Λεηλασία
των πόρων της χώρας από τους κατακτητές
Του Μιχαλη Ψαλιδοπουλου*
Η ελληνική οικονομία
βρισκόταν, λίγο πριν από την κήρυξη του πολέμου, σε εξαιρετικά κρίσιμη
κατάσταση. Παρ' όλο που μετά την πτώχευση του 1932 η βιομηχανική και η αγροτική
παραγωγή παρουσίασαν (με εξαίρεση το 1937) σταθερή άνοδο, το Δημόσιο, που από
το 1935 και μετά είχε συνομολογήσει συμφωνία αποπληρωμής των ξένων
ομολογιούχων, αντιμετώπιζε οξύ πρόβλημα φορολογικών εσόδων. Οι χαμηλές και
μεσαίες εισοδηματικές τάξεις, ιδίως οι αγρότες, πένονταν στην κυριολεξία και
αδυνατούσαν να συνεισφέρουν με οποιονδήποτε τρόπο στο δημόσιο ταμείο. Το
εξωτερικό εμπόριο είχε προσανατολισθεί στο σύστημα ανταλλαγής εμπορευμάτων μέσω
συμψηφισμών (κλήρινγκ), ενώ η Ανώτατη Επιτροπή Οικονομικής Άμυνας του μεταξικού
καθεστώτος προωθούσε την αντίληψη ότι η κρατική ρύθμιση, ειδικά στον τομέα της
κοινωνικής πολιτικής, που την εποχή εκείνη συγκροτήθηκε θεσμικά στη χώρα, θα
άμβλυνε την κοινωνική δυσαρέσκεια που προκαλούσε η άσχημη οικονομική κατάσταση,
η πολιτική καταπίεση και η απαγόρευση ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης στους
εργαζόμενους.
Η επίθεση της Γερμανίας
κατά της Πολωνίας (τον Σεπτέμβριο του 1939) είχε ως συνέπεια στην Ελλάδα την
αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας, ενώ οι αποταμιευτές έσπευσαν να
ρευστοποιήσουν τις καταθέσεις τους στις τράπεζες. Η κατάσταση εκτονώθηκε όμως
σύντομα, επειδή οι τράπεζες ανταποκρίθηκαν στη ζήτηση από το κοινό. Έτσι κύλησε
άλλο ένα έτος και, μετά την 28η Οκτωβρίου 1940, παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο.
Η νίκη όμως των ελληνικών δυνάμεων στο αλβανικό μέτωπο και η ευφορία που
ακολούθησε, δημιούργησαν ξανά συνθήκες εμπιστοσύνης στο νόμισμα. Ίδια επίδραση
είχε και η ειδική δανειοδότηση της οικονομίας από τους Βρετανούς που είχαν
εγγυηθεί τα σύνορα της Ελλάδας πριν από την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η κατάσταση όμως αυτή δεν
έμελλε να διαρκέσει πολύ. Τον Απρίλιο του 1941, η Γερμανία επιτέθηκε στην
Ελλάδα μέσω της Βουλγαρίας και προς το τέλος του μήνα οι δυνάμεις του Άξονα
μπήκαν στην Αθήνα. Η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις ζώνες κατοχής, σε κάθε μία από
τις οποίες καθιερώθηκε και διαφορετικό νόμισμα (κατοχικό μάρκο, μεσογειακή
δραχμή, λέβα). Η νομισματική αυτή διαρρύθμιση αποτέλεσε και το πρώτο βήμα για
τη σταδιακή καταστροφή της οικονομίας.
Πολλοί πίστευαν, ότι λόγω
της συμπάθειας των εθνικοσοσιαλιστών προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η
συμπεριφορά τους ως κατακτητών στην Ελλάδα θα διαφοροποιείτο προς το
ευνοϊκότερο, απ' ό,τι σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η πραγματικότητα ήταν
διαφορετική, διαψεύδοντας επίσης και όσους πίστευαν ότι η Ελλάδα, ως φτωχή σε
πρώτες ύλες χώρα, δεν θα ενδιέφερε οικονομικά τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Στο
παγκοσμίου κύρους Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομίας στο Κίελο, εκπονήθηκαν πριν
και μετά την επίθεση κατά της Ελλάδας έξι μελέτες που αφορούσαν την οικονομία
του τόπου:
1. Η βιομηχανία τροφίμων
στην Ελλάδα
2. Η ναυπηγική βιομηχανία
της Ελλάδας
3. Η ελληνική
κλωστοϋφαντουργία
4. Η βιομηχανία καουτσούκ
στην Ελλάδα
5. Η ελληνική
σιδηροβιομηχανία
6. Τα ελληνικά
μεταλλεύματα
Οι μελέτες αυτές που
απεστάλησαν στις δυνάμεις κατοχής αποτελούν απόδειξη του συστηματικού τρόπου με
τον οποίον επιδιώχθηκε η ολοκληρωτική υποταγή της υπόδουλης Ελλάδας στις
επιδιώξεις των κατακτητών. Οι αρχές κατοχής αμέσως με τη συνεργασία της
κυβέρνησης Τσολάκογλου κατάσχεσαν αγροτικά προϊόντα (καπνό, λάδι κ.λπ.) και
μεταλλεύματα (βωξίτη, χρώμιο κ.λπ.). Παρά τις τεχνητά χαμηλές τιμές που
χρησιμοποιούνταν όποτε ο κατακτητής αγόραζε οτιδήποτε χρησιμοποιώντας τον
λογαριασμό κλήρινγκ, η Ελλάδα εμφάνιζε μεγάλο πιστωτικό άνοιγμα υπέρ αυτής στον
λογαριασμό αυτό, χωρίς προοπτική να αποσπάσει κάτι σε αντάλλαγμα. Ετσι,
αργότερα, ιδρύθηκαν οι εταιρείες εξαγωγικού εμπορίου DEGRIGES και SAGIC, που
διαχειρίζονταν το ελληνο-γερμανικό και το ελληνο-ιταλικό εμπόριο αντίστοιχα. Όμως
κι αυτές λόγω της αυθαιρεσίας των υπολογισμών συσσώρευσαν τεράστια χρέη προς
την Ελλάδα, μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο το πιστωτικό της άνοιγμα.
Ενώ οι Γερμανοί κατέλαβαν
τον Απρίλιο του 1941 την Αθήνα, μόλις στα τέλη Ιουνίου επέτρεψαν στους Ιταλούς
να εισέλθουν στην Αθήνα και την Αττική. Εν τω μεταξύ στους δύο αυτούς μήνες,
όχι μόνο είχε κατασχεθεί και σταλεί στη Γερμανία ό,τι είχε βρεθεί αποθηκευμένο,
αλλά το κυριότερο, οι ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις που είχαν ενδιαφέρον
για την πολεμική οικονομία της Γερμανίας αγοράστηκαν, νοικιάστηκαν ή
δεσμεύτηκαν να προμηθεύουν τη γερμανική αγορά με πυρίτη, σιδηρομετάλλευμα,
χρώμιο, νικέλιο, μαγγάνιο, γρανίτη, σε όσες ποσότητες και αν παράγονταν. Οι
Ιταλοί ζήτησαν μερίδιο από τη λεηλασία και απέσπασαν κάποια προνόμια, μετά την
άνοιξη του 1942, χωρίς όμως και να ανατρέψουν τη ροή του εμπορίου προς τη
Γερμανία (το 76% των ελληνικών εξαγωγών κατευθυνόταν προς Γερμανία και το 17%
προς Ιταλία).
Από τα παραπάνω είναι
φανερό ότι οι κατακτητές ήρθαν με τις χειρότερες των προθέσεων για την ελληνική
οικονομία, μη διστάζοντας σε τίποτε, καταστρέφοντας συστηματικά την υλική της
βάση και το νόμισμά της και μάλιστα με τόσο μεγαλύτερο μένος, όσο η αντίσταση
του ελληνικού λαού στα σχέδιά τους φούντωνε.
Το
κατοχικό δάνειο
Οι χώρες του Άξονα είχαν
την ισχύ να εκδίδουν ως κατακτητές χρήμα, πράγμα που έκαναν, ενώ με τη συμφωνία
της Ρώμης της 14ης Μαρτίου 1942 συνομολογήθηκε δάνειο για τα επιπλέον των
εξόδων κατοχής ποσά που θα έπαιρναν οι αρχές κατοχής από την Τράπεζα της
Ελλάδος. Το συνολικό τους ύψος ήταν αντίστοιχο των 3,5 δισ. δολαρίων κατά τον
υπολογισμό του καθηγητή Αγγελου Αγγελόπουλου το 1995. Ο ίδιος, προσθέτοντας
έναν εύλογο τόκο 3%, υπολόγιζε την τότε παρούσα αξία του ποσού αυτού σε 13 δισ.
δολάρια.
Οικονομικές
ιδέες
Οι οικονομικές ιδέες που
διείπαν την αντίσταση έδιναν όχι μόνο μια απάντηση σε έναν κίνδυνο που
απειλούσε την επιβίωση των Ελλήνων, αλλά και μια διέξοδο στα συσσωρευμένα
αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της προπολεμικής κοινωνίας (Μικρασιατική
Καταστροφή, κρίση του 1929, δικτατορία Μεταξά κ.λπ.)
Ανεξάρτητα από παλιότερες
πολιτικές προτιμήσεις ή ενδοεπιστημονικές αφετηρίες, οι Έλληνες οικονομολόγοι
της εποχής είδαν με συμπάθεια και προπαγάνδισαν ως επερχόμενη νομοτέλεια την
εγκαθίδρυση ενός εξισωτικού οικονομικού συστήματος, σαν εκείνου που υπήρχε την
εποχή εκείνη de facto στην ελληνική κοινωνία.
Είναι η εποχή που, μεταξύ
άλλων, οι καθηγητές Ξενοφών Ζολώτας και Αγγελος Αγγελόπουλος έγραψαν τον
«Δημιουργικό σοσιαλισμό» και τον «Σοσιαλισμό» αντίστοιχα, που το ΚΚΕ διένειμε
το πρόγραμμά του περί εθνικής απελευθέρωσης και λαϊκής δημοκρατίας με τίτλο
«Λαοκρατία και Σοσιαλισμός», η εποχή που οι Έλληνες οικονομολόγοι
προβληματίστηκαν έντονα σχετικά με το:
1. Πώς η οικονομία της
Ελλάδας θα μπορούσε να γίνει μεταπολεμικά βιώσιμη.
2. Ποιος έπρεπε να είναι ο
ρόλος του κράτους στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.
3. Σε ποιες βάσεις έπρεπε να
τοποθετηθούν οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις της χώρας.
Ένας από τους λόγους της
πλατιάς αποδοχής των σοσιαλιστικών ιδεών ήταν και το ότι η οικονομική κρίση
στην Κατοχή διαπερνούσε πολιτικές γραμμές και κοινωνικά όρια. Κατά την Κατοχή
δεν χτυπήθηκαν μόνον οι φτωχοί.
Οι μεσαίες, αλλά και οι
ανώτερες τάξεις απώλεσαν τον συσσωρευθέντα πλούτο τους, είτε μέσω του
πληθωρισμού είτε στην αναζήτηση των αναγκαίων μέσων επιβίωσης μέσω της μαύρης
αγοράς. Ο υπερπληθωρισμός της Κατοχής ακύρωσε τις αποταμιεύσεις σε χρήμα και
αφαίρεσε από τα μεσαία στρώματα τα εισοδήματά τους, ενώ κοσμήματα, διαρκή
καταναλωτικά αγαθά, ακόμα και ακίνητα, εκποιήθηκαν στον βωμό της ανάγκης για
επιβίωση.
Έκρηξη
πληθωρισμού και μαύρη αγορά
Η έκταση των καταστροφών
αυτών προβλημάτισε ως και τους ίδιους τους κατακτητές. Τον Νοέμβριο του 1942 οι
Neubacher και D' Agostino ορίστηκαν κομισάριοι του Άξονα στην Ελλάδα για
οικονομικές και δημοσιονομικές υποθέσεις. Μετά τους θανάτους από πείνα τον
χειμώνα του 1942 οι κατακτητές συναίνεσαν σε αποστολές τροφίμων μέσω του
Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ενώ, αργότερα, οι Γερμανοί πούλησαν και χρυσές λίρες
μέσω της Τραπέζης της Ελλάδος, ώστε να στηριχθεί η συνεχώς πίπτουσα αξία της
δραχμής, και μέσω αυτής τα έξοδα του στρατού κατοχής. Αποστολές χρυσών λιρών
από τους Συμμάχους προς τις οργανώσεις του βουνού συνέτειναν και αυτές στην
ολοκληρωτική υποκατάσταση του νομίσματος από τον χρυσό, καθώς ο πληθωρισμός,
από τον χειμώνα του 1943 και μετά, έγινε καλπάζων.
Καθώς όλοι οι παραγωγικοί
κλάδοι της οικονομίας σταδιακά έπνεαν τα λοίσθια, έχει ενδιαφέρον να δούμε τις
εξελίξεις στην καθημερινή ζωή. Το πρόβλημα της εξασφάλισης της επιβίωσης
αναδείχθηκε ως το μείζον θέμα κοινωνικής ύπαρξης και συμπεριφοράς. Η πτώση της
παραγωγής, η απουσία αξιόπιστου μέσου ανταλλαγής, οι επισχέσεις εμπορευμάτων
από πλευράς αρχών κατοχής και η παράλυση του συστήματος μεταφορών ήταν οι
βασικοί παράγοντες της πτώσης του βιοτικού επιπέδου. Πτώση εισοδήματος και
ανεργία συμπλήρωναν την εικόνα του καρκινοβατούντος εμπορίου και της παραγωγής.
Η έλλειψη σε είδη διατροφής χτυπούσε τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και όσους
δεν είχαν διασυνδέσεις με την επαρχία. Ένα κοινωνικό στρώμα χωρίς αυτές τις
προσβάσεις ήταν οι πρόσφυγες του 1922.
Ατομική και συλλογική
αντίσταση στις αστικές περιοχές ήταν ταυτισμένες με την ανάγκη απόκτησης ενός
ελέγχου οικονομικών πόρων για την επιβίωση. Σε αυτή τη σφαίρα πολιτικός αγώνας
και οικονομική δράση συναντήθηκαν και συγχωνεύθηκαν σε μια ισχυρή επιθυμία για
τη διαμόρφωση κοινωνικών συνθηκών που θα ίσχυαν την «επόμενη μέρα». Ενέργειες
όπως η κλοπή προμηθειών από Γερμανούς ήταν τόσο πολιτικές, όσο και οικονομικές.
Η αντίσταση κατά της αποστολής εργατών στα εργοστάσια των χωρών του Άξονα, η
δημιουργία συνεταιρισμών σε συνθήκες παρανομίας, ο αγώνας για αυξήσεις μισθών
και πληρωμών σε είδος, η επέκταση του δελτίου και, τέλος, η έξοδος στο βουνό,
ήταν πράξεις αντίστασης που έδιναν πολιτικό νόημα και προοπτική στην
αντιστασιακή δράση. Σε επίπεδο οικονομικών μηχανισμών το αντιστασιακό κίνημα
απάντησε στην οικονομική κρίση οργανώνοντας αλληλοβοήθεια, σαμποτάροντας τη
διαδικασία των κατασχέσεων από τα στρατεύματα κατοχής και, τέλος, μέσω της
προσπάθειας άσκησης ελέγχου επί της παραγωγής, στις απελευθερωμένες περιοχές.
Η μαύρη αγορά που
εμφανίστηκε παράλληλα με την έναρξη της Κατοχής και συνέχισε να διευρύνεται
έκτοτε, ήταν τμήμα μιας υπόγειας, αφανούς και παράλληλης οικονομίας,
νομισματική βάση της οποίας ήταν ο χρυσός. Οι μαυραγορίτες, προερχόμενοι από
την παλιά τάξη εμπόρων και βιομηχάνων, μεσολαβούσαν μεταξύ ζήτησης και
προσφοράς, αξιοποιούσαν το υφιστάμενο κεφάλαιο και ακροβατούσαν μεταξύ
συνεργασίας με τον κατακτητή και προσωπικού πλουτισμού. Το κίνημα της
αντίστασης από την άλλη πλευρά ευαγγελιζόταν την οικονομική ισότητα και τη
συλλογική δράση των ατόμων. Για τους παραπάνω λόγους αντίσταση και μαύρη αγορά
συγκρούστηκαν ανελέητα και στη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και μετέπειτα.
Η
καταστροφή σε αριθμούς
Η σιδηροδρομική γέφυρα του Γοργοποτάμου ανατιναγμένη από τους Γερμανούς κατά την αποχώρησή τους, Οκτώβριος 1944. Προσωπική συλλογή Γεωργίου Χανδρινού
Η Ελλάδα, μετά τη
Σοβιετική Ενωση, δέχτηκε τα πιο σκληρά πλήγματα εξαιτίας του πολέμου και της
κατοχής στην Ευρώπη.
415.300 ανθρώπους έχασε η
Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής (7.336.000 ο πληθυσμός της χώρας στην
απογραφή του 1940), από τους οποίους 260.000 ήταν άμαχοι, θύματα της πείνας.
900 θερμίδες τη μέρα ανά
άτομο ήταν η ημερήσια διατροφή το 1941 και, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ποτέ δεν
πέρασε τις 1.400 σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής.
70% μειώθηκε η γεωργική
παραγωγή μεταξύ 1940 και 1944, ενώ η βιομηχανική 82%.
60% των ζώων της έχασε η
κτηνοτροφία και 78% της χωρητικότητάς της η ναυτιλία.
72% των μεταφορικών μέσων
(φορτηγά αυτοκίνητα) καταστράφηκαν, όπως και το 25% των ελληνικών δασών.
280.000 τόνοι ήταν οι
εισαγωγές το 1944 από 1.500.000 το 1940 και οι εξαγωγές 33.000 από 500.000
αντίστοιχα.
90% των αμαξοστοιχιών
πήραν μαζί τους οι Γερμανοί κατά την αποχώρησή τους, ενώ ανατίναξαν το 90% των
γεφυρών πλάτους άνω των δέκα μέτρων (στην Πελοπόννησο το 80%).
8.500.000.000 δολάρια της
εποχής οι υλικές καταστροφές της Ελλάδας, σύμφωνα με εκτιμήσεις της διάσκεψης
των Παρισίων το 1946 για τις επανορθώσεις.
*
Ο κ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος είναι καθηγητής της Ιστορίας Οικονομικών Θεωριών στο
Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το κείμενο υπάρχει
διαφοροποιημένο στο βιβλίο του «Οικονομολόγοι και Οικονομική Πολιτική στη
Σύγχρονη Ελλάδα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου