ΟΙ
ΔΥΟ ΑΓΑΠΕΣ ΤΟΥ ΓΙΟΧΑΝΕΣ ΜΠΡΑΜΣ
Το
ανολοκλήρωτο πάθος του για την Κλάρα Σούμαν, μετουσιώθηκε σε μουσική που τον
έκανε αθάνατο
ΤΗΣ LILI FOLDES
Όταν ο Γιοχάνες Μπραμς, ο
«πιο Γερμανός από τους Γερμανούς συνθέτες», γεννήθηκε - στις 7 Μαΐου του 1833 -
η μάχη της μουσικής για την ελευθερία του πνεύματος, που είχε εμπνεύσει η
Γαλλική Επανάσταση, είχε ήδη δοθεί από τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Τρέμοντας στη
σκιά του Μεγάλου Δασκάλου - «δεν μπορείτε να φανταστείτε τι σημαίνει ν' ακούς συνέχεια
πίσω σου τα βήματα ενός τέτοιου γίγαντα,» είχε γράψει σε κάποιο φίλο του ο
Μπραμς - το 'κάνε σκοπό της ζωής του να φτάσει αυτόν το γίγαντα και πράγματι,
επιτέλεσε τον μεγάλο άθλο να γράψει εντελώς πρωτότυπη μουσική,
διατηρώντας τις καθιερωμένες μουσικές φόρμες.
Όπως λέει ο Άνταλ Ντορατι,
πρώην μουσικός διευθυντής της Εθνικής Συμφωνικής της Ουάσινγκτων και Conductor Laureate
(Τίτλος απονεμόμενος από τον βασιλέα της Αγγλίας) της Βασιλικής Φιλαρμονικής
Ορχήστρας του Λονδίνου, «υπάρχει μια θαυμαστή αρμονία ανάμεσα στο μουσικό υλικό
του Μπραμς και στον τρόπο που το χειρίζεται - κάτι το σπάνιο. Κανένα από τα έργα
του δεν χρειάζεται ρετουσάρισμα για να προσαρμοστεί, για να «ταιριάζει» στις
σύγχρονες ορχήστρες. Οι συνθέσεις του μοιάζουν να λένε: «Άκου μας ή μη μας
ακούς.» Και είναι γεγονός ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι τις ακούνε. Τα δυο
κοντσέρτα του για πιάνο, το κοντσέρτο του για βιολί, 4 συμφωνίες, πάνω από
διακόσια τραγούδια και ντουζίνες χορωδιακά έργα, καθώς και οι πολυάριθμες
συνθέσεις του μουσικής δωματίου και κομμάτια για πιάνο, έχουν γίνει βασικό
«υλικό» των αιθουσών συναυλιών και ραδιοφωνικών σταθμών όλου του κόσμου.
«Ένας από τους λόγους της
δημοτικότητας του Μπραμς σήμερα, είναι η ουσιαστική μοναξιά των σύγχρονων
ανθρώπων», λέει ο Φέρντιναντ Λάιτνερ, μέχρι πρόσφατα Αρχιμουσικός της Όπερας
της Ζυρίχης. «Ο Μπραμς ήταν κι αυτός μοναχικός άνθρωπος και τούτο διαφαίνεται
μέσα στη μουσική του. Το να μοιράζεται κανείς τη μοναξιά φέρνει ανακούφιση.» Η
μουσική του Μπραμς είναι συχνά νοσταλγική και μελαγχολική, κι ωστόσο η
μελαγχολία της οδηγεί σε μια εσωτερική γαλήνη κι όχι σε βαθιά θλίψη.
Παρ' όλο που ο Μπραμς
μεγάλωσε στο φτωχικό τμήμα του Αμβούργου, η αγάπη των γονιών του για τη μουσική
του έδωσε τη δυνατότητα ν' αναπτύξει νωρίς το ταλέντο του. Ο πατέρας του,
Γιόχαν Γιάκομπ Μπραμς, έπεισε τον περίφημο πιανίστα Όττο Κόσσελ να διδάξει τον
επτάχρονο Γιοχάνες. Τρία χρόνια αργότερα, ο Κόσσελ κατάφερε τον Καρλ Μάρξσεν,
τον πιο φημισμένο δάσκαλο της πόλης, να συνεχίσει την μουσική εκπαίδευση του
μαθητή του. Ο Μάρξσεν διέγνωσε αμέσως το εκπληκτικό ταλέντο του αγοριού κι
άρχισε να του διδάσκει σύνθεση και πιάνο. Μετά από τέσσερα χρόνια σπουδών, η
πρόοδος του Μπραμς ήταν τόσο θεαματική, ώστε όταν πέθανε ο Φέλιξ
Μέντελσον-Μπαρτόλντυ, το 1847, ο Μάρξσεν δήλωσε: «Ένας μεγάλος δάσκαλος της
τέχνης έφυγε, αλλά ο Μπραμς θα αναδειχθεί σ' ακόμα μεγαλύτερον».
Στα είκοσι του χρόνια ο
Μπραμς πραγματοποίησε μια τουρνέ μαζί με τον Ούγγρο βιολονίστα Εδουάρδο Ρέμενυ.
Σε κάποια πόλη, το πιάνο της συναυλίας ήταν κουρδισμένο μισό τόνο κάτω απ' το
απαιτούμενο τονικό ύψος. Αντί ν' αρνηθεί να παίξει, ο Μπραμς μετέφερε, στη
διάρκεια της εκτέλεσης του έργου, όλη τη σονάτα του Μπετόβεν από την Ντο
ελάσσονα, στην Ντο δίεση ελάσσονα. Ο βιρτουόζος του βιολιού Γιόζεφ Γιόακιμ, με
τον οποίο ο Μπραμς συναντήθηκε αργότερα σε κάποια τουρνέ στο Ανόβερο, ένιωσε
δέος μπροστά στη μεγαλοφυία του Γιοχάνες. Οι δυο τους έγιναν αχώριστοι φίλοι
και έδωσαν αναρίθμητα κοντσέρτα στην Γερμανία, Αυστρία και Ελβετία.
Ο Γιόακιμ ήταν εκείνος που
οργάνωσε τη συνάντηση του Μπραμς με το ζευγάρι Ρόμπερτ και Κλάρα Σούμαν, στις
30 Σεπτεμβρίου 1853, στο σπίτι τους στο Ντύσσελντορφ. Όταν άκουσε τον Μπραμς να
παίζει τη σονάτα του για πιάνο No. 1 σε Ντο Μείζονα, ο Σούμαν έγραψε στο
έγκριτο μουσικό περιοδικό του Neue Zeitschriftfur Musik (Νέα Μουσικά Χρονικά):
«Μεταμόρφωσε το πιάνο σε ορχήστρα, αποσπώντας του έναν ανείπωτο πλούτο
νοσταλγικών και χαρούμενων ήχων, παρασύροντας μας όλο και πιο βαθιά μέσα στον
μαγικό του κόσμο». Σε κάποιο γράμμα του στον Γιόακιμ, ο Σούμαν χαρακτήρισε το
νεαρό μεγαλοφυή μουσικό με την εξής φράση: «Αυτός που έπρεπε να 'ρθεί.»
Ο Μπραμς εντυπωσιάστηκε
από την υποδοχή του συνθέτη κι ακόμα περισσότερο
από την όμορφη 34χρονη Κλάρα Σούμαν, διάσημη πιανίστα και μητέρα έξι παιδιών.
Πέντε μήνες αργότερα, ενώ
ο Γιοχάνες βρισκόταν σε τουρνέ, ο Ρόμπερτ Σούμαν ρίχτηκε στον Ρήνο από μια
γέφυρα του Ντύσσελντορφ. Διασώθηκε, αλλά κλείστηκε στο ψυχιατρικό άσυλο του
Έντενιχ, κοντά στην Βόννη. Βαθιά αναστατωμένος, ο Μπραμς έτρεξε στο
Ντύσσελντορφ να παρηγορήσει την Κλάρα που περίμενε το έβδομο παιδί της. Καθώς
οι μήνες περνούσαν, χωρίς σημάδι βελτίωσης από το Έντενιχ, τα αισθήματα του
Μπραμς για την Κλάρα μεταλλάξανε από βαθύ θαυμασμό σε έρωτα...
Η Κλάρα, απ' ό,τι
φαίνεται, βρήκε μεγάλη παρηγοριά στην αφοσίωση του, κατά 14 χρόνια νεώτερου
της, Μπραμς. Η ανάγκη, ωστόσο, της εξεύρεσης πόρων για να συντηρήσει τα παιδιά
της την ανάγκαζε να πραγματοποιεί εξαντλητικές περιοδείες, ενώ κι ο Μπραμς, απ'
τη δική του πλευρά, έπρεπε κι αυτός να κερδίζει τη ζωή του με τον ίδιο τρόπο.
Έτσι, μόνο περιστασιακά κατάφερναν να περνούν λίγο χρόνο μαζί.
Όταν πέθανε ο Σούμαν, στις
29 Ιουλίου 1856, χωρίς ποτέ ν' ανακτήσει την πνευματική του υγεία, ο Μπραμς
χρειάστηκε να δώσει αγωνιώδη μάχη ανάμεσα στον έρωτα του και στην εσώτερη
λαχτάρα του για ανεξαρτησία. Η Κλάρα, εξ άλλου, ένιωθε πως δεν μπορούσε να
φορτώσει το νεαρό μεγαλοφυή συνθέτη με το βάρος μιας συζύγου και επτά
παιδιών... Έτσι, ο Μπραμς άρχισε να διοχετεύει το καταπιεσμένο του πάθος στις
συνθέσεις του, κυρίως στο Κοντσέρτο για Πιάνο No. 1 σε Ρε Ελάσσονα. Σήμερα, το
πρώτο αυτό μεγάλο ορχηστρικό έργο του Μπραμς αποτελεί ένα από τα πιο προσφιλή
κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα σ' όλον τον κόσμο. Κι ωστόσο, όταν πρωτοπαίχτηκε
στην Λειψία στις 27 Ιανουαρίου 1859, ξεσήκωσε θύελλα επικρίσεων. Το άλλο πρωί,
ο Μπραμς έγραψε στο φίλο του Γιόακιμ: «Δεν ενοχλήθηκα καθόλου. Στην
πραγματικότητα, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί. Έτσι αναγκάζεται
κανείς να σκεφτεί, και αυτό μεγαλώνει το κουράγιο του». Δυο μήνες αργότερα, στο
Αμβούργο, το ίδιο Κοντσέρτο γνώρισε λαμπρή επιτυχία και οι κριτικές που
γράφτηκαν αποζημίωσαν τον Μπραμς.
Clara Schumann
Όση όμως παρηγοριά κι αν
έβρισκε στη μουσική του, ο μόλις 25 χρονών Γιοχάνες ήταν δυστυχισμένος μέσα στη
μοναξιά του. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι το καλοκαίρι του 1858,
ξεμυαλίστηκε με την Αγκάθα φον Σήμπολντ, τη νεαρή όμορφη κόρη ενός καθηγητή στο
Πανεπιστήμιο του Γκέττινγκεν. Αναγγείλανε τους αρραβώνες τους. Τότε,
εμφανίστηκε στο Γκέττινγκεν η Κλάρα, κι ο Μπραμς διέλυσε τους αρραβώνες, χωρίς
καμιά εξήγηση. Στο Σεξτέτο του για Έγχορδα No. 2 σε Σολ Μείζονα, έργο 36,
σύνθεση του 1865, ένα από τα μουσικά θέματα είναι βασισμένο πάνω στις νότες
A-G-A-H-E της γερμανικής κλίμακας (δηλ. Λα, Σολ, Λα, Σι, Μι της δικής μας
κλίμακας). Έτσι ο Μπραμς λυτρώθηκε από τη σκέψη της Αγκάθα.
Η Κλάρα παρέμεινε κυρίαρχη
των λογισμών και της καρδιάς του, η σχέση τους όμως εξελίχθηκε βαθμηδόν σε
απόλυτα καλλιτεχνική φιλία, όχι λιγότερο έντονη. Ο Μπραμς της έστελνε ως και την
τελευταία νότα που έγραφε, ζητώντας τη γνώμη της. Δεκαετίες αργότερα, της
εξομολογήθηκε σε κάποιο γράμμα του: «Κάτω από τα καλύτερα μουσικά μου θέματα θα
'πρεπε να γράψω: "της Κλάρας Σούμαν!" Όποτε σκέπτομαι τον εαυτό μου,
τίποτα καλό, κι ακόμα περισσότερο τίποτα ωραίο δεν βγαίνει από μέσα μου».
Στα 35 του, ο Γιοχάνες
εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Βιέννη κι άρχισε ν' αποτραβιέται όλο και πιο πολύ,
αποζητώντας την απομόνωση για να μπορεί να συνθέτει. Δεν είναι περίεργο που
πολλές αφηγήσεις γύρω απ' αυτόν τον εμφανίζουν σαν πικρόχολο γεροντοπαλίκαρο.
Όταν κάποτε, για παράδειγμα, κάποιος συνθέτης που ο Μπραμς τον θεωρούσε εντελώς
ατάλαντο, του έστειλε τη μουσική του, ο Μπραμς του έγραψε σε απάντηση:
«Αναρωτιέμαι που αγοράζετε αυτό το υπέροχο χαρτί...»
Οι γελοιογράφοι έβρισκαν
πλούσιο υλικό για τα σκίτσα τους στην πυκνή γενειάδα του, το ατημέλητο ντύσιμο
του και τη συνήθεια του να περπατάει με τα χέρια πίσω απ' την πλάτη του. Ο
Μπραμς θεωρούσε το κολάρο περιττό, κι όταν κάποτε τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο
του Λεοπόλδου, μια υψηλή αυστριακή τιμητική διάκριση, οι φίλοι του του σκάρωσαν
ένα τραγουδάκι: «Τώρα έχει κάτι να φοράει στο λαιμό του, μα - αλλοί - όχι το κολάρο
το δικό του».
Κάτι τέτοια πειράγματα δεν
τον ενοχλούσαν. «Μια ωραία μελωδία που γεννιέται στο μυαλό μου, με κάνει πιο
ευτυχισμένο από το Μεγαλόσταυρο του Λεποπόλδου», έλεγε ο ίδιος, «και το να
μπορώ να γράψω μια συμφωνία, έχει για μένα περισσότερη αξία απ' όλες τις
τιμητικές διακρίσεις».
Όταν έμαθε το θάνατο της
Κλάρας, ήταν ακόμα ένας ρωμαλέος άντρας, στα 63 του. Επιβιβάστηκε αμέσως στο
τραίνο, για να φτάσει μετά από ταξίδι 40 ωρών στην Βόννη, όπου θα γινόταν η
κηδεία. Πάνω από τον τάφο της, εξομολογήθηκε σ' ένα φίλο: «Ήταν το μόνο πλάσμα
που αγάπησα πραγματικά».
Στην επιστροφή του, οι
φίλοι του παρατήρησαν μια παράξενη κιτρινωπή χροιά στο δέρμα του. Η διάγνωση
ήταν «ελαφρά μορφή ίκτερου». Πέρασαν βδομάδες, αλλά η υγεία του δεν καλυτέρευε
και οι γιατροί του έκρυβαν την αλήθεια: είχε καρκίνο στο συκώτι.
Οι τελευταίες του
συνθέσεις, τα «Τέσσερα Σοβαρά Τραγούδια» και τα «Έντεκα Χορικά Πρελούδια»
(συμπεριλαμβανομένου και του συγκλονιστικού «Ω, Κόσμε, πρέπει να σ'
αφήσω»)είναι η απόδειξη, ωστόσο, ότι γνώριζε το τέλος που πλησίαζε.
Απελπιστικά άρρωστος,
παρακολούθησε την εκτέλεση της 4ης Συμφωνίας του σε Μι Ελάσσονα στην Μεγάλη
Αίθουσα Συναυλιών της Βιέννης. Το ακροατήριο επιφύλαξε στο έργο του μια
συναρπαστική υποδοχή. Κι όταν ο μαέστρος Χανς Ρίχτερ έδειξε προς το θεωρείο
όπου καθόταν ο Μπραμς, έγινε πραγματικό πανδαιμόνιο. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι,
πολλοί μάλιστα πάνω στα καθίσματα τους, φωνάζοντας, χειροκροτώντας και
κουνώντας μαντήλια. Οι γυναίκες έκλαιγαν καθώς ο Μπραμς προχωρούσε μπροστά, για
να υποκλιθεί στο κοινό, πάλι και πάλι. Κι αυτό ήταν το ύστατο χαίρε.
Ο Γιοχάνες Μπραμς πέθανε
στις 3 Απριλίου 1897. Η πόλη της Βιέννης τον κήδεψε όπως θα άρμοζε σε βασιλιά.
Έξι μαύρα άλογα έσυραν την ανθοσκέπαστη νεκροφόρο. Αναπαύεται από τότε στο
Κεντρικό Νεκροταφείο της Βιέννης, πλάι στον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Η σκιά του
γίγαντα δεν βαραίνει πια πάνω στον Μπραμς, αφού κι οι δυο τους έχουν πάρει, εδώ
και καιρό, το δρόμο για την αθανασία, πλάι πλάι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου