Translate -TRANSLATE -

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Μάνου Μπίρη : Αρχιτεκτονικός ρομαντισμός και νεοκλασική Αθήνα



Αρχιτεκτονικός ρομαντισμός και νεοκλασική Αθήνα

Ο ρομαντισμός προκαλούσε με την ποικιλία και τη γραφικότητα των αντιφάσεων. Αντίθετα, ο κλασικισμός διαπνεόταν από τις πηγές του Διαφωτισμού

Από τον Μάνο Μπίρη*

Ο ρομαντισμός στις Τέχνες υπήρξε φορέας μιας απελευθερωμένης από δόγματα σκέψης και αποτέλεσε έκφραση εκδηλωτική ενός πηγαίου αισθήματος. Ενδυναμωμένος αυτός μέσα στο ανήσυχο κλίμα των αστικών επαναστάσεων προχώρησε πέρα από την ποίηση, τη λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες, για να εισχωρήσει και στην... επικράτεια των αρχιτεκτόνων, ήδη από τον 18ο αιώνα. Εκεί, μάλιστα, άρχισε τη σκληρή αντιπαράθεσή του με τον κλασικισμό, η οποία θέριεψε-όπως γνωρίζουμε- τον 19ο αιώνα.
Το ρομαντικό κίνημα πάντως σφράγισε, με το υποκειμενικό και συγκινησιακό ύφος του, εμβληματικά αρχιτεκτονήματα αρχικά στην Αγγλία. Κατόπιν διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη για να συμβολίσει την απαγκίστρωση των μορφών από τον κατεστημένο ακαδημαϊσμό (Αναγέννηση - ελληνορωμαϊκός κλασικισμός) και να στραφεί προς ένα αμόλυντο από προσμίξεις εθνικό ύφος. Οι βορείως των Αλπεων λαοί έκαναν φυσικά τη ρομαντική τους στροφή προς τη μεγάλη τους παράδοση των ρωμανικών και γοτθικών μνημείων, προς τη μυστηριώδη και γραφική εικόνα των μεσαιωνικών πύργων και κάστρων.


 Οικία Σαριπόλου στην οδό Πατησίων

Από το 1840 περίπου και μετά ακόμη και τα μεγάλα προπύργια του ελληνικού κλασικισμού, όπως το Βερολίνο και το Μόναχο, άφησαν ελεύθερο έδαφος σε αυτές τις ρομαντικές μορφολογικές αναβιώσεις στη δημόσια και την ιδιωτική αρχιτεκτονική.
Και, τέλος, στην Αθήνα, τη νεοσύστατη και περισπούδαστη -αξεπέραστη για τα ιστορικά μνημεία της- νεοκλασική πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας, είχαμε ήδη από τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα ένα σημαντικό δείγμα αμιγούς ρομαντισμού: Ήταν ο λεγόμενος «Πύργος της Βασιλίσσης» στα Άνω Λιόσια (περί το 1853), στη θέση Επτάλοφος. Υπάρχει έως σήμερα αυτό το παραμυθένιο μικρό κάστρο της Αμαλίας (του αρχιτέκτονα Francois L.F. Boulanger, που είχε ουσιώδη συμμετοχή και στα σχέδια της Μητροπόλεως των Αθηνών, 1842-1862), διατηρημένο άριστα από τους απογόνους τού G.B. Serpieri.
Την ίδια εποχή είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της και η περίφημη για τις ευεργεσίες της δούκισσα της Πλακεντίας (Sophie de Μarbois Duchese de Plaisance,1785-1854), της οποίας η ιδιόρρυθμη και ομολογουμένως εσωστρεφής προσωπικότητα πρέπει να συνδεθεί με τα εμφανώς ρομαντικά παλάτια της σε Αθήνα και Πεντέλη. Είναι το μέγαρο ILISSIA (το σημερινό Βυζαντινό Μουσείο) και άλλα, επίσης εντυπωσιακά για τη στιλιστική ιδιαιτερότητά τους. Προέχει ανάμεσά τους το νεογοτθικό παλάτι της Ροδοδάφνης στην Πεντέλη, έργο -όπως και το προηγούμενο- του εμπνευσμένου αρχιτέκτονα και πολεοδόμου της Αθήνας Σταμάτη Κλεάνθη. Αυτό το μαρμάρινο αρχιτεκτόνημα, μισοερειπωμένο και απόκοσμο στον μεσαιωνικό χαρακτήρα του, είχε συγκινήσει τον πολυγραφότατο «Αναδρομάρη» της Αττικής και των Αθηνών, τον ακαδημαϊκό ιστοριογράφο Δημήτριο Γρ. Καμπούρογλου, που αφιέρωσε στην πολυδιάστατη ζωή της δούκισσας σημαντικό κείμενό του («Μελέται και Ερευναι», 1927).


Πύργος στο κτήμα Στεφάνου και Π. Δέλτα στην Κηφισιά

Κατά την αμέσως επόμενη περίοδο της μεγάλης ανάπτυξης του αστικού οικισμού της Αθήνας -επί Γεωργίου Α΄ και των κυβερνήσεων Χαρ. Τρικούπη- είχαμε και πάλι μια αρχιτεκτονική ρομαντική δημιουργία, και μάλιστα στην παρουσία ενός νεογοτθικού σπιτιού, χτισμένου λίγα μέτρα από την Ομόνοια. Ήταν η κατοικία όχι ενός ξένου τιτλούχου, αλλά του σπουδαίου νομικού επιστήμονα, καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Ν.Ι. Σαρίπολου (1818-1887). Αυτό το επιβλητικό, αλλά μάλλον ανορθόδοξο για τα αθηναϊκά δεδομένα οικοδόμημα, αγνώστου έως σήμερα αρχιτέκτονα, δυστυχώς κατεδαφίστηκε στα χρόνια της αλόγιστης ανοικοδομήσεως. Ηταν ακριβώς στη γωνία Πατησίων και Χαλκοκονδύλη, τη δε εικόνα του ευτυχώς γνωρίζουμε, εκτός των άλλων, και από τις περίφημες ακουαρέλες της κόρης του ιδιοκτήτη, της Αθηνάς Σαριπόλου - Λιβά.
Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου έως τις αρχές του 20ού αιώνα η εγκατάσταση στην πρωτεύουσα πλήθους πλούσιων ομογενών, φορέων κοσμοπολίτικων ηθών και οπαδών των ρευστών στιλιστικών ιδιωμάτων, που εκπροσωπούσαν τότε περισσότερο τα πρότυπα της οικουμενικής καπιταλιστικής κουλτούρας, ήταν εκείνη που αποδυνάμωσε καθοριστικά την εγγενή νεοκλασική έκφραση. Ετσι, στο γύρισμα του αιώνα, στην ονομαζόμενη «belle epoque» (περί το 1900), ήταν ο κανόνας σχεδόν να εμφανίζονται κτίσματα -ιδίως στις περιοχές των εύπορων τάξεων- που αντιπροσώπευαν μια πλουραλιστική απόδοση των στιλιστικών εκφάνσεων του ρομαντισμού. Ηταν κυρίως οι επαύλεις των προαστίων, όπως του Ν. Φαλήρου και της Κηφισιάς. Τα πρότυπά τους ήταν διάσπαρτα: από την ιταλική Ριβιέρα, τις Κάννες και τις βίλες των Αλπεων έως το αριστοκρατικό θέρετρο Ντοβίλ στην Οστάνδη και τα απόκοσμα κάστρα στους λόφους της Σκοτίας! Είχαν βέβαια αυτά τα αρχιτεκτονήματα ένα ύφος κάπως σκηνογραφικό, όμως θα ήταν μάλλον βιαστικό να τα χαρακτηρίσουμε «ψευδεπίγραφα», με λίγα λόγια να τα προσομοιάσουμε με τα σύγχρονά μας, τα κακόγουστα του νεοπλουτισμού.


 Το καστέλο της Δουκίσσης της Πλακεντίας «Ροδοδάφνη» 

Αντιθέτως, οι τότε αισθητικές διακυμάνσεις απηχούσαν -στην πληθωριστική έστω παρουσία τους- το λυκόφως των μεγάλων ιστορικών ρυθμών του παρελθόντος. Ηταν συστατικά της δημόσιας συμπεριφοράς και εξέφραζαν με το απέραντο μορφολογικό φάσμα τους τις ιδεολογίες και τον πολυδιάστατο πολιτισμό μιας απερχόμενης κοινωνικής πραγματικότητας. Με αυτό το ερμηνευτικό φίλτρο οφείλουμε να δούμε τόσο το ρομαντικό σπίτι του Σαρίπολου στην Αθήνα όσο και τον ανορθόδοξο πύργο της οικογένειας Δέλτα στην Κηφισιά, την κατοικία, δηλαδή, όπου η Πηνελόπη Δέλτα ανέπτυξε το ευαίσθητο και πολυσήμαντο συγγραφικό έργο της. Ο ρομαντισμός, ούτως ή άλλως, προκαλούσε με την ποικιλία και τη γραφικότητα των αντιφάσεων. Αντίθετα, ο κλασικισμός διαπνεόταν από τις πηγές του Διαφωτισμού, όπως επίσης είχε ως έπαλξή του τον φιλελληνισμό και τα ιστορικά πρότυπα της αρχαιότητας - εκείνα που του προσέδωσαν συνθετική διαύγεια και, επιπλέον, αναντίρρητο ιδεολογικό βάθος στην αισθητική υπόστασή του.

*Αρχιτέκτων - ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ

Ο Μάνος Μπίρης αποφοίτησε το 1967 από τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ και είναι διδάκτωρ του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου. Σήμερα είναι τακτικός καθηγητής της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ και υπεύθυνος προγράμματος του μεταπτυχιακού τμήματος Αναστηλώσεων Μνημείων. Η ερευνητική και η συγγραφική του δραστηριότητα αφορά κυρίως το χώρο της νεότερης αστικής αρχιτεκτονικής, και ιδιαίτερα τον αθηναϊκό κλασικισμό. Έχει συνεισφέρει στην κατανόηση και την προστασία της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς, τόσο με τα δημοσιεύματά του (βιβλία, περιοδικά, ημερήσιος τύπος), όσο και με την ενεργό συμμετοχή του σε αρμόδιες επιτροπές.
(Από το διαδίκτυο)

Δεν υπάρχουν σχόλια: