EΝΤI
ΤΣΑΠΜΑΝ
Η
ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ!
Ο Τέρενς Γιάγκ,
ο σκηνοθέτης των πιο επιτυχημένων ταινιών Τζαίημς Μπόντ,
γύρισε στα 1966 μια ταινία κατασκοπείας, πού όμως δεν είχε σχέση με τον κόσμο της φαντασίας και του
μυθιστορήματος. Ήταν η ταινία Έντι Τσάπμαν, ο τριπλός κατάσκοπος - (Triple Cross)
του 1966 με πρωταγωνιστές τον Κρίστοφερ Πλάμερ μαζί με τη Ρόμι Σνάιντερ, τον
Γιουλ Μπρίνερ και τον Gert Fröbe στους άλλους κυρίως ρόλους.
Ο ήρωας του Γιάνγκ ήταν
ένα πραγματικό πρόσωπο, ο Άγγλος Εντι
Τσάπμαν, πού χρημάτισε στον
τελευταίο πόλεμο επίσημος πράκτορας της γερμανικής
κατασκοπείας, άλλα και πολύτιμος συνεργάτης της βρετανικής
αντικατασκοπείας! Την καριέρα του,
ωστόσο, την είχε ξεκινήσει ως κοινός
διαρρήκτης...
Στη δεκαετία του 1930
υπηρέτησε στο σώμα των Coldstream guards του Βρετανικού στρατού, λιποτάκτησε
όμως και βιοπορούσε με διάφορες δουλειές του ποδαριού και μικροδιαρήξεις που
έκανε στα δυτικά προάστια του Λονδίνου. Συνελήφθη επανειλημμένα και
φυλακίστηκε. Ως πολίτης έκανε τον προικοθήρα σε κυρίες της αριστοκρατίας του
Λονδίνου, τις οποίες εν συνεχεία εξεβίαζε με φωτογραφίες που έβγαζε κρυφά ο
συνεργός του φωτογράφος στις τρυφερές τους στιγμές. Κάποτε, όντας σε φυλακή στη
Σκωτία βγήκε με εγγύηση και δραπέτευσε καταφεύγοντας στο νησί της Μάγχης
Τζέρσεϊ. Εκεί εργάζονταν με την αρραβωνιαστικιά του σε κάποιο ξενοδοχείο, μέχρι
που εντοπίστηκε από την αστυνομία. Εν φυγή έκανε και μια διάρρηξη, πιάστηκε
όμως και ξανά φυλακίστηκε για δύο χρόνια, ενώ καταδικάστηκε σε 14 χρόνια
φυλάκιση.
Όταν η γερμανική Βέρμαχτ
εισέβαλε στα Νησιά της Μάγχης, ο Τσάπμαν ήταν ακόμα στη φυλακή. Από εκεί
μεταφέρθηκε σε φυλακή στο Παρίσι, όπου οι γερμανοί τον μύησαν στην κατασκοπία.
Πρώτη του αποστολή ήταν να σαμποτάρει ένα εργοστάσιο κατασκευής αεροσκαφών. Ο
Τσάπμαν φθάνονας στην Αγγλία παρουσιάστηκε στη Βρετανική μυστική υπηρεσία, και
έγινε διπλός πράκτορας.
Στη γερμανική Βέρμαχτ
ανέβηκε ως το βαθμό του υπολοχαγού και τιμήθηκε με τον Σιδηρούν σταυρό.
Μετά το τέλος του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιντέλλιτζενς Σέρβις τον χαρακτήρισε ως τον «πιο γενναίο
άνθρωπο που υπηρέτησε ποτέ την πατρίδα
του». Ο ‘Εντι Τσάπμαν πέθανε στις 11
Δεκεμβρίου 1997 σε ηλικία 83 ετών
Η
ΠΙΟ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑΣ
Η οικογένεια μου κατάγεται
από το Μπέρουϊκ - όν - Τουήντ της βορεινής Αγγλίας. Όλοι οι άνδρες δούλευαν στο
εμπορικό ναυτικό. Ο πατέρας μου ήταν πρώτος μηχανικός. Μέναμε σ' ένα μικρά
παραθαλάσσιο χωριό τριγυρισμένο από δάση και πνιγμένο μέσα στην καπνιά των
ανθρακωρυχείων. Στο σχολείο του χωριού, ένα σχολείο θλιβερό και βρώμικο, δεν
μου έμαθαν τίποτε...
Γύρω στα δεκατρία χρόνια
μου αρχίσαμε να πεινάμε. Η φοβερή οικονομική κρίση, πού γνώρισε η Αγγλία στα
1929, έφτασε και στη δική μας περιοχή. Δεν υπήρχε πια δουλειά για τους
ανθρώπους της θάλασσας. 'Εγκατέλειψα το σχολείο. Είχε έρθει η ώρα να κερδίσω τη
ζωή μου. Έμαθα, έτσι, πολύ νωρίς πώς δεν είναι καθόλου εύκολο, να βγάζεις
...τίμια το ψωμί σου! Για δέκα σελλίνια την εβδομάδα έπλενα τ' αυτοκίνητα σ'
ένα γκαράζ. Δούλευα ως τα μεσάνυχτα...
Γυρνούσα εξαντλημένος σπίτι και
πήγαινα κατευθείαν στο κρεβάτι μου. Η μάνα μου αγωνιζότανε να με
ξυπνήσει στις έξη το πρωί... Μισούσα το γκαράζ. Σιχαινόμουν αύτη τη ζωή.
Η έλλειψη ύπνου μ' έκανε
γρήγορα πτώμα! Έπεσα άρρωστος κι' εγκατέλειψα το γκαράζ. Ο πατέρας μου βρήκε
μια δουλειά στο λιμάνι. Από τις επτά το πρωί ως τις επτά το βράδυ συμπλήρωνα
αριθμούς στους καταλόγους ενός γραφείου. Σιχαινόμουν κι' αυτή τη δουλειά.
Αποφάσισα, λοιπόν, να γίνω ηλεκτρολόγος. Αλλά, ξαφνικά, στα 1930, η ανεργία
γονάτισε τη Βόρειο 'Αγγλία. Έγινα κι' εγώ ένας από τα τρία εκατομμύρια των
ανέργων! Για να εισπράξω το πενιχρό μου επίδομα ανεργίας έπρεπε να περιμένω
μέρες ολόκληρες στην ουρά σε διάφορες γραφειοκρατικές υπηρεσίες, να καυγαδίσω,
να σπρώξω, να βρίσω. Στο τέλος τα παράτησα. Κατά τη γνώμη μου, ήταν χαμένος κόπος.
Σκέφτηκα, πώς το καλύτερο ήταν να χαζεύω στο λιμάνι από τις επτά το πρωί, να
κολυμπώ στο νερό και να σεργιανίζω στις γειτονιές. Το πρόβλημα, όμως, υπήρχε:
πώς θα εξοικονομούσα τα επτά σελίνια του επιδόματος, πού περίμεναν στο σπίτι;
Το έλυσα μαζεύοντας από την πλάζ τ' άδεια μπουκάλια μπύρας η λεμονάδας. Τα
πουλούσα στους μπακάληδες. Μια πέννα από δω, μια από κει, μαζεύονταν τα έξη
σελίνια!
Μια μέρα παρουσιάστηκα στο
τοπικό γραφείο της στρατιωτικής επιστρατεύσεως και υπέγραψα να πάω εθελοντής
στο σύνταγμα της επαρχιακής φρουράς. Είχα ύψος ένα μέτρο κι' ογδόντα και τους
ξεγέλασα. Η πραγματική μου ηλικία ήταν δεκαεπτά χρόνων... Δεν είπα τίποτα στους
δικούς μου γι' αυτή την ιστορία και τα έχασαν, όταν μια μέρα έφτασε σπίτι μου η
εντολή ν' αναχωρήσω για να παρουσιαστώ στο στρατόπεδο του Κάτερχαμ, έξω από το
Λονδίνο. Η μάνα μου έβαλε τις φωνές, άλλα ο πατέρας μου φέρθηκε πολύ εντάξει:
«"
Όπως έστρωσες, θα
κοιμηθείς», μου είπε. «Αν κοιμηθείς άσχημα, θα φταίει το ξερό σου το κεφάλι!»
Στην πόρτα του στρατοπέδου
ένας στρατιώτης αλύγιστος φρουρούσε την είσοδο με το όπλο επ' ώμου. Τον
πλησίασα.
— Πού παρουσιάζονται οι
νεοσύλλεκτοι; ρώτησα.
Με το κεφάλι ακίνητο, χωρίς να με κοιτάξει ο στρατιώτης
απάντησε :
— Ίσια μπροστά, πρώτη
πόρτα δεξιά.
'Ακολούθησα τη διεύθυνση
πού μού έδειξε και βρέθηκα μπροστά σ' ένα δεκανέα κολοσσό.
— Τί θέλεις; ούρλιαξε.
Του έδειξα τα χαρτιά μου.
Τα εξέτασε και μετά ούρλιαξε πάλι:
— Σκοπός!
Σαν από μαγεία εμφανίστηκε
αμέσως ένας αξιοθρήνητος σκοπός.
Στάθηκε προσοχή χτυπώντας δυνατά τα πόδια του.
— Οδήγησε τον
στο γραφείο παρουσιάσεως! ξεφώνισε σα ν' απευθυνόταν σε θεόκουφο.
— 'Αμέσως, δεκανεύς!
ξεφώνισε το ίδιο κι’ o άλλος κι’ άρχισε να βαδίζει μ’ έναν πολύ αστείο τρόπο
και τόσο γρήγορα, ώστε σχεδόν έτρεχα για να τον προλάβω.
Σε λίγες ημέρες ούρλιαζα
κι’ εγώ και περπατούσα ακριβώς όπως κι' αυτοί... Εξ ίσου γρήγορα, άρχισα να
βρίσκω ανυπόφορη τη ζωή στο στρατόπεδο. Περίμενα πώς και τί την πρώτη μου
άδεια. Είχα αποφασίσει να την περάσω στο Λονδίνο. Πήγα σ' ένα άθλιο ξενοδοχείο
του Πάντιγκτον και βγήκα να εξερευνήσω το θρυλικό Σόχο, τις γέφυρες του Τάμεση και τα σινεμά..
Το ίδιο βράδυ της αδείας
μου είδα σ' ένα μπαρ μια όμορφη καστανούλα. Μου χαμογέλασε, της χαμογέλασα και
πήγα να καθίσω κοντά της. Σε λίγο μου πρότεινε να πάμε να πιούμε κάτι σπίτι
της. Δέχτηκα. Το διαμέρισμα της μού φάνηκε ...πολυτελέστατο! Η ιδία ήταν για μένα κάτι το άγνωστο, το
καινούργιο, το θαυμάσιο... Την επομένη το πρωί ήμουν τρελά ερωτευμένος. Οι
μέρες πέρασαν ...στα σύννεφα. Η άδεια μου τελείωσε κι' έπρεπε να φύγω. Η κοπέλα
έβαλε τα κλάματα, με ικέτεψε να μείνω, απείλησε πώς θ' αυτοκτονούσε... Κι' εγώ
έμεινα.
Πολύ νέος ακόμα, δεν με
απασχόλησε καθόλου η σκέψη πού έβρισκε χρήματα η αγαπημένη μου. Μια μέρα το
έμαθα. Τη συντηρούσαν πολλοί άνδρες. Όταν ήθελε περισσότερα χρήματα, πρόσθετε
κι' άλλους. Μ' έπιασε ναυτία. Την εγκατέλειψα. Έτρεξε πίσω μου και όταν
αρνήθηκα να ξαναγυρίσω, τηλεφώνησε στο διευθυντή του αστυνομικού τμήματος της
Μάλμπορω Στρητ: «"Έχω ένα λιποτάκτη για σάς!»
Πέρασα από στρατοδικείο
και μ' έκλεισαν φυλακή. Έτσι εγκαινίασα την καριέρα μου πίσω από τα σίδερα...
Aπό την ταινία Eddie Chapman
Στα 1933 η ποινή μου είχε
τελειώσει. Είχα ένα ξυρισμένο κεφάλι κι' ένα εισιτήριο να επιστρέψω στο χωριό
μου. Αποφάσισα να μείνω στο Λονδίνο. Από το στρατό με είχαν, φυσικά,
απολύσει...
Τριγύριζα στο Ουέστ Εντ
ψάχνοντας για δουλειά. Μια ηλεκτρική εταιρία με πήρε για μερικές ημέρες, άλλα
μ' έδιωξαν γιατί δεν είχα πείρα. Για να μη πεθάνω της πείνας, δεχόμουν κάθε
δουλειά. Οι ασχολίες μου μόλις που άγγιζαν τα όρια της νομιμότητας... Σιγά-σιγά
μπήκα στον υπόκοσμο του Ούέστ Εντ και κει γνώρισα τον πιο στενό μου φίλο: Ό
Φρέντυ, ένας ψυχρός, μεθοδικός τύπος, είχε μόλις βγει από τις φυλακές, όπου
ήταν κλεισμένος για τέσσερα χρόνια. Είχε διαρρήξει το χρηματοκιβώτιο ενός
ταχυδρομείου. Η Σκώτλαντ Γυάρντ τον θεωρούσε πολύ επικίνδυνο διαρρήκτη κι'
αυτό, φυσικά, ήταν ένα είδος τίτλου τιμής στον υπόκοσμο! Όλοι τον είχαν σε
μεγάλη ...υπόληψη κι' εγώ αισθανόμουν περήφανος, που με τιμούσε με τη φιλία
του. Μου έδωσε γρήγορα να καταλάβω, πώς μ' ένα ποινικό μητρώο βεβαρημένο με
καταδικαστική απόφαση στρατοδικείου για λιποταξία, το μέλλον μου διαγραφόταν
αβέβαιο.
Σχεδιάσαμε μαζί τη ληστεία
ενός μεγάλου καταστήματος γουναρικών. Είχαμε μεγάλη επιτυχία. Διάλεξα για
λογαριασμό μου πέντε υπέροχα παλτά από βιζόν, τρία από ερμίνα, τρία από
τσιντσιλά και τρία από ρενάρ! Ύστερα ο Φρέντυ με οδήγησε μπροστά στο
χρηματοκιβώτιο του μαγαζιού και μου έδωσε ένα ...πρακτικό μάθημα. Στο βάθος του
σιδερένιου χρηματοκιβωτίου δεκάδες δεσμίδες από χάρτινες λίρες 'Αγγλίας ήταν
έτοιμες για την τράπεζα η... για μάς!
Από τη νύχτα εκείνη η ζωή
μου έγινε εύκολη κι' ευχάριστη. Είχα ένα διαμέρισμα δικό μου, μια λιμουζίνα και
ήμουν ο καλύτερος πελάτης των νυχτερινών κέντρων του Ουέστ Εντ. Πάντα μαζί με
τον Φρέντυ ιδρύσαμε μια συμμορία ειδικευμένη στην ανατίναξη χρηματοκιβωτίων με
νιτρογλυκερίνη. Η Σκώτλαντ Γυάρντ είχε τρελαθεί μαζί μας. Μια ολόκληρη
ταξιαρχία αστυνομικών μας παρακολουθούσε! Με τα πολλά κατόρθωσαν να πιάσουν
όλους τους άλλους έκτος από μένα...
Τη μέρα πού συνέλαβαν έπ'
αυτοφώρω τους συντρόφους μου, εγώ ήμουν στην Υερσέη, το μικρό νησί πού
βρίσκεται ανάμεσα στην Αγγλία και στη Γαλλία. Έτσι, ενώ οι φίλοι μου κλείστηκαν
στα κάτεργα με βαρείες ποινές, εγώ καταδικάστηκα στην Υερσέη για τρία χρόνια φυλακής μόνον. 'Ήταν
το ανώτατο όριο που προέβλεπαν οι νόμοι του φιλήσυχου νησιού.
ΘΕΛΩ ΝΑ
ΓΙΝΩ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ
Από τα αρχεία της M15
Ο πόλεμος με βρήκε στην
Υερσέη. Και οι Γερμανοί επίσης. Το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει πυρετικά. Ήθελα
να γύριζα με κάθε τρόπο στο Λονδίνο. Εκεί ήταν το σπίτι μου, οι φίλοι μου, η ζωή
μου. Πώς όμως; Ήταν, βέβαιο, πώς η Σκώτλαντ Γυάρντ θα μ' έχωνε μέσα, αμέσως
μόλις πατούσα το πόδι μου στην Αγγλία. Υπήρχε τρόπος να μη γυρίσω στο Λονδίνο
σαν κυνηγημένο σκυλί; Με τη βοήθεια λεξικών και βιβλίων άρχισα να μαθαίνω
εντατικά γαλλικά και γερμανικά. Όταν αποφυλακίστηκα, τον 'Οκτώβριο του 1941,
δεν χρειαζόμουν παρά λίγη εξάσκηση για να τα μιλώ. Λοιπόν;
Την ίδια κιόλας ημέρα
ζήτησα να γίνω δεκτός από τον αρχηγό των γερμανικών δυνάμεων κατοχής της
Υερσέης, φόν Στουλπναγκελ. Στο γραφείο, όπου με οδήγησαν, ένας βλοσυρός
αξιωματικός μου είπε απότομα:
— Σε ακούω!
— Θέλω να εργαστώ στην
υπηρεσία κατασκοπείας σας!
Ό αξιωματικός ξέσπασε σ'
ένα τρανταχτό γέλιο.
— Και ποια είναι τα
συστατικά σου για μια τέτοια δουλειά;
Του έδωσα τ' αποκόμματα
των εφημερίδων από τη δίκη μου στην Υερσέη, μαζί μ' ένα βιογραφικό σημείωμα για
το παρελθόν μου και για τις προοπτικές του μέλλοντος μου, αν έπεφτα στα χέρια
της βρετανικής αστυνομίας. Ο Στουλπναγκελ εντυπωσιάστηκε. Ειδοποίησε το
γραμματέα του και του ζήτησε να κάνη αμέσως φωτοτυπίες των «συστατικών» μου.
Ταυτόχρονα μ' έβαλε να επαναλάβω μπροστά σ' ένα μαγνητόφωνο τους λόγους για
τους όποιους ήθελα να γίνω κατάσκοπος τους.
— Νομίζω, μου είπε στο τέλος, πώς μπορείς να μάς είσαι
χρήσιμος στο σαμποτάζ. Θ' αναφέρω την περίπτωση σου στην αρμόδια υπηρεσία...
Λίγες μέρες αργότερα ένας
Γερμανός στρατιώτης με ξύπνησε τα ξημερώματα. Μου είπε να ντυθώ και να ξυριστώ
αμέσως. Υπάκουσα, χωρίς ανησυχία. Με φόρτωσαν σ’ ένα καμιόνι, ύστερα σ' ένα
ελικόπτερο και μετά από λίγο πετούσα πάνω από τη Γαλλία! Το ελικόπτερο
προσγειώθηκε στους κήπους ενός τεράστιου πύργου. Άραγε, που ακριβώς βρισκόμουν;
Δεν τολμούσα ν' ανοίξω το στόμα μου, να ρωτήσω...
Με οδήγησαν σ' ένα
επιβλητικό σαλόνι και αμέσως μπήκε μέσα ένας υψηλόσωμος άνδρας. Φορούσε μονόκλ,
είχε ένα πρόσωπο που γεννούσε το σεβασμό και την εμπιστοσύνη, η φωνή του ήταν
ήρεμη, η γλώσσα που χρησιμοποιούσε, καλλιεργημένη. Η στολή με τα πολλά παράσημα
έδειχνε ανώτατο αξιωματούχο, άλλα οι τρόποι του ταίριαζαν σε αριστοκράτη. Δεν
είχα άδικο. Επρόκειτο για τον βαρώνο Στέφαν φόν Γκρουνεν.
Με χαιρέτησε με
συγκρατημένη εγκαρδιότητα και μου αποκάλυψε χωρίς περιστροφές, ότι βρήκε πολύ
ενδιαφέρουσα την αναφορά για μένα, πού του έστειλε ο Στουλπναγκελ. Η εμπειρία
μου στις ανατινάξεις με νιτρογλυκερίνη ήταν πολύτιμη για το σαμποτάζ... Γιατί,
όμως, ήθελα να γίνω κατάσκοπος;
—Από αγάπη για το χρήμα ή
από μίσος για την 'Αγγλία;
— Και για τα δύο!
Ο βαρόνος γέλασε. Του
εξήγησα, πώς δεν υπήρχε άλλη εκλογή για μένα. Αν έπεφτα στα χέρια της Σκώτλαντ
Γυάρντ θα περνούσα τουλάχιστον είκοσι χρόνια στα κάτεργα...
Ο φον Γκρούνεν
Ο φον Γκρούνεν φάνηκε
ικανοποιημένος. Παραδέχτηκε, πώς ήμουν μια πολύ καλή περίπτωση. Έπρεπε, όμως,
να μ' εκπαιδεύσουν κατάλληλα.
— Πρώτα - πρώτα,
χρειαζόσαστε ανάπαυση, μού είπε. Θά φάτε, θα πιείτε και θ' αναπαυθείτε εδώ. Θα
κινήστε σαν ελεύθερος άνθρωπος. Μπορείτε να πάτε, όπου θέλετε, αφού όμως...
πάρετε άδεια.
Έμεινα πολλούς μήνες στον
πύργο αυτό της Λουάρ. Τις πρώτες δέκα μέρες δεν έκανα τίποτε. Τεμπέλιαζα στον
ήλιο, κολυμπούσα στη λίμνη κι' έπαιζα σκάκι με το βαρόνο, πού έβρισκα κάθε μέρα
και πιο συμπαθητικό. Ύστερα, άρχισε η εκπαίδευση μου στην τεχνική του σαμποτάζ
από τον Χέρμπερτ Βός, έναν εύθυμο Βερολινέζο. Γιά πολλές εβδομάδες
κατασκεύαζα κάτω από
την επίβλεψη του εκρηκτικές ύλες
με συστατικά αθώα, πού μπορούσα να τα προμηθευτώ από το πιο μικρό ...φαρμακείο.
Μου έμαθε, επίσης, πολλούς
τύπους, που έπρεπε να τους θυμάμαι απ' έξω. Τους τύπους αυτούς δεν έπρεπε να
τους αποκαλύψω με καμιά δικαιολογία στ' άλλα μέλη της υπηρεσίας κατασκοπείας. Ο
κάβε κατάσκοπος χρησιμοποιούσε αποκλειστικά δική του μέθοδο.. Έμαθα, λοιπόν,
πώς ν’ ανατινάζω τραίνα, πλοία, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Με μύησαν,
επίσης, στον μυστικό κώδικα και στην αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων. Τέλος, μού
άλλαξαν ταυτότητα: Από εκείνη τη στιγμή ήμουν ο Φρίτς Γκράουμαν. Γερμανός,
γεννημένος στην Αμερική, όπου υποτίθεται πώς είχα περάσει τα παιδικά μου
χρόνια, γεγονός πού δικαιολογούσε την αγγλική προφορά των γερμανικών μου!
Όταν η εκπαίδευση μου
συμπληρώθηκε, ο βαρόνος φον Γκρούνεν με πήγε στο Παρίσι και με παρουσίασε στη
διεύθυνση της υπηρεσίας κατασκοπείας. Είχε έρθει η ώρα για την πρώτη μου
αποστολή.
ΑΜΟΙΒΗ:
100.000 ΜΑΡΚΑ ΤΟΥ Γ' ΡΑΪX!
Πώς, όμως, θα μ' έστελναν
στην Αγγλία; Με ποιο τρόπο δεν θα περνούσα από αστυνομικό έλεγχο; Το πρόβλημα
συζητήθηκε ατέλειωτες ώρες. Είχα καμιά αντίρρηση να πέσω στην 'Αγγλία με
αλεξίπτωτο; Καμιά, τους βεβαίωσα... Θα έπρεπε, όμως, να εκπαιδευτώ. Δεν είχα
ποτέ σκαφθεί να γίνω αλεξιπτωτιστής.
Επιστρέψαμε στον πύργο κι'
άρχισα εντατική εξάσκηση. Ένα πρωινό του 1942 ο βαρόνος με προσκάλεσε να
περπατήσουμε στον κήπο. Καθίσαμε σ' ένα πάγκο κι' εκείνος έβγαλε από την τσέπη
του ένα χοντρό φάκελο.
— Φρίτς, μου είπε, αυτό
είναι το συμβόλαιο ανάμεσα σε μένα και σένα έπ' ονόματι της κυβερνησεως του
Βερολίνου.
Διάβασα: «Ο υπογράφων,
Φρίτς Γκράουμαν, θά είσπραξη, μετά το πέρας της πρώτης αποστολής του, το ποσόν
των 100.000 μάρκων η, εάν προτιμά, 10.000 χρυσές λίρες Αγγλίας...».
Ήξερα, πώς οι καλοί
κατάσκοποι πληρώνονται αδρά, αλλά ο αριθμός αυτός μου έφερε ελαφριά ζαλάδα!
Ωστόσο ανάλογη ήταν και η αποστολή, πού μου ανέθεσαν: Έπρεπε ν' ανατινάξω τό
εργοστάσιο Χάβιλλαντ, πού κατασκεύαζε τα βομβαρδιστικά «Μοσκίτο»!
Την επόμενη εβδομάδα
εφοδιάστηκα με χαρτιά και ταυτότητα Βρετανού υπηκόου. Ένας αξιωματικός της
Λουφτβάφφε μου έδωσε κατόπιν φωτογραφίες του εργοστασίου, εκπληκτικές στην
ακρίβεια τους. Το εργοστάσιο Χάβιλλαντ βρισκόταν στο Χάτφιλντ, κοντά στο
Λονδίνο. Κάθε κτίριο του είχε φωτογραφηθεί από διαφορετική όψη και από πολλές
γωνίες. Με κόκκινο μολύβι είχαν σημειώσει την εργασία, πού γινόταν σε κάβε
κτίριο.
Το πρόγραμμα ήταν το
ακόλουθο: Θα έπεφτα με το αλεξίπτωτο στις δύο η ώρα τη νύχτα σε μια περιοχή
κοντά στο Λονδίνο. Θα περίμενα κρυμμένος να ξημερώσει, αφού θα έκρυβα
προσεκτικά στη γη το αλεξίπτωτο και θα
εξαφάνιζα τα ίχνη της προελεύσεως μου. Ύστερα θα έπαιρνα το τραίνο και θα
πήγαινα στο Λονδίνο. Ένας ασύρματος μικροσκοπικός θα με κρατούσε σε διαρκή
επαφή με τον βαρόνο. Για την επιστροφή θα ερχόταν να με παραλάβει ένα υποβρύχιο
σε μια έρημη ακτή. Αν είχα δυσκολίες, θα έφευγα αμέσως για την Πορτογαλία. Στη
Λισσαβώνα θα συναντούσα έναν άλλο μυστικό πράκτορα, τον Φονσέκα, πού θα με
οδηγούσε στις μυστικές, γερμανικές υπηρεσίες. Σύνθημα αναγνωρίσεως με τον
άγνωστο πράκτορα ήταν η φράση: «Ωραίος Αλβέρτος».
Έφτασε η νύχτα της
αναχωρήσεως. Αποχαιρέτησα όλους τους άνδρες του πύργου, πού με είχαν
εκπαιδεύσει, με κάποια συγκίνηση. Είχαμε περάσει τόσους μήνες μαζί, είχαμε
γίνει φίλοι... Ποιος ξέρει, πώς θα τελείωνε αύτη η ιστορία. Θα σκοτωνόμουν; Θά
πέθαινα στην αγχόνη με τη ρετσινιά του προδότη; Θα μ' έβγαζαν από τη μέση οι
ίδιοι οι Γερμανοί, όταν δεν θα τους ήμουν πια χρήσιμος;
Βρισκόμουν ξαπλωμένος με
την κοιλιά στο αεροπλάνο, πού πετούσε ψηλά στον ουρανό της Αγγλίας. Μόλις ό πιλότος μου έδωσε το σήμα,
ρίχτηκα στο κενό. Δεν έβλεπα τίποτα. Η ομίχλη της πατρίδας μου μου έκλεινε τα
μάτια. Ξάφνου, μια σκεπή ξεμύτισε στα σκοτάδια. Σε λίγο έπεφτα μαλακά σ' έναν
καλλιεργημένο αγρό. Ήμουν στην 'Αγγλία! Μόνο πού δεν έκλαιγα από τη συγκίνηση
μου...
Με το
μαχαίρι έκοψα γρήγορα - γρήγορα το αλεξίπτωτο. Αντί να
περιμένω να ξημερώσει, άρχισα να κατευθύνομαι στο πρώτο σπίτι, πού ξεχώρισα
μπροστά μου. Χτύπησα την πόρτα. Οι άνθρωποι κοιμόνταν. Η αγωνία μ' έπνιγε...
'Επιτέλους, κάποιο παράθυρο άνοιξε. Ένας αγουροξυπνημένος άνδρας ρώτησε, «ποιος
ήταν»...
— Ένας πιλότος! απάντησα.
'Αναγκάστηκα να πέσω με το αλεξίπτωτο.
Μπορώ να τηλεφωνήσω;
Μου άνοιξαν την πόρτα και
μου έδειξαν το τηλέφωνο. Ζήτησα το πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα.
— Είμαι πιλότος, είπα στο ακουστικό.
'Αναγκάστηκα να πέσω με το αλεξίπτωτο. Μπορείτε να στείλετε ένα αυτοκίνητο να
με πάρει;
Το αστυνομικό αυτοκίνητο
έφτασε μ' ένα λοχαγό και δύο άνδρες. Πήρα το λοχαγό παράμερα.
— Μη μου κάνετε ερωτήσεις,
του είπα. Οδηγήστε με πρώτα στο 'Αρχηγείο...
Στο 'Αρχηγείο τους ζήτησα
να με φέρουν σ' επαφή με την Ίντέλιτζενς Σέρβις. Οι αστυνομικοί τα είχαν
ελαφρώς χαμένα.
Τρεις ώρες αργότερα έφτασε
ένα αυτοκίνητο και δύο αξιωματικοί της Ίντέλιτζενς Σέρβις. Με ανέκριναν σ' ένα
διπλανό γραφείο. Με δυο λόγια τους διηγήθηκα, ποιος είμαι και για ποιο λόγο
βρισκόμουνα στην Αγγλία. Οι αξιωματικοί δυσκολεύονταν να με πιστέψουν.
— Θα σε πάμε στο Λονδίνο,
μου είπαν.
Με οδήγησαν σ' ένα μεγάλο
σπίτι στο Κένσιγκτον. Μας περίμεναν τρεις αξιωματικοί κάτω από τη
διεύθυνση του περίφημου
αρχηγού της Ίντέλιτζενς, Λέν Μπάρτ. Ο Μπάρτ ήταν καταπληκτικός άνθρωπος.
Τίποτα δεν ξέφευγε από τα ψυχρά, γαλάζια μάτια του. Με ζύγισε καλά -καλά με το
βλέμμα του κι' ύστερα με τρέλανε στις ερωτήσεις.
Με ανέκρινε ώρες
ατέλειωτες. Ήταν φυσικό ότι φοβόταν, μήπως μπλοφάριζα... Του είπα ξεκάθαρα, πώς
ήθελα να υπηρετήσω την 'Αγγλία και σαν πληρωμή ζητούσα να καθαρίσουν το ποινικό
μου μητρώο απ' όλες τις «παλιές αμαρτίες». Δέχτηκε, άλλα οι απορίες του δεν
είχαν τελειωμό...
Είχα τελείως εξαντληθεί
από την ανάκριση. Τα βλέφαρα μου έπεφταν, αλλά ο Λέν Μπάρτ συνέχιζε απτόητος.
Μου έκανε σωστή πλύση εγκεφάλου. Του αποκάλυψα τον μυστικό κώδικα της
γερμανικής κατασκοπείας, το μηχανισμό της αποκρυπτογραφήσεως των μηνυμάτων, όλα
όσα τέλος πάντων είχα μάθει στους ατέλειωτους μήνες της εκπαιδεύσεως μου...
Σ' ένα χαρτί ζωγράφισα,
επίσης, τον πύργο της Λουάρ κι' έδωσα λεπτομερείς περιγραφές όλων των
τοποθεσιών, όπου με είχαν πάει οι Γερμανοί. Όταν πια τα μάτια μου έκλειναν από
την εξάντληση, ο Λέν Μπάρτ έφερε τον ασύρματο μου και μου ζήτησε να στείλω ένα
μήνυμα στο βαρόνο φον Γκρούνεν: «Είμαι καλά - Σχεδιάζω την ανατίναξη - Καλή
αντάμωση - Φρίτς».
ΕΝΑ
ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΟ ΚΑΜΟΥΦΛΑΖ
Τις μέρες, πού
ακολούθησαν, οι βρετανικές αρχές μου έδιναν πληροφορίες, πού πίστευαν, πώς θα
ενδιέφεραν τους Γερμανούς. Τις πληροφορίες αυτές τις μετέδιδα με τον ασύρματο
στο βαρόνο. Υποτίθεται, πώς έβρισκα δυσκολίες στην ανατίναξη, γιατί το
εργοστάσιο το φρουρούσαν γερά. Ο φον Γκροϋνεν απαντούσε, πάντα μέσω του
ασυρμάτου, να μη βιάζομαι και να είμαι προσεκτικός περιμένοντας την κατάλληλη
ευκαιρία.
Στο διάστημα αυτό η
Ιντέλιτζενς Σέρβις πάσχιζε να βρει, μέ ποιόν τρόπο ήταν δυνατό να σχεδιάσουμε
μια καμουφλαρισμένη ανατίναξη του εργοστασίου, ώστε να πεισθούν οι Ναζί και να
μπορέσω εγώ να συνεχίσω το διπλό παιχνίδι... Κατέληξαν, πώς το πιο ακίνδυνο και
τό πιο πειστικό ήταν ν' «ανατινάξουμε» το κεντρικό τμήμα του εργοστασίου. Το
ίδιο βράδυ έστειλα μήνυμα στο βαρόνο: «Δοκιμάζω σαμποτάζ απόψε στις έξη -
Φρίτς».
'Ολόκληρο το απόγευμα
ετοίμαζα κάτω από τα μάτια του Λέν Μπάρτ τις εκρηκτικές ύλες, πού θα
χρησιμοποιούσα για την υποτιθέμενη ανατίναξη. Στην ορισμένη ώρα πήγαμε στο
εργοστάσιο κι' εγώ έκανα με κάθε λεπτομέρεια όλες τις ενέργειες μιας
φανταστικής ανατινάξεως. Κι' όλ' αυτά, γιατί έπρεπε να έχω να διηγηθώ στους
Ναζί συγκεκριμένες λεπτομέρειες...
Το ίδιο βράδυ έστειλα
δεύτερο μήνυμα: «Σαμποτάζ επέτυχε-Φρίτς».
Οι πράκτορες πού είχαμε
αφήσει στο Χάβιλλαντ δεν έχασαν τον καιρό τους: 'Ανατίναξαν για λογαριασμό μου
την οροφή του κεντρικού τμήματος, χωρίς βέβαια, να προκαλέσουν καμιά ζημιά στη
λειτουργία του εργοστασίου. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Η αεροπορία πέταξε
-πάνω από το εργοστάσιο και πήρε φωτογραφίες. Ήταν τέλειες! Το καμουφλάζ ήταν
τόσο επιτυχημένο, ώστε έδινε την εντύπωση, πώς είχε καταστραφεί το μεγαλύτερο μέρος
του εργοστασίου. Λίγο αργότερα, η Λουφτβάφφε ήρθε να πάρει κι' αύτη
φωτογραφίες. Ήθελαν, φυσικά, να ελέγξουν τις
κινήσεις μου...
Για να μη ξεχάσω και την
πιο μικρή λεπτομέρεια της ψεύτικης ιστορίας, πού θα διηγιόμουν στον εχθρό, οι
άνθρωποι της Ιντέλιτζενς Σέρβις με υποχρέωσαν ν' αποστηθίσω ένα ολόκληρο
παραμύθι. Ήταν σίγουρο, πώς οι Ναζί θα ζητούσαν να τους πω, τί έκανα κάθε λεπτό
όλες τις ημέρες, πού ήμουν στο Λονδίνο. «Θυμήσου, πώς δεν ξέχνα κανείς ποτέ την
αλήθεια!» μου έλεγαν. Με μέθυσαν, για να δουν, αν συγκρατούσα τις λεπτομέρειες
του παραμυθιού, με θολωμένο μυαλό... Πέρασα μ' επιτυχία όλες τις εξετάσεις.
Άραγε θά τις περνούσα με την ίδια επιτυχία στα χέρια της Γκεστάπο;
Έστειλα το τελευταίο μου
μήνυμα: «'Αποστολή τελείωσε - 'Επικίνδυνο να μείνω άλλο - 'Επιστρέφω μέσω
Λισσαβώνος - Φρίτς».
Στη Λισσαβώνα πήγα και
βρήκα, στη διεύθυνση πού μου είχαν δώσει, τον πράκτορα Φονσέκα κι' αυτός μου
έδειξε τον τρόπο που θα χρησιμοποιούσα για να γυρίσω στο Παρίσι.
Ο βαρόνος Φον Γκρούνεν με
υποδέχτηκε μ' εγκαρδιότητα. Του διηγήθηκα το παραμύθι μου και δεν με σταμάτησε
ούτε μια στιγμή, δεν μου έκανε την παραμικρή δίβουλη ερώτηση. Η τυφλή
εμπιστοσύνη, που μου έδειχνε, ήταν συγκινητική...
Οι άνθρωποι της Γκεστάπο,
όμως, δεν μ' αντιμετώπισαν με τον ίδιο τρόπο. Μου έφεραν μια μακέτα του
εργοστασίου Χάβιλλαντ και με υποχρέωσαν να επαναλαμβάνω διαφορετικές φορές την
ίδια μέρα και μπροστά σε διαφορετικούς αξιωματούχους κάθε λεπτομέρεια των κινήσεων
μου. Ένα μαγνητόφωνο κατέγραψε όσα έλεγα. Αλλοίμονο, αν παρέλειπα, αν
διηγιόμουν διαφορετικά κάτι! Είναι εύκολο να λέει κάνεις ψέματα, άλλα να λέει
ψέματα κάθε λεπτό, με τον ίδιο τρόπο, χωρίς κενά, είναι φοβερό!
Όσα τους είπα, τα
συγκέντρωσαν σ’ ένα χονδρό φάκελο. Μου τα διάβασαν και τα υπέγραψα. Θα τα
έστελναν στο Βερολίνο. Δυστυχώς, τον ίδιο δρόμο πήρα κι' εγώ...
Στη γερμανική πρωτεύουσα
οι ανακρίσεις ήταν ακόμα πιο εξαντλητικές. Εκτός από τη μακέτα του εργοστασίου,
μου έφεραν σε μικρογραφία και τις εκρηκτικές ύλες, πού υποτίθεται πώς
χρησιμοποίησα. Ο ανακριτής μου επέμενε ιδιαίτερα σ' αυτό το σημείο: Πώς
ετοίμασα τις εκρηκτικές ύλες και πώς τις μετέφερα στο εργοστάσιο. Άνοιξα τη
βαλίτσα, πού μου είχαν μπροστά και τοποθέτησα μέσα στη δεξιά μεριά σε δυο
σειρές τη νιτρογλυκερίνη.
— Μπα! Μπά! Στο Παρίσι
είπες ότι οι σειρές ήταν στην αριστερή μεριά!
Κρύος ιδρώτας με
περιέλουσε. Βρήκα, ωστόσο, την ψυχραιμία ν' απαντήσω:
— Ναι. Είχα δύο βαλίτσες.
Στη μία τις τοποθέτησα δεξιά και στην άλλη αριστερά...
Ο ανακριτής μου με κάρφωσε
με τα παγωμένα του μάτια. Δεν μπορούσε, όμως, παρά να δεχτεί την εξήγηση μου...
Στο τέλος του 1943 ο φον
Γκρούνεν ετοίμαζε νέα αποστολή:
— Οι 'Εγγλέζοι, μου είπε, χάρις σ' ένα μυστικό
μηχανισμό, καταστρέφουν το ένα μετά το άλλο τα υποβρύχια μας. Έχουν παραλύσει
τις επιχειρήσεις μας στη Μεσόγειο και στον 'Ατλαντικό. Πώς; Με μια καινούργια
μέθοδο, που τους επιτρέπει όχι μόνο να εντοπίζουν τα υποβρύχια μας εν κινήσει,
άλλα κι' όταν κάθονται ακίνητα στο βυθό του ωκεανού. Πρέπει να πληροφορηθούμε
το είδος αυτό του μηχανήματος, ώστε να βρούμε τον τρόπο να το
εξουδετερώσουμε...
Για πολλές ημέρες
συζητούσαμε τα μέσα, που θα χρησιμοποιούσα για ν' αποσπάσω αύτη την πολύτιμη
πληροφορία. Τέλος, δέχτηκα την αποστολή με αμοιβή 500.000 μάρκα! Η παραμονή μου
στο Βερολίνο τελείωσε. Μαζί με τις λεπτομέρειες για την καινούργια μου
επιχείρηση, είχα μάθει και δυο πολύ σπουδαία μυστικά: Οι Γερμανοί ετοιμάζονταν
να χρησιμοποιήσουν δυο νέα φοβερά όπλα. Την ατομική βόμβα κι' έναν
τηλεκατευθυνόμενο πύραυλο!
Γύρισα στο Παρίσι με
βαρεία καρδιά. Ανυπομονούσα να βρεθώ στην Αγγλία για ν' αποκαλύψω τις
απειλητικές προετοιμασίες των Ναζί. Ωστόσο, ο καιρός περνούσε και το ταξίδι μου
αναβαλλόταν από μέρα σε μέρα και από μήνα σε μήνα, γιατί οι Γερμανοί
αντιμετώπιζαν τρομερές δυσκολίες στον αέρα. Τα εγγλέζικα βομβαρδιστικά πετούσαν
συνέχεια. Κι' εγώ θα έπεφτα, πάλι με αλεξίπτωτο.
Το Μάιο του 1944
εξακολουθούσα να είμαι στο Παρίσι κι' αυτό ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για μένα.
Όσο πλήθαιναν οι ήττες τους, τόσο αγρίευαν οι κατακτητές. Ήμουν Άγγλος και κάθε
τι το αγγλικό τους ήταν ιδιαίτερα μισητό. Όλοι οι Ναζί με κοίταζαν με μισό
μάτι. Αν δεν με προστάτευε η φιλία του φον Γκρούνεν, θα με είχαν σίγουρα βγάλει
από τη μέση...
Κι' ένα απόγευμα ο φίλος
μου με φώναξε με μια ανησυχία, πού δεν κρυβόταν, για να μου πη:
—Έγινε απόβαση στη
Νορμανδία! Αύριο θα πέσεις με το αλεξίπτωτο, συνέχισε. Δεν έχουμε πια πολύν
καιρό στη διάθεση μας, Φρίτς. Από την επιτυχία της αποστολής σου θα εξαρτηθεί,
ίσως, η τελική νίκη μας...
Η εμπιστοσύνη του με
αφόπλιζε. Στις 30 'Ιουλίου ο Στέφαν φόν Γκρούνεν μου έσφιξε το χέρι μπροστά στο
αεροπλάνο, πού θα μ' έριχνε ακόμη μια φορά στο Λονδίνο.
— Στο καλό, φίλε μου! Καλή
τύχη! μου είπε.
Στα μάτια του διάβασα μια
φευγαλέα θλίψη κι' ο ήχος της φωνής του δεν είχε τη συνηθισμένη του
σταθερότητα. Να υποψιαζόταν,
άραγε, όσα επακολούθησαν;
Τρία λεπτά αργότερα
ταξίδευα για την 'Αγγλία. Ευθύς μόλις βρέθηκα στην πατρίδα, τηλεφώνησα στην
Ίντέλιτζενς Σέρβις. Ο Λεν Μπάρτ με περίμενε στο διαμέρισμα του Κένισιγκτσν. Αυτή
τη φορά έδωσα στους συμπατριώτες μου έναν πληρέστατο χάρτη των κινήσεων των
γερμανικών βομβαρδιστικών V2, πού έπεφταν στις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές
του Λονδίνου. Ταυτόχρονα έστειλα ένα παραπλανητικό μήνυμα στο Παρίσι με τον
ασύρματο, λέγοντας πώς τα V2 βομβάρδιζαν ανώφελους στόχους. Από την επομένη οι
βόμβες έπεφταν στις γύρω έξοχες!
Αλλά πολύ σύντομα ήρθε το
τέλος του πολέμου. 'Ενώ πλησίαζε η απελευθέρωση του Παρισιού, σταμάτησα να
λαβαίνω μηνύματα από το βαρόνο. 'Αμέσως μετά τον φοβερό βομβαρδισμό της Βρέμης
από την αγγλική αεροπορία, έλαβα ένα συγκινητικό, σύντομο σημείωμα από τον
Γκρούνεν: «Λυπάμαι, πού δεν μπόρεσα ν' απαντήσω στα μηνύματα σου. Όλα
τελείωσαν, φίλε μου. Τ' αεροπλάνα σας γκρέμισαν το σπίτι μου στη Βρέμη και
σκότωσαν την αγαπημένη μου γυναίκα. Καλή τύχη!». 'Υπέγραφε με το μικρό του
όνομα: Στέφαν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
'Εδώ τελειώνει η
εξιστόρηση των περιπετειών του ριψοκίνδυνου αυτού άνδρα. Τώρα, όλ' αυτά έχουν
πια ξεχασθεί. Ωστόσο, ο Τσάπμαν δεν μπόρεσε να παρακολούθηση το γύρισμα της
ταινίας «του», πού έγινε στο Παρίσι. Η γαλλική κυβέρνηση του είχε απαγορεύσει
την «είσοδο», γιατί είχε γίνει λόγος για ανάμιξη του σε κάποια - ανεπιτυχή -
επιχείρηση απαγωγής του ...Σουλτάνου του Μαρόκου δύο χρόνια νωρίτερα! Βλέπετε,
ο φοβερός Εντι δεν μπορούσε να καθίσει ήσυχος. Οι ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις
ήταν μέσα στο αίμα του. 'Ωστόσο, δέχτηκε να εμφανιστή στην αμερικανική
τηλεόραση, προκειμένου να διαφήμιση την ταινία: «Θα μου φέρετε ένα
χρηματοκιβώτιο και σάς υπόσχομαι, σε λιγότερο από ένα λεπτό, να το τινάξω στον
αέρα, μπροστά στα μάτια των θεατών σας!», δήλωσε γελώντας...
Αξίζει να σημειώσουμε ότι
ο Τσάπμαν στην διάρκεια του πολέμου είχε δύο αρραβωνιάστηκες ταυτόχρονα, η καθεμιά
σε αντίπαλες πολεμικές ζώνες. Εξακολουθούσε δηλαδή να έχει τη Freda Stevenson
στη Βρετανία όταν έκανε σχέση με την Dagmar Lahlum στη Νορβηγία. Η Stevenson υποστηριζόταν οικονομικά από την
MI5, τις μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, ενώ η Lahlum χρηματοδοτείτο από τον φον
Γκρούνινγκ. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Νορβηγία, ο Τσάπμαν
αποκάλυψε στην Dagmar ότι ήταν βρετανός πράκτορας, αλλά ευτυχώς η Dagmar είχε συνδεθεί
ήδη με τη νορβηγική αντίσταση. Ήταν μάλιστα ενθουσιασμένη που γνώριζε ότι ο
εραστής της δεν ήταν Γερμανός αξιωματικός όπως εμφανιζόταν και εργάστηκε μαζί του
για να συγκεντρώσουν πληροφορίες.
Dagmar Lahlum of the Norwegian resistance
Με το τέλος του πολέμου ο
Τσάπμαν εγκατέλειψε και τις δύο γυναίκες και παντρεύτηκε τον πρώην φίλη του την
Betty Farmer, την οποίο είχε εγκαταλείψει βιαστικά στο Hotel de la Plage το
1938. Αυτός και η Farmer αργότερα απέκτησαν μια κόρη την Suzanne που γεννήθηκε
το 1954. Η Dagmar μπήκε στη φυλακή για να εκτίσει ποινή έξι μηνών για συνωμοσία
με Γερμανό αξιωματικό. Πιστεύοντας ότι ο Chapman ήταν νεκρός, δεν ήταν σε θέση
να αποδείξει ότι ο υποτιθέμενος Γερμανός ήταν βρετανός πράκτορας. Συναντήθηκαν
ξανά για λίγο το 1994. Ο Chapman πέθανε πριν μπορέσει να καθαρίσει εντελώς το
όνομά της.
Κατά τη συνταξιοδότησή
του, η MI5 εξέφρασε κάποια ανησυχία σχετικά με το ότι ο Chapman θα μπορούσε να εμπλακεί
πάλι στο εγκληματικό περιβάλλον του παρελθόντος του όταν τα χρήματά του θα τέλειωναν.
Όπως αναμενόταν, ανακατεύτηκε με εκβιαστές
και κλέφτες και είχε μπελάδες με την αστυνομία για διάφορα εγκλήματα,
συμπεριλαμβανομένου του λαθρεμπορίου χρυσού στη Μεσόγειο το 1950. Όμως πάνω από
μία φορά οι πρώην αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών της Μ15 αναγκάστηκαν να
επιβεβαιώσουν τη μεγάλη συνεισφορά του την πολεμική προσπάθεια και να τον
αθωώσουν
Ο Τσάπμαν δέχθηκε πρόταση
από τη Γαλλία να γίνουν σήριαλ οι πολεμικές περιπέτειές του προκειμένου να
κερδίσει χρήματα από τα απομνημονεύματά του, αλλά κατηγορήθηκε για παράβαση του
νόμου περί φύλαξης κρατικών μυστικών και του επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους £ 50.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν επρόκειτο να δημοσιευτούν τα απομνημονεύματά του στο
News of the World, ολόκληρο το τεύχος κατασχέθηκε. Ωστόσο, το βιβλίο του The
Eddie Chapman Story τελικά δημοσιεύθηκε το 1953.
Ο Τσάπμαν με την σύζυγό του
Το 1967, ο Chapman έζησε στην
Ιταλία ως αντικέρ. Επέστρεψε αργότερα στη Βρετανία και με την σύζυγό του
εγκαταστάθηκαν στο Shenley Lodge, Shenley, Herts όπου άνοιξαν ένα κέντρο αδυνατίσματος.
Παράλληλα απέκτησαν ένα κάστρο στην Ιρλανδία .
Μετά τον πόλεμο Chapman
παρέμεινε φίλος με τον βαρόνο Στέφαν φον Γκρουνινγκ που βίωνε δύσκολες στιγμές. Ο Von Gröning
παρακολούθησε αργότερα τον γάμο της κόρης του Τσάπμαν. Ο Eddie Chapman πέθανε
από καρδιακή ανεπάρκεια στις 11 Δεκεμβρίου 1997.
Περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ 1966
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου