Η Αγγλική λογοκρισία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Του FRANCIS WILLIAMS
Ο συγγραφέας τον βιβλίου
«Τύπος, Κοινοβούλιο και Λαός», από το όποιο παίρνουμε το παρακάτω απόσπασμα,
Φράνσις Ούΐλλιαμς, ήταν δημοσιογράφος, πολιτικός αρθρογράφος και συντάκτης της
εφημερίδας «Ημερήσιος Κήρυξ» (Daily Herald). Στον πόλεμο ήταν διευθυντής της
λογοκρισίας και το έργο του επέτυχε απόλυτα. Έτσι είναι πολύ κατάλληλος για να
μελετήσει τις σχέσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση, τον τύπο και το κοινό.
Η λογοκρισία του τύπου
στον πόλεμο γινόταν αυθόρμητα και ιδιωτικά και αυτό ήταν το σπουδαιότερο
χαρακτηριστικό της Αγγλικής λογοκρισίας του τελευταίου πολέμου. Ο νόμος ούτε
για μια στιγμή δεν υποχρέωσε τους δημοσιογράφους, τους συγγραφείς ή τους
εκδότες να συμμορφωθούν με τις επιταγές του. Από το άλλο μέρος η λογοκρισία αυτή
περιοριζόταν στα γεγονότα. Δεν είχε τη δύναμη να εμποδίσει τις εφημερίδες να
εκφράσουν τις γνώμες πού ήθελαν.
Το γεγονός αυτό δεν το
είχε νοιώσει το κοινό και πολλές φορές και τα ίδια τα μέλη της κυβέρνησης το
παραδέχονταν με δυσκολία. Ορισμένοι μάλιστα υπουργοί απευθύνονταν στη
λογοκρισία του τύπου ζητώντας πράγματα εντελώς ασυμβίβαστα με το χαρακτήρα της.
Αυτοί οι άνθρωποι πολύ δύσκολα μπορούσαν να πεισθούν και προτιμούσαν να
πιστεύουν πώς εκείνο πού τους εμπόδιζε να επιβάλλουν τη γνώμη τους δεν ήταν
τίποτε άλλο παρά η έμφυτη κακία των υπευθύνων της λογοκρισίας.
Και μ’ όλο πού νομίζω ότι η
λογοκρισία του αγγλικού τύπου στο σύνολο της λειτούργησε με μια αξιοσημείωτη
ευρύτητα πνεύματος, η πείρα πού απέκτησα ύστερα από 4 χρόνια επαφής με τις
σχετικές υπουργικές αποφάσεις και τις επίσημες προσπάθειες πού γίνονταν για να
«επηρεάσουν» τον τύπο κατά τον ένα η τον άλλο τρόπο, με έπεισε πώς κάθε είδους
λογοκρισία είναι όργανο επικίνδυνο και αξιοθρήνητο όταν δεν χρησιμοποιείται
μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και δεν περιβάλλεται από τις πιο αυστηρές εγγυήσεις.
Έχω πειστεί πώς καμιά κυβέρνηση, όσο καλές και αν είναι οι προθέσεις της, δεν
πρέπει να εχεί τη δύναμη να ελέγχει τον τύπο. Ο φιλελεύθερος χαρακτήρας της
λογοκρισίας του αγγλικού τύπου οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος στις ίδιες τις
εφημερίδες και στους ανταποκριτές των Ηνωμένων Πολιτειών και των Κτήσεων πού
βρίσκονταν στο Λονδίνο κι’ αυτό γινόταν
παρ’ όλο πού τότε η λογοκρισία του τύπου του εσωτερικού γινόταν από Ιδιωτική
πρωτοβουλία ενώ των τηλεγραφημάτων πού προορίζονταν για το εξωτερικό ήταν υποχρεωτική.
Ας δούμε τώρα πώς
εργαζόταν η λογοκρισία του αγγλικού τύπου. Είχε γίνει η σύσταση στις εφημερίδες
να υποβάλλουν στη λογοκρισία κάθε κείμενο πού ήταν δυνατό να περιέχει πληροφορίες
χρήσιμες για τον εχθρό.
'Οπωσδήποτε πίσω απ' αυτό
το σύστημα κρυβόταν μια νομική κύρωση πού δεν εφαρμοζόταν αποκλειστικά μόνο
στον τύπο. Αυτή η κύρωση υπήρχε στη ρήτρα των «εκτάκτων μέτρων» και θεωρούσε έγκλημα
τη δημοσίευση και την παροχή πληροφοριών χρησίμων για τον εχθρό.
Οι εφημερίδες λοιπόν τις
οποίες αφορούσε αυτός ο νόμος εκτός από τη μεγάλη και φυσική επιθυμία τους να μην
κάνουν τίποτα πού μπορούσε να βλάψει τον τόπο και να εξυπηρετήσει τον εχθρό,
είχαν και συμφέρον να γυρεύουν τη γνώμη της λογοκρισίας προτού δημοσιεύσουν
πληροφορίες με τις όποιες θα κινδύνευαν να κατηγορηθούν και να δικαστούν
σύμφωνα με το νόμο. Ενώ δεν ήταν υποχρεωμένες από το νόμο να συμβουλεύονται τη
λογοκρισία δέχονταν τις αποφάσεις της, γιατί τις προστάτευαν από κάθε κατηγορία:
ότι είχαν δηλ. δημοσιεύσει ειδήσεις πού απαγόρευε ο νόμος. Δεν εξαναγκάζονταν
με τη βία να υποκύψουν στη λογοκρισία και πολλές φορές αρνήθηκαν, όταν όμως
συμμορφώνονταν με τις απαιτήσεις της ήταν προφυλαγμένες από κάθε δίωξη. Άλλωστε
είχαν ένα είδος οδηγού, πού λεγόταν «Σημειώσεις σχετικές με την άμυνα». Σ' αυτόν
τον οδηγό υπήρχαν αριθμημένες οι πληροφορίες πού δεν μπορούσαν να δημοσιευτούν όπως
και κείνες πού έπρεπε να περάσουν πρώτα από λογοκρισία.
Έτσι πολύ λίγες ήταν οι
περιπτώσεις πού η λογοκρισία ζήτησε κάτι και δεν έγινε δεκτό. Και όσο ξέρω
τουλάχιστο, δεν έτυχε ποτέ να δημοσιεύσει μια εφημερίδα σκόπιμα ή κατά λάθος
πληροφορίες πού θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τον εχθρό. Οι λίγες δικαστικές
διώξεις πού έγιναν αφορούσαν σε μικροπεριπτώσεις και δεν ήταν σοβαρές
παραβάσεις των κανονισμών.
Πρέπει λοιπόν να
παραδεχτούμε πώς αυτή η θαυμάσια συνεργασία των δημοσιογράφων και των φυσικών
τους εχθρών δηλ. των λογοκριτών, δεν πραγματοποιήθηκε παρά ύστερα από
μακρόχρονους αγώνες των υπεύθυνων της λογοκρισίας και των διαφόρων στρατιωτικών
ή άλλων ενδιαφερομένων άρχων.
Η λογοκρισία στο σύνολο
της, ύστερα από το χάος τού πρώτου καιρού, λειτούργησε καλά. Πάντως είναι
γεγονός πώς αφού στην αρχή δέχτηκε τις ειρωνείες και τις ύβρεις όλου τού
κόσμου, στο τέλος πήρε τον έπαινο πώς ήταν υποδειγματική, κι αυτό από τις ίδιες
τις εφημερίδες της Αγγλίας, της Αμερικής, των Κτήσεων και του εξωτερικού.
Ωστόσο σχετικά με το ζήτημα
της Αγγλικής λογοκρισίας στον καιρό του πολέμου υπάρχει και μια επιφύλαξη. Η
κυβέρνηση είχε άλλη δύναμη από κείνη πού είχε η υπηρεσία της λογοκρισίας, αυτή
τη δύναμη πού αφορούσε κατ' ευθείαν στην κοινή γνώμη, η κυβέρνηση την εξασκούσε
σε δυο περιπτώσεις σύμφωνα με δυο άρθρα: το 2γ και το 2δ των «εκτάκτων μέτρων».
Το άρθρο 2γ χαρακτήριζε
έγκλημα κάθε συστηματική δημοσίευση αντίθετη με τον πόλεμο και έλεγε ρητά ότι
σε τέτοια περίπτωση η εφημερίδα θα έπαιρνε πρώτα μια ειδοποίηση από το
Υπουργείο Εσωτερικών και σε περίπτωση επανάληψης θα της γινόταν μήνυση και η
υπόθεση θα πήγαινε στα δικαστήρια. Αν η απόφαση ήταν καταδικαστική, η ποινή για
τους υπεύθυνους θα έφθανε ως 7 χρόνια καταναγκαστικά έργα ή πρόστιμο 500 λίρες
στερλίνες ή και τα δυο μαζί. Το Κοινοβούλιο ζήτησε να μην αρχίζει καμιά δίκη χωρίς
τη συγκατάθεση του εισαγγελέα. Πολλά μέλη όμως του Κοινοβουλίου φοβήθηκαν μήπως
αυτή η δύναμη πού συγκέντρωσε η κυβέρνηση έστω και σε καιρό πολέμου ήταν μεγάλη
απειλή για την ελευθερία του τύπου.
Μόλις είχαν εγκριθεί αυτά
τα μέτρα, οι Γερμανοί εισβάλανε στις Κάτω Χώρες και τη Γαλλία. Η εισβολή στην Αγγλία
φαινόταν σύντομη. Η κυβέρνηση στις δύσκολες αυτές περιστάσεις, κατάλαβε πώς η δύναμη
πού είχε πάνω στον τύπο δεν ήταν αρκετή. Ό Σερ Τζών Άντερσον, τότε 'Υπουργός των
'Εσωτερικών, ζήτησε από τη Βουλή να του δώσει και άλλη συμπληρωματική εξουσία
μ' ένα καινούριο άρθρο, το 2δ «των εκτάκτων μέτρων». Ό Σερ Τζών Άντερσον όρισε το
έξης : Όταν μια Εφημερίδα, σε περίπτωση εισβολής, συμβούλευε την παράδοση και
εξέφραζε γνώμες πού μπορούσαν να υποσκάψουν τη δύναμη της αντίστασης, ήταν
επικίνδυνο να την αφήσουν να εκδίδεται, έστω και στο μικρό διάστημα πού θα μεσολαβούσε
ώσπου να δικαστεί η πράξη συμφωνά με το άρθρο 2γ. Θα ήθελε να έχει τη δύναμη να
πάψει την εφημερίδα αμέσως. Ζήτησε λοιπόν να δοθεί στον Υπουργό των Εσωτερικών η
εξουσία να σταματάει διοικητικά, με δικό του διάταγμα και χωρίς να πρέπει να δικαιολογήσει
την κατηγορία του στο δικαστήριο, κάθε εφημερίδα πού η κυβέρνηση θα έκρινε πώς
έκανε συστηματικά αντιπολεμική πολιτική.
Ό υπουργός πήρε την Εξουσία
πού ζητούσε. Φαίνεται όμως πώς οι περισσότεροι βουλευτές δέχτηκαν αυτή την
παραχώρηση μόνο για τις εξαιρετικές περιστάσεις πού δημιουργούσε η στιγμή.
Το υπουργικό συμβούλιο ωστόσο,
σε δυο περιπτώσεις έκρινε πώς μια εφημερίδα δημοσίευε με επιμονή άρθρα
αντιδραστικά για τον πόλεμο και τότε άσκησε τη δύναμη πού της έδινε το άρθρο 2δ
και όχι το 2γ, μ' όλο πού στην πρώτη περίπτωση η άμεση απειλή της εισβολής είχε
λείψει πριν από πολλούς μήνες και στη δεύτερη πριν από δυο χρόνια και
περισσότερο.
Την πρώτη φορά ήταν τον
Ιανουάριο του 1941. Το άρθρο 2δ χρησιμοποιήθηκε τότε για την εφημερίδα «Νταίηλυ
Γουώρκερ» πρώτα σαν προειδοποίηση και υστέρα για να απαγορεύσει για πολύν καιρό
την έκδοση της. Το κομμουνιστικό κόμμα της Αγγλίας πού η «Νταίηλυ Γουώρκερ»
είναι το επίσημο του όργανο, δεν ήθελε τον πόλεμο γιατί τον θεωρούσε «ιμπεριαλιστική»
περιπέτεια. Δεν άλλαξε γνώμη παρά μόνο όταν η Γερμανία χτύπησε τη Ρωσία.
Η δεύτερη περίπτωση, της
«Νταίηλυ Μίρρορ», ένα χρόνο αργότερα, ήταν εντελώς διαφορετική. Στις 19 Μαρτίου
1942 ο διευθυντής και ο αρχισυντάκτης πήρανε
μια πρόσκληση από το 'Υπουργείο των Εσωτερικών και προειδοποιήθηκαν πώς αν
εξακολουθούσαν την ίδια πολιτική, η κυβέρνηση θα εφάρμοζε το άρθρο 2δ και η
εφημερίδα τους θα σταματούσε.
Η εφημερίδα «Νταίηλυ
Μίρρορ» είχε δημοσιεύσει μια γελοιογραφία και ένα άρθρο πού είχαν εξοργίσει
πολλούς υπουργούς και ιδιαίτερα τον πρωθυπουργό. Ό κ· Τσώρτσιλ είχε τη γνώμη ότι
η γελοιογραφία έκανε τον υπαινιγμό πώς οι ναυτικοί διακινδύνευαν τη ζωή τους
νια να αυξάνουν τα κέρδη τους οι μεγάλες εταιρίες πετρελαίου. Όσο για το άρθρο αυτό
το θεωρούσε σαν μια άδικη και χωρίς κανένα ενδοιασμό δυσφήμιση των ανωτέρων
αξιωματικών του στρατεύματος και έμμεσα και της κυβέρνησης πού τους είχε
διορίσει και ζήτησε να κλείσει αμέσως και χωρίς αναβολή η εφημερίδα πού
δημοσίευε τέτοιου είδους πράγματα. Την ίδια γνώμη είχαν και πολλοί άλλοι
υπουργοί.
Το υπουργικό συμβούλιο και
το Υπουργείο των Στρατιωτικών από καιρό είχαν λογαριασμούς με το «Νταίηλυ
Μίρρορ». Η εφημερίδα αυτή είχε αναλάβει μια ανηλεή εκστρατεία με στόχο την
προνομιούχο τάξη του στρατού. Ένα από τα πολιτικά άρθρα πού διαβάστηκαν
περισσότερο ήταν ένα καθημερινό χρονογράφημα πού το υπέγραφε κάποιος
δημοσιογράφος με το ψευδώνυμο Κασσάνδρα —σύγχρονος μάντης της δυστυχίας— και χτυπούσε
κάθε μέρα με λόγια δηκτικά την ηλιθιότητα, το σνομπισμό και την εγκληματική
ανικανότητα πού νόμιζε πώς έβλεπε στους ανωτέρους. Δεν άφησε και τίποτα πού να
μην το χτυπήσει. Και το Υπουργείο Στρατιωτικών επέμενε από πολύ καιρό πώς
έπρεπε να πάρουν μέτρα εναντίον του. Ύστερα από μια προειδοποίηση το
χρονογράφημα σταμάτησε γιατί η Κασσάνδρα επιστρατεύτηκε και λίγο υστερότερα
έγινε αρχισυντάκτης μιας στρατιωτικής εφημερίδας. Η αφορμή πού το υπουργικό
συμβούλιο αποφάσισε να επιβάλει τα «έκτακτα μέτρα» στο «Νταίηλυ Μίρρορ» όταν
δημοσίευσε το άρθρο και τη γελοιογραφία, ήταν οι ακατάπαυστες επικρίσεις του
για τον τρόπο της διεξαγωγής του πολέμου. Χρειάστηκαν δυο εβδομάδες για να
πάρει το υπουργικό συμβούλιο την απόφαση του και είναι γνωστό πώς πολλοί
υπουργοί δεν ικανοποιήθηκαν με την τελική απόφαση. Ωστόσο η απόφαση
εκτελέστηκε.
Ο τρόπος με τον όποιο η
κυβέρνηση έκανε χρήση της εξουσίας πού της έδινε το άρθρο 2δ δημιούργησε πανικό
και δυσαρέσκεια στις περισσότερες εφημερίδες και οι «Τάΐμς» καταδικάζοντας σε ένα
τους δημοσίευμα τα μέτρα του υπουργικού συμβουλίου δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά
να εκφράσουν τη γνώμη πολλών ανθρώπων.
Εγώ νομίζω πώς η απόφαση
να κάνει κανείς τέτοια χρήση του άρθρου 2δ δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Ήταν ένα
από τα χειρότερα λάθη της κυβέρνησης σχετικά μέ τον τύπο, γιατί έγινε από
προμελέτη και δείχνει τον κίνδυνο πού διατρέχει κάθε κυβέρνηση, όποια κι αν
είναι, όταν της δοθεί το δικαίωμα να εμποδίζει τις γνώμες πού δεν της αρέσουν.
Ευτυχώς όμως ο βρετανικός τύπος δεν αναγκάστηκε να υποταχθεί και σε άλλες
παρόμοιες ενέργειες πού θα σκόπευαν να περιορίσουν την ελευθερία της σκέψης.
Ως τώρα περιορίστηκα στη
λογοκρισία πού γινόταν για λόγους ασφάλειας: δηλ. στη σχετική με πληροφορίες
πού θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τον εχθρό. Ήταν πολύ εύκολο να καθορίσει
κανείς τη φύση αυτών των γεγονότων. Δεν ήταν όμως και πάντα απλό να βρει το ισοζύγιο
πού θα έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στις ανάγκες της ασφάλειας και στο δικαίωμα
του πληθυσμού να μαθαίνει το ανώτατο δυνατό όριο των πληροφοριών.
Στον πόλεμο της
προπαγάνδας πού διεξήγαγαν οι Γερμανοί πάντα με μια ολοένα και μεγαλύτερη σφοδρότητα,
έγινε αμέσως φανερό πως υπήρχαν πολλά ζητήματα άσχετα εντελώς με την ασφάλεια. Η
επέμβαση της λογοκρισίας σ’ αυτό θα ήταν άτοπη και απαράδεχτη. Άλλα σ' αυτό το
πεδίο ο τύπος πιθανότατα χρειαζόταν επίσημες πληροφορίες για να προσδιορίσει τα
γεγονότα, έτσι δεχόταν μ’ ευχαρίστηση να του υποδείξουν τις κατευθύνσεις πού
έπρεπε να ακολουθήσει. Οι εφημερίδες π. χ. επιμείνανε από την αρχή να πάρουν το
δικαίωμα να δημοσιεύσουν τα ανακοινωθέντα και τις δηλώσεις του εχθρού. Κανένας
δεν μπορούσε να ισχυριστεί πώς αυτό ήταν επικίνδυνο για την ασφάλεια, γιατί,
σωστές η λαθεμένες αυτές οι δηλώσεις, προέρχονταν από τον ίδιο τον εχθρό.
Επειδή όμως ό πόλεμος
έπαιρνε μάκρος έγινε φανερό πώς οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν τα ανακοινωθέντα
τους σαν όπλα. Αναγγέλλαμε νίκες ψεύτικες όχι μόνο για να ενθαρρύνουν τον
πληθυσμό τους και να αποκαρδιώσουν τους Άγγλους, άλλα ακόμα και για να
προκαλέσουν μια απάντηση πού θα τους έδινε το στοιχεία πού θέλανε σχετικά με
την επιτυχία η την αποτυχία των επιχειρήσεων τους. Και μάλιστα πολλές φορές αναγγέλλανε
φανταστικές συμμαχικές επιτυχίες η πολύ μεγαλοποιημένες, με το σκοπό να αποκαρδιωθεί
ο λαός όταν θα μάθαινε την αλήθεια.
Λίγο καιρό ύστερα απ' όταν
έγινα διευθυντής της λογοκρισίας και των πληροφοριών, σκεφτήκαμε πώς θα λύναμε
κατά μεγάλο μέρος αυτή τη δυσκολία αν στέλναμε προσωπικά εμπιστευτικά γράμματα
στους δημοσιογράφους. Κανένα απ’ αυτά τα γράμματα δεν έφευγε χωρίς την υπογραφή
μου και χωρίς την προσωπική μου συγκατάθεση.
Δώσαμε στους ενδιαφερομένους
να καταλάβουν πώς δεν ήταν υποχρεωμένοι να συμμορφωθούν με τα γράμματα αυτά, μα
ήταν ελεύθεροι, αν δεν συμφωνούσαν, να μην τα λάβουν υπ' όψει και να εξετάσουν αν
αυτά πού τους γράφαμε ήταν σύμφωνα με την πραγματικότητα. Συγχρόνως όμως
παρακαλούσαμε τους δημοσιογράφους να θεωρήσουν την πληροφορία μυστική εφ’ όσον δεν
είχαν τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι την είχαν πάρει από άλλο μέρος.
Αυτού του είδους τα
καθοδηγητικά γράμματα έγιναν αφορμή να δημιουργηθούν πολλές προστριβές, με άλλες
κρατικές υπηρεσίες.
Αυτές όταν έμαθαν την επιτυχία
πού είχαν αυτά τα «γράμματα» άρχισαν να σκέφτονται μήπως θα μπορούσαν να
εφαρμόσουν το ίδιο σύστημα για να μπορούν όταν θέλουν κι’ αυτές να
λογοκρίνουν ζητήματα σχετικά
με τη δουλειά τους.
Αυτές οι αιτήσεις γενικά δεν
έγιναν δεκτές. Τα καθοδηγητικά γράμματα όπως και η λογοκρισία ήταν πράγματα
πολύ χρήσιμα τον καιρό του πολέμου άλλα έχουν πολλά τρωτά και πρέπει να τα
αποφεύγει κάνεις τον καιρό της ειρήνης.
(Απ το βιβλίο «Press, Parliament and People» εκδ.
William Heinemann, Λονδίνο)
ΕΚΛΟΓΗ
Οι αφίσσες από το ιστολόγιο :
Οι αφίσσες από το ιστολόγιο :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου