Ένα χρονικό της Μάχης της
Κρήτης στο Ρέθυμνο
Για όσους πολέμησαν στην Κρήτη, μυστήριο δεν υπάρχει.
Ο παράγων
που παρέλυσε την άμυνα, ήτο η απόλυτος κυριαρχία των Γερμανών εις τον αέρα.
Οι
αμυνόμενοι δεν είχαν κανένα μέσον ν' αντιδράσουν, ούτε αντιαεροπορικά, ούτε
αεροπλάνα, ούτε πυροβολικό, αλλά ούτε και ασυρμάτους για να επικοινωνήσουν.
Απόδειξη ότι, ενώ σε άλλα μέρη της Κρήτης, είχαν ριφθεί
ήδη, κατόπιν σφοδρότατων βομβαρδισμών, τα κύματα των αλεξιπτωτιστών, και συνάπτονταν
μάχες, εμείς στο Ρέθυμνο δεν είχαμε
ιδέα, και μόνον ...ώρες αργότερα κατά τις 2 το μεσημέρι, όταν φάνηκαν στον ουρανό της πόλης
οι εκατοντάδες των Γερμανικών αεροπλάνων και ταυτοχρόνως άρχισε ο ανελέητος
βομβαρδισμός, μέσα και έξω από την πόλη, τότε οι στρατιωτικές αρχές άρχισαν να
δραστηριοποιούνται.
Αλλά ήταν
πολύ αργά, οι Γερμανοί ήδη είχαν πέσει και είχαν καταλάβει θέσεις στα Περβόλια,
στο Σταυρωμένο, στο Λατζιμά κ.λπ.
Την πρώτη
ημέρα, επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι, πολεμούσαν εκ του σύνεγγυς, κυριολεκτικώς
σώμα με σώμα, με τη Γερμανική αεροπορία, αδρανούσα ευτυχώς, η οποία, φοβούμενη
μη κτυπήσει φίλια προς αυτήν τμήματα, δεν επενέβαινε εις την μάχη, και έριχνε
μόνο καινούργιους αλεξιπτωτιστές στις τοποθεσίες που είπαμε παραπάνω.
Οι Ιάπωνες, χαρακτηρίζοντας
την μάχη της Κρήτης ως την ενδοξότερα
και παραδοξοτέρα μάχη της ιστορίας είχαν δίκιο. Περιορίζομαι μόνο εις τον
στρατιωτικό τομέα.
Από τη μια
μεριά η ασύγκριτη πολεμική μηχανή των Γερμανών με πλήθος αεροπλάνων διαφόρων
τύπων (Γιούγκερς, Μεσσερμίτς και Στούκας καθέτου εφορμήσεως). Οι στρατιώτες των
ήταν εμπειροπόλεμοι, γυμνασμένοι, πάνοπλοι, με ατομικά οπλοπολυβόλα, πιστόλια,
ξιφολόγχες, χειροβομβίδες, με κράνη και διόπτρες, συμπεπυκνωμένα φαγητά και νερό
και προπαντός με παθιασμένη ατομικότητα.
Από την άλλη
μεριά την δική μας. Ένα παμπάλαιο Μάλιγχερ ίσως της Μ· Ασίας ή του Α'
Παγκοσμίου πολέμου, χωρίς ξιφολόγχη, χωρίς κράνος.
Κάθε όπλο
δικό μας είχε εφοδιαστεί με 100 σφαίρες, που τις 40 παίξαμε σε βολές εξασκήσεως
και είχαν μείνει μόνο 60. Και μ' αυτά τα εφόδια και με τις 60 σφαίρες, έπρεπε
να κάνουμε πόλεμο με τα θηρία.
Επικοινωνία
δεν είχαμε με τους δικούς μας του μετώπου, τα τηλέφωνα ήταν κομμένα, ασύρματοι
δεν υπήρχαν, οι μαχόμενοι στα Περβόλια δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους
άλλους του Σταυρωμένου, ή του Λατζιμά ούτε και αυτοί με τα Περβόλια, που ήταν
το κέντρο της αμύνης αλλά και της αντεπιθέσεως. Οι παραπλεύρως μαχόμενοι 2
λόχοι Νεοζηλανδών και Αυστραλών είχαν βέβαια από έναν ασύρματο, αλλά αυτοί
επικοινωνούσαν μόνο με τη διοίκηση των Λόχων των. Είχαν και από ένα δύο
πολυβόλα βαριά που έβαλλαν ακατάπαυστα,
αλλά τί να σου κάνουν τρία-τέσσερα πολυβόλα —κι’ αυτά παλαιού τύπου— μπρος από
τις εκατοντάδες των οπλοπολυβόλων και βαρέων πολυβόλων των Γερμανών.
Έτσι λοιπόν
χωρίς επικοινωνία, υπήρχε φόβος να κτυπηθούμε και μεταξύ μας, πράγμα όμως που δεν
έγινε, χάρις εις τους αγγελιοφόρους πολίτες που αφού εξήντλησαν τα πυρομαχικά
των και δεν εύρισκαν άλλα, δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα, αλλά εκτελούσαν
βοηθητικά χρέη, αναμένοντες και προσδοκώντας να εξασφαλίσουν από νεκρούς και
τραυματίες Γερμανούς όπλα, πράγμα που, σε πολλές περιπτώσεις, επέτυχαν.
Φαγητό δεν
υπήρχε για μέρες, μόνο νεράκι άφθονο, που βρίσκαμε στα εγκαταλειφθέντα σπίτια
και τα περιβόλια. Ιατρική περίθαλψη των τραυματιών ανύπαρκτη. Ούτε
φαρμακευτική.
Αν είχες την
τύχη να τραυματιστείς ελαφρώς, και μπορούσες πεζή να μεταβείς στο Νοσοκομείο
Ρεθύμνου, που ευτυχώς λειτουργούσε, και δεν είχε βομβαρδιστή, έχει καλώς. Εκεί
σου επέδεναν το τραύμα ή τα τραύματα και επανερχόσουν στην κόλαση. Οι βαρέως
τραυματίες ή μετακομιζόντουσαν από πολίτες σηκωτοί, στο μακράν απέχον
Νοσοκομείο ή περίμεναν την εξ ύψους θεία επέμβαση.
Και όταν
ζητήσαμε από τους ηγήτορες μας φυσίγγια, γιατί μας τελείωσαν από τις πρώτες
κιόλας ώρες, η απάντηση ήταν : —Δεν υπάρχουν. Φροντίστε να βρείτε!
Και τότε
φάνηκε το θάρρος και η γενναιότητα, η αυτοθυσία και η περιφρόνηση για τον
θάνατο των 20χρονων Δοκίμων Χωροφυλάκων.
Ένας από
τους δοκίμους, που από την αρχή είχε δείξει φοβερή πολεμικότητα, μεγάλη ανδρεία
και αποφασιστικότητα, φώναξε με τη βαριά Αμαριώτικη φωνή του: «Δεν πειράζει
μωρέ, να βρούμε θέλει». Ήταν μεσάνυκτα, η μάχη είχε κάπως κοπάσει. Κάθε ένα ή
δύο λεπτά κάποια πολυβόλα από το μέρος των Γερμανών κροτάλιζαν και μερικά
Μάλιγχερ από την άλλη όχθη απαντούσαν απελπιστικά μονότονα, σαν να έλεγαν «εδώ
είμαι και ‘γω».
Είχαν ήδη
σχηματιστεί υπό την αρχηγία του παλικαριού αυτού, 3 ομάδες, που θα έκαναν
γιουρούσι στη νεκρή περιοχή της μάχης, που ήταν διασπαρμένη από πτώματα
Γερμανών και δικών μας. Στη μια από τις τρεις ομάδες τύχαμε μαζί με τον
αείμνηστο Ευάγγελο Σουργιά από τη Βουλισμένη. Η επιχείρηση επέτυχε απολύτως και
μετά από κάμποση ώρα οι ομάδες επέστρεψαν με μερικές δεκάδες Γερμανικών κυρίως
όπλων και με σακίδια γεμάτα φυσίγγια. Καμιά δεκαριά χειροβομβίδες που κουβάλησαν,
τις κοιτάζαμε περίεργα. Τέτοιο πράγμα δεν είχαμε ξαναδεί, ξέραμε όμως τί
ήταν. *
Τον χειρισμό
των, μάθαμε από έναν Αυστραλό, που είχε ξεκόψει από το λόχο του, χίλια μέτρα
πιο πέρα και που μαχότανε μαζί μας. Έφεραν και κάτι κουτάκια στρογγυλά σαν
κουτιά βερνικιού, που βρήκαν στις τσέπες των σκοτωμένων Γερμανών. Τις δείξαμε
στον Δ/ντή του Λόχου, μήπως ήξερε να μας πη, τί ήταν αυτά τα πράγματα. Μάλλον
σοκολάτες θα είναι, αλλά μη φάτε, χρειάζεται προσοχή, απάντησε. Μα εμείς
πεινούσαμε. Τέλος, ο φίλος μας ο Αυστραλός μας εξήγησε ότι είναι συμπυκνωμένες
τροφές και κατόπιν τούτου τις τιμήσαμε δεόντως.
Στη
γιγαντομαχία του εργοστασίου ΒΙΟ, στα κράσπεδα του Ρεθύμνου όπου έχανε η μάνα
το παιδί, την πρώτη ημέρα της Μάχης, βάλλοντες και βαλλόμενοι πανταχόθεν, μέσα
στον αιφνιδιασμό και το μεγαλείο μιας ασυνήθους συντριπτικής υπεροχής των επιτιθεμένων,
έπεσαν μαχόμενα ηρωικά 12 παλικάρια του λόχου μας, του 5ου Λόχου Κρητών
δοκίμων Χωροφυλάκων, μεταξύ των οποίων ένας Ρογδάκης από το Λασίθι και ένας
Τσαγκαράκης από τους Κουνάβους, καθώς επίσης και ο Ανθυπομοίραρχος Γλεμπογιάννης και ο Υπενωμοτάρχης Λαμπρόπουλος. Κάνω ιδιαίτερη μνεία σ' αυτά τα δύο παλληκάρια
και την κάνω με συγκίνηση, γιατί ήλθαν στην Κρήτη από την Ελλάδα, να πολεμήσουν
για τη λευτεριά της Κρήτης και άφησαν στα Άγια χώματα της, την τελευταία των
πνοή.
Με την
ορμητική και λυσσαλέα επίθεση, αυτή που κράτησε περί τις 3 ώρες, το εργοστάσιο
κατελήφθη και οι 250 Γερμανοί που ενωρίς το είχαν καταλάβει, κάνοντας προμαχώνα, σαν
οχυρό, τους ψηλούς τοίχους που το περικλείνανε και τις ατέρμονες στέγες του,
εξοντώθηκαν ή συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Αλλά όσο
γενναίοι ήσαν οι Γερμανοί στη Μάχη, τόσο ψοφοδεείς και περίτρομοι ήταν κατά την
αιχμαλωσία τους, καθώς έβλεπαν τα άγρια βλέμματα των δοκίμων και τα Κρητικά
κρεατομάχαιρα που πήραν από τα σπίτια της περιοχής, αφού δεν υπήρχαν
ξιφολόγχες. Με δέος και τρόμο έβλεπαν επίσης Γερμανικά όπλα να κρέμονται εις
τους ώμους των Χωροφυλάκων. Και ο φόβος των εντάθηκε ακόμη περισσότερο όταν μια
ώρα πριν ξημερώσει τους βάλαμε στη γραμμή, όντες βέβαιοι ότι θα τους
εκτελούσαμε. Έτσι, στη γραμμή και με συνοδεία πολιτών τους στείλαμε στο
Φρουραρχείο, σαν αιχμαλώτους πολέμου.
Οι μάχες
συνεχίστηκαν μέρα και νύκτα, με συνεχείς μετακινήσεις και αλλαγές τόπου, διότι
τώρα, είχαμε να κάνουμε και με τη Γερμανική αεροπορία, που βομβάρδιζε συνεχώς.
Από την
τρίτη ημέρα οι ρίψεις αλεξιπτωτιστών είχαν σταματήσει γιατί η Γερμανική ηγεσία
θεωρούσε ότι η μάχη του Ρεθύμνου είχε χαθεί γι' αυτούς.
Την τέταρτη
ημέρα της μάχης, οι Γερμανοί είχαν εξοντωθεί, και μόνο δύο εστίες από 100
περίπου Γερμανούς είχαν απομείνει, η μία οχυρώθηκε στην εκκλησία του Αγίου
Γεωργίου στο ύψωμα αριστερά καθώς πάμε στο Ρέθυμνο λίγα χιλιόμετρα από την πόλη
και η άλλη κατέφυγε στην περιοχή Λατζιμά.
Τις
τοποθεσίες αυτές μετέβαλαν σε πραγματικά φρούρια, έστησαν δεκάδες αυτόματα όπλα
στον αυλόγυρο, δεν κατορθώσαμε φυσικά να τους εξοντώσουμε και εκεί παρέμειναν
μέχρι τέλους.
Και ενώ την
τετάρτη ή την πέμπτη ημέρα από την έναρξη της μάχης δεν είχαμε πια «δουλειά να
κάνουμε» και το ρίξαμε στο φαί, τον ύπνο και τους πυροβολισμούς της νίκης,
φάνηκαν στους Κουμπέδες, κατερχόμενοι ταχύτατα στην πόλη, Γερμανοί, με πλήθος
μηχανοκινήτων και μέχρι να συνταχθούμε και να αποφασίσουμε τί θα κάνουμε, μας
είχαν περικυκλώσει και αιχμαλωτίσει.
Από τους 128
Δοκίμους του 5ου Λόχου Κρητών Δοκίμων Χωροφυλάκων οι 28 έπεσαν εκεί μαχόμενοι, ποτίζοντας
με το τίμιο αίμα τους το δέντρο της
Κρητικής Λευτεριάς, εκ δε των άλλων λόχων της Σχολής 120 ακόμη νέοι βλαστοί από
την άλλη Ελλάδα άφησαν εκεί την τελευταία των πνοή, διασαλπίζοντες στα πέρατα
του κόσμου το του Οβιδίου «Πάσα γη πατρίς των γενναίων».
Από το βιβλίο του Γ.Χ. Τσαγκαράκη
«ΜΕΡΑΜΠΕΛΛΙΩΤΙΚΑ ΑΝΕΓΥΡΙΣΜΑΤΑ»
Μικρό χρονικό για τη Μάχη στα Περιβόλια (άγιο Γεώργιο) και στα Μυσσίρια
Το Γερμανικό νεκροταφείο στα Μισίρια (σημερινό γηροκομείο)
Αναμνήσεις από τα γεγονότα
Το να καταπιαστεί κανείς και να ιστορεί γεγονότα από τη θρυλική Μάχη της Κρήτης
είναι μια βαριά και δύσκολη υπόθεση.Το να καταγραφεί όμως τις
αναμνήσεις του είναι ένα ευχάριστο συναίσθημα που μάλιστα γίνεται
εντονότερο, αν οι αναμνήσεις αυτές αγγίζουν δυνατά στην καρδιά του και
εφόσον φυσικά είναι ζυμωμένες με το ΕΙΝΑΙ του.Εγώ όταν ξεκινώ ένα τέτοιο
θέμα, στην αρχή αισθάνομαι μια ανείπωτη χαρά που πάλι καταπιάνομαι με
τις αγαπημένες μου διηγήσεις, μα που στο τέλος χολώνομαι γιατί δεν
κατάφερα να πω όσα θα ήθελα.
Σήμερα ευκαιριακά, λόγω των ημερών, θέλω
να αναφερθώ σε ορισμένα συνταραχτικά γεγονότα που έγιναν στην περιοχή
μας και σημάδεψαν την ιστορία του τόπου. Είναι γνωστόν, ότι το επίκεντρο
των μαχών σε όλη τη διάρκεια του 10ήμερου πολέμου στο Ρέθυμνο ήταν ο
Άγιος Γεώργιος της περιοχής. Και όταν λέμε Μάχης της Κρήτης στο Ρέθυμνο,
εννοούμε τα πολεμικά γεγονότα που έλαβαν χώρα έχοντας ως επίκεντρο το
ύψωμα του Αγίου Γεωργίου. Ακόμη και οι συμμαχικές δυνάμεις που δρούσαν
κυρίως στην περιοχή του Σταυρωμένου, είχαν ως απώτερο σκοπό την κατάληψη
του Αγίου Γεωργίου, ενώ οι Γερμανοί με νύχια και με δόντια πάλευαν για
να διατηρήσουν την θέση τους, υποστηριζόμενοι από αέρος με πυρομαχικά
και τρόφιμα.
Τελικά κατάφεραν να διατηρήσουν τη θέση
τους μέχρι τις 29 Μαΐου όπου οι Γερμανοί μετά την πτώση των Χανίων
έφθασαν οδικώς στο Ρέθυμνο ή καλύτερα στα Περιβόλια.
Οι λιγοστοί Γερμανοί που υπήρχαν ακόμη
στον Άγιο Γεώργιο κατηφόρησαν από το δρομάκι – τη σημερινή οδό Γιάννη
Μαθιουδάκη – και σταμάτησαν λίγο πιο δυτικά στον κεντρικό δρόμο, μπροστά
ακριβώς από το ερειπωμένο σπίτι του Εμμ. Παχλά. Εκεί συναντήθηκαν με
τον Γερμανό στρατηγό Στούντεντ όπου του έγινε τάχα η παράδοση της πόλης
του Ρεθύμνου. Υπάρχει ευτυχώς η σχετική φωτογραφία που προέρχεται από το
αρχείο του μακαρίτη πλέον Ρεθεμνιώτη ιστορικού Μάρκου Πολιουδάκη.
Το τι έγινε στο 10ήμερο της Μάχης δεν
μπορεί να ιστορηθεί σε μια ομιλία. Τα αποτελέσματα όμως της Μάχης
δείχνουν την σκληρή πραγματικότητα και τα αποτελέσματα είναι, ότι μετά
τη Μάχη δημιουργήθηκαν τρία Νεκροταφεία στην περιοχή των Μυσσιρίων όπου
και διαδραματίστηκαν τα σπουδαιότερα ιστορικά γεγονότα. Τα Νεκροταφεία
αυτά ήταν: Ένα, το μεγαλόπρεπο, το Γερμανικό. Αυτό ήταν στο σημείο που
σήμερα είναι το γηροκομείο Ρεθύμνης. Αναλυτική περιγραφή του
Νεκροταφείου πάνω στο βιβλίο μου «Τα Περιβόλια – Το Συναξάρι του τόπου»
και σήμερα έχω τη χαρά και την τύχη να κατέχω την αυθεντική φωτογραφία
του συγκεκριμένου Νεκροταφείου.
Το δεύτερο Νεκροταφείο ήταν το συμμαχικό
που οι ίδιοι οι Γερμανοί το δημιούργησαν. Ήταν ακριβώς στο σημείο που
σήμερα είναι κτισμένο το Δημοτικό Σχολείο των Μυσσιρίων.
Το Νεκροταφείο αυτό ήταν μια μικρογραφία
του Γερμανικού, χωρίς όμως, την εξεζητημένη παρουσίασή του. Εκεί είχαν
ταφεί αξιωματικοί και οπλίτες των συμμαχικών δυνάμεων που έπεσαν στο
πεδίο της Μάχης.
Τέλος, υπήρχε και το τρίτο Νεκροταφείο η
εκατόμβη των νεκρών τους οποίους οι Γερμανοί εκτέλεσαν και κατέκαυσαν σε
αντίποινα για την αντίσταση του άμαχου πληθυσμού στη Μάχη της Κρήτης.
Οι εκτελέσεις έγιναν στο διήμερο 23 και
24 Μαΐου από τους αιχμαλώτους που οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει στο
συγκεκριμένο διήμερο.
Τους αιχμαλώτους αυτούς που ήταν και
γυναικόπαιδά τους είχαν κλείσει σε δύο σπίτια στα Μυσσίρια. Το ένα ήταν
το καφενείο του Θεοδώρου Δουλουμπέκη πάνω στην αμαξιτή οδό που σήμερα
είναι αποθήκη κτηνοτρόφων. Δυστυχώς βρίσκεται σε άθλια κατάσταση από
απόψεως αισθητικής και που κανείς αρμόδιος παρά τις κατά καιρούς
οχλήσεις μου δεν προβαίνει σε καμιά ενέργεια καλλωπισμού του χώρου ή
έστω της τοποθέτησης μιας αναμνηστικής πλάκας που να μαρτυρεί το γεγονός
ότι δηλαδή εξήντα τουλάχιστον γυναικόπαιδα ήταν εκεί αιχμαλωτισμένα από
τους Γερμανούς και στις 23 και 24 του Μάη τα οδήγησαν στο εκτελεστικό
απόσπασμα στην Άμμο των Μυσσιρίων.
Επί τέλους που είναι εκείνοι που ωρύονται για την διατήρηση της παράδοσης και μάλιστα της ιστορικής; Ας είναι.
Το δεύτερο σπίτι – στρατόπεδο –
συγκέντρωσης – ήταν το σπίτι του Γιάννη Μελισσουργού που ήταν στην
παραλία. Αυτό το σπίτι όμως σήμερα δεν υπάρχει.
Το διήμερο των εκτελέσεων
Στις 23 και 24 Μαΐου ημέρα Παρασκευή και Σάββατο αντίστοιχα, έγιναν οι ομαδικές εκτελέσεις στην Άμμο των Μυσσιρίων.
Πόσοι, ακριβώς ήταν οι εκτελεσθέντες από
τους Γερμανούς, κανείς δεν το γνωρίζει. Σημασία, όμως, δεν έχει τόσο ο
αριθμός, όσο η βάρβαρη πράξη των απάνθρωπων Ούνων, οι οποίοι δεν
εσεβάστηκαν διεθνείς νόμους και συμβάσεις περί αιχμαλώτων πολέμου και
θέλησαν «δια πυρός και σιδήρου» να κάμψουν την αδάμαστη ψυχή και το
ηρωικό φρόνημα του λαού της Κρήτης.
Έτσι στις 23 του Μάη, ημέρα Παρασκευή και ώρα 5:30΄ έως 6η
απογευματινή, διάλεξαν 36 από τους νεότερους άνδρες που είχαν συλλάβει
προ διημέρου και τους οδήγησαν στην παραλία και με το παράγγελμα αλτ,
έβαλαν συγχρόνως ριπές εναντίον τους με ταχυβόλα όπλα και έτσι εκτέλεσαν
32 και τραυμάτισαν ένα που πέθανε αργότερα από το τραύμα του. Τη στιγμή
της ομαδικής εκτέλεσης και μάλιστα όταν ρίχνονταν οι χαριστικές βολές,
άρχισε το καταιγιστικόν πυρ των όπλων του πυροβολικού ενός τμήματος
Αυστραλών στρατιωτών που βρίχνονταν 500 περίπου μέτρα μακρύτερα. Οι
Γερμανοί ταράχτηκαν και εγκατέλειψαν τους τουφεκιζόμενους προσωρινά.
Έτσι με τη σύγχυση που δημιουργήθηκε διασώθηκαν έρποντες προς την
παραλία οι Μανούσος Μανουσάκης, ο Γιάννης Τερζιδάκης, ο Δημήτρης Λαδιάς
και ο Γιάννης Λαγός που είχε πάρει τη χαριστική βολή στο πρόσωπο και
πέθανε αργότερα.
Την άλλη μέρα το πρωί, πήραν από το
καφενείο του Δουλουμπέκη άλλους 16 μεταξύ των οποίων ήταν και ένας
ενενηντάρης γέροντας και μάλιστα τυφλός και τους εκτέλεσαν με τον ίδιο
τρόπο. Οι εκτελέσεις δυστυχώς συνεχίστηκαν. Οδήγησαν και πάλι περίπου
τριάντα ένα αιχμαλώτους τους οποίους αφού τους εκτέλεσαν αντί να του
θάψουν τους έριξαν μέσα σε ένα πηγάδι και αφού αυτό γέμισε, τους άλλους
τους παράχωσαν γύρω από το πηγάδι.
Έτσι, ή κάπως έτσι τελείωσαν οι ομαδικές
εκτελέσεις του άμαχου πληθυσμού. Τα ονόματα και οι φωτογραφίες των
νεκρών υπάρχουν αλλά παραλείπονται για οικονομία χώρου και χρόνου.
Γράφοντας τον επίλογο των εκτελέσεων μπορούμε να συμπληρώσουμε ότι οι
Ήρωες έπεσαν και θάφτηκαν χωρίς παπά, χωρίς τρισάγιο, χωρίς κερί, χωρίς
λιβάνι, μα όμως στεφανωμένοι με τον Αμάραντο της Δόξας Στέφανο.
Μετά την απελευθέρωση όλες οι εκδηλώσεις
που γίνονταν από την πολιτεία ή όποιους άλλους φορείς, για πολλά χρόνια
είχαν ως επίκεντρο τα Περιβόλια και τον τόπο του θυσιαστηρίου στα
Μυσσίρια. Ό,τι είχε σχέση με εκδηλώσεις από την Πολιτεία ή άλλους φορείς
γίνονταν στο χώρο των Μυσσιρίων. Εκεί με την παρουσία όλων των Αρχών
και της εκκλησίας εκφωνούνταν ο πανηγυρικός της ημέρας ενώ οι εκπρόσωποι
όλων των φορέων υπόσχονταν υποστήριξη και συνεχή συμπαράσταση σε όλα τα
θύματα. Στις εκδηλώσεις αυτές της Μνήμης, όπως τις έλεγαν έπαιρναν
μέρος όλοι οι τοπικοί φορείς αλλά και σχεδόν το σύνολο του λαού. Πολλές
χιλιάδες αριθμούσε το σύνολο του λαού που προσήρχετο για να τιμήσει τους
Ήρωες νεκρούς. Ο Δήμος φυσικά έκανε τις σχετικές προετοιμασίες
ντύνοντας την περιοχή με τα εθνικά χρώματα. Δάφνινες αψίδες ξεκινούσαν
κατά αποστάσεις από το Δημοτικό Σχολείο των Περιβολίων μέχρι τα
Μυσσίρια. Κάτω από τις αψίδες υπήρχαν επιγραφές εθνικού περιεχομένου.
Όπως: «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος» «εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι
περί πάτρης» κ.λπ.
Ένοπλα τμήματα στρατού κατά διμοιρίες, με
πολεμική εξάρτηση καθώς και τμήματα χωροφυλακής και αεροπορίας και κάθε
άλλη αρχή απέδιδαν τιμές.
Αντιπροσωπείες από όλα τα σχολεία της
πόλης, τα Δημοτικά και Γυμνάσια ήταν παρόντα. Στις εκδηλώσεις αυτές, που
ποτέ δεν ονομάστηκαν εορτές, ήταν όλοι παρόντες και όλοι συμμετείχαν
τιμητικά στις εκδηλώσεις.
Σήμερα όμως οι εκδηλώσεις αυτές έχουν
τυποποιηθεί. Έχουν μετονομαστεί σε γιορτές και γίνονται δυστυχώς σχεδόν,
μόνο από τις επίσημες Αρχές με συμμετοχή πολλών ξένων Αυστραλών και
Νεοζηλανδών που πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης.
Η συμμετοχή του κόσμου έχει συρρικνωθεί
στο ελάχιστον. Οι συγγενείς των Νεκρών όλο και χάνονται. Και η νέα
γενιά, λίγο ενδιαφέρεται για τους ηρωισμούς και τα κατορθώματα των
γονιών τους ή των παππούδων τους.
Τελειώνοντας θέλω να ευχηθώ σε όλους τους
λαούς και στην Κρήτη να έχουν πάντοτε ειρήνη και όλοι μαζί να βαδίζουν
το δρόμο της ειρήνης της φιλίας της προόδου και του πολιτισμού.
http://agonigrammi.wordpress.com/2008/05/21/η-μάχη-της-κρήτης-το-1941-στο-ρέθυμνο/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου