Από
τον ερωτισμό στην «τσόντα»
Του ΚΩΣΤΑ Θ. ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ
Όταν η γλώσσα της θεωρίας
συναντά το αποτύπωμα της εμπειρίας, με βλέμμα υποψιασμένο και πνεύμα ανοιχτό,
τότε απελευθερώνει σκέψεις και εικόνες που υπερβαίνουν τη στεγνή ακαδημαϊκή
προσέγγιση και συμβάλλουν σημαντικά στη χειραφέτηση. Ειδικά, όταν το θέμα αφορά
τις ερωτικές συμπεριφορές και πρακτικές, ως αναπαραστασεις ή ως διαμεσολαβημένη
επικοινωνία, κι ακόμα περισσότερο, όταν προέρχεται από τις ίδιες τις γυναίκες,
που προσεγγίζουν με υποδειγματικό τρόπο έναν κατ' εξοχήν ανδροκρατούμενο -και
συχνά φαλλοκρατικό- χώρο, όπως την πορνογραφία και τις αίθουσες προβολής, στο
ευρύτερο πλαίσιο της sexploitation, δηλ. της μεγιστοποίησης ενός «υποπροϊόντος»
με χαμηλές οικονομικές και καλλιτεχνικές προϋποθέσεις.
Αυτό αποτυπώνεται στο άρθρο
της Μαρίας Κομνηνού, αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Τμήμα ΕΜΜΕ του Πανεπιστημίου
Αθηνών, και της Ορσαλίας-Ελένης Κασσαβέτη, υποψήφιας διδάκτορος στο ίδιο τμήμα,
με τον τίτλο «Ιδιωτική μου ζωή: μία απόπειρα εικονογραφίας του ελληνικού
ερωτικού κινηματογράφου της περιόδου 1971-1974», που περιλαμβάνεται στον
(εξαιρετικό) συλλογικό τόμο, με επιμέλεια της Κατερίνας Σαρικάκη και της Λίζας
Τσαλίκη, «Μέσα Επικοινωνίας, λαϊκή κουλτούρα και η βιομηχανία του σεξ» (εκδ.
Παπαζήση).
Κατ' αρχάς, για πρώτη ίσως
φορά στα σύγχρονα εκδοτικά χρονικά ένα «πανεπιστημιακά» βιβλίο περιβάλλεται με
ένα ελκυστικό, ευρηματικό εξώφυλλο: pin-up girls στιγμιότυπα, του Αμερικανού Τζιλ Ελβγκρεν, από
τους σημαντικότερους στο είδος αυτό της pop ζωγραφικής, που το βλέπαμε καρφιτσωμένο
με πινέζες
στους τοίχους των βουλκανιζατέρ και τα εσωτερικά φύλλα από τις ντουλάπες των
φαντάρων ή των μποξέρ, επίσης, συχνά σε εξώφυλλα pulp εκδόσεων και στα φλίπερ.
Η ευχάριστη έκπληξη
συνεχίζεται στη θεματολογία και την προσέγγιση ενός φαινομένου, που στα καθ'
ημάς κωδικοποιήθηκε ως «πορνό» και «τσόντα»: για πρώτη φορά γυναίκες μιλούν
(και γράφουν) δημόσια, με διεισδυτικό και ελκυστικό τρόπο, για όσα οι άνδρες
συζητούν χαμηλόφωνα στις «αντροπαρέες» τους.
Η μελέτη αφορά εκείνες τις ταινίες,
αλλά και τους συντελεστές τους (παραγωγούς, σκηνοθέτες, πρωταγωνιστές και
κυρίως πρωταγωνίστριες), που είτε με ήπιο (soft) είτε με «σκληρό» (hard) τρόπο,
αφηγούνται, συχνά με μοτίβα αστυνομικής πλοκής ή κοινωνικού δράματος, τα
ερωτικά πάθη σε ένα, συνήθως, μεσοαστικά, κοσμοπολίτικο περιβάλλον, στο οποίο
εκτυλίσσονται κοινωνικές, ταξικές διαφορές, αλλά και δολοπλοκίες. Η προσέγγιση
αναδεικνύει τις αρετές και δεξιότητες των συγγραφέων, που διερευνούν τους
μηχανισμούς και τα στερεότυπα του είδους, χωρίς οι ίδιες να εγκλωβίζονται στον
ακαδημαϊκό, στερεότυπο λόγο. Όμως, η
υπεραξία του κειμένου έγκειται στο ότι «ξυπνά» μνήμες: εφηβικές, σχολικές,
κινηματογραφικές, όταν η νεοελληνική κοινωνία αναζητούσε μια νέα ταυτότητα και
η μικροαστική οικογένεια λειτουργούσε ακόμα με ταμπού, την ίδια στιγμή που
μαθητές και φοιτητές ξεφύλλιζαν σκανδιναβικά πορνό ή συναντούσαν συνωμοτικά
φαντάρους και «επαρχιώτες» στις σκοτεινές αίθουσες της «Αλάσκας», της «Εύας»,
του «Αρίωνα» και της «Λίνας», περιμένοντας τις «προσθήκες» (τσόντες) του
μηχανικού προβολής («Γράμματα, χασάπη!»), αποθεώνοντας ταυτόχρονα την Γκιζέλα
Ντάλι και τον Κώστα Γκουσγκούνη.
Αυτή η πλούσια και
αντιφατική «υποκουλτούρα», καθώς και συναφή φαινόμενα στο πλαίσιο της νεανικής
κουλτούρας και του pop πολιτισμού, διόλου αμελητέα ως θέμα των πολιτιστικών
σπουδών, είναι καιρός να αναδειχθεί επιτέλους πέρα από ιδεοληψίες και
θεωρητικές ανεπάρκειες.
Η «ιδιωτική μας ζωή», όπως
έδειξαν και οι συγγραφείς του άρθρου, αξίζει μια καλύτερη μοίρα από την
αυτολογοκρισία, τα κλισέ και τις εμμονές.
Πηγή : ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου