον του Χίτλερ τις ανάγκασε, όσο η απειλή του ναζισμού ήταν
ζωντανή, να παραμερίσουν τις διαφορές τους ενώπιον των αναγκών του πολέμου.
Ωστόσο, οι στόχοι και η κοσμοαντίληψη τους διέφεραν ριζικά. Η βρετανική
αυτοκρατορία ήταν η πλέον «παλαιά», παραδοσιακή και έμπειρη στις διεθνείς
υποθέσεις δύναμη. Ένα μέτρο ρεαλισμού -ή, εάν θέλει ο αναγνώστης, ακόμη και
κυνισμού- μπορεί να ήταν χρήσιμο στη διαχείριση των μεταπολεμικών προβλημάτων.
Ωστόσο, η ισχύς της
Βρετανίας βρισκόταν σε φανερά καθοδική πορεία, και ήδη το 1944-45 η χώρα αυτή
λογιζόταν ως η μικρότερη των Τριών Μεγάλων.
Τα
διλήμματα του 1945
Οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ, οι
πραγματικοί νικητές του πολέμου, ήταν νέες Μεγάλες Δυνάμεις, με προτεραιότητες
εντελώς διαφορετικές. Η αμερικανική συμπολιτεία διένυε ακόμη τη φάση ενός
φιλελεύθερου ιδεαλισμού -οι ρίζες του ανάγονταν στον διεθνισμό του Θεόδωρου
Ρούσβελτ και του Γούντρο Ουίλσον από τις αρχές του αιώνα- που πρέσβευε ότι το
ελεύθερο εμπόριο, η πολιτική των «Ανοικτών Θυρών», η -ο άνθρωπος που αναμόρφωσε
τον καπιταλισμό με το New Deal- ο οποίος πάντως απεβίωσε την άνοιξη του 1945,
πριν κληθεί να αντιμετωπίσει τις μεταπολεμικές εντάσεις.
Ήταν αδύνατον αυτή η
στοχοθεσία -τόσο έντονα εκφράζουσα τις φιλοσοφικές αξίες του δυτικού
φιλελευθερισμού-να γίνει αποδεκτή από τη Σοβιετική Ένωση, για την οποία οι αμερικανικές
«ιερές αγελάδες» του ελεύθερου εμπορίου και της πολυκομματικής δημοκρατίας όχι
μόνον δεν ήταν αναγκαίες, αλλά αποτελούσαν και μείζονες απειλές. Για το
Κρεμλίνο, απαραίτητη ήταν η προστασία του κράτους και της κομμουνιστικής
ιδεολογίας, η απόκτηση ασφάλειας έναντι ενός καπιταλιστικού κόσμου που
εθεωρείτο εξ ορισμού εχθρικός και διατεθειμένος να καταστρέψει το σοβιετικό
εγχείρημα. Η παγίωση του ελέγχου της Ανατολικής Ευρώπης, από όπου είχε εξαπολυθεί
η ναζιστική επίθεση του 1941, ήταν μείζον προαπαιτούμενο της σοβιετικής ασφάλειας.
Και με τον όρο «έλεγχο» ο Στάλιν εννοούσε τον απόλυτο έλεγχο. Όπως είχε τονίσει
ο Σοβιετικός ηγέτης, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος διέφερε από τους προηγούμενους:
εκεί που σταματούσε ο στρατός σου, εκεί θα σταματούσε και το πολιτικό και
κοινωνικό σου σύστημα. Έτσι, οι διαφορές μεταξύ της φιλελεύθερης Δύσης και της
κομμουνιστικής Ανατολής, που είχαν διατηρηθεί στο περιθώριο όσον καιρό ο
χιτλερισμός παρέμενε η μείζων κοινή απειλή, έμελλαν τώρα να ανακύψουν κατά τον
σχεδιασμό του μεταπολεμικού κόσμου.
Παράλληλα όμως, με τη λήξη
του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έμελλε να προκύψουν τα μεγάλα στρατηγικά
διλήμματα που θα λειτουργούσαν σαν σκανδάλη για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου.
Το 1945, η ήττα της χιτλερικής Γερμανίας και της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας δημιουργούσε
τεράστιας σημασίας στρατηγικά κενά, στην Ευρώπη και στην Άπω Ανατολή. Πώς θα
καλύπτονταν αυτά τα κενά εξουσίας; Σε τούτο το ερώτημα, οι δύο νέες υπερδυνάμεις
δεν μπόρεσαν να βρουν μια συμφωνημένη απάντηση.
Ο
έλεγχος της Γερμανίας
Η κατάρρευση της γερμανικής
ισχύος έθετε το ερώτημα του ποιος θα ήλεγχε, στη μεταπολεμική περίοδο, την
Κεντρική Ευρώπη/Γερμανία, με τη μεγάλη βιομηχανική της βάση. Στο σενάριο της
σοβιετικής επικράτησης στην Κεντρική Ευρώπη, ανέκυπτε το ενδεχόμενο, αν όχι η
βεβαιότητα, του σοβιετικού ελέγχου στο σύνολο της ευρασιατικής χερσαίας μάζας -
και στην περίφημη «παγκόσμια νήσο» που θα καθόριζε την παγκόσμια ηγεμονία. Θα
ήταν αδιανόητο για τους Δυτικούς να ιδούν την Ευρασία να πέφτει στην επιρροή μιας
τόσο ισχυρής δύναμης όσο η Σοβιετική Ένωση.
Στρατηγικό δίλημμα, όμως, σχετικό
με τη Γερμανία υπήρχε και από την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης. Για τον Στάλιν,
μια αναβιωμένη Γερμανία θα αποτελούσε προφανή υποψήφιο για την επανάληψη της
ναζιστικής εισβολής του 1941, αυτή τη φορά με την αρωγή της Δύσης. Στις
σοβιετικές φοβίες καταλυτικό ρόλο έπαιζε η βεβαιότητα-προφανώς λανθασμένη- πως
οτιδήποτε δεν ελεγχόταν από τη Μόσχα ήταν εξ ορισμού εχθρικό. Στο Κρεμλίνο,
αυτή η αντίληψη εδραζόταν σε μια έντονη καχυποψία του Άλλου· μια καχυποψία
ριζωμένη τόσο στη μακραίωνη ρωσική ιστορική εμπειρία όσο και στην απέχθεια του
δογματικού κομμουνισμού για οποιαδήποτε δύναμη δεν ήλεγχε... Επομένως, για τους
Σοβιετικούς, ήταν επίσης αδιανόητο να αφεθεί η Γερμανία να πέσει στα χέρια των
Δυτικών: κάτι τέτοιο θα αύξανε τους ήδη συντριπτικά μεγάλους πόρους των
καπιταλιστών και θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναβίωση του γερμανικού
μιλιταρισμού, που δύο φορές μέσα σε τρεις δεκαετίες -το 1918 και το 1941- είχε
φτάσει στη Μαύρη Θάλασσα. Από τη σκοπιά του Κρεμλίνου, το να μη διεκδικηθεί ο έλεγχος
της Γερμανίας θα ήταν μια επιλογή περίπου αυτοκτονική.
Στις μείζονες ιδεολογικές
διαφορές έρχονταν, επομένως, να προστεθούν στρατηγικά διλήμματα ικανά να
πυροδοτήσουν υπαρξιακές ανασφάλειες σε όλους τους νικητές του πολέμου.
Η
κληρονομιά στην ανθρωπότητα
Από το 1945, στη δημόσια
αντίληψη έχουν κυριαρχήσει διάφοροι μύθοι για τη συγκρότηση του μεταπολεμικού
κόσμου. Ο γνωστότερος ότι στις περίφημες συναντήσει της Γιάλτας και του
Πότσνταμ, το 1945, οι Μεγάλοι διαίρεσαν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής. Σήμερα,
τα πρακτικά των συναντήσεων αυτών είναι διαθέσιμα -ακόμη και τα σοβιετικά
πρακτικά- και από αυτά δεν προκύπτει ότι έγινε τέτοια συμφωνία**. Οι δύο συναντήσεις κυριαρχήθηκαν από τη διαχείριση
πρακτικών ζητημάτων σχετικά με την πρώτη μεταπολεμική περίοδο -από τα νέα
σύνορα στην Ανατολική Ευρώπη (ιδίως της Πολωνίας) έως τη συγκρότηση του ΟΗΕ-
αλλά δεν επέφεραν κάποια «γενική» συμφωνία διαίρεσης του κόσμου. Εξάλλου, εάν
οι δύο υπερδυνάμεις είχαν συμφωνήσει να διαιρέσουν τον κόσμο, είναι προφανές
ότι Ψυχρός Πόλεμος δεν θα είχε ξεσπάσει: η έναρξη του, το 1945-47, ήταν ακριβώς
το αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να συμφωνήσουν στην κάλυψη αυτών των μεγάλων στρατηγικών
κενών του 1945.
Παράλληλα, κενό εξουσίας
παρουσιάστηκε και στην Άπω Ανατολή. Η ήττα της Ιαπωνίας οδήγησε σε αμερικανική
κατοχή αυτής της χώρας, αλλά είχε αφήσει ανοιχτό το ζήτημα του μέλλοντος της Κίνας.
Η αρχική αντίληψη του επιτελείου του Ρούσβελτ έβλεπε την «εθνικιστική» Κίνα ως
έναν από τους μεταπολεμικούς Μεγάλους του διεθνούς συστήματος, γι' αυτό και
προβλέφθηκε για αυτήν μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ωστόσο, μια
σειρά από εξελίξεις (που αφορούσαν τόσο τις τρομερές κυβερνητικές αποτυχίες των
Κινέζων Εθνικιστών όσο και τις σημαντικές οργανωτικές δυνατότητες των
κομμουνιστών) κατέστησε την Κίνα μια «γκρίζα ζώνη» το 1945-47 και διασφάλισε τη
νίκη των κομμουνιστών αργότερα, το 1949.
Ρευστότητες τέτοιας έκτασης
και παράλληλα η ιδεολογικοποίηση και η μαζική πολιτική προκαλούσαν παρενέργειες.
Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη την υφήλιο ήταν κινητοποιημένοι σε πολιτικούς αγώνες
και αισθάνονταν ότι από την κατεύθυνση που θα έπαιρνε ο κόσμος θα εξαρτάτο το
μέλλον τους, το μέλλον των παιδιών τους, το μέλλον του έθνους τους. Η επιρροή της
κοινής γνώμης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων ήταν ένα φαινόμενο παλαιότερο,
αλλά γιγαντώθηκε στην εποχή της μεγάλης σύγκρουσης των ιδεολογιών στον 20ό
αιώνα. «Surtout pas de zele», συμβούλευε ο Ταλλεϋράνδος σε μια εποχή όχι τόσο
παλαιότερη και αρκετά ιδεολογική από μόνη της. Ήταν όμως δύσκολο να γίνει
σεβαστή αυτή η αρχή στο κλίμα του 1945. Υπό αυτήν την έννοια, το τέλος του
Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν παρά ένας σταθμός. Επέφερε την ήττα του
φασισμού, αλλά δεν επέλυσε το μεγάλο ερώτημα της νομιμοποίησης που κυριάρχησε
στη νεωτερικότητα. Ο κόσμος θα μπορούσε να πάει προς τη μία ή την άλλη
κατεύθυνση. Το μέλλον θα έδειχνε.
*Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου
είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του
Πανεπιστημίου Αθηνών!
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ/24.7.2011
**Σημείωση
Στις 9 Οκτωβρίου, 1944,
λίγους μήνες πριν τη Διάσκεψη της Γιάλτας, οι δύο ηγέτες Τσώρτσιλ και Στάλιν συναντήθηκαν
στην τέταρτη Διάσκεψη της Μόσχας, όπου, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, ο
Τσώρτσιλ πρότεινε η Σοβιετική Ένωση να έχει 90% επιρροή στην Ρουμανία και 75%
στην Βουλγαρία, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο να έχει 90% επιρροή στην Ελλάδα. Ο
Τσώρτσιλ επίσης πρότεινε στην Ουγγαρία και την Γιουγκοσλαβία να έχουν 50%
επιρροή και οι δύο. Στη συνέχεια ο Τσώρτσιλ έγραψε τη συμφωνία με μπλε μολύβι
σε μία χαρτοπετσέτα, την οποία έδωσε στον Στάλιν, και αφού την ενέκρινε ο
Στάλιν του την επέστρεψε.
«Δεν θα θεωρηθεί πολύ
κυνικό αν φανεί πως διευθετήσαμε τη μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων, με έναν τόσο
'πρόχειρο' τρόπο; Ας κάψουμε το χαρτί», είπε ο Τσώρτσιλ.
«Όχι, κράτα το», απάντησε
ο Στάλιν.
Οι υπουργοί εξωτερικών των
δύο χωρών, Άντονι Ήντεν και Βιατσεσλάβ Μιχαήλοβιτς Μολότωφ, διαπραγματεύτηκαν
τα ποσοστά της συμφωνίας στις 10 και 11 Οκτωβρίου. Κατάληξη αυτής της συζήτησής
ήταν η αύξηση των ποσοστών επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης στην Βουλγαρία και
την Ουγγαρία κατά 80%. Όμως, φαίνεται να υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την
ακρίβεια της περιγραφής των γεγονότων από τον Τσώρτσιλ, η οποία μάλλον
εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες της εποχής. Πρώτα, μοιάζει παράξενη η μη
άμεση συμμετοχή των Αμερικανών σε μια τόσο σημαντική διαπραγμάτευση.
Εκπροσωπούνται μόνο από τον πρεσβευτή τους στην Σοβιετική Ένωση, Άβερελ
Χάριμαν. Δεύτερο, το σημείωμα της συμφωνίας που υποτίθεται ότι διάβασε ο Στάλιν,
είναι γραμμένο στα Αγγλικά. Και τρίτο, και πιο σημαντικό, στο σημείωμα
αναφέρεται «Ρωσία» και όχι «Σοβιετική Ένωση». Αυτό είναι ένα ζήτημα που θα ήταν
δύσκολο για τον Στάλιν να εγκρίνει, αφού οι Σοβιετικοί ηγέτες της εποχής ήταν
πολύ προσεκτικοί στο να κρατούν τα προσχήματα.
Πάντως, και μέχρι σήμερα,
δεν υπήρξε ποτέ επιβεβαίωση αυτής της συμφωνίας από την Σοβιετική Ένωση, αλλά
ούτε και από την Ρωσία, ούτε και από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η μόνη πηγή
συνεχίζει να είναι η αφήγηση του Τσώρτσιλ στα απομνημονεύματά του.
Αν
η συμφωνία αυτή ήταν πράγματι αληθινή, ο Στάλιν κράτησε τον
λόγο του όσο αφορά την Ελλάδα. Η Βρετανία υποστήριξε τις δυνάμεις της Ελληνικής
Κυβέρνησης κατά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, ενώ η Σοβιετική Ένωση δεν βοήθησε
καθόλου τους κομμουνιστές του ΔΣΕ.[1] Χαρακτηριστική είναι η τηλεφωνική
ομιλία[2] του Στάλιν στον Δημητρώφ στις 10 Ιανουαρίου 1945: «Εγώ συμβούλευσα
την Ελλάδα να μην αρχίσουν αυτόν τον αγώνα. Οι άνθρωποι του ΕΛΑΣ δεν έπρεπε να
βγουν από την κυβέρνηση του Παπανδρέου. Καταπιάστηκαν με δουλειά για την οποία
δεν τους επαρκούσαν οι δυνάμεις. Φαίνεται, υπολόγιζαν ότι ο Κόκκινος Στρατός θα
κατέβει ως το Αιγαίο. Εμείς αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε. Εμείς δεν μπορούμε
να στείλουμε και στην Ελλάδα δικά μας στρατεύματα. Οι Έλληνες έκαναν βλακεία.»,
του είχε πει για τα Δεκεμβριανά.
Βικιπαιδεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου