Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ




Οι Έλληνες 

δεν μπορούν να ταΐσουν τα παιδιά τους


Στις τραγικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της κρίσης 
αναφέρεται δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Guardian



Με τα πιο μελανά χρώματα περιγράφεται στη βρετανική εφημερίδα Guardian η άθλια οικονομική κατάσταση των σύγχρονων Ελλήνων που φτάνουν στο σημείο ακόμα και να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους γιατί δεν μπορούν να τους προσφέρουν φαγητό.

"Η ελληνική οικονομική κρίση μετατρέπεται σε τραγωδία για τα παιδιά που τα εγκαταλείπουν οι οικογένειές τους" ο τίτλος του δημοσιεύματος και το άρθρο ξεκινά με αναφορά στην τραγική κατάσταση ενός πολύτεκνου πατέρα με 10 παιδιά από την Πάτρα που με μοναδικά μηνιαία έσοδα 960 ευρώ και ένα διμηνιαίο επίδομα 460 ευρώ, βρέθηκε να χρωστά ακόμα και στον φούρναρη.
"Η κρίση μας σκότωσε. Ντρέπομαι που το λέω σταλλά έφτασα στο σημείο να μην έχω δύο ευρώ να αγοράσω ψωμί", σημειώνει και εξηγεί στην εφημερίδα πως αναγκάστηκαν με τη γυναίκα του να απευθυνθούν στις δημοτικές αρχές για να σώσουν τα παιδιά τους.

Στο άρθρο φιλοξενούνται και δηλώσεις από εκπρόσωπο του Δήμου Πατρών που αναφέρει ότι πέρυσι τα Χριστούγεννα οι κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου έδωσαν τρόφιμα σε 400 οικογένειες αλλά φέτος δέχτηκαν πάνω από 1.200 αιτήσεις για βοήθεια.

Αυτό που πραγματικά τους εξέπληξε ήταν το αίτημα να απομακρύνουν τα παιδιά από την οικογένειά τους προκειμένου να τα σώσουν από την φτώχεια. "Όταν επισκεφτήκαμε τα σπίτια τους και είδαμε ιδίοις όμμασι την κατάσταση, τις τριτοκοσμικές συνθήκες, τη φτώχεια και τη βρωμιά, δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε στα μάτια μας", σημείωσε.

Σε μια περήφανη χώρα όπως η Ελλάδα, όπου, όπως σημειώνεται, η οικογένεια είναι πάνω από όλα, η είδηση αυτή άγγιξε ευαίσθητες χορδές, με τους πολίτες να συμπαραστέκονται με κάθε τρόπο στην οικογένεια Γασπαρινάτου.

Το άρθρο συνεχίζει με το να εξηγεί πως σε μια περήφανη χώρα όπως η Ελλάδα η οικογένεια είναι πάνω από όλα και για αυτό σοκάρει το αίτημα της οικογένειας του Γασπαρινάτου, αλλά τονίζει πως στην Ελλάδα που βρίσκεται σχεδόν στον πέμπτο χρόνο ύφεσης όλοι οι αρμόδιοι φορείς επιβεβαιώνουν το χειρότερο, πως η περίπτωση από την Πάτρα δεν είναι μοναδική.

Οι ελληνικές οικογένειες που εγκαταλείπουν τα παιδιά τους σε ιδρύματα και Πρόνοια γιατί δεν έχουν τα χρήματα να τους προσφέρουν τα απαραίτητα αυξάνονται με δραματικούς ρυθμούς σύμφωνα με το άρθρο, ενώ αναφέρεται πως παρατηρείται και αύξηση του αλκοολισμού, της χρήσης ναρκωτικών αλλά και της εμφάνισης ψυχολογικών προβλημάτων.

Το άρθρο παραθέτει και δηλώσεις του Κώστα Γιαννόπουλου από το Χαμόγελο του Παιδιού ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει πως "υπάρχει και μια άλλη Ελλάδα, αυτή της καλοσύνης και της φιλοξενίας και του αλτρουισμού, η οποία συχνά παραβλέπεται".

Ο συντάκτης κλείνει το άρθρο με μια νότα αισιοδοξίας, σημειώνοντας πως η οικογένεια Γασπαρινάτου δεν χρειάστηκε να δώσει τα παιδιά της, καθώς μια ευκατάστατη κυρία από την Αθήνα, όταν έμαθε το δράμα τους, έκανε μια μεγάλη δωρεά όταν έμαθε το δράμα τους.

"Χάρη σε αυτή την καλή κυρία μπορούμε να ελπίζουμε ξανά. Μέχρι την Πρωτοχρονιά θα έχουμε μπει όλοι μαζί στο νέο μας σπίτι", υπογράμμισε.

http://news247.gr/ellada/eidiseis/oi_ellhnes_den_mporoun_na_taisoyn_ta_paidia_toys.1555422.html




Στις ανήλιες γειτονιές του πόνου


Μεσημεριανές ώρες, μιας βροχερής μέρας, παραμονές Χριστουγέννων. Σε ένα από τα πολλά συσσίτια της πρωτεύουσας. Κάπου εκεί, σε μια από τις περιοχές που λένε «υποβαθμισμένες». Που τις υποβάθμισε η αναλγησία όλων αυτών που περνάνε ανυποψίαστοι δίπλα από τις ουρές των συσσιτίων. Εκεί που στοιβάζονται καθημερινά οι απόβλητοι της ζωής.

Ουρές πόνου και αγωνίας. Άνθρωποι που, κατ' ανάγκη, δεν φοράνε πάντα κουρελιασμένα ρούχα. Αρκετοί, με εμφάνιση ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Που ελπίζουν καρτερικά και με αξιοπρέπεια στη φιλευσπλαχνία κάποιου περαστικού, μήπως συγκινηθεί και δώσει κάτι, «σ' εκείνον που 'χε», κάποτε, «τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη», που λέει ο ποιητής.

Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που λίγο πριν ούτε στα τολμηρότερα όνειρά τους θα μπορούσαν να φανταστούν ότι θα περίμεναν σε ουρές, ψυχικά ράκη, για ένα πιάτο ζεστό φαγητό.

Ένας απ' αυτούς μίλαγε σε κάποιον αλλοδαπό δημοσιογράφο. Από εκείνους που τα ξένα πρακτορεία στέλνουν για να τροφοδοτήσουν την άπληστη επικαιρότητα. Με αξιοπρέπεια και ψυχραιμία εξηγούσε πώς έφτασε στο έσχατο αυτό σημείο της μιζέριας. Ο τρόπος που μίλαγε πρόδιδε άνθρωπο που δεν εστερείτο μόρφωσης. Εκφραζόταν με άνεση στα αγγλικά.

Ένας άλλος πάλι, κάπου εκεί κοντά, καρτερικά περίμενε στην ουρά. Τα ρούχα του, αν και φθαρμένα, ταίριαζαν απόλυτα στον σωματότυπό του, απομεινάρια κάποιας επιτηδευμένης κομψότητας, που ασφαλώς θα του εξασφάλιζε το άνετο, κάποτε, εισόδημά του. Τα αδύναμα χέρια του κρατούσαν σφιχτά έναν υπολογιστή, μη θέλοντας να αποχωριστεί το τελευταίο απομεινάρι που τον συνέδεε με μια άλλη, πιο ανέμελη ζωή. Που πέρασε ανεπιστρεπτί.

Ένα φανάρι αναβόσβηνε συνέχεια, σαν να ήθελε με το χρωματιστό του λαμπιόνι να υπογραμμίσει την απουσία των χριστουγεννιάτικων στολιδιών, που κάποτε φάνταζαν ακόμα και στις πιο φτωχές συνοικίες. Σ' αυτές που σήμερα δεν υπάρχουν «καθημερινές και σκόλες». Λίγο παρακάτω, μια αλλόκοτη, ολιγομελής μπάντα μεταναστών προσπαθούσε, απεγνωσμένα, να δώσει κάποιον χαρμόσυνο τόνο στην ατμόσφαιρα. Μάταια όμως. Κανένας δεν έδινε σημασία στους φάλτσους ρυθμούς της αυτοσχέδιας ορχήστρας, που το φτωχό της ρεπερτόριο εναλλασσόταν μονότονα μεταξύ της «Άγιας νύχτας» και ενός απροσδιόριστου σκοπού κάποιας μακρινής πατρίδας.

Όσο πέρναγε η ώρα, τόσο περισσότερες κουρελιασμένες ψυχές στοιβάζονταν στον χώρο του συσσίτιου. Απλανές βλέμμα, βαθιά μελαγχολία. Ανθρώπινα ράκη, ζωντανοί νεκροί. Το «αύριο» γι' αυτούς, αβέβαιο. Μοναδική φιλοδοξία, η εξασφάλιση του επόμενου φαγητού, με την πρόσθετη, αλλά όχι βέβαιη, πολυτέλεια ενός τσιγάρου.

Γερμένες από τα βάσανα, αποστεωμένες φιγούρες, λες και αποκόπηκαν από κάποια βυζαντινή αγιογραφία. Μέσα σε ένα στατικό πλαίσιο που τίποτε δεν κινείται, αφού ο χρόνος έχει σταματήσει εκεί, στις γειτονιές αυτές του πόνου.

Σε ποια κοινωνία άραγε ζουν οι «άγιοι» αυτοί της σύγχρονης ζωής; Στους κόλπους της κοινωνίας που ζούμε όλοι. Είναι η ίδια κοινωνία που τους απέβαλε τόσο άσπλαχνα. Με αναλγησία και χωρίς ανθρωπιά. Την ανθρωπιά εκείνη που θα μπορούσε εύκολα να ξεριζώσει όλα αυτά τα φαινόμενα της χυδαίας επίδειξης πλούτου, που ταλάνισαν την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια, με τις γνωστές συνέπειες.

Αντί για την ανέξοδη ανταλλαγή ευχών, ίσως θα ήταν καλύτερα να πάμε, οι λιγότερο «ανελέητοι», κάπου εκεί, στις ανήλιες γειτονιές του πόνου. Όχι για να τακτοποιηθούμε συνειδησιακά. Αλλά για να μάθουμε, απλά, τι ζωή περνούν εκεί...

«Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης, έλα να μάθεις τι ζωή περνώ...».

Παραμονές Χριστουγέννων,
Αθήνα 2011. 

http://www.paron.gr/v3/new.php?id=73070&colid=37&catid=33&dt=2011-12-25&search=%D3%F4%E9%F2+%E1%ED%DE%EB%E9%E5%F2+%E3%E5%E9%F4%EF%ED%E9%E5%F2+%F4%EF%F5+%F0%FC%ED%EF%F5

Δεν υπάρχουν σχόλια: