Ο Γιάννης Μαρίνος, από τους εγκυρότερους οικονομικούς
σχολιαστές, αρθρογράφος του «Βήματος» και πρώην διευθυντής του «Οικονομικού
Ταχυδρόμου», υπενθυμίζει μερικές από τις εδώ και 25 χρόνια προειδοποιήσεις του
για να μη βρεθούμε στο σημερινό αδιέξοδο.
«Και γιατί δεν μας
γράφετε εσείς ο ίδιος τι έπρεπε να προσέχαμε για να μην πέσουμε στον γκρεμό;».
Με την ερώτηση αυτή με παρότρυνε ο διευθυντής των «ΝΕΩΝ» Χρήστος Μεμής να γράψω
τα όσα ακολουθούν. Προκύπτουν από την ανάγνωση του νέου βιβλίου μου με τον
τίτλο: «Ας προσέχαμε», που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Παπαζήση,
εμπλουτισμένο από ανάλογης εμπνεύσεως ευρηματικά σκίτσα του μοναδικού Κώστα Μητρόπουλου.
Μπορεί τα κείμενα που φιλοξενούνται σε αυτό το βιβλίο να γράφτηκαν πριν από 20
ή και περισσότερα χρόνια, η πραγματικότητα όμως απέδειξε ότι υπήρξαν διαχρονικά
επίκαιρα, αφού και σήμερα διατηρούν την προσγειωτική και παροτρυντική αξία
τους, για να μας διευκολύνουν να αντιληφθούμε γιατί πέσαμε στον γκρεμό της
χρεοκοπίας όπου σήμερα βρισκόμαστε αγκαλιά με τρία Μνημόνια και υπό την
πιεστική καθοδήγηση της τρόικας. Υποδεικνύουν επίσης τι χρειάζεται για να
βρούμε τον δρόμο προς την έξοδο από το σημερινό αδιέξοδο. Ο φιλόξενος χώρος των
«ΝΕΩΝ» επιτρέπει την πολύ περιορισμένη ενδεικτική επιλογή μου που ακολουθεί ως
ερέθισμα για αναζήτηση της αναλυτικότερης τεκμηρίωσης των όσων μου υπαγόρευσε ο
κοινός νους.
Τι θα έπρεπε να
προσέχαμε
Επίμονη και ασταμάτητη
ήταν η υπογράμμιση μου ότι δεν πρέπει να δανειζόμαστε πέρα από τις δυνατότητες
εξόφλησης των δανειζομένων. Αλλά, επίσης, και ότι τα όσα δανειζόμαστε θα έπρεπε να επενδύονται
παραγωγικά ώστε να αυξάνουν τον εθνικό πλούτο και όχι να τα σπαταλάμε για
κατανάλωση και ντόλτσε βίτα.
Υπογραμμίζω ότι η πρώτη σχετική προειδοποίηση έγινε σε άρθρο
μου στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» της 8ης Σεπτεμβρίου 1966(!) με τον τίτλο: «Δανειζόμεθα από το εξωτερνκόν διά να εξοφλούμεν
τα χρέη μας προς το εξωτερικόν και χωρίς παραγωγικήν αξιοποίησιν των δανείων»
(τότε γράφαμε ακόμα στην καθαρεύουσα).
Σε ένα άλλο άρθρο μου στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» της 22ας
Μαΐου 1986, που συμπύκνωσα υπομνηστικά στο «Βήμα» της 23ης Οκτωβρίου 1994,
επισήμαινα: «Αντί να φτιάχνομε νέα εργοστάσια κλείνομε και αυτά που υπάρχουν.
Αντί να εκσυγχρονίζουμε τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις, τις
αφήνουμε βαθμιαία να καταντούν παλιοσίδερα.
Αντί να βελτιώνουμε την παραγωγικότητα μας, επιβραβεύουμε με
κάθε τρόπο την τεμπελιά και τη λούφα.
Αντί να προωθούμε τις εξαγωγές μας με καλά και φθηνά
προϊόντα, υπονομεύουμε την ανταγωνιστικότητά τους με αποτέλεσμα να μην μπορεί
να πουληθεί η ελληνική παραγωγή, ούτε μέσα στην ελληνική αγορά.
Αντί να ενθαρρύνουμε το κέρδος, ώστε να περισσεύουν λεφτά για
νέες επενδύσεις και καλύτερες αμοιβές των εργαζομένων και να αυξάνουν και τα
έσοδα του Δημοσίου από τη φορολόγηση τους, το εμποδίζουμε και το συκοφαντούμε
με κάθε τρόπο με αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των προβληματικών επιχειρήσεων
και τις μαζικές απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα αποκλειστικά (στο Δημόσιο όχι
μόνο δεν γίνονται ποτέ απολύσεις, αλλά αντίθετα ήταν αθρόες οι προσλήψεις για
την εξυπηρέτηση του πελατειακού πολιτικού μας συστήματος).
Αντί να στηρίξουμε με κάθε τρόπο την εγχώρια παραγωγή, την
καταδιώκουμε με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο, διευκολύνοντας έτσι τις εισαγωγές
και την κυριαρχία των ξένων στην ελληνική αγορά. Αντί οι εργατοϋπάλληλοι να
υπερασπίζονται την εθνική παραγωγή μας με την εργατικότητα και με τη συμπαράσταση
τους προς τους ομοεθνείς εργοδότες τους, πολλοί από αυτούς υπονομεύουν με
απεργίες, στάσεις εργασίας, καταλήψεις, κοπάνες, νωθρότητα, τσαπατσουλιά και
συνεχείς εκδηλώσεις μίσους τις ντόπιες παραγωγικές μονάδες (ελλήνων ή και ξένων
επενδυτών) ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στα ξένα εισαγόμενα προϊόντα και στη δική
μας μιζέρια και ανεργία.
Αντί το Δημόσιο να διαχειρίζεται με σύνεση και φειδώ τα έσοδα
από τη φορολογία, τα διασπαθίζει σε καταναλωτικές δαπάνες, σε έργα βιτρίνας, σε
αθρόες προσλήψεις περιττών και υποαπασχολούμενων δημοσίων υπαλλήλων, σε
επιδοτήσεις, χαρίζει ασταμάτητα τα οφειλόμενα σε αυτό και τα ασφαλιστικά ταμεία
και διαιωνίζει την αντιπαραγωγική δομή της δημόσιας διοίκησης και τη χρονοβόρα
και δαπανηρή γραφειοκρατία, ταλαιπωρώντας τους πολίτες και διευκολύνοντας τη
διαφθορά των αρχόντων και των υπαλλήλων τους.
Αντί να ενθαρρύνεται η εισαγωγή νέας τεχνολογίας και η
ευελιξία των επιχειρήσεων (αλλά και του Δημοσίου), ώστε να αποφεύγονται
οικονομικά αδιέξοδα και το μοιραίο κλείσιμο τους, την καταπολεμούμε με τη
διατήρηση εργασιακών σχέσεων που υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα.
Αντί να ενθαρρύνεται η υλική επιβράβευση των προκομμένων και
ευσυνείδητων, επιβάλλεται με κάθε τρόπο το αντίθετο».
Έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα η κατάληξη του άρθρου αυτού: «Αν είναι ακριβές ότι η επιδείνωση της
οικονομικής κατάστασης οφείλεται στα προαναφερθέντα, τότε τι το λογικότερο για
τη θεραπεία του ασθενούς να αρθούν τα αίτια που προκαλούν ή και επιδεινώνουν
την ασθένεια του και να εφαρμοσθεί η αναγκαία θεραπευτική αγωγή για να σωθεί ο
ασθενής; Εκτός αν προτιμούμε να πνιγούμε μαζί με το καταποντιζόμενο σκάφος της
ελληνικής οικονομίας χορεύοντας και τραγουδώντας όπως οι επιβάτες του
"Τιτανικού". Και αυτό σίγουρα θα συμβεί αφού τα σωστικά μέσα ολοένα
και περιορίζονται». Αυτή η πρόβλεψη επαληθεύτηκε δραματικά, όταν ο Γιώργος
Παπανδρέου μάς ενέταξε στη μνημονιακή αγωγή με την επίκληση ότι κινδυνεύει η
χώρα σαν τον «Τιτανικό», όπως τον θυμήθηκε πολύ αργά ο τότε υπουργός
Οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου αυτοπροβαλλόμενος σε ρόλο του σωτήρα της χώρας
μαζί με τον πρωθυπουργό του.
Σε άλλο κείμενο του 1999 επισημαίνεται ένα από τα μείζονα
αίτια αυτής της σημερινής καταστροφής, που δυστυχώς δεν προσέξαμε.
Γράφω: «Στον χώρο της
εκπαίδευσης τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά την μεταπολιτευτική περίοδο
είναι απειράριθμα και συνήθως σε βαθμό κακουργήματος, αφού η "φιλοσοφία" των δήθεν εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων είχε ως
ανομολόγητη πρόθεση την εισαγωγή της ελάσσονος προσπάθειας και στους μαθητές
και κυρίως στους καθηγητές. Αλλεπάλληλες μειώσεις των ωρών μαθήσεως και
διδασκαλίας, κατάργηση κάθε ελέγχου για το συντελούμενο διδακτικό έργο και τα
αποτελέσματα του, νομοθέτηση της κοπάνας των μαθητών (δικαιολόγηση των
αδικαιολόγητων απουσιών) και διευκόλυνση της κοπάνας των καθηγητών, εδραίωση
της παπαγαλίας στη θέση της μετάδοσης των γνώσεων (και ανάδειξη του
φροντιστηρίου ως αναγκαίου για όλους σχεδόν τους μαθητές). Αγραμματοσύνη,
αναξιοκρατία, φυγοπονία και διαφθορά και μάλιστα σε ισχυρές δόσεις πώς να μη
διαμορφώσουν μια κοινωνία παρανομίας και αυτοκαταστροφής, που επιβιώνει ακόμη
(αλλά έως πότε;) με όπλο την αυθαιρεσία, τον εκβιασμό, τη δωροδοκία, την απάτη,
την ελάσσονα προσπάθεια, το βόλεμα, το λάδωμα, την κομπίνα, τον τσαμπουκά και
την απροκάλυπτη βία που της δίνεται και ιδεολογικό επίχρισμα. Προϊόν αυτού του
επικίνδυνου μείγματος είναι η σημερινή νεολαία (οι λαμπρές εξαιρέσεις που
ευδοκιμούν και διαπρέπουν προκύπτουν εναντίον του ρεύματος), οι γονείς της
οποίας διαμόρφωσαν νοοτροπία και πεποιθήσεις με αυτά τα χαρακτηριστικά και
είναι φυσικό να διαπαιδαγωγούν τα παιδιά τους για να γίνουν όμοια τους».
Αυτά είναι μερικά (ελάχιστα) από τα οποία θα έπρεπε να
προσέχαμε για να μη φθάσουμε στο σημερινό τραγικό οικονομικό και κοινωνικό
αδιέξοδο, όπως τεκμηριωμένα επισημαίνονται στο βιβλίο που αποφάσισα να δώσω στη
δημοσιότητα με τη προσδοκία ότι μπορεί η ανάγνωση του να αποδειχθεί χρήσιμη.
"ΤΟ ΒΗΜΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου