ΠΑΝΑΓΙΑ
ΜΟΥ ΚΑΝΕ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΣΟΥ
Γράφει η Φωτεινή
Ανδρέου Πιπιλή
Είναι
Δεκαπενταύγουστος. Κι η
Παναγιά γιορτάζει Στολίζονται στη χάρη της τα σπίτια, πλένονται σκάλες
και σκουτιά, σερβίρεται γλυκό στις σάλες, κ’ οι προσευχές γεμίζουν τη βραδιά,
παραμονή της μέρας. Ο κόσμος τρέχει ν" ανάψει το κερί του, να προσκυνήσει.
να σταθεί μπρος στο εικόνισμα της Μεγαλόχαρης. Να πάρει
θάρρος. Να βρει τη δύναμη να βγάλει το
κακό. Να δείξει με το πάθος του, την
πίστη για τη μάνα όλου του κόσμου. Τη μάνα Του Χρίστου την πιο γλυκιά ίσως
μορφή της Χριστιανοσύνης Την πιο
σεβάσμια. Την Παναγία, πού
για χάρη της στολίστηκε η χώρα
μας με εκκλησιές και
ζωγραφιές θαυμάσιες εικόνες. Κι όχι μονάχα η Ελλάδα, μα και η Κύπρος, τα Βαλκάνια κι’ αύτη η Παλαιστίνη, κρατούν στο χώμα τους
θαυματουργές εικόνες, πού συγκεντρώνουν γύρω τους, είτε στις 21 Νοέμβρη, είτε στις 23 Αυγούστου, είτε στις 8 Σεπτέμβρη, είτε στις 25 του Μάρτη,
χιλιάδες τους πιστούς.
Η
Παναγία της Τήνου
Τους
έσωσε ο καρχαρίας
Η Παναγία της Τήνου: Η πιο γνωστή
εικόνα, με τ' άπειρα τα θαύματα, βρίσκεται στο λευκό νησί, που μυρμηγκιάζει από
ατέλειωτες σειρές πιστών, στις δεκαπέντε του Αυγούστου. Η εικόνα αύτη της Παναγίας
έχει χαθεί κάτω από τις σειρές τα τάματα, δώρα πιστών πού θαύμασαν τις δυνατότητες
της. Πολλά από τα θαύματα είναι γνωστά, πολυγραμμένα. Όπως εκείνο πού έσωσε ένα
πλοίο, καθώς τραβούσε για την Ισπανία κ’ έπεσε σε φουρτούνα. Άνοιξε τρύπα στο
σκαρί και έμπαιναν τα νερά ασταμάτητα. Προσευχηθήκανε οι ναυτικοί στην Παναγία,
και να το θαύμα της, ένα μεγάλο ψάρι — καρχαρίας — σφήνωσε με τον όγκο του στην
τρυπά, τη βούλωσε σαν τάπα και πάψαν τα νερά να μπαίνουν. Έτσι σωθήκανε και έφτιαξαν
ένα ασημένιο πλοίο μ' ένα χρυσό ψάρι από κάτω. το φέραν στο εικόνισμα και
διασαλπιζει στους προσκυνητές το θαύμα τούτο. Στο «ΕΘΝΟΣ» της 16/8/ 69
γράφτηκε: «Δύο παράλυτοι και μια παράλυτη βρήκανε την υγεία τους στην Τήνο,
φέτος. Ακόμα, μια κατάκοιτη νέα κοπέλα, σηκώθηκε, καθώς κι' ένα τετράχρονο
αγόρι πού είχε γεννηθεί παράλυτο». Κι' άλλα πολλά, με ονόματα, στοιχεία,
αποδείξεις.
Δίκαια, λοιπόν, η Μεγαλόχαρη
της Τήνου είναι η πιο γνωστή. Όμως, ολάκερη η Ελλάδα είναι γιομάτη από εικόνες
της Παναγίας, θαυματουργές. Σ' όλα τα μέρη οι πιστοί κάποιο εικόνισμα της
παρακαλούν, ντύνοντας το σε ασήμι και χρυσό, όσο φτωχοί κι' αν είναι.
Παναγία
«η Μεγαλοσπηλιώτισσα»
Η
Παναγιά που σκότωσε το θηρίο
Βρέθηκε κι' είναι ακόμα στο Μέγα
Σπήλαιο. Την βρήκαν δύο μοναχοί, ο Άγιος Συμεών και ο Άγιος Θεόδωρος. Στα
Ιεροσόλυμα πού βρέθηκαν κι' οι δυό, είδαν το ίδιο όνειρο συγχρόνως. Είδαν την
Παναγία και τρεις Αγίους. Τον Παύλο, τον Ανδρέα και τον Λουκά. Η ίδια τους οδήγησε
νοερά στην Πελοπόννησο, στα ενδότερα της Αχαΐας, πού θα βρισκόταν μια εικόνα
της. Μια νύχτα πού περνάγανε στην Αχαΐα, ξαναμιλήσανε στον ύπνο τους με τους Αποστόλους
και την Παναγία. Τους είπαν πώς θα συναντήσουνε μια κόρη, Ευφροσύνη,
τσοπανοπούλα στα βουνά, αλλά και δούλη του Χριστού. Αυτή θα τους έδειχνε που είναι
η εικόνα. Γιατί η ίδια η Μητέρα του Χριστού της είχε δείξει μέσα στην σπηλιά, την
άγια εικόνα. Το πρώτο θαύμα της ήταν την ώρα πού οι μοναχοί έβαλαν φωτιά μέσα
στην σπηλιά να κάψουν τα χόρτα πού την πλημμύριζαν. Τότε ένα φίδι πετάχτηκε,
τεράστιο, κι’ όρμησε να βγει από τη σπηλιά. Αλλά μια λάμψη, σαν αστραπή, ξεπήδησε
από την Άγια Εικόνα και χτύπησε το φοβερό θηρίο, σκοτώνοντας το. Έμεινε όμως η καμένη
ραχοκοκκαλιά του, πού βρισκόταν εκεί ως το 1640, για να καεί τελείως και αυτή στη
φοβερή πυρκαγιά πού έκαψε το Μοναστήρι.
Μόλις μαθεύτηκε η εύρεση της
Αγίας Εικόνας, τρέξανε εκεί πιστοί απ’ όλη την Πελοπόννησο, προσκυνητές. Τα
θαύματα της Παναγίας εκεί είναι πολλά. Όπως εκείνο που, όταν οι Σταυροφόροι
θέλησαν ν' αρπάξουν την εικόνα, παραλύσανε τα χέρια τ' αρχηγού τους που πήγε να
την πιάσει, και έπεσε αναίσθητος, μετανιώνοντας αμέσως για την βέβηλη πράξη
του. Το 1447 ήρθαν στην Πάτρα παπικοί. Και από κει φτάσανε στο Μέγα Σπήλαιο, να
πάρουν την εικόνα. Την ώρα που την ζήταγαν και φοβέριζαν τους Πατέρες για να την
δώσουν, σεισμός μεγάλος, φοβερός, τους έκαμε να φύγουν κακήν - κακώς. Το 840
μ.Χ. ο Ηγούμενος και οι Πατέρες κράταγαν την εικόνα μαζί τους, μετά τον πρώτο
εμπρησμό, ώσπου να γίνει πάλι το μοναστήρι. Γυρίζοντας, νύχτα, στο νέο μοναστήρι,
έκρυψαν την εικόνα μέσα σε μια κουφάλα, σ' ένα πλατάνι, και πέσανε για ύπνο. Όταν
ξυπνήσανε, είδαν πώς στην κουφάλα είχε αποτυπωθεί εικόνα, σαν της Παναγίας. Από
το αποτύπωμα αυτό έβγαινε φως. Μαζεύτηκαν οι χωρικοί και θαύμαζαν. Σώζεται
ακόμα σήμερα, κι' ενώ ο πλάτανος αλλάζει, το εμβαδόν του αποτυπώματος μένει το ίδιο.
Ούτε σαπίζει, ούτε μαδάει.
Η Παναγία στο Μ. Σπήλαιο γιορτάζει
στις 23.
Παναγία
η Εσφαγμένη
Ο
αχάριστος διάκονος
Στο Μοναστήρι Βατοπεδίου, στο
Άγιον Όρος, ήταν εκκλησιάρχης ένας διάκονος. Τραχύς, γκρινιάρης, όλο θυμό κι' ανάποδος.
Κάποτε ήρθε στα λόγια με τον υπεύθυνο της τραπεζαρίας κι' έμεινε δίχως φαγητό. Πήγε
λοιπόν στην εκκλησιά και θυμωμένος είπε στην άγια εικόνα: «Έγώ κοπιάζω για σε
και συ ούτε ένα κομμάτι ψωμί δεν έχεις να μου δώσεις!».
Κι' όπως ήταν οργισμένος,
τράβηξε το μαχαίρι του, χτυπώντας την εικόνα. Κι' από την πληγή της μαχαιριάς,
πάνω στο ξύλο, έτρεξε αίμα, τόσο, που η Παναγία χλόμιασε Ο βλάσφημος διάκονος
έπεσε κάτω κλαίγοντας, τρελός, τυφλός, παράλυτος! Μετά από τρία χρόνια προσευχής
τον λυπήθηκε η Παναγία κι' ένα βράδυ βγήκε στον ύπνο του ηγούμενου, λέγοντας
του ότι εισάκουσε τις προσευχές του για τον τρελό εκκλησιάρχη και θα τον γιάνει
πάλι. Άλλα του είπε ακόμα, ότι το χέρι που τη χτύπησε θα μείνει άλιωτο ως τη
Δευτέρα Παρουσία.
Πραγματικά ό άρρωστος γίνηκε
καλά κι' έζησε την υπόλοιπη ζωή του σ' ένα στασίδι, μπρος στο εικόνισμα.
Όταν τον ξέθαψαν, χρόνια μετά
το θάνατο του, το χέρι του εκείνο που μαχαίρωσε το εικόνισμα, δεν είχε λειώσει.
Και οι Πατέρες το φυλάγουν κοντά στην εικόνα, για να το βλέπουν οι πιστοί.
Παναγιά
η Τριχερούσα
Πώς
γιατρεύτηκε το χέρι του Ιωάννη
Στο Άγιο Όρος και αυτή, στο Μοναστήρι του Χιλιανδαρίου.
Η Παναγία έχει με τρία χέρια αγκαλιά τον Ιησού. Στην εποχή της Εικονομαχίας, ο Λέοντας ο
Ίσαυρος «κάρφωσε» τον Όσιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, στον άρχοντα της Δαμάσκου, πώς
πάει να τον σκοτώσει. Διέταξε τότε ό άρχοντας να κόψουν το δεξί του χέρι, για να
μη ξαναγράψει. Το κρέμασαν το χέρι στην πλατεία, μα με τα παρακάλια το έδωσαν
πίσω στον Ιωάννη. Το ίδιο βράδυ, το προσάρμοσε στη θέση του χεριού του και
προσκυνώντας την Παναγία, την παρακάλεσε να του το δέσει, για να μπορεί να ξαναγράφει,
υπέρ της πίστης του, ενάντια στους Εικονομάχους. Όταν ξύπνησε είδε το χέρι του
πάλι γερό, μονάχα εκεί που κόλλησε ήταν μια γραμμή κόκκινη για να φανεί το
θαύμα. Ο Όσιος Ιωάννης τότε, για να ευχαριστήσει την
Θεία Μάνα, έφτιαξε
μια παλάμη από ασήμι και την προσάρμοσε στην Ιερή εικόνα που τον βοήθησε.
Και από τότε λέγεται «Τριχερούσα».
Χρόνια αργότερα, το
εικόνισμα βρέθηκε στη Σερβία. Και από ‘κει, πάνω σ’ ένα γαϊδούρι, χωρίς κανένα
οδηγό, έφτασε στο Άγιο Όρος, που μόλις βρέθηκε στην πόρτα της Μονής του Χιλιανδαρίου
στάθηκε ακίνητο. Αμέσως την κράτησαν στο ιερό
Βήμα. Όταν ο ηγούμενος πέθανε, οι
μοναχοί χώρίστηκαν σε δύο κόμματα, για να εκλέξουν τον καινούργιο. Αυτές τους οι
διαμάχες ενόχλησαν την Παναγία. Μια μέρα είδαν οι Καλόγεροι πώς το εικόνισμα
έφυγε από το άγιο Βήμα και «κάθισε» στον τόπο του Καθηγούμενου. Οι μοναχοί
νομίσανε πώς κάποιοι άλλοι την έβαλαν εκεί. Την βάλανε στη θέση της και
σφράγισαν την πόρτα. Πάλι τα ίδια. Μέχρι που ένας ερημίτης τους εξήγησε πώς η Παναγία,
για να τελειώνουν οι καυγάδες, θέλει να μείνει στη θέση του ηγούμενου και να
διοικεί αύτη το Μοναστήρι. Γι' αυτό και από τοτε οί μοναχοί δεν έχουνε
ηγούμενο, παρά το εικόνισμα της Τριχερούσας, που έχει όψη εκφραστική και αυστηρή
πολύ. Από το εικόνισμα αυτό οι εκκλησιάρχες και οι Ιερομόναχοι παίρνουν τις
ευλογίες τους.
Παναγία
Τρυπητή
Σώθηκαν
απ' τις βόμβες
Στο Αίγιο, στο
άκρο της πόλης, γιορτάζει της Ζωοδόχου Πηγής
η Παναγία η Τρυπητή. Χτισμένη μέσα στη σπηλιά, τριάντα μέτρα πάνω από τη
θάλασσα, η εκκλησιά θυμίζει στους πιστούς την ιστορία της θαυματουργής εικόνας,
που βρέθηκε στα 1650 π.Χ. καθώς ένας Έλληνας ναυτικός που πέρναγε με το πλοίο
του τον Κορινθιακό, ναυάγησε. Μόλις που σώθηκε ο ίδιος πάνω σε μια σανίδα, που
τον τράβηξε στην ακτή της πόλης του Αιγίου. Τότε μέσα στο σκοτάδι βλέπει ένα φωτάκι
να τρεμοπαίζει πάνω στο βράχο. Τρέχει να δει, και χάνει τη μιλιά του βλέποντας
την εικόνα. Όταν ξημέρωσε κάλεσε τους κατοίκους, που έχτισαν κατόπιν τον ναό
της «Τρυπητής», μέσα στην τρύπα της σπηλιάς. Τα θαύματα και δω είναι πολλά. Γιάτρεψε παράλυτους, τυφλούς,
δαιμονισμένους.
Στον πόλεμο, η πόλη, αν και
βομβαρδίστηκε πολλές φορές, δεν καταστράφηκε καθόλου. Και οι Ιταλοί αεροπόροι παραδεχτήκανε
ότι κάθε φορά που πέταγαν πάνω από την πόλη, ένα τεράστιο σύννεφο την σκέπαζε
κι’ έτσι δεν βλέπανε τίποτα. Γι' αυτό και οι βόμβες πέφταν μακριά. Κι' όταν
κάποια φορά έπεσαν στο εργοστάσιο της χαρτοποιίας, σφηνώθηκαν στο τσιμέντο,
χωρίς να εκραγούν. Γι' αυτό κι' ακόμη σήμερα το εργοστάσιο παραχωρεί στην
εκκλησιά το ηλεκτρικό φως, χωρίς χρέωση.
Η
Παναγία της Πέτρας (ΛΕΣΒΟΣ)
Το
λευκό περιστέρι και τα θεμέλια της εκκλησίας
Λαχανιάζεις να ανέβεις τα εκατό
δεκατέσσερα σκαλοπάτια που χτυπήθηκαν πάνω στο βράχο από τις αξίνες και τα σκαρπέλα
των Πετρανών, για να φυλάξουν εκεί πάνω στο τελείωμα του βράχου την πολύτιμη
εικόνα της Παναγίας τους.
Βρέθηκε στο ψαράδικο χωριό της
Λέσβου την ώρα που μια φουρτούνα, ξερίζωνε
πλοία κι’ ανθρώπους. Ήταν ό καπετάνιος μιας γολέτας που την έφερε ν' αράξει
λίγο πιο μέσα από τον τεράστιο βράχο που κολυμπούσε στα νερά προστατεύοντάς την.
Μέσα στο καράβι ο καπετάνιος φύλαγε ένα παλιό εικόνισμα της Παναγίας, που το είχε
βρει να επιπλέει μέσα στο πέλαγος, σ' ένα ταξίδι του. Κάθε βράδι άναβε το καντήλι
και προσκυνούσε την εικόνα σαν θρήσκος άνθρωπος που ήταν. Το εικόνισμα φύλαγε το
καράβι, τους καπετάνιους και τους ναύτες του. Μα εκεί, στην Πέτρα, χάθηκε. Τα έχασε
ο καπετάνιος, τα έχασαν και οι ναύτες, φάγανε το νησί ολόκληρο για να την βρουν.
Τους φάνηκε όμως ξένο, εκείνο το φως το ξαφνικό που φάνηκε στου βράχου την κορφή.
Πήγε κοντά ο καπετάνιος και είδε την εικόνα του, μέσα σε μια κουφάλα, κι' ένα καντήλι
να σιγοκαίει το λάδι του. Πήρε το εικόνισμα και το κατέβασε στη γολέτα. Το
έβαλε στη θέση του, μα κείνο ξαναβρέθηκε στου βράχου την κουφάλα, χωρίς να τ’ ακουμπήσει
άνθρωπος.
Θέλημα του Θεού, σκέφτηκε ο καπετάνιος,
και το είπε στο χωριό. Έχτισαν λοιπόν τότε το πρώτο εκκλησάκι και βάλανε το
εικόνισμα εκει και του άναβαν το καντήλι, σκαρφαλώνοντας τον βράχο, κάθε μέρα.
Πέρασαν χρόνια κι' η Πέτρα
έγινε χωριό καλύτερο. Η θάλασσα τραβήχτηκε κι' ο βράχος βγήκε στη στεριά. Κι'
οι Πετρανοί βαλθήκανε να μεγαλώσουν την εκκλησιά της Παναγίας. Γέμισε ο τόπος
μάστορες, χτίστες και παραγιούς, και ο πρωτοκάλφας του νησιού, ο Στρατήγης ο
Καρέκος, ανάλαβε κι' αυτήν, όπως και τόσες άλλες εκκλησίες, στη Λέσβο. Χτυπήσανε
τον βράχο, φτιάξανε τα σκαλοπάτια, μα αναρωτιόντουσαν που θα χτιστεί η
εκκλησιά. Κι' όπως μετράγανε, ένα λευκό περιστεράκι πέταξε πάνω τους και μ' ένα
νήμα γύρω - τριγύρω, έδειξε που πρέπει να μπούνε τα θεμέλια. Ήτανε θάμα.
Μαθεύτηκε τριγύρω και σταυροκοπήθηκαν. Κείνες τις μέρες πάλι, ένα παιδί, ο
παραγιός, γκρεμίστηκε, καθώς σερβίριζε ρακί, κάτω από τον βράχο. Σκύψανε οι
εργάτες, κλαίγοντας το παιδί, μα το θαυμάσανε να στέκεται ορθό, με τα ποτήρια
του πάνω στο δίσκο, γεμάτα ακόμα, δεύτερο θάμα, πιο τρανό. Και μείναν κι' άλλα
στην παράδοση θάματα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας να τα διηγούνται.
Βρήκανε την υγειά τους
πολλοί πιστοί και γέμισαν την εκκλησιά μ' αμέτρητα στολίδια, χρυσάφια και
ασημικά, καντήλια και ομοιώματα, κεντίδια, καραβάκια. Όλα όμως χάθηκαν. Γιατί οι
κουρσάροι μάθανε για των πιστών το θησαυρό και το κουρσέψανε. Κι' ήρθανε
καινούργια πάλι. Γιατί οι πιστοί δεν χάθηκαν. Ακόμα σήμερα τραβάνε για την
Πέτρα, με τα πολλά τα σκαλοπάτια και τη θαυματουργή την Παναγία πάνω στο βράχο.
Η Παναγία
της Αγιάσου
(ΛΕΣΒΟΣ)
Στην όμορφη κωμόπολη της Αγιάσου,
μεσ' στο Λεσβιακό τον Όλυμπο, υπάρχει η περίφημη βυζαντινή εικόνα της Θεοτόκου,
που έφερε εκεί ένας πιστός καλόγερος από τα Ιεροσόλυμα, ο Αγάθωνας ο Εφέσιος, τα
χρόνια της εικονομαχίας. Για να την σώσει, διάλεξε την έρημη κι' απόμακρη περιοχή,
στο δασωμένο βουνό, στη θέση «Καρυά». Μόλις ο Αγάθωνας πέθανε, οι μοναχοί που
έμεναν κοντά του, στο Μοναστήρι που δημιουργήθηκε με τον καιρό, φύλαξαν στην
κρύπτη της μονής την Ιερή εικόνα κι' άλλα κειμήλια, γιατί φοβόντουσαν όχι μονάχα
τους εικονομάχους, μα και τους πειρατές που κατακλέβανε τα παράλια. Μονάχα τους
πιστούς και δικούς τους έμπιστους, οι καλόγεροι τους άφηναν να προσκυνήσουν την
εικόνα. Μόλις το θέμα της εικονομαχίας τέλειωσε, οι μοναχοί, χωρίς φόβο, στήσανε
την εικόνα και μαζεύτηκαν οι πιστοί από τα γύρω μέρη, έτσι που χρειάστηκε να κτίσουν
εκκλησία. Αλλά ο φόβος των πειρατών έκανε τους καλόγερους να μη προχωρήσουν.
Μόλις το 1170 αποφασίσανε να κτίσουν τον ναό, στο σημείο που είναι ό σημερινός
ναός της Παναγίας της Αγιάσου.
Η θαυματουργή εικόνα της
Παναγίας λένε ότι είναι πιο παλιά από τον Θ' αϊ., διαστασεων 0,86X0,62. Είναι η
Θεοτόκος καθισμένη πάνω στο θρόνο, με
αγκαλιά τον Ιησού.
Παναγία
η Σεπετιώτισσα
(ΕΠΑΡΧ.
ΟΛΥΜΠΙΑΣ)
Η απελπισμένη
μάνα
Κοφτός ο βράχος, απότομος,
έτσι που σου κόβεται η ανάσα. Και πάνω του, λες σκαλισμένη, η εκκλησιά της Παναγίας,
στέκεται χρόνια τώρα, στη σκέψη των πιστών που τη γιομίζουν κάθε χρονιά, στις
23 του μήνα Αυγούστου, σηκώνοντας τα χέρια, δάσος ολόκληρο, δέηση, Ικεσία,
λατρεία. Κι’ η Παναγία η Σεπετιώτισσα κάνει τα θαύματα της. Ζωγραφισμένη πάνω στο
ξύλο (λένε από τον Ευαγγελιστή Λουκά), μιλάει στους πιστούς της, χρόνια πολλά,
βάλσαμο στις πληγές τους, στήριγμα στον αγώνα τους, παρηγοριά στην θλίψη τους.
Σε μοναστήρι βρίσκεται η
εικόνα, στην Ιερή Μονή της Παναγίας του Σεπετου, στην ορεινή Ολυμπία, κάτω από την
Ακρόπολη της Αλιφαίρας, σε μια φανταστικής ομορφιάς τοποθεσία με λιόφυτες
πλαγιές, λόφους θυμάρι φορτωμένους και παπαρούνες ανοιξιάτικες. Κάποιοι βοσκοί
βοσκάνε τα γιδοπρόβατα τους στην πλαγιά. Μέσα στο σκοτάδι της νυχτιάς, ένα φωτάκι
έλαμπε στο βάθος, κει που οι βοσκοί ξέραν μονάχα ερημιά κι' αγρίμια πώς υπήρχαν.
Το ίδιο φως στραφτάλιζε βράδια πολλά, έτσι που αποφάσισαν να πάνε να δούνε
τί συμβαίνει.
Τράβηξαν κατά τον βράχο,
στον καταρράκτη του ξεροπόταμου από πάνω, στο Βροντονέρι, κι' είδαν σε μια σχισμή
πώς εκείνο που έλαμπε ήταν εικόνα της Παναγίας με τον Χριστό στην αγκαλιά της. Σταυροκοπήθηκαν
και τρέξανε στο κοντινό χωριό. Μεγάλο θάμα, είπαν οι προεστοί, που βρέθηκε η
εικόνα σ' αυτό το μέρος. Και την σήκωσαν με προσοχή, για να την στήσουν στην φυσική
σπηλιά που σχηματίζεται στη μια γωνιά του
βράχου.
Την άλλη μέρα χάθηκε η
εικόνα. Και βρέθηκε εκεί που ήταν η θέση της. Μεσ' στη σχισμή. Την ξαναπήραν.
Και ξαναγύρισε (άγνωστο πώς) δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά. Μέχρι που πείστηκαν
πώς εκεί έπρεπε να μείνει. Γι’ αυτό και έχτισαν το μοναστήρι πάνω στο βράχο, που
σήμερα γεμίζει δέος τον επισκέπτη. Μικρή εκκλησούλα στην αρχή, με τον πολύτιμο
της θησαυρό, μάζευε κόσμο απ’ όλη την περιοχή. Κι' έτσι χρειάστηκε να χτίσουν
μεγαλύτερη. Συναγερμός στους χωρικούς για να βοηθήσουν. Όμως τα χρόνια κείνα ήταν
άσκημα. Πάνω τους το καμτσίκι του Τούρκου κατακτητή. Μαθαίνει ο Τούρκος διοικητής
το τί συμβαίνει και φτάνει εκεί. Βλέπει τις πέτρες, τα ξύλα, το νερό, θυμώνει
και φωνάζει τον αρχιμάστορα. Ακούγοντας την ιστορία της εικόνας, σκέφτεται λίγο
και του λέει :
—Αν είναι αλήθεια αυτά που
λέτε κι αν έχει η Παναγία σας χάρη και δύναμη, όπως πιστεύετε, αυτό το ποτήρι
το κρασί που κρατάει ό πρωτομάστορας να το πετάξετε κάτω από το βράχο. Κι' αν
το ποτήρι δεν σπάσει, τότε η πίστη σας θάναι μεγάλη και αληθινή.
Κάναν σταυρό, πετάξανε το ποτήρι
και κείνο, ολόγερο, στάθηκε όρθιο, με το κρασί στο πάτο του. Η Παναγία φάνηκε
μ' αυτό το θάμα. Κι' η εκκλησία, η μεγαλύτερη, έγινε, και ονομάστηκε «η Παναγία
των Κουβαλίων».
Σήμερα, όμως, λέγεται «η
Σεπετιώτισσα». Από την παράδοση ονομάστηκε έτσι. Λένε, λοιπόν, πώς μια γυναίκα
καιγόταν από τον καημό που δεν της χάριζε ό Θεός παιδιά. Γι' αυτό κι' απελπισμένη,
προσευχόταν στης Παναγίας το εικόνισμα, νύχτα και μέρα, τάζοντας το παιδί στη
χάρη της. Κι' η Παναγία την άκουσε. Και γέννησε αγοράκι. Πέρασαν δύο χρόνια και
το παιδί μεγάλωνε. Το πήρε η μάνα του, λοιπόν, για να το πάει στην Παναγία, που
τόχε ταξει. Προσεύχεται γονατιστή και πάει στο παράθυρο. Κάνοντας τον σταυρό
της, τ' ανοίγει και με τρεμουλιαστή φωνή μιλάει στο κενό : «Σε πετώ, παιδάκι
μου!», φωνάζει, κι' εκείνο φεύγει, σ' ένα γκρεμό είκοσι μέτρα βάθος. Όλοι που
βρίσκονταν εκεί, κλάψανε το παιδάκι. Μα κείνο ήταν ζωντανό, έπαιζε και γελούσε.
Καινούργιο θάμα. Κι' από τα λόγια της μητέρας του, η Παναγία της Ολυμπίας
μαθεύτηκε σαν Σεπετιώτισσα.
Αργότερα πολύ, στα 1914, ο Ιωσήφ
ο μοναχός, έβλεπε πώς η εκκλησιά είχε παλιώσει. Και για να πείσει τους
δημάρχους πώς πρέπει να δώσουνε λεφτά, βγάζοντας έξω τις εικόνες έβαλε φωτιά να
καταστρέψει την παλιά την εκκλησία. Μα ξέχασε να βγάλει την θαυματουργή εικόνα.
Όταν οι στάχτες σβήσανε, πάνω στα ξύλα τα καμένα και στις πέτρες, όλοι οι
χωριάτες που είχαν τρέξει, είδανε την εικόνα ανέπαφη, να βγαίνει από τα
χαλάσματα. Και θαύμασαν ακόμα μια φορά.
Η νέα μεγαλόπρεπη εκκλησιά,
κτίστηκε πάλι μ' ένα θαύμα. Ένας μικρός που δούλευε με τους μαστόρους, από το
χωριό Καλιάνη της Γορτυνίας, έπεσε στο γκρεμό. Όλοι πίστεψαν πώς σκοτώθηκε. Μα εκείνος
ανέβαινε το βράχο πάλι, ζωντανό.
Άλαλοι βρήκαν την φωνή τους,
δαιμονισμένοι λευτερώθηκαν. Παράλυτοι σηκώθηκαν και πήραν δρόμο. Κι' όλοι προσκύνησαν
την Παναγία του Σεπετού. Μα στις 21 του Μάρτη, στα 1972, η εικόνα χάθηκε. Συναγερμός
στους ντόπιους και στην αστυνομία. Πράξη ιερόσυλη. Πράξη που έθιξε έναν ακόμα
θησαυρό μας. Τον ίδιο χρόνο, όμως, βρέθηκε πάλι, την ώρα που οι κλέφτες την
παζάρευαν για 1.500.000 δρχ. Ήταν γνωστοί αρχαιοκάπηλοι. Ο Γιάννης Καραγιάννης
κι' ο Χρηστος Χρηστέας. Στο ειδικό βιβλιαράκι για την εικόνα, γράφεται πώς στη
λεωφόρο Συγγρού των Αθηνών, κάποια μαυροντυμένη πλησίασε τον αστυφύλακα που
εκτελούσε κανονική υπηρεσία και τουπε: «Μη παρακολουθείς αυτόν εκεί, πρόσεχε
τον άλλον, με το μαύρο σακάκι».
Ποια είσαι; Τί συμβαίνει; ρώτησε
ό αστυφύλακας.
Και η μαυροφόρα χάθηκε. Αλλά,
πραγματικά, ένας με μαύρο σακάκι χώθηκε στις πικροδάφνες στην Λεωφόρο. Και
πλησιάζοντας κάποιον άλλο, με μια βαλίτσα, κάτι του δίνει και κάτι παίρνει.
Πουλούσε την εικόνα. Τους πιάνει ό αστυφύλακας, γράφτηκε η είδηση με μαύρους
τίτλους στις εφημερίδες. Και γύρισε η εικόνα στο Σεπετο, για να την προσκυνάνε
κάθε 23 Αυγούστου χιλιάδες κόσμος. Και η γυναίκα που ειδοποίησε; Ήταν η
Παναγία, λένε οι πιστοί...
Παναγία
Σουμελά
Μια
θεία φωνή
Έτσι ονομάστηκε η εικόνα, όταν
το 386 μ.Χ. οι καλόγεροι Βαρνάβας και Σωφρόνιος, την ώρα που προσεύχονταν
άκουσαν μια φωνή να τους καλεί να την ακολουθήσουν, αδίστακτα και άφοβα, προς την
ανατολή, στο ορός του Μελά. Μόλις σταμάτησε η φωνή, κατάπληκτοι οι καλόγεροι είδαν
πώς η εικόνα, χωρίς κανείς να την κινεί, έφευγε ανατολικά. Πήγαν μαζί της και
ύστερα από πολλά έφτασαν εκεί που είχε σταματήσει στο όρος του Μελά, 1320 μέτρα
ψηλά, στην Τραπεζούντα, μέσα σε μια σπηλιά γεμάτη χελιδόνια. Εκεί κτίστηκε μοναστήρι
στη χάρη της εικόνας, που σήμερα όμως βρίσκεται στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά,
κοντά στη Βέροια.
Παναγία
η Παρηγορήτισσα
Σώθηκαν
απ' την πανώλη
Στην Άρτα, στην εκκλησιά που
έχει έξη τρούλλους, βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Λένε ότι είναι
μια από τις εβδομήντα εικόνες τού Λουκά. Όταν, τον 14ο αι., ένας παπικός
αξιωματικός, του τάγματος των Ιωαννιτών της Ρόδου, πολιορκούσε την πόλη, μια μοναχή
που ζούσε στα βουνά, ξύπνησε από ένα κρότο στην οροφή της σπηλιάς της. Άρχισε να
προσεύχεται μπρος στο σβηστό καντήλι της. Όμως, γέμισε ο χώρος από ένα φως
γλυκό και μια φωνή ακούστηκε :
— Μη φοβάσαι, είμαι η
Παναγία η Παρηγορήτισσα. Την Άρτα την πολιορκούν εχθροί αιρετικοί. Σήκω και πες
στους ιερείς να κάνουνε περιφορά της εικόνας μου στο κάστρο, κι' ο εχθρός θα
φύγει.
Το ίδιο όραμα είδε και ο
αρχηγός των πολιορκημένων. Πεπεισμένοι πώς η Παναγία είναι με το μέρος τους,
κάναν την λιτανεία, κι' υστέρα, με πίστη γεμάτοι, βγήκαν από το κάστρο για να νικήσουν
τους εχθρούς. Έτσι η πόλη σώθηκε.
Αλλά κι' όταν η πόλη
καταστράφηκε το 1361, η εικόνα έμεινε άθικτη, αν και ο ναός πήρε κι' αυτός
φωτιά. Μόλις οι φλόγες έσβησαν, οι ιερείς που μπήκαν πρώτοι, αντίκρυσαν την
εικόνα ανέγγιχτη, ενώ τα πάντα γύρω της είχανε γίνει στάχτη.
Το 1816 πανώλη έπεσε στην Άρτα.
Και τα κορμιά των πεθαμένων γεμίζανε τους δρόμους. Οι γιατροί ήταν ανίκανοι να
κάνουν κάτι. Για δεκατέσσερις μήνες η πόλη έσβηνε. Κι' ο πληθυσμός λιγόστευε
επικίνδυνα. Μόλις οι ιερείς γυρίσαν την εικόνα στην πόλη, το θαύμα έγινε. Από την
άλλη μέρα κανείς άλλος δεν κόλλησε. Κι όσοι περίμεναν τον θάνατο σώθηκαν.
Παναγία
η Πορταϊτισσα
Περπάτησε
πάνω στα κύματα
Στη Νίκαια, μια πλούσια χήρα είχε στην κατοχή της την εικόνα
της Παναγίας. Ήτανε όμως η εποχή της Εικονομαχίας. Γι' αυτό και έκρυψε το
εικόνισμα, χτίζοντας μια μικρή εκκλησούλα μέσα στο σπίτι. Όμως, την ανακάλυψαν.
Και για να σώσει τον εαυτό της και το παιδί της, πήρε με ευλάβεια την εικόνα
και την πέταξε στη θάλασσα. Αντί όμως να χαθεί μέσα στα κύματα, στάθηκε όρθια
κι' άρχισε να πηγαίνει στα δυτικά,
αντίθετα από τα κύματα. Ο γιος της έφυγε για το Άγιο Όρος κι' εγκαταστάθηκε κει
που είναι σήμερα το μοναστήρι των Ίβηρων.
Πέρασαν χρόνια και κανείς
δεν ήξερε που ήταν η εικόνα. Η μάνα του Ισίδωρου κομματιάστηκε από τον αυτοκράτορα
Θεόφιλο. Όμως, οι μοναχοί της Μονής Ίβηρων είδαν στην θάλασσα ένα πύρινο στύλο,
που άρχιζε από τη θάλασσα κι' έφτανε στον ουρανό. Το ίδιο πράγμα για βραδιές. Μέχρι
που πήγαν να δούνε τί συμβαίνει. Ήτανε η εικόνα, πάντοτε όρθια πάνω στη
θάλασσα. Ένας καλόγερος στο μοναστήρι των Ίβηρων είδε στον ύπνο του την
Παναγία, που τούπε πώς θέλει σ' αυτό το μοναστήρι να δώσει την εικόνα της. Κι'
ό μοναχός ανέβηκε στα κύματα, περπάτησε πάνω τους και πήρε την εικόνα. Πολλά
κι' αυτής τα θαύματα.
Σαν βλέπεις την εικόνα, σου
φαίνεται αυστηρή κι' εμπνέει τρόμο. Κείνο
που κάνει εντύπωση, είναι ότι πάνω στο μάγουλο της υπάρχουν ίχνη σαν νάνε αίμα.
Γιατί κάποιος βάρβαρος την χτύπησε με το μαχαίρι του. Κι' έτρεξε αίμα ζωντανό, όπως
το περιγράφει ο Ρώσος περιηγητής Βασίλ Βάρσκιν, που πήγε στο Άγιο Όρος το 1724
και το 1744. Η εικόνα πανηγυρίζει την Δευτέρα της Διακαινησίμου και γίνεται
περιφορά της με ψαλμούς στην παραλία που την ανέσυρε ο Γαβριηλ.
Παναγία
η Προυσσιώτισσα
Η
Παναγία δεν ήθελε να φύγει
Πολλά τα θαύματα της. Και η γιορτή
της στις 23 Αυγούστου, στην Ευρυτανία, στην Ιερή Μονή Προυσσού. Ολόκληρη ιστορία
η εύρεση της από ένα τσοπανόπουλο, που διέκρινε σ' ένα βράχο ένα περίεργο φως
κ.λ.π. Ό θόλος της σπηλιάς, που μέσα της κτίσθηκε εκκλησία, είχε ένα μεγάλο
κοτρόνι που προεξείχε. Γερά ριζωμένο, δεν έπεφτε. Ύστερα όμως από ένα σεισμό
άνοιξε ο βράχος κι' ήταν έτοιμος να πέσει. Οι μοναχοί αποφάσισαν να πάρουν την
εκκλησία από κει. Όμως, το άλλο πρωινό η πέτρα είχε πέσει χωρίς να χαλάσει
τίποτα. Η Παναγία δεν ήθελε να φύγει από κει. Μια παπαδιά, αργότερα, στεκότανε
στην άκρη τού γκρεμού, με το μωρό στα χέρια. Ήταν 23 Αυγούστου, πανηγύρι,
κόσμος πολύς, κάποιος την έσπρωξε. Έπεσε η παπαδιά, οι άλλοι νόμιζαν πώς
κομματιάστηκε, 200 μέτρα ύψος. Αλλά την βρήκαν να θηλάζει. Είχε μιλήσει
πέφτοντας, παρακαλώντας την Παναγία να τους σώσει.
Άλλη πάλι φορά, ο παπα Πελάγιος ήθελε να κάνει μια στέρνα μπροστά στο
νάρθηκα της εκκλησίας, για να φέρνει νερό. Μα αν και δούλευαν σκληρά οι εργάτες
τίποτα δεν κάνανε. Το μέρος ήταν πέτρινο. Ένα μικρό μαστορόπουλο, όμως, τους είπε
πώς κάποια γυναίκα του είπε στον ύπνο του να σκάψουν δεξιά. Κανένας δεν του έδωσε
σημασία. Όμως, στις 29 Ιούλη τού 1764, και μέρα Πέμπτη, το μαστορόπουλο κτύπησε
εκεί που τούχε δείξει η γυναίκα. Βγήκε νερό πραγματικά. Το ίδιο που και σήμερα
κυλάει, δίνοντας πίσω την υγειά σ' όσους την έχουν χάσει και πίνουν τις
σταγόνες του.
Πολλές ακόμα είναι οι
εικόνες που έγιναν γνωστές για τα δικά τους θαύματα. Η Παναγία η «Φιδούσα» στην
Κεφαλλονιά, όπου κάθε Δεκαπενταύγουστο βγαίνουν στην εκκλησία άκακα φίδια και
σκαρφαλώνουν στους πιστούς. Η Παναγία η Γλυκοφιλούσα, στο Μοναστήρι Φιλόθεου στο
Άγιο Όρος. Η Οδηγήτρια, στο Άγιο Όρος
και αυτή. Η Γερόντισσα, στο μοναστήρι του Παντοκράτορα. Η Προαναγγελλομένη, η
Παναγία τού Ακάθιστου, η Εκατονταπυλιανή, χωρίς Χριστό στην αγκαλιά, σε στάση
δέησης, με αγωνία στο πρόσωπο της χαραγμένη για το παιδί της πριν σταυρωθεί...
περιοδικό "ΠΑΝΘΕΟΝ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου