Του ΜΑΝΩΛΗ ΓΙΑΛΟΥΡΑΚΗ (*)
Ο δρόμος τραβούσε κατά τ' ανατολικά ανάμεσα σε χωράφια με χώμα που μου φάνηκε άσπρο. Όσο προχωρούσα τ' αμπέλια πληθαίνανε, παντού αμπέλια όσο παίρνει το μάτι. Κλήματα σκαλώνανε στις πλαγιές, κλήματα φυτρώνανε δίπλα μου, αμπέλια χαμηλόκλαδα κι άλλα με κληματαριές - κρεβατίνες - στηριγμένες σε καλαμωτές, σε σύρματα και σε ξύλα. Στις φυλλωσιές κρεμόντανε οι καρποί, ρόγες πρασινωπές και κόκκινες και μαύρες, μούστος αυριανός και κρασί και χαρούμενες ώρες. Τα χωριά που περνούσα ήτανε πλούσια, τό 'βλεπα στις αυλές τους και στα κουρτινάκια σε κάποια παράθυρα, στα μάτια των παιδιών και στα μάγουλά τους.
Κατέβηκα να ξαποστάσω στις Αρχάνες, κεφαλοχώρι αρχοντικό και ξυπνό.
«Έχε την ευκή μου μα να μη παντρευτείς Αρχανιώτισσα», έλεγ' η θειά μου' «είν' όλες τους τέτοιες». Το «τέτοιες» στα χείλη της, θα πει στα δικά μου ξυπνές, όταν σ' αφήσει η φτώχεια σ' αφήνει και το σκοτάδι, οι Αρχανιώτισσες είναι χωριανές με γερά μυαλά, ένα χωριό οι Αρχάνες που το ζηλεύει η πόλη.
Κάθισα κάπου και μ' έσκιαζε κληματαριά - ροζακιά σταφύλια - η ζέστη ήτανε γλυκιά, τα δέντρα θρόιζαν. Αναλογϊστηκα τότες το βουνό, τον ανθρωπόμορφο Γιούχτα. Ο Γιούχτας είν' ένα κεφάλι ανθρώπινο, τον πρωτοχαιρέτησα μισοπέλαγα, έτσι καθώς αντίκρυζα το Κάστρο. Είν' ο Θεός που σκέπει την Κρήτη. Η Μεγάλη Θεά, η μάνα, κι έπειτα τούτος και το διπλοπέλεκο. Ετούτος δεν είχε ναό, κανένας Θεός δέν είχε ναό στο νησί, τους λατρεύανε μόνο στα σπήλια, στης γης τη σάρκα. Ο Δίας ο Κρητικός μεγάλωσε κι αντρώθηκε στη σπηλιά, τα μάτια του ξαφνικά είδαν το φως και τις μαδάρες.
Μ' αρέσει να κοιτάζω τούτο το κεφάλι - βουνό, την ώρα που οι στερνές αχτίδες του ήλιου το ραίνουνε μενεξέδες. Εκεί ψηλά είν' ο τάφος του, οι Κρητικοί θεοί πεθαίνουν, γυρνάει ο άνθρωπος κι ο θεός στην προαιώνια μήτρα τη γη, βιάζεται να ξαναγυρίσει στη ζεστασιά του χωμάτου, χώμα και τούτος. Ο θεός νεκρός, ο Δίας ο ανίκητος, νικημένος, κομμένος και τούτος στα μέτρα τ' ανθρώπου. Κρηταγενής. Οι Έλληνες δεν νιώθανε το συμβολισμό, ο δικός τους θεός ήταν αθάνατος, ένας θεός που νικούσε το Θάνατο και τον ποδοπατούσε. Όμως ετούτος επέθανε. Ήτανε γεγονός. Τον θάψανε ψηλά στο βουνό που τον θύμιζε, το δωρικό κεφάλι που σμιλεψ' η φύση. Μ' αρέσει έτσι. Μ' αρέσει οι θεοί να πεθαίνουνε. Ψηλώνει τότες το μπόι τ' Ανθρώπου.
Μου φέρανε σταφύλια να γευτώ, τραγάνιζα τις ρόγες τους και τους έβλεπα, εποχή του τρύγου. Το θέρισμα είναι άχαρη δουλειά, ο τρύγος είναι γιορτή, χαρά της πλάσης. Πεζούλα - πεζούλα τα τρυγούνε τα κλήματα, γελούνε και πειράζουνται, νειρεύουνται κιόλας τη μεγάλη στιγμή, το κρασί που θα τρέξει απ' την κάνουλα ενός βαρελιού από κέδρινες ντούγες. Ο Διόνυσος κρυμμένος προσμένει τη στιγμή, ξέρει πως όλοι τούτοι παθαίνουνται στη δούλεψή του, σήμερα ξαλαφρώνουνε τα κλήματα, αύριο θ' απλώσουνε στον ήλιο σταφίδα ή θα χοροπηδούνε στα πατητήρια ασταμάτητα. Βγαίνουνε τότες οι κατσικοπόδαροι και τους κάνουνε συντροφιά, οσμίζουνται σταφυλόζουμο με ρουθούνια λάγνα, κλείνουν το μάτι στις κοπελιές που τάχα δε θωρούν κι όλο κοιτάζουνε, στα κρυφά, τα τριχωτά αντρίκεια τους πόδια.
Τό 'να βυζί της Κρήτης τρέχει λάδι. Τ' άλλο, κρασί. Ετούτα τα υγρά ανασταίνουνε την προκοπή της, πράσινο υγρό πηχτό και τ' άλλο κόκκινο και κίτρινο και μαύρο. Τα σπλάχνα της γης τα σκαλίσανε παντού, φυτεψανε βέργες, ετούτες θεριέψανε, στον τάφο του Δία φύτρωσε κληματαριά, κληματαριά φύτρωσε όπου χώμα. Ένας απέραντος αμπελώνας πλέει στη θάλασσα, κι ανάμεσά του κουκίδες τα δέντρα. Κόψε δυο φύλλα κληματαριάς, μύρισέ τα. Αν θες ακόμη μασούλησε την τρυφερή την ακρόβεργα. Την αίσθηση θα την έχεις πιο έντονη, θά 'ναι και τούτη, μια αναπάντεχη κι απαραίτητη εμπειρία.
Ίσως να πρέπει και να μεθύσεις. Να ρθεις στο νησί και να μη μεθύσεις θά 'ναι και άπρεπο, σαν να μην ένιωσες το βαθύτερο νόημά του, την άγρια διονυσιακή του μορφή, τ' αληθινό πρόσωπό του. Αν είσ' ακάτεχος, να το σκεφτείς και να το ζυγίσεις καλά μα να μη δειλιάσεις. Καλή 'ναι θα πεις στα στερνά και κείνη η ανάμνηση. Καλή 'ναι, θα πεις, καθώς θα φεύγει το πλοίο. Ο Γιούχτας τότε θα σου πει να ξανάρθεις, ο Δίας ο Κρηταγενής θα σε πει δικό του, κοινώνησες πια απ' το γνήσιο αίμα του. Ο αμπελώνας που πλέει στη θάλασσα σε ξεπροβοδίζει.
(*) ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΙΑΛΟΥΡΑΚΗΣ (1921-1987). Ο Μανώλης Γιαλουράκης καταγόταν από τη Βουλισμένη του Μεραμπέλλου της Κρήτης και γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου έζησε ως τα σαραντατέσσερά του χρόνια. Από την Αλεξάνδρεια πραγματοποίησε και την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, μαθητής ακόμη, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στο μαθητικό περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα (Αθηνών) και Δρήρος (Κρήτης). Την ίδια περίοδο εξέδωσε και ένα μαθητικό περιοδικό με τίτλο Μαθητικός Κάλαμος. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία, ως καλλιτεχνικός υπεύθυνος και ιδρυτής της φιλολογικής σελίδας στην εφημερίδα της Αιγύπτου Ταχυδρόμος. Υπήρξε μέλος και αντιπρόεδρος (1965) της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ταξίδεψε ανά τον κόσμο και το 1950 εξέδωσε τον πρώτο του τόμο ταξιδιωτικών εντυπώσεων, από την Άνω Αίγυπτο. Ακολούθησαν πολλά βιβλία ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, κριτικές μελέτες -με πρώτη εκείνη για το έργο του Πέτρου Μάγνη το 1957- και, μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα (1965), συμμετοχή στη σύνταξη και επιμέλεια εκδόσεων λογοτεχνικών και εγκυκλοπαιδικών έργων, όπως η παιδική εγκυκλοπαίδεια Για σας παιδιά και το Ορθογραφικό ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας και μεταφράσεις γαλλικών, αγγλικών και ιταλικών λογοτεχνικών έργων. Το πρώτο του μυθιστόρημα είχε τίτλο Η μεγάλη απόφαση και τυπώθηκε το 1966 στην Αθήνα. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (1960 για το έργο του Κρήτη), και το κρατικό βραβείο δοκιμίου (1975 για το Καβάφης: από τον Πρίαπο στο Μαρξ). Πέθανε στην Αθήνα. Το λογοτεχνικό έργο του Μανώλη Γιαλουράκη αποτελείται από τέσσερα μυθιστορήματα, όπου παρατηρείται έντονη παρουσία της τάσης της μεταπολεμικής πεζογραφίας μας για κριτική αντιμετώπιση της ελληνικής κοινωνίας της περιόδου από τη μετεμφυλιακή περίοδο ως τη μεταπολίτευση του 1974, στα πλαίσια της ρεαλιστικής γραφής και του δοκιμιακού ύφους και με σαφή αριστερό προσανατολισμό. Πρέπει τέλος να σημειωθεί η αφηγηματική διάσταση των ταξιδιωτικών κειμένων του -μέσω κυρίως της συναισθηματικής συμμετοχής του σε περιπτώσεις τόπων συνδεδεμένων με προσωπικά του βιώματα-, είδος στο οποίο ο Γιαλουράκης αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής του δραστηριότητας. 1. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, «Μανώλης Γιαλουράκης», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67Γ΄, σ.86-94. Αθήνα, Σοκόλης, 1988, Χατζηφώτης Ι.Μ., «Γιαλουράκης Μανώλης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας5. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και χ.σ., «Γιαλουράκης Μανώλης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985.
MERABELLO LIBRO D' ORO
MERABELLO LIBRO D' ORO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου