Ψυχολογικά
παρατράγουδα των διακοπών
Κίνδυνοι
κρυμμένοι μέσα στην απόλαυση
Στις
διακοπές μας παθαίνουμε διάφορες μεταβολές προπαντός ψυχολογικές και κάποτε
επικίνδυνες. Ο George
Dracr
διάσημος ψυχολόγος εξηγεί στο παρακάτω, εξαιρετικού ενδιαφέροντος άρθρο του,
τις ορισμένες «αλλαγές» που παρατηρούνται στην συμπεριφορά των ανθρώπων την
εποχή των διακοπών και τους κάνουν να φαίνονται εντελώς διαφορετικοί από αυτό
πού είναι στην περίοδο της εργασίας. Φθάνει να πει, ότι ο σύγχρονος άνθρωπος
στην διάρκεια των διακοπών του υφίσταται ένα είδος διχασμού, γι’ αυτό ακριβώς
και επικαλείται την περίπτωση, του περιβόητου Δόκτορα Τζέκυλ, πού άλλοτε ήταν
και ένοιωθε σαν μίστερ Χάϋντ καί άλλοτε σαν δόκτωρ Τζέκυλ.
Να
λοιπόν που ο κ. Χάυντ, αποφάσισε να κάνει διακοπές. Δεν είναι ωστόσο βέβαιο πως
θα τον συνοδεύσει ο κ. Τζέκυλ. Το σπουδαίο όμως είναι πως όταν φεύγει ο ένας ο
άλλος μένει πίσω: και οι δυο, αποτελούν αναμφισβήτητα, τα δύο μέρη του ίδιου
ατόμου πού πιστεύουν ότι το να κάνεις διακοπές σημαίνει να ξεφύγεις από την
καθημερινότητα και να προσπαθήσεις να
ξαναβρείς τον εαυτό σου. Ναι! αλλά ποιόν από τους εαυτούς σου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε
ότι φεύγει κανείς στις διακοπές για να διασκεδάσει και διασκέδαση θα πει
ακριβώς να ξεφύγεις από τα συνηθισμένα, να αναζητήσεις κάτι το διαφορετικό, να
είσαι ο ίδιος διαφορετικός. Εδώ είναι η ουσία, φυσικά όχι με τον σκοπό να
δηλητηριάσεις την ευχαρίστηση των διακοπών, άλλα για να δείξεις καθαρά πως
διακοπές δεν σημαίνει απλώς αφήνω άδειο το σπίτι, το κλειδαμπαρώνω και φεύγω, ούτε
ότι αδειάζω την καρέκλα του γραφείου μου. Το πιο σημαντικό είναι οι διακοπές
μας από την ίδια μας την προσωπικότητα: το κενό μπορεί να το αφήσουμε στο σπίτι
ή και να το κουβαλήσουμε μαζί μας προσπαθώντας να το γεμίσουμε στην τύχη.
Οι
διακοπές είναι η μεγάλη εναλλαγή στην εργασία όλου του χρόνου, όπως η Κυριακή
είναι η εναλλαγή στην εργασία της εβδομάδος. Ένα από τα πιο άνισα πράγματα της ζωής
μας είναι η αδυναμία του ανθρώπου να απαλλαγεί από την αναγκαιότητα των
ταλαντεύσεων. Κ' έτσι οι δισταγμοί μας, εναντίον κάθε φυσικού νόμου, όλο και
διευρύνονται ανάμεσα σε δυο και πιο απομακρυσμένα άκρα. Το σπουδαίο είναι να
αποφασίσεις, να διαλέξεις αν θα είσαι ετούτο η εκείνο.
Αν θα
δουλεύεις ή θα κάνεις διακοπές. Δουλειά ή διασκέδαση. Η προσμονή της αργίας
παίρνει για τον εργαζόμενο μυθικές διαστάσεις. Η καθημερινή ζωή, η ζωή της
εργασίας, είναι αλλοτρίωση. Για να αντιμετωπίσουμε τα αποτελέσματα πρέπει να
βρούμε το αντίδοτο πού είναι πάλι μια άλλη μορφή αλλοτρίωσης, οι διακοπές.
Αυτή
η αλλοτρίωση επενεργεί σέ κάθε επίπεδο, ηλικία και κοινωνικές συνθήκες. Ακόμη και
στα παιδιά, στις μεσογειακές χώρες, και σ' αυτούς πού ο ρυθμός της ζωής και της
εργασίας τους είναι κανονισμένος σύμφωνα με τους εννέα μήνες σχολικής ζωής και
τρεις μήνες διακοπών. (Στα άλλα κράτη δεν είναι το ίδιο γιατί το ακαδημαϊκό
έτος χωρίζεται σέ τρίμηνα πού τα ακολουθούν μεγαλύτερες ή μικρότερες περίοδοι
διακοπών). Έτσι το σχολείο γίνεται ένα είδος δεσμών πού βαραίνουν αποφασιστικά και
από τα όποια ελευθερωνόμαστε στην περίοδο του καλοκαιριού. Προς το τέλος του
καλοκαιριού ξαναρχίζει η αγωνία του νέου
περιορισμού, οι μητέρες γίνονται απειλητικές «θα δεις τώρα, σέ λίγο πού θα
γυρίσεις στο σχολείο», ή «δεν βλέπω την ώρα πού θα ξαναπάς σχολείο να ησυχάσω».
Έτσι τα παιδιά γίνονται διαφορετικά το καλοκαίρι γιατί εμείς το θέλουμε έτσι: το
ακοινώνητο παιδί, λένε οι γονείς, πρέπει να το αφήσουμε ελεύθερο εντελώς το καλοκαίρι,
ώστε να συνηθίσει στην κοινωνική ζωή. Ένα παιδί πού το χειμώνα έμενε πάντα στο
σπίτι μη ξέροντας τί να κάνει και πού να πάει, γίνεται το καλοκαίρι ένα παιδί
πού δεν πηγαίνει στο σπίτι του, παρά για να φάει. Όσο για τη μελέτη μοιάζει μια
υπόθεση εντελώς αφύσικη το καλοκαίρι, σέ οξύτατη αντίθεση με την ψυχολογική, καλοκαιρινή
διάθεση.
Όσα
είπαμε για τα παιδιά ισχύουν και για τους νέους. Μόνο πού σ' αυτούς έρχεται να
προστεθεί το ερωτικό θέμα. Γιατί το καλοκαίρι ο νέος όχι μόνο ερωτεύεται
περισσότερο αλλά και διαφορετικά. Αυτή η ερωτική μεταβολή είναι περίεργη και
πολύ ενδεικτική. Δεν είναι όμως μόνο θέμα ποσοστών: μεγαλύτερη ελευθερία, συνεπώς
περισσότερες ευκαιρίες για ερωτικά παιχνίδια. Είναι ιδίως το περιεχόμενο και όχι
το σχήμα των ερωτικών σχέσεων πού αλλάζει. Κοινή και γνωστή είναι η διαπίστωση για
το ολιγόχρονο των ερωτικών σχέσεων του καλοκαιριού. Πάθη περαστικά πού αρχίζουν
με την έναρξη της εποχής και τελειώνουν την ώρα πού τα ξενοδοχεία αδειάζουν. Αν
τίς σχέσεις αυτές τις μεταφέρουμε στην πόλη σβήνουν σύντομα σαν από έλλειψη
οξυγόνου.
Ίσως
εδώ πρέπει να πούμε πως αύτη είναι μια παλιά υπόθεση, πού ίσως δεν θάξιζε τον
κόπο καν να την αναφέρουμε, τουλάχιστον σαν αποτέλεσμα παλιάς συνήθειας, αν δεν
μας έδινε την αφετηρία για σκέψεις αρκετά σημαντικές. Η πρώτη είναι η ακόλουθη:
άραγε δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι πού επιδιώκουμε να ξεφύγουμε, στις διακοπές από
τα καθιερωμένα ερωτικά πλαίσια; Ίσως επειδή βαραίνουν επάνω μας όλο το χρόνο (και
σ' όλη τη ζωή μας) έχουμε ανάγκη την εποχή των διακοπών από κάτι πού είναι απλώς διασκεδαστικό.
Φυσικά,
υπάρχουν και άλλοι λόγοι προσδιοριζόμενοι από άλλα αίτια, όπως η ηλιακή
θερμότητα, το ελαφρότερο ντύσιμο, η πρόσκαιρη μοναξιά κλπ. Όμως αυτές δεν είναι
εξηγήσεις πού αρκούν για να δικαιολογήσουν το χάσμα ανάμεσα στον ένα τρόπο ζωής
και στον άλλο. Ακόμη και οι σχέσεις ανάμεσα σέ διαφορετικές ηλικίες πού κάνουν
εντύπωση στην πόλη, στην εξοχή πραγματοποιούνται χωρίς δυσκολίες. Αφήνουμε κατά
μέρος την συζυγική σχέση — ο σύζυγος στην πόλη και η σύζυγος στην έξοχη — γιατί
εδώ η φυγή μπορεί να μένει ουσιαστικά στα συμβατικά όρια του αντίδοτου εναντίον
της μονοτονίας του γάμου: αναπνέετε τον θαλασσινό αέρα ως θεραπεία εναντίον της
εξασθένισης του συζυγικού δεσμού.
Λιγότερο
μπορούμε να εξηγήσουμε τη στάση των νέων πού είναι μόνιμοι κάτοικοι των
παραθαλασσίων περιοχών : αρραβωνιασμένοι, πολλοί απ' αυτούς, με χαριτωμένα
κορίτσια του τόπου τους, τριγυρίζουν όλο το καλοκαίρι, εντελώς ελεύθεροι με τίς
ξένες τουρίστριες για να ξαναμπούν στην κανονική ζωή, χωρίς δυσκολία, μόλις
περάσουν οι διακοπές. Φυσικά, οι καιροί είναι διαφορετικοί. Όμως η μεταμόρφωση είναι
τόσο ολοκληρωτική και εκπληκτική σαν να υπακούει σε κάποια άγνωστη προσταγή.
Ποια λοιπόν από τίς δύο προσωπικότητες είναι η αληθινή; Ή μήπως ο κάθε άνθρωπος έχει διπλή προσωπικότητα και η
μία απ' αυτές παραμένει σε χειμερία νάρκη μέσα στον ψυχικό μας κόσμο για να ξυπνήσει
με τίς πρώτες θερμές ημέρες, όπως σ' ένα κινηματογραφικό έργο φαντασίας;
Η
δεύτερη υπόθεση φαίνεται πιθανότερη σέ μια πρώτη προσέγγιση. Συμβαίνει
τουλάχιστον στα πιο δοκιμασμένα ζευγάρια: ζουν πολύ κοντά στην πόλη, περνούν
μαζί τις διακοπές τους. Δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν αναταραχές, ακόμη και εξ
αιτίας της προσοχής πού δείχνει ο ένας για τις κινήσεις του άλλου. Κι όμως πολύ
συχνά αυτές οι διακοπές, πού κανονικά θα έπρεπε να δυναμώνουν τον συζυγικό
δεσμό, γίνονται αιτία άπειρων συζυγικών καυγάδων. Ο καθένας από τους συζύγους
ανακαλύπτει ότι ο άλλος έχει γίνει, πραγματικά, ένας «άλλος»: επιθετικές,
ανυπόφορος, γεμάτος μανίες. Η εκλογή των γνωριμιών, πού όταν ζουν στην πόλη είναι
μια κοινή και συνηθισμένη πράξη, γίνεται τώρα αντικείμενο συνεχών προστριβών:
αντιπαθητικός, πολύ συμπαθητικός, ενδιαφέρων, ηλίθιος, σπουδαίος κλπ. Οι ίδιοι οι
φίλοι άλλωστε αλλάζουν κι αυτοί και συντελούν έτσι στο παιχνίδι αυτό της συλλογικής
μυστικοποίησης — ή απομυστικοποίησης.
Ακόμη
και τα γούστα και τα ενδιαφέροντα αλλάζουν: καλά προσδιορισμένα τον υπόλοιπο
χρόνο (κινηματογράφος ή θέατρο το Σαββατόβραδο, λίγος χορός πότε - πότε, κάποιο
νυκτερινό κέντρο), αλλάζουν ριζικά και απρόβλεπτα το καλοκαίρι (και για τον
καθένα διαφορετικά) : ο σύζυγος προτιμά να ξεκουράζεται (ήρθα στην εξοχή για να
αναπαυθώ), η σύζυγος θέλει να ευχαριστηθεί (ήρθα στην έξοχη για να διασκεδάσω).
Όσο για
τις ανθρώπινες, τις κοινωνικές σχέσεις κι αυτές αλλάζουν περιεχόμενο, γίνονται
διαφορετικές: γνωριμίες με πρόσωπα πού δεν θα τα πλησιάζαμε ποτέ στην πόλη,
καθιέρωση πολύ γρήγορα τού ενικού στην κουβέντα και χρησιμοποίηση των
βαφτιστικών ονομάτων. Τι είμαστε λοιπόν εμείς πού τον υπόλοιπο χρόνο ζούμε
προσέχοντας τους κοινωνικούς νόμους; τυπικοί, εσωστρεφείς ή απλώς άνθρωποι φυσιολογικοί
πού το καλοκαίρι γινόμαστε παιδιά; Αυτή είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα άποψη στο
πρόβλημα μας.
Στις
διακοπές παθαίνουμε πλύση εγκεφάλου
Τώρα
θα πρέπει να αναρωτηθούμε : τι είναι ακριβώς αυτό πού δικαιολογεί και δικαιώνει
αυτή την αλλαγή; Αν σκεφθούμε καλά τίποτα. Όχι πάντως το γεγονός ότι κοιμόμαστε
ο ένας κοντά στον άλλο στα ξενοδοχεία ή στις θερινές κατασκηνώσεις. Σ' όποια
πόλη κι' αν κατοικούμε, αν βγαίνοντας στο δρόμο αρχίσουμε να χτυπάμε χαϊδευτικά
στον ώμο το διπλανό μας — όπως δεν διστάζουμε να το κάνουμε την εποχή των
διακοπών — θα μας θεωρούσαν τρελούς.
Ούτε επίσης το γεγονός ότι κάνουμε τα μπάνια μας κοντά - κοντά στη θάλασσα,
στην ίδια θάλασσα ή ότι χαιρόμαστε τον ίδιο ήλιο. Αν έφταναν ο ήλιος και η θάλασσα
για τη συναδέλφωση των ανθρώπων τότε ο ΟΗΕ θα είχε πολύ λιγότερη δουλειά. Ούτε
ακόμη το γεγονός ότι κάνουμε τις διακοπές μας στην ίδια χρονική περίοδο,
διαφορετικά, όλοι όσοι πηγαίνουν στον κινηματογράφο, θα έπρεπε να κρατιούνται
ενωμένοι από τα χέρια αντί να γρονθοκοπούνται, συχνά για να φτάσουν σε κάποιο κάθισμα. Όλα αυτά είναι
πράγματα τεχνητά. Μένει να δούμε ποια από τις δύο προσωπικότητες τού ανθρώπου
είναι η δική του και ποια είναι η τεχνητή: ο άνθρωπος πού ζει στην καλοκαιρινή κατασκήνωση
ή αυτός πού ζει και εργάζεται στην πολιτεία είναι ο αυθεντικός;
Υπάρχουν
πολλοί πού έχουν έτοιμη την απάντηση: η ζωή των πόλεων μεταβάλλει τους
ανθρώπους σε αριθμούς, ας είναι ευλογημένες οι διακοπές πού διαφοροποιούν τον
άνθρωπο. Εξήγηση απλοϊκή και παιδιάστικη. Η κοινωνία της εργασίας έχει δημιουργήσει
τους νόμους της γιατί είναι νόμοι λειτουργικοί και σωστοί για τις σχέσεις των
ανθρώπων. Ο άνθρωπος της πόλης δεν είναι
λιγότερο αυθεντικός από τον άνθρωπο που περιφέρεται με το μπανιερό ή το κοντό παντελονάκι.
Αν θεωρήσουμε ισχυρές αυτές τις αντιλήψεις, τότε θα πρέπει να τις δεχθούμε και για
άλλα πράγματα και για άλλες πράξεις στη ζωή τού ανθρώπου.
Άλλοι
υποστηρίζουν: η σύγχρονη ζωή (την οποία χαρακτηρίζουν θορυβώδη, μηχανιστική, καταλυτική,
κλπ.) μας επιβάλλει τους κανόνες της για έντεκα μήνες το χρόνο, ας αφήσουμε τον
ένα μήνα για να ζήσουμε χωρίς υπαγορεύσεις. Ζήτω λοιπόν οι διακοπές, ελεύθερες και
χωρίς υπαγορεύσεις. Κι όμως ίσως πρέπει να σκεφθούμε μήπως ορισμένες διακοπές δεν
είναι τίποτα άλλο παρά μια πολύ ισχυρή υπαγόρευση. Και νομίζω ότι είναι.
Γιατί
δημιουργούν στον άνθρωπο συνθήκες ζωής τεχνητές, ξένες προς την ιδιοσυγκρασία
του, βάζοντας τον να ζήσει σέ κλίματα και περιβάλλοντα πού τού είναι βιολογικά
απαράδεκτα: θάλασσα, ήλιος δυνατός, χρώματα έντονα, θόρυβοι πού του είναι ξένοι
και ενοχλητικοί. Σ' αυτά ας προστεθεί και η καθημερινή επαφή του με ανθρώπους
έξω από τους κύκλους των φίλων και γνωριμιών του—ακόμη και το γκαρσόνι ή ο
υπάλληλος τού ξενοδοχείου γίνονται προσωπικότητες σημαντικές πού πρέπει να
κοπιάσουμε (ψυχικά) για να δημιουργήσουμε μαζί τους καλές σχέσεις.
Ακόμη
και οι τρόποι συμπεριφοράς και η ηθική αλλάζουν: η γυναίκα γίνεται ένας θηλυκός
κυνηγός, ο άντρας παίζει τον ρόλο τού αφελούς. Σε τι λοιπόν και ποιόν πρέπει
κανείς να εμπιστεύεται; Κανέναν και τίποτα. Η επιχείρηση «διακοπές» έχει δημιουργήσει
την πιο ολοκληρωμένη τεχνική «πλύσεως εγκεφάλου». Σ' αυτό το στάδιο, το
υποκείμενο, ο άνθρωπος της πόλης, είναι έτοιμος για κάθε περιπέτεια. Είναι στο
έλεος κάθε ενέργειας πάνω στη συνείδηση του. Αντιμετωπίζει την γύρω του πραγματικότητα
βυθισμένος σε μια κατάσταση ονειρική : ευφορία, έλλειψη κριτικής ικανότητας,
έλλειψη ησυχίας και σταθερότητας, πολυλογία, ανέμελη συμπεριφορά: περίπτωση πού
η διάγνωση της δεν είναι δύσκολη.
Οι
κίνδυνοι πού διατρέχουν όσοι ζητούν την απομόνωση
Θα
μού φέρουν ίσως μια σωστή αντίρρηση: ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι πού
επιδίδονται σ' αυτή την επιχείρηση. Ότι υπάρχουν άνθρωποι πού ακριβώς για να
διασωθούν δεν αφήνουν να αλλοτριωθούν. Αυτοί αναζητούν τα ήσυχα, απομονωμένα
μέρη, μακριά από τον θόρυβο των θέρετρων, τις ήσυχες ακτές, τους μοναχικούς
περιπάτους. Γι' αυτούς άραγε ισχύει επίσης ο νόμος της μεταβολής; Ή μήπως με τον
τρόπο πού διάλεξαν ξαναβρίσκουν επιτέλους, ευκολότερα τον εαυτό τους; Κι' όμως,
ακόμη και αυτή η απομόνωση περικλείει τους κινδύνους της.
Έχουμε
συγκεντρώσει εκατοντάδες στοιχεία για όσα συμβαίνουν στους ανθρώπους πού
αναζητούν την «συναισθηματική στέρηση»: αυτό είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα
θέματα της ψυχολογίας. Το άτομο είναι συνηθισμένο να δέχεται καθημερινά ένα
ποσό εξωτερικών ερεθισμάτων πού όχι μόνο ενισχύουν τα συναισθήματα του, άλλα
επιτρέπουν σέ καθορισμένες περιοχές των νευρικών εγκεφαλικών κυττάρων να
επιτελούν κανονικά τις λειτουργίες τους. Χωρίς ερεθίσματα, βυθισμένος στη
μόνωση και στη σιωπή, ο σημερινός άνθρωπος δεν μπορεί με ηρεμία να σκεφθεί για τον
εαυτό του. Συνεπώς ο άνθρωπος πού θα απομονωθεί με τέτοιο τρόπο διακινδυνεύει
επίσης να αλλοτριωθεί. Το μόνο ίσως πού τον διαφοροποιεί από τον άλλο είναι τα
διαφορετικά συμπτώματα: ιδέες πού τον καταδιώκουν, άγχη όπου ό ίδιος είναι το
θύμα, εκρήξεις επιθετικότητας κλπ. Έπειτα έχει διαπιστωθεί ότι ο κάτοικος της
πόλης με δυσκολία κατορθώνει να κοιμηθεί σ' ένα μέρος απόλυτα ήσυχο: η ησυχία τον
ενοχλεί περισσότερο από το θόρυβο.
Πρέπει
να πούμε ότι άλλοτε, όταν οι διακοπές των ανθρώπων γίνονταν με σωστή αντίληψη, το
καλοκαίρι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η τοπογραφική εναλλαγή ανθρώπων η ομάδων
πού με απλότητα εξακολουθούσαν, κάτω από τα δέντρα της έξοχης, τις συνήθειες και
τις κανονικές σχέσεις των πόλεων. Σήμερα μας κάνουν να γελούμε όσοι
αντιμετωπίζουν την εξοχή με γνώμονα την υγεία του ανθρώπου: προσοχή στη θάλασσα
και στον δυνατό ήλιο, όχι το πολύ ψηλό βουνό γιατί βλάπτει, το κλίμα κοντά στις
λίμνες είναι κατάλληλο για τους νευρικούς,
κ.λ.π.
Τώρα
οι διακοπές, και μάλιστα σε κλίμακα διεθνή, αποβλέπουν σε ένα γιγαντιαίο
πείραμα, μιας ψυχολογικής μεταβολής της κοινής ζωής. Ο τουριστικός οδηγός έχει
γίνει σαν το προσευχητάρι. Ακτές και βουνά κατακλύζονται από παράξενα όντα πού
ξαπλώνουν, μαυρίζουν, χορεύουν, ερωτεύονται
παράξενα.
Κι'
έπειτα η σκληρή επιστροφή: θα πρέπει να επισημάνουμε τη δυσκολία της επαναπροσαρμογής,
την κουραστική επαναφορά στην ομαλή ζωή, την αποδοχή των πραγμάτων όπως είναι, την
επιστροφή στην εργασία, την προσπάθεια για να συνεχίσεις τις συζυγικές και
οικογενειακές σχέσεις σαν να μην είχε υπάρξει το διάλειμμα των διακοπών. Οι
παραθεριστές γυρίζουν από τις διακοπές τους. Πριν από λίγα χρόνια είχε διαδοθεί
το σύνθημα: «Ένας μήνας διακοπών — έντεκα μήνες νοσταλγίας». Ίσως ωφέλιμο για τον
τουρισμό, άλλα καθόλου για την ψυχική μας υγεία. Τί θα κάνουμε αυτούς τους
έντεκα μήνες πού τους περνάμε με τη
νοσταλγία τού «άλλου»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου