Τα
«κρητομανιάτικα» του 1906
Η
τριήμερη μάχη Κρητικών και Μανιατών στον Πειραιά
τον Φεβρουάριο του 1906. Μια μάχη με 5 νεκρούς, πολλούς τραυματίες, πυρπολημένα
καταστήματα, επιθέσεις σε σπίτια κλπ.
Ήταν 12 Φλεβάρη του 1906 όταν από μια «παρεξήγηση»,
ξέσπασε στον Πειραιά μια βεντέτα μεταξύ Κρητών και Μανιατών και έλαβαν χώρα
επεισόδια τέτοια που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε πραγματικό εμφύλιο πόλεμο. Πρόκειται
για τα «κρητομανιάτικα», όπως ονομάστηκαν τότε τα αιματηρά εκείνα επεισόδια, με
νεκρούς και πολλούς τραυματίες.
Όμως στο τέλος, πρυτάνευσε η λογική, μπήκαν στη
μέση παλιές φαμίλιες και από τα δύο μέρη, ανάμεσα τους οι παππούδες του
πρώην δημάρχου Πειραιά Βασίλη
Μιχαλολιάκου, που ήρθαν σε συνδιαλλαγή και παραμέρισαν οργή και μίσος και πέτυχαν την επανασύνδεση της παλιάς
πατροπαράδοτης φιλία τους.
Όλα ξεκίνησαν όταν κατέπλευσε στον Πειραιά από την
Κρήτη το ιταλικό ατμόπλοιο Φλόριο. Ήταν 8 το πρωί της 12ης
Φεβρουαρίου.
Ανάμεσα στους επιβάτες που αποβιβάζονται και
δεκαπέντε Κρητικοί του οπλαρχηγού της κρητικής επανάστασης του Καπετάν Βάρδα
που επρόκειτο να αναχωρήσουν για άλλους προορισμούς. Από αυτούς δύο έχουν
ξεμείνει πιο πίσω, προχωρώντας αργά έχοντας στα χέρια τις βαλίτσες τους. Τότε
ένας Μανιάτης αχθοφόρος τους σταματά και κάνει να αρπάξει τις βαλίτσες για να
τις μεταφέρει. Έλα όμως που οι κρητικοί δεν κατανοούσαν από βαρκαδιάτικα,
αχθοφορικά και τους παράξενους αυτούς λιμανίσιους κανονισμούς;
Όταν λοιπόν ο Μανιάτης αχθοφόρος τους σταματά και
τους λέει «θα τα μεταφέρω εγώ και θα με πληρώσετε» οι Κρητικοί αντιδρούν.
-Μα αφού βλέπεις ότι τα κρατούμε μόνοι μας, του
απαντούν, τι μας φορτώνεσαι;
-Μόνο σεις οι Κρητικοί είσαστε ασύδοτοι; Δεν θα
γίνετε άνθρωποι;
- Όχι σεις οι Μανιάτες απαντούν οι Κρητικοί.
Θα πρέπει όμως στο σημείο αυτό να κάνουμε μια παρένθεση
και να εξηγήσουμε τι επικρατούσε στο Λιμάνι του Πειραιά αλλά και γενικότερα
στις μεταφορές και στα ταξίδια στις αρχές του περασμένου αιώνα. Την εικόνα την
περιγράφει γλαφυρά ο Στέφανος Μίλεσης σε σχετική με το παρόν θέμα ανάρτησή του
στο pireorama.blogspot.com
“Ένα ταξίδι
από τον Πειραιά προς κάθε νησιωτικό ή στεριανό προορισμό ή και αντιστρόφως στα
τέλη του 19ου αιώνα στις αρχές του 20ου, αποτελούσε από μόνο του μια πραγματική
Οδύσσεια και μια απόδειξη αντοχής, της άριστης φυσικής κατάστασης αλλά και της
διατήρησης της ψυχικής υγείας του ίδιου του ταξιδιώτη. Αναφερόμαστε σε μια
εποχή κατά την οποία οι περισσότεροι χερσαίοι προορισμοί εκτελούνταν ακόμα με
πλοία, καθώς οι δρόμοι ήταν κακοτράχαλοι, το οδικό δίκτυο ανύπαρκτο, ενώ οι
σιδηροδρομικές μεταφορές ήταν υποτυπώδεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το μόνο
μέσο που απέμενε για να πας στο Βόλο, στην Πάτρα, στην Κόρινθο και βέβαια σε
όλα τα νησιά, ήταν ο βαπόρι.
Η όλη η
ταλαιπωρία του ταξιδιού, δεν ήταν μόνο στο ίδιο καθεαυτό ταξίδι, αλλά και στην
προσπάθεια επιβίβασης στο πλοίο ή αποβίβασης από αυτό.
Στην
επιβίβαση στα πλοία ο υποψήφιος ταξιδιώτης έπρεπε καταρχάς να βρει τρόπο να
φτάσει στο σταθμό του Θησείου (τα πρώτα χρόνια) ή της Ομονοίας (στα επόμενα)
για να επιβιβαστεί στο σιδηρόδρομο Αθηνών – Πειραιώς και να κατευθυνθεί προς το
λιμάνι του Πειραιά. Εκεί βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα πραγματικό χάος, αφού τα
πλοία δεν πλεύριζαν στο λιμάνι αλλά απείχαν από τις προβλήτες τόσο, όσο
χρειάζονταν για να καθίσταται αναγκαία η περίφημη μεταφορά επιβατών και
αποσκευών με βάρκες. Πριν όμως από την επιβίβαση στις βάρκες, προηγείτο η
έρευνα στις αποσκευές, καθώς τότε εφαρμόζονταν τα περίφημα «Διαπύλια Τέλη».
Επρόκειτο
για έναν φόρο που αποτελούσε το κυριότερο δημοτικό έσοδο, και αφορούσε
συγκεκριμένα προϊόντα που μπορούσε να αγοράσει κάποιος στην Αθήνα ή στον
Πειραιά, αλλά δεν επιτρεπόταν να τα εξάγει εκτός των ορίων των πόλεων αυτών.
Στην περίπτωση εξαγωγής τους, που ήταν συνηθισμένη καθώς η λίστα περιελάμβανε
μεγάλο αριθμό προϊόντων, επιβαλλόταν ένα μικρό τέλος. Για αυτό το μικρό όμως
τέλος, γινόταν ενδελεχής έρευνα είτε από τελωνοφύλακες μέσα στο λιμάνι, είτε
από υπαλλήλους του Δήμου εντός του σιδηροδρομικού σταθμού. Μάλιστα τους
κεντρικούς δρόμους εισόδων – εξόδων πόλεων, όπως η οδός Πειραιώς, υπήρχαν και κατάλληλα οικήματα για την
είσπραξη των τελών αυτών. Στο Νέο Φάληρο, στην παραλία, μέχρι πριν μερικές
δεκαετίες, διατηρείτο ακόμα ένα τέτοιο οίκημα, που αποκαλείτο «καπέλο» καθώς
όλη η κατασκευή θύμιζε ένα πηλήκιο!
Τα διαπύλια Τέλη του Νέου Φαλήρου το 1935 στο
γνωστό οίκημα ως "Καπέλο"
Μόλις
λοιπόν ο υποψήφιος επιβάτης έφτανε σαστισμένος στον σιδηροδρομικό σταθμό στον
Πειραιά, ως πρώτη προϋπόθεση του ταξιδιού του ήταν να υποστεί έρευνα των
αποσκευών του, είτε επί τόπου στον σταθμό, είτε αμέσως μετά από τους
τελωνοφύλακες στις αποβάθρες του λιμανιού. Αμέσως μετά, έπρεπε να αποφασίσει με
ποιο πλοίο θα ταξιδέψει, καθώς τα βαπόρια τότε ήταν τελείως διαφορετικά μεταξύ
τους. Διέφεραν σημαντικά στην ταχύτητα, στις τιμές των εισιτηρίων, στην
ενδιαίτηση εντός του πλοίου, στα ενδιάμεσα λιμάνια που έπιαναν και σε τόσα άλλα
που καθιστούσαν την απόφαση, όμοια με απόφαση ζωής και θανάτου! Άλλα από αυτά
ήταν ατμόπλοια κι άλλα ιστιοφόρα, σε άλλα κοιμόσουν στο κατάστρωμα, σε άλλα σε
αιώρα και σε κάποια εντός καμπίνας! Και η πληροφόρηση καθίστατο ακόμα πιο
δύσκολη, καθώς οι υπάλληλοι των πλοίων οι γνωστοί «κράχτες» ήταν ειδικοί στην
παραπληροφόρηση! Έλεγαν ψέματα για τα άλλα πλοία προς το δυσμενέστερο, ψέματα
για τα πλοία που αντιπροσώπευαν προς το ευμενέστερο, έλεγαν ψέματα γενικώς κατά
όπως τους συνέφερε. Οι υποψήφιοι επιβάτες αποτελούσαν εν δυνάμει υποψήφια
θύματα και μάλιστα πρώτης τάξεως!
Αλλά κι αν
ο υποψήφιος επιβάτης κατάφερνε να επιλέξει σε ποιο από τα πλοία θα
επιβιβαζόταν, μεσολαβούσε ο γνωστός και μη εξαιρετέος αχθοφόρος. Ήταν ο υπάλληλος
του λιμανιού ο οποίος άρπαζε υποχρεωτικά τη βαλίτσα από το χέρι του ταξιδιού
για να του ελαφρύνει όχι τα χέρια, αλλά την τσέπη. Διότι το δεκάδραχμο, για τα
αχθοφορικά δικαιώματα, ήταν υποχρεωτικό ακόμα κι αν στο χέρι κρατούσες μια
ομπρέλα! Τότε ο αχθοφόρος την άρπαζε κι άρχιζε να τρέχει μπροστά όχι προς την
επιθυμητή κατεύθυνση, αλλά προς εκείνη που ο ίδιος ήθελε να επιβιβάσει τον
υποψήφιο επιβάτη. Ο αχθοφόρος παρά την όποια επιλογή του ταξιδιώτη, προσπαθούσε
να τον πείσει για κάτι διαφορετικό, παρουσιάζοντάς του ανύπαρκτα μειονεκτήματα
για το πλοίο που επέλεξε ή εξίσου ανύπαρκτα πλεονεκτήματα για το πλοίο που ο
ίδιος πρότεινε, καθώς εάν τον έπειθε, θα λάμβανε τα «μεσιτικά» από εκείνον που
το πρακτόρευε. Και ήταν γεγονός ότι τα
βαπόρια που πρότειναν οι αχθοφόροι ήταν τα χειρότερα, για αυτό άλλωστε και οι
πράκτορές τους κατέβαλαν τα «μεσιτικά».
Εάν ο
ταξιδιώτης ωστόσο κατάφερνε να μείνει ακλόνητος στην απόφασή του και να
συνεχίσει σταθερά προς τον προορισμό του, θα έπρεπε να περάσει έναν ακόμα
σκόπελο, χειρότερο του προηγούμενου, που ήταν ο βαρκάρης. Όπως ο αχθοφόρος
προσπαθούσε να μεταπείσει τον επιβάτη στη στεριά, όμοια και ο βαρκάρης στη
θάλασσα. Αν και η επίσημη αποστολή του βαρκάρη ήταν η μεταφορά του ταξιδιώτη
από την άκρη της προβλήτας έως το πλοίο, που συνήθως έστεκε πρυμνοδετημένο λίγα
μέτρα πιο κάτω.
Οι
βαρκάρηδες ωστόσο δεν περίμεναν μέσα στις βάρκες τους επιβάτες, αλλά στην άκρη της προβλήτας. Μόλις
πλησίαζε ο αχθοφόρος έτρεχαν να αρπάξουν τη βαλίτσα από το χέρι του, να την
πετάξουν μέσα στη βάρκα, ώστε να ακολουθήσει υποχρεωτικά και ο επιβάτης. Οι
αχθοφόροι έκαναν συνεργασίες «κολεγιές» με τους βαρκάρηδες για συγκεκριμένα
πλοία. Συνέβαινε πολλές φορές, εάν ο επιβάτης είχε πολλές βαλίτσες, μια να
αρπαχθεί από έναν λεμβούχο και η δεύτερη από κάποιον άλλον! Όμοια οι λεμβούχοι,
όπως και οι αχθοφόροι, είχαν επίσης «πιαστεί» από τις εταιρείες ώστε να
προτείνουν συγκεκριμένο πλοίο ο καθένας. Έτσι είχε συμβεί η μια βαλίτσα να
τραβούσε προς ένα πλοίο, η δεύτερη σε άλλο και ο ίδιος ο επιβάτης σε μια τρίτη
βάρκα να κινείται σε διαφορετικό πλοίο.
Αλλά και η
αντίστροφη διαδρομή της αποβίβασης στο λιμάνι του Πειραιά είχε τους δικούς της
νόμους, αλλά με την αντίστροφη διαδρομή. Από το πλοίο στον βαρκάρη κι από εκεί
στην προβλήτα και στο αχθοφόρο για την αίθουσα του Τελωνείου. Έλεγχος αποσκευών
και πεζοπορία για τον σιδηροδρομικό σταθμό.
Μέσα από
όλη αυτή τη διαδικασία οι παρεξηγήσεις δίνανε και παίρνανε. Δεν ήταν λίγο
πράγμα να σου επιτεθεί κάποιος στα ξαφνικά και να βάζει χέρι στις αποσκευές σου
ή να στις αρπάζει με το έτσι θέλω τρέχοντας προς μια κατεύθυνση.
Μετά από
καυγάδες με αγριοφωνάρες και απειλές, προς όλες τις κατευθύνσεις, οι
παρεξηγήσεις λύνονταν με ένα «παρντόν» ή
«με το συμπάθιο» σα να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Όχι όμως πάντοτε.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην ιστορία μας.
Την λογομαχία που προαναφέραμε ακολούθησε συμπλοκή
στην οποία έλαβαν μέρος και οι επανακάμψαντες Κρητικοί ενώ σε βοήθεια του
Μανιάτη αχθοφόρου προσέτρεξαν στο τελωνείο και πολλοί άλλοι συμπατριώτες του.
Το αποτέλεσμα της συμπλοκής ήταν ο θανάσιμος
τραυματισμός του Κρητικού Ιωάννη Πολυμενάκη, που του επιτέθηκαν με μαχαίρι από
πίσω και τον τραυμάτισαν στα πλευρά καθώς και ο ελαφρότερος τραυματισμός στο
μάτι ενός άλλου Κρητικού του Ιωάννη Λαρεντζάκη. Ελαφρότερα τραυματίστηκαν στο
κεφάλι κάποιοι μανιάτες από τις μαγκούρες των Κρητικών.
Τον Πολυμενάκη, που στην πραγματικότητα δεν είχε καμιά
συμμετοχή στην συμπλοκή, απλά δεν έδινε την βαλίτσα του, τον σκότωσε ο Μανιάτης
αχθοφόρος Ευστάθιος Σαραντέας που μετά την πράξη του τράπηκε σε φυγή.
Ο αχθοφόρος με
τη βοήθεια βαρκάρη που ήταν η «κολεγιά» του διέφυγε. Οι βαρκάρηδες ήταν στο
πλευρό των αχθοφόρων, αφού και οι δύο τάξεις συνεργάζονταν. Από ξηράς οι
πρώτοι, από θαλάσσης οι δεύτεροι. Οι Κρητικοί που θα αντιληφθούν τη συνεργασία
βαρκάρηδων με τους αχθοφόρους θα σκοτώσουν λίγο αργότερα έναν βαρκάρη ονόματι Δημήτρη Τζιλιάνο παρότι δεν
ήταν αυτός από τη Μάνη αλλά καταγόταν από την Κεφαλλονιά.
Η είδηση της συμπλοκής διαδόθηκε αστραπιαία στη
συνοικία των Κρητών. Άναψαν τα αίματα και η πρώτη σκέψη υπήρξε η άμεση εκδίκηση.
Για το σκοπό αυτό ομάδες Κρητικών οπλισμένων με διάφορα όπλα μάουζερ, μαχαίρια,
σπαθιά, περίστροφα και με ογκώδεις ράβδους εκστράτευσαν μέσω τριών διαφορετικών
δρόμων προς την πλατεία τελωνείου. Αλλά και από την Αθήνα αρκετοί άλλοι
Κρητικοί μεταξύ των οποίων και μερικοί φοιτητές όταν πληροφορήθηκαν κάπως
εξογκωμένα τα πρωινά γεγονότα έσπευσαν να κατέβουν στον Πειραιά κατευθυνόμενοι και
αυτοί στο τελωνείο
Οι Κρητικοί που έσπευδαν από διάφορες διευθύνσεις
σε ομάδες μόλις πληροφορούνταν ότι υπήρχαν οπουδήποτε Μανιάτες επιτίθεντο
αμέσως με πυροβολισμούς στους οποίους απαντούσαν οι προσβαλλόμενοι.
Η πρώτη αψιμαχία
έλαβε χώρα στο στενό του Αγίου Σπυρίδωνα χωρίς ευτυχώς κανένα δυσάρεστο αποτέλεσμα
η δεύτερη επίθεση κοντά στην Τρούμπα προκάλεσε
τον ελαφρό τραυματισμό του καπνοπώλη Γκιώρα και μερικών άλλων από τις
κρητικές μαγκουριές που δέχθηκαν σε διάφορα μέρη του σώματός τους. Τις
αψιμαχίες αυτές και τις ομοβροντίες των πυροβολισμών των διαφόρων ομάδων που
συμπλέκονταν ακολούθησε αληθινός πανικός που ανέβηκε στο κατακόρυφο εύλογα καθώς
βράδιαζε.
Όλα τα καφενεία της παραλιακής λεωφόρου πάντως είχανε
γεμίσει από όλους αυτούς που έψαχναν να βρουν άσυλο και εννοώ τρομοκρατημένους
διαβάτες που μπαίνανε σε αυτά και περιέγραφαν τα γεγονότα ακόμα τραγικότερα.
Η μάχη του
τελωνείου
Εν τω μεταξύ πυκνές ομάδες συγκεντρώθηκαν στην
πλατεία μπροστά από τελωνείο απειλώντας να εκπορθήσουν το τελωνειακό κατάστημα
το οποίο νόμιζαν ότι κατεχόταν από Μανιάτες αχθοφόρους. Ευτυχώς ο αστυνόμος
Πειραιά Παλαμάρας με τους ανθυπολοχαγούς Χαραλάμπη και Χαδιαράκο και με ικανό
αριθμό αστυφυλάκων κατείχαν το χώρο μπροστά από το τελωνείο και με τις
παρακλήσεις τους είχαν πείσει πολλούς από τους Μανιάτες να αποσυρθούν στα σπίτια
τους.
Στο καφενείο
όμως ενός Μανιάτη που λεγόταν Κασίμης υπήρχαν
περίπου 10 Λάκωνες οι οποίοι ξαφνικά δέχθηκαν την επίθεση των Κρητικών καθώς οι
τελευταίοι πληροφορήθηκαν ότι στο καφενείο βρισκόντουσαν Μανιάτες με αποτέλεσμα
να επακολουθήσει μεταξύ των πραγματική
μάχη άγρια και λυσσώδης.
Επί πολλές ώρες η μπροστά από το τελωνείο πλατεία
είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο πεδίο μάχης όπου έπεφταν πυροβολισμοί και ακούγονταν
οι άγριες φωνές των αντιμαχόμενων και της μικρής ομάδας των αστυνομικών που προσπαθούσε
να επιβάλλει την τάξη.
Το καφενείο του Κασίμη μεταβλήθηκε ξαφνικά σε
πραγματικό φρούριο του οποίου την εκπόρθηση επεδίωκαν οι Κρητικοί ενώ το
υπερασπίζονταν απελπισμένα οι Μανιάτες. Η έναρξη της μάχης έγινε με τις
καρέκλες που βρίσκονταν έξω από το καφενείο και μετά τις καρέκλες έλαμψαν τα μαχαίρια και τα
ξίφη και ακούστηκαν οι κρότοι πυροβολισμών
Οι άτυχοι αστυνομικοί με μύριους κινδύνους της ζωής
τους προσπαθούσαν να παρέμβουν αλλά οι Κρητικοί τυφλοί πλέον από την οργή
επιτίθενται και εναντίον τους με μαχαίρια νομίζοντας ότι αυτοί φυγάδευσαν τους
πρωινούς δολοφόνους. Πάντως οι Κρητικοί δεν εμπιστεύονται την Αστυνομία καθώς
στα αστυνομικά τμήματα του Πειραιά υπηρετούσαν πολλοί Μανιάτες. Το
"Μανιάτης είναι ο Παπάς, Μανιάτης ο Αστυνόμος, Μανιάτικος κι ο νόμος"
είναι άλλωστε γνωστό!
Κατά τη στιγμή της συμπλοκής μία σφαίρα ενός
Μανιάτη από το καφενείο βρίσκει τον Αμοργιανό ή Μανωλακάκη που πέφτει κάτω
νεκρός. Άλλη σφαίρα βρίσκει τον άτυχο Ευάγγελο Μιχαλόπουλο υπάλληλο του
καταστήματος Γκιωνάκη που τυχαία έβγαινε από το μαγαζί και τον τραυματίζει. Τον
νεκρό Κρητικό παραλαμβάνουν αμέσως ένας αστυφύλακας μαζί με δύο Κρητικούς και
με ένα φορείο τον μεταφέρουν στο νεκροτομείο.
Απόπειρα
πυρπόλησης του τελωνείου
Στο μεταξύ μερικοί από τους κριτές οι οποίοι έχουν
ξεσηκωθεί και από τον δεύτερο φόνο συμπατριώτη τους αποπειρώνται να πυρπολήσουν
το τελωνειακό κατάστημα το οποίο θεωρούν σαν εστία των Μανιατών και ρίχνουν
μέσα στην αίθουσα των αποσκευών εύφλεκτες ύλες. Ευτυχώς όμως πρόλαβε ο αστυνόμος Χαραλάμπης και
σβήνει αυτά που ρίχτηκαν μέσα σώζοντας το τελωνείο. Στη συνέχεια δίνει ρητή
εντολή να πυροβολούν πλέον όποιον πλησιάζει στο τελωνειακό κατάστημα
Άγριες σκηνές
Η συμπλοκή στο
καφενείο έληξε αφού δραπέτευσαν έξυπνα οι Μανιάτες κάτι που ερέθισε στο
κατακόρυφο τους Κρητικούς οι οποίοι μετά την εγκατάλειψη του φρουρίου-καφενείου
το κατέστρεψαν σπάζοντας τα πάντα. Στη συνέχεια έφυγαν προς την υδραίικη
συνοικία όπου έμεναν πολλές οικογένειες Μανιατών.
Μανιασμένοι οι Κρήτες σπάζουν την πόρτα μιας οικίας
στην οδό Σαχτούρη όπου κατοικούσε πριν κάποιο καιρό μία Μανιάτικη οικογένεια αλλά
αναχαιτίστηκαν από τις ζωηρές διαμαρτυρίες της ιδιοκτήτριας η οποία τους
βεβαίωσε και με όρκο ότι προ πολλού είχαν φύγει οι Μανιάτες από το σπίτι της
Μετά από
αυτό ανεβαίνουν τη Λεωφόρο Σωκράτους όπου ήταν το καφενείο Βρυώνη το οποίο
μετέβαλαν σε συντρίμμια γιατί εκεί σύχναζαν Μανιάτες. Την ίδια και χειρότερη
τύχη υφίσταται και το απέναντι καφενείο και παντοπωλείο του Ν. Φουντάκου και
μετά έρχεται η σειρά του μανιάτικου καφενείου Γαλάνη το οποίο μεταβάλλουν σε
συντρίμμια
Από εκεί εντελώς ελεύθεροι και ανενόχλητοι πάντοτε
επανέρχονται στο τελωνείο, συμπληρώνουν «τελειότερα» την καταστροφή του
καφενείου Κασίμη και διαμέσου της παραλιακής λεωφόρου Μιαούλη πυροβολώντας στον
αέρα και κραυγάζοντας σπείρουν στο πέρασμά τους τον τρόμο και τον πανικό. Κατά
την επέλασή τους αυτή και με την ιδέα ότι Μανιάτες υπήρχαν στο καφενείο Αλεξόπουλου
και στο καφενείο Μετζελιότου έσπασαν τις τζαμαρίες της εισόδου των. Έπειτα
στρέφονται κατά του κεντρικού καφενείου του Ωρολογίου διότι σε αυτό υπήρχε το
καπνοπωλείο του Μανιάτη Δ. Δελαζάνη.
Οι Κρητικοί ακάθεκτοι πλέον σπάζουν την πόρτα ενός
οπλοπωλείου που βρισκόταν στο διάβα τους και αρπάζουν όπλα και πάνοπλοι πλέον
κατευθύνονται στην συνοικία της Νεαπόλεως όπου κατοικούσαν Μανιάτες. Οι
τελευταίοι οπλισμένοι τους ανέμεναν. Όμως η αιματοχυσία αποφεύχθηκε με την
σωτήρια παρέμβαση του βουλευτή Μάνου και του ιερέα Παπαμαλέκου που έπεισαν τους
Μανιάτες να μην αντιδράσουν.
Μετά την κατάληξη αυτή οι εξεγερμένοι Κρητικοί
οργισμένοι πάντοτε επανέρχονται στη συνοικία των κρητικών μέσα από την οδό
Τσαμαδού και τη Λεωφόρο Αθηνών πυροβολώντας στον αέρα και κραυγάζοντας
-
Κάτω οι Μανιάτες
-
Θάνατος στους Μανιάτες
Καθώς το θέαμα ήταν τρομακτικό οι διαβάτες τρεπόντουσαν
σε Φυγή και κλειδωνόντουσαν στα σπίτια τους ενώ τα καφενεία, τα ζυθοπωλεία τα
παντοπωλεία και όλα τα καταστήματα κατέβαζαν τα ρολά από το φόβο των ταραχών.
Έτσι ο Πειραιάς καθ’ όλη τη νύχτα πέρασε μία
απερίγραπτη κατάσταση αγωνίας και τρόμου από τον εφιάλτη που είχε ξαφνικά
προκύψει.
Όπως προαναφέραμε θύμα των ταραχών υπήρξε και ένας κεφαλλονίτης
βαρκάρης όποιος τη στιγμή που έβγαινε από τη βάρκα του στην προβλήτα δέχτηκε
μία τεράστια μαχαίρια που διαπέρασε το θώρακά του καθώς οι επιτιθέμενοι τον πέρασαν για
Μανιάτη. Μεταφέρθηκε στο Τζάνειο από
άλλους λεμβούχους αλλά τελικά υπέκυψε στα τραύματά του. Από τις συγκρούσεις
υπήρξαν και αρκετοί άλλοι τραυματίες.
Πόλοι διαβάτες πέρασαν επίσης στιγμές αγωνίας, καθώς οι Κρητικοί του σταματούσαν στο δρόμο και
τους ρώταγαν αν είναι Μανιάτες. Τους
γλίτωνε βέβαια η άρνησή τους.
Η αγωνία του αστυνόμου
Από κει και πέρα η αγωνία του προϊσταμένου της Αστυνομίας
Πειραιά ήταν μεγάλη καθώς γνώριζε ότι δεν είχε αρκετή δύναμη για να
αντιμετωπίσει την κατάσταση. Άλλωστε
μεγάλο μέρος της αστυνομικής δύναμης ήταν Μανιάτες που διέτρεχαν κίνδυνο να
χτυπηθούν άγρια από τους εξαγριωμένους κρητικούς. Απευθύνθηκε τότε στον
φρούραρχο Πειραιά Παπαδήμα για να του διαθέσει ένα Τάγμα Ευζώνων αλλά εκείνος
αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε τέτοιες διαταγές. Παρόλα αυτά και κάτω από την
πίεση των ανωτέρων του ο Παλαμάρας ξαναπηγαίνει στο Φρουραρχείο όπου και πάλι ο υπασπιστής
αρνείται να τον βοηθήσει ως μη έχων διαταγή.
Τελικά ο γενικός αρχηγός Στρατού δίνει εντολή στο Φρουραρχείο να
διαθέσει δύναμη 300 περίπου ανδρών Ευζώνων όμως ήταν παρόντες μόνο 15 έως 25
εύζωνοι. Οι υπόλοιποι όπως ειπώθηκε απουσίαζαν με 48ωρες άδειες. Τότε
απελπισμένος ο αστυνομικός διευθυντής του Πειραιά απευθύνεται προς τον
λιμενάρχη να του χορηγήσει άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού . Στο λιμεναρχείο
εκείνη τη στιγμή βρισκόταν ο υπασπιστής του υπουργού Ναυτικών ο οποίος αν και
έδωσε καταρχάς θετική διαταγή μετά την ανακαλέσε. Απελπισμένος τότε ο αστυνόμος
απευθύνεται εκ νέου στους ανωτέρους του που τους στέλνουν 16 αστυφύλακες από
την Αθήνα επίσης τελικά από το Φρουραρχείο Πειραιώς στέλνονται 25 εύζωνοι, από
το Λιμεναρχείο 30 ναύτες και του διατίθενται επίσης 15 έφιπποι.
Ευτυχώς τη νύχτα κανένα επεισόδιο δεν συνέβηκε.
Την 5ην μμ της πρώτης μέρας των επεισοδίων και όταν
τα γεγονότα βρισκόντουσαν στην κορύφωσή τους κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά
μία θαλαμηγός πλήρης περιηγητών πού ανύποπτοι θα έβγαιναν σε ένα πεδίο
μάχης. Ευτυχώς ο αστυνόμος Παλαμάρας μόλις
το έμαθε έπεισε τον υγειονόμο να εμποδίσει την αποβίβαση των περιηγητών οι
οποίοι βγήκαν τελικά την επόμενη μέρα και αφού η πλατεία του τελωνείου είχε
καταληφθεί από το στρατό Επίσης στον Πειραιά κατέβηκαν ο Διευθυντής της Αστυνομικής
Διεύθυνσης Βούλτσος και ο εισαγγελέας Λυκουρέζος για να ενημερωθούν για τα γεγονότα και μετά αποχώρησαν και οι
δύο μαζί .
Η επόμενη μέρα
Τέτοιες στιγμές οι φήμες δίνουν και παίρνουν
δημιουργώντας πολλές φορές ανησυχητικές καταστάσεις. Έτσι οι Πειραιώτες από τον
φόβο τους προτίμησαν να γιορτάσουν την αποκριά και τα κούλουμα σπίτι τους.
Την επομένη, στην κηδεία των θυμάτων, τα επεισόδια
απλώθηκαν σ’ όλο τον Πειραιά, με νέα θύματα ( τους Μαραγκουδάκη και Καβαλλιέρο)
ενώ κινητοποιήθηκαν, η αστυνομία, χίλιοι στρατιώτες και διακόσιοι ναύτες για να σταματήσουν το
αιματοκύλισμα. Όμως οι χίλιοι καλά οπλισμένοι
Κρητικοί που ήρθαν ακόμα και από το Λαύριο, οχυρώνονται στην Καστέλα και
τον Προφήτη Ηλία. Τους περικυκλώνουν οι στρατιώτες για να τους αφοπλίσουν δια
της βίας, και να τους διαλύσουν. Παρόντες ο εισαγγελέας Κων. Λυκουρέζος
(παππούς του Αλέξανδρου) και ο ανακριτής Αν. Παπαληγούρας (παππούς του Αναστάση
και πατέρας του Παναγή)..
Ακολούθησε όμως μία επιτροπή Κρητικών που ζήτησε να
τους αποδοθεί ο φονευθείς κατά τα επεισόδια Μανωλακάκης, ο οποίος ήτανε πρώην
χωροφύλακας για να κηδευτεί επίσημα. Οι αρχές το επέτρεψαν υπό τον όρο να μην
υπάρξουν ταραχές.
Κατά το πρωινό της κηδείας οι Μανιάτες ακούγοντας
τις προτροπές δύο κορυφαίων προσωπικοτήτων τους της εποχής του Κυριακούλη
Μαυρομιχάλη και του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου είχαν αποσυρθεί στα σπίτια τους. Οι Κρητικοί παρέμεναν στην Καστέλλα και στα «Κρητικά»
ενώ μια επιτροπή προσπαθούσε να τους πείσει να καθίσουν ήσυχα. Οι κρητικοί
προκειμένου να καταθέσουν τα όπλα τους και να ησυχάσουν ζήτησαν να συλληφθεί ο
φονιάς και οι Μανιάτες αχθοφόροι να φύγουν από το τελωνείο.
Η κηδεία
έγινε στις 2:00 το μεσημέρι από το ναό της Αγίας Τριάδας και οι Κρητικοί κατά
ομάδες κατέβαιναν από την Καστέλλα και κατέλαβαν τους χώρους γύρω από την
εκκλησία. Προστατευόμενη η περιοχή από το στρατό και την αστυνομία είχε σαν
αποτέλεσμα η κηδεία να γίνει ήσυχα μέσα σε συναισθηματική φόρτιση. Μετά το
τέλος της τελετής οι Κρητικοί διαλύθηκαν ήσυχα και ο κόσμος προς στιγμήν φάνηκε
ότι σε ανέπνεε και αυτός ήσυχος. Όμως το απόγευμα, περίπου στις 4μμ στο
Πασαλιμάνι ένας Κρητικός που λεγόταν Τσιμισκάκης καθόταν στο καφενείο και δίπλα
του καθόταν ένας Μανιάτης που τον πλησίασε και τον ρώτησε είσαι Κρητικός.
-
Ναι του απάντησε
-
Και εγώ Κρητικός είμαι. Τι λες πάμε να σφάξουμε
Μανιάτες;
-
Πάμε του απάντησε αλλά μόλις απομακρύνθηκαν ο
Μανιάτης έβγαλε μία κουμπούρα και πυροβόλησε κατάστηθα τον Κρητικό τον οποίο
έριξε νεκρό και αυτός στη συνέχεια τράπηκε σε Φυγή χωρίς να μαθευτεί ποιος
ήταν.
Όπως ήταν
φυσικό το γεγονός αυτό άναψε πάλι τα αίματα μεταξύ των Κρητικών που αποφασίζουν
να επιτεθούν εναντίον της οικίας Μαρκάκου στην Καστέλλα. Ευτυχώς καταφθάνει
τμήμα στρατού τους πολιορκεί και τους εμποδίζει.
Μία ομάδα όμως Κρητικών καθώς κατεβαίνει από τον
Προφήτη Ηλία συναντά τον Κωνσταντίνο Φωτηνάκο, γυναικαδελφό του Μαρκάκου, ο
οποίος συνοδευόταν από κάποιον άλλο Μανιάτη του οποίου το όνομα δεν έγινε
γνωστό. Η ομάδα των Κρητικών πυροβολεί κάτ’ επανάληψη κατά του Φωτηνάκου που τραυματίζεται
σοβαρά ενώ ο άλλος ο Μανιάτης
τραυματίζεται ελαφρά με μαχαίρι στο λαιμό και καταφεύγει στην οικία Μαρκάκου. Την ίδια στιγμή ένας Πειραιώτης μεθυσμένος
ονόματι Δημήτρης Ζουρνάς ενσωματώνεται με την ομάδα των κρητικών που πολιορκεί
το σπίτι του Μαρκάκου. Οι Κρητικοί κάνουν έφοδο στο σπίτι αλλά δέχονται τα πυρά
των Μανιατών που βρισκόντουσαν τόσο στο συγκεκριμένο σπίτι όσο και στα διπλανά
σπίτια. Τελικά επενέβη μια ίλη ιππικού και ανάγκασε τους Κρητικούς να φύγουν.
Από τη σύγκρουση αυτή τραυματίστηκε ο πειραιώτης Ζουρνάς από τον Μαρκάκο, καθώς
επίσης και ένας αριθμός άλλων εκ των
εμπλεκομένων και από τις δύο πλευρές. Επίσης τραυματίστηκε και μία κυρία Αιγυπτιώτης
και στα δύο πόδια και μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών.
Η ειρήνευση
Η εκρηκτική κατάσταση αναγκάζει
να κατέβουν στον Πειραιά αντιπροσωπεία
βουλευτών Μανιατών
(Κουμουνδούρος, Κατσάκος, Πετροπουλάκης, Τζαννετάκης και Ράζελος) και Κρητικών
( Μάνος, Παπαμαλέκος, Μαλινδρέτος, Στυλιανουδάκης Λυμπρίτης)
με τον δήμαρχο Αθηναίων Σπύρο Μερκούρη, που προσπαθεί να πείσει τους
οπλοφόρους να παραδώσουν τα όπλα. «Όχι», λένε εκείνοι «Αν δεν φύγουν οι
Μανιάτες από το Τελωνείο, θα τους κάψουμε». Ο Μερκούρης απαντά: « Όχι παιδιά,
οι μανιάτες είναι αδελφοί μας, αν στερηθούν το ψωμί, θα πεινάσουν οι οικογένειες τους. Σας εξορκίζω, είναι ντροπή,
περιμένουμε ξένους για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, θέλετε να ρεζιλευτούμε; Φανείτε
γενναίοι, ο κόσμος ξέρει την παλικαριά σας μαχόμενοι υπέρ της ελευθερίας…». Οι
ένοπλοι συγκινήθηκαν, ζητωκραύγασαν, παρέδωσαν τα όπλα και έφυγαν στα σπίτια
τους, ενώ ο Στρατός επέβαλε την τάξη σ’ όλο τον Πειραιά και οι δράστες των
φόνων συνελήφθησαν…
Ειρήνευση και με συμπεθεριά
Στο τέλος λοιπόν πρυτάνευσε η λογική, μπήκαν στη
μέση παλιές φαμίλιες, ανάμεσα τους οι παππούδες του πρώην δημάρχου Πειραιά Βασίλη Μιχαλολιάκου, ήρθαν
σε συνδιαλλαγή με άλλες κρητικές, παραμέρισαν οργή και μίσος και επανασυνέδεσαν την παλιά
πατροπαράδοτη φιλία τους.
Μάλιστα «Οικογένειες μανιατών», όπως διηγείται ο
κος Βασίλης Μιχαλολιάκος, «με οδηγό την λογική, παραμέρισαν μίση κι έχθρες και πλησίασαν φαμίλιες κρητικών που ήθελαν την ειρήνευση. Έτσι συναντήθηκαν πρώτα
σε κρητικό σπίτι στην Καστέλα και μετά σε μανιάτικη ταβέρνα και οι διαφορές
τους αμέσως παραμερίστηκαν. Αναπτύχθηκαν
δεσμοί φιλίας, ακολούθησαν και τρείς
γάμοι που τους επισφράγισαν. Δυο κρητικοί νυμφεύθηκαν μανιάτισσες και ένας
μανιάτης νυμφεύθηκε κρητικιά, με τρικούβερτα γλέντια στις συνοικίες όπου διέμεναν. Με αυτό τον
τρόπο έβαλαν ταφόπλακα στον διχασμό!!! Εκείνο το διάστημα, Κρητικοί και Μανιάτες πολέμησαν μαζί εθελοντές στα σώματα των καπεταναίων Ζάκα και
Μακρή στη Μακεδονία…»
Πηγές:
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου