Ιάπωνες ναύτες παρελαύνουν πριν την εισβολή στην Κίνα 1938
Η
Κίνα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο Λιν Πιαο
Λιν
Πιάο ο λησμονημένος νικητής της μάχης του Πινγκ Ξινγκ Γκουαν στον Β΄Παγκόσμιο
Πόλεμο.
Καλοκαίρι
του 1937, ο Λιν Πιάο συντρίβει τους Ιάπωνες στα βουνά του Σανξί - «Λιν ο
ισχυρός» και όμως ο «μεγάλος τιμονιέρης Μάο» διατυμπανίζει: «Φοβάται και τη
γυναίκα του» - Η απόπειρα κατά του Μεγάλου Αρχηγού και ο θάνατός του κατά την
συντριβή του αεροπλάνου που τον μετέφερε στη Σοβιετική Ένωση.
Γράφει ο Ilario Fiore
ΠΡΙΝ από μισό αιώνα, το
καλοκαίρι του 1937, έγινε η ιαπωνική επίθεση στην Κίνα. Στην πραγματικότητα, οι
επιθετικές διαθέσεις των Ιαπώνων άρχισαν να εκδηλώνονται έξι χρόνια πριν, τον
Σεπτέμβριο του 1931, με το περίφημο επεισόδιο της Μαντζουρίας, γνωστό και ως
«επεισόδιο του Μούκδεν». Η ανατίναξη του τραίνου από Ιάπωνες μυστικούς
πράκτορες, που κατηγόρησαν τους Κινέζους για την εγκληματική απόπειρα,
χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση όχι μόνο στο Μούκδεν (το σημερινό Τσεν Γιανγκ) αλλά
και στη Σαγκάη τον Δεκέμβριο του 1932.
Η αυτοκρατορία του
Ανατέλλοντος Ηλίου, μετά το επεισόδιο της Μαντζουρίας, εγκατέστησε το κράτος -
ανδρείκελο του Μαντσουκούο και προετοιμάσθηκε για την τελική επίθεση εναντίον
της Κίνας, όπως προέβλεπε το σχέδιο του ναυάρχου Τόγιο, το οποίο αποσκοπούσε
στην κατάκτηση της Ασίας και στην εξαφάνιση της αμερικανικής παρουσίας στον
Ειρηνικό. Για την επίθεση κατά της Κίνας και την κατάληψη της, χρησιμοποιήθηκε
ένα άλλο πρόσχημα, που έμεινε στην Ιστορία ως «επεισόδιο της γέφυρας Μάρκο
Πόλο» του Πεκίνου.
Το σχέδιο άρχισε να
μπαίνει σε εφαρμογή στην ιαπωνική πρεσβεία του Πεκίνου, της «πρωτεύουσας του
Βορρά», που τότε ονομαζόταν Πεϊπίνγκ. Το 1912, μετά την πτώση της δυναστείας
των Τσινγκ, ο Σουν Γιατ Σεν είχε διαλέξει ως πρωτεύουσα της εθνικιστικής
κυβερνήσεως το Νανκίν («πρωτεύουσα του Νότου») και η έδρα της είχε παραμείνει
εκεί και μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Τσανγκ Κάι Σεκ.
Στη «συνοικία των
πρεσβειών» του Πεκίνου, εκεί ακριβώς που έγινε, το 1900, η εξέγερση των
Μπόξερς, η οποία κράτησε 55 ημέρες, τη μεγαλύτερη δραστηριότητα ανέπτυσσαν
Ιάπωνες και Ρώσοι. Οι χώρες τους, επί έναν αιώνα σχεδόν, κατατεμάχιζαν την
παρακμασμένη Κινεζική Αυτοκρατορία και συνέχιζαν, χρησιμοποιώντας ως όργανα το
ανίσχυρο καθεστώς του Κουομιτάνγκ και τους «πολέμαρχους», την πολιτική της
καταπιέσεως και της εκμεταλλεύσεως.
Οι οκτώ ξένες δυνάμεις
διατηρούσαν στο Πεκίνο φρουρές, αλλά η ιαπωνική ήταν η πιο ισχυρή, και βαθμιαία
ενισχυόταν με στρατεύματα που κατέβαιναν από τη Μαντζουρία. Τον Ιούνιο, οι
Ιάπωνες άρχισαν μια σειρά προκλήσεων στην περιφέρεια του Πεκίνου, ιδίως στην
περιοχή της Ουανπίνγκ, μιας μικρής πόλεως νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας, πέρα από
τον ποταμό Λου Γκου, που περνά κάτω από τη γέφυρα του Μάρκο Πόλο, ή Λουγκού
Κιάο, όπως τον ξέρουν οι σημερινοί Κινέζοι.
Στρατιώτες του Κουομιτάνγκ
Τη νύχτα της 7ης Ιουλίου
1938, με την πρόφαση ότι εξαφανίστηκε ένας στρατιώτης τους, οι Ιάπωνες ζήτησαν
να μπουν στην Ουανπίνγκ, για να κάνουν έρευνα, και συγχρόνως απαίτησαν την
αποχώρηση της κινεζικής φρουράς από την περιοχή. Η στρατιωτική διοίκηση του
Κουομιτάνγκ απέρριψε τις αξιώσεις και αμέσως μετά άρχισε ο βομβαρδισμός της
Ουανπίνγκ και της γέφυρας Μάρκο Πόλο. Η στρατιωτική διοίκηση του Κουομιτάνγκ έδωσε
διαταγή στις μονάδες του 29ου Σώματος Στρατού να μην απαντήσουν, αλλά οι
στρατιώτες αντέδρασαν βίαια και επιχείρησαν να περάσουν τον ποταμό και να
κατευθυνθούν στο Πεκίνο. Αυτό περίμεναν και οι Ιάπωνες. Έτσι, τη νύχτα της 7ης
Ιουλίου, άρχισε η επίθεση εναντίον της Κίνας με τη συγκεκριμένη διαταγή να
καταληφθούν όλες οι ακτές από την Κίτρινη θάλασσα ως την Καντώνα.
Την άλλη μέρα, το Κινεζικό
Κομμουνιστικό Κόμμα, απηύθυνε, μαζί με το Ηνωμένο Προοδευτικό Μέτωπο, εθνικό
προσκλητήριο με σύνθημα «να σώσουμε την πατρίδα και να αντισταθούμε στους
Ιάπωνες». Δέκα μέρες αργότερα, ο στρατάρχης Τσανγκ Κάι Σεκ, που παραθέριζε στη
Λουσάν, στα βουνά νοτίως του
Γιανγκ Τσε, εκφώνησε πύρινο λόγο
εναντίον της Ιαπωνίας, υπακούοντας στο λαϊκό αίτημα. Τον Δεκέμβριο του
προηγούμενου χρόνου δύο από τους στρατηγούς του τον απήγαγαν («επεισόδιο του
Ξιαν») και τον υποχρέωσαν, προτού τον αφήσουν ελεύθερο, να ταχθεί στο πλευρό
του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Κόκκινου Στρατού, εναντίον των Ιαπώνων.
Ο Σινοϊαπωνικός Πόλεμος
διήρκεσε ως τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας, τον Αύγουστο του 1945, και στοίχισε
περισσότερα από 20 εκατομμύρια νεκρούς στον κινεζικό λαό, συμπεριλαμβανομένων
και των 340.000 θυμάτων της άγριας σφαγής του Νανκίν.
Οι Ιάπωνες είχαν, στην
αρχή, δύο αντικειμενικούς σκοπούς: να κατηφορίσουν κατά μήκος της ακτής ως τη
Σαγκάη για να μπουν στο λεκανοπέδιο του Γιανγκ Τσε και να διεισδύσουν από το
Πεκίνο προς τα δυτικά, πέρα από το Σανξί, στην Κοιλάδα του Κίτρινου Ποταμού.
Κινεζικά εθνικιστικά στρατευματα στην μάχη
Στις αρχές Σεπτεμβρίου,
έπειτα από δύο μήνες μόλις, τα ιαπωνικά
στρατεύματα υπό τη διοίκηση του στρατηγού Ματσούι βρίσκονταν σε απόσταση
βολής από τη Σαγκάη και από την πόλη Ντατόνγκ της επαρχίας Σανξί, στα σύνορα με
το Χεμπέι, την επαρχία του Πεκίνου. Για την άμυνα της Σαγκάης, της μεγαλύτερης
κινεζικής πόλεως, που ήταν οικονομικό και χρηματιστηριακό κέντρο, και δεύτερη
στην Ασία μετά το Τόκιο, η εθνικιστική κυβέρνηση συγκέντρωσε δυο ομάδες Σωμάτων
Στρατού με σύνολο 230.000 ανδρών, ό,τι καλύτερο μπορούσε να διαθέσει εκείνη τη
στιγμή το Γενικό Επιτελείο του Νανκίν.
Οι Ιάπωνες δεν είχαν
αριθμητική υπεροχή, αλλά διέθεταν το πλεονέκτημα της απόλυτης αεροναυτικής
κυριαρχίας, ενώ η ανίσχυρη αεροπορία του Τσανγκ Κάι Σεκ ήταν ανίκανη να αντέξει
στην αντιπαράθεση. Τραγικά περιστατικά, όπως εκείνο που συνέβη τον Αύγουστο,
ανάγκασαν τους Κινέζους να προβάλουν απελπισμένη αντίσταση. Ένα σμήνος από
«Γαλάζια βέλη» (κινέζικα αεροπλάνα), που έπρεπε να επιτεθεί εναντίον εχθρικού
πλοίου στις εκβολές του Γιανγκ Τσε έριξε κατά λάθος τις βόμβες του ακριβώς στο
κέντρο της πόλεως, και έπληξε το μεγαλύτερο κατάστημα στην οδό Νανκίν με
απολογισμό 2.000 νεκρούς.
Το Κουομιτάνγκ απέκρουσε
την πρώτη απόπειρα εισβολής των Ιαπώνων στο Μπαοσάν, στη συμβολή του Χουάνγκ
Που, του ποταμού της Σαγκάης, με τον Γιανγκ Τσε, τον ίδιο μήνα, Αύγουστο. Έτσι,
επέτυχε να κρατήσει τους Ιάπωνες 35 χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο, ρίχνοντας
στη μάχη το ένα τρίτο των δυνάμεων του, δηλαδή τις 60 από τις 180 μεραρχίες του
εθνικιστικού στρατού, περίπου 400.000 άνδρες. Οι Ιάπωνες επιχείρησαν τότε
δεύτερη απόβαση νοτίως της πόλεως, στο Γιν Τσαν, στον Κόλπο του Χανγκτσού, με
δύο μεραρχίες, που κατευθύνθηκαν βορειοδυτικά στην επαρχία Σουνγιάνγκ, για να
κλείσουν σε λαβίδα τα στρατεύματα του στρατάρχη. Ο στρατηγός Ματσούι
χρησιμοποίησε έξι σώματα στρατού με σύνολο 200.000 ανδρών, το ήμισυ των ιαπωνικών
στρατευμάτων, και παρά την πείσμονα αντίσταση, οι Ιάπωνες μπήκαν στη
Σαγκάη το απόγευμα της 12ης Νοεμβρίου.
Ολοκαύτωμα του Νανκίν και το
μεγαλύτερο Ιαπωνικό έγκλημα όλου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου
Χωρίς να χάσει καιρό το
νέο ιαπωνικό γενικό επιτελείο, που είχε εγκατασταθεί στη Σαγκάη, έστειλε
τέσσερις φάλαγγες στην κοιλάδα του Γιανγκ Τσε, για να φτάσουν στο Νανκίν, το
οποίο κατελήφθη ένα μήνα αργότερα, στις 18 Δεκεμβρίου. Στο Νανκίν έγινε και το
μεγαλύτερο έγκλημα όλου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου: η εθνική πρωτεύουσα
της Κίνας που είχε ένα εκατομμύριο κατοίκους, έχασε το ένα τρίτο του πληθυσμού
της σε πέντε εβδομάδες, 190.000 σε μαζικές εκτελέσεις και 150.000 σε μικρότερες
σφαγές και ατομικές δολοφονίες.
Ο Τσανγκ Κάι Σεκ διέφυγε
στο Βουχάν και μετέφερε την έδρα της κυβερνήσεως στην προσωρινή πρωτεύουσα,
Τσουνγκ Τσινγκ, στην άνω πεδιάδα του Κυανού Ποταμού (Γιανγκ Τσε), όπου έμεινε
επτά χρόνια. Επέστρεψε στο Νανκίν μόνο μετά τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας. Από
τη Σαγκάη, οι ιαπωνικές φάλαγγες προήλασαν προς τα δυτικά και σταμάτησαν μόνο
όταν έφτασαν στο Χανκόου και το Βουτσάνγκ, που αποτελούν το σημερινό Βουχάν
στις όχθες του Γιανγκ Τσε, σε απόσταση 1.500 χιλιομέτρων ενώ, κατεβαίνοντας
προς Νότον, κατέλαβαν την Καντώνα, 1.800 χιλιόμετρα από τη Σαγκάη, τον
Σεπτέμβριο του 1938. Τον ίδιο χρόνο, επίσης, ολοκλήρωσαν την κατάληψη των δύο
μεγαλυτέρων νησιών, της Ταϊβάν (Φορμόζας) και της Χαϊνάν.
Οι τρεις ανώτατοι Ιάπωνες
αξιωματικοί, αυτοί που διέταξαν τη σφαγή του Νανκίν, συνήλθαν σε σύσκεψη στις
αρχές Σεπτεμβρίου στην ιαπωνική ναυαρχίδα στα ανοιχτά της Σαγκάης. Ήταν (όπως
είναι γνωστοί με τα κινεζικά τους ονόματα) ο ανώτατος διοικητής Γιονγκ Γιε
Ξιουσέν (Ματσούι), ο αρχηγός του στρατού Σουν Γινγκ Σικέν και ο διοικητής των
αεροναυτικών δυνάμεων Τσανγκ Γκουτσουάν Τσινγκ. Μια έκθεση της ιαπωνικής
μυστικής αστυνομίας και της φοβερής ιαπωνικής
αντικατασκοπίας, θεωρούσε
ασήμαντη την επιχειρησιακή ικανότητα του Κόκκινου Στρατού. Περίπου 40.000
άνδρες, οι επιζήσαντες της Μεγάλης Πορείας, που είχε τερματισθεί στο Γιανάν τον
Οκτώβριο του 1935, άθλια εξοπλισμένοι, χωρίς βαρύ οπλισμό, είχαν σχηματίσει,
όπως το Όγδοο Σώμα Στρατού, μονάδες ανταρτών και κρύφθηκαν στα βουνά του Σανξί
και στα σπήλαια του οροπεδίου. Δεν αποτελούσαν όμως σοβαρό κίνδυνο για το
ιαπωνικό Γενικό Επιτελείο.
Και, πράγματι, στον Βορρά,
η πρώτη φάση της εκστρατείας προχωρούσε σύμφωνα με τα σχέδια. Οι Ιάπωνες, που
είχαν γίνει κύριοι της Μαντζουρίας και του βορειοανατολικού τμήματος της Κίνας
ως τα σύνορα με την Κορέα, κατέβηκαν εύκολα στο Πεκίνο και σχεδίαζαν να
επιτεθούν στην Κεντρική Κίνα, αφού εγκατέστησαν διοίκηση στην εσωτερική
Μογγολία με δύο βάσεις στο Χοχότ και στο Τσανγκ Γιακού, που ήταν τα προπύργια
των τοπικών «πολεμάρχων», που κατελήφθησαν με σχετική ευκολία.
Κατά την προέλαση τους
προς τα νοτιοδυτικά, οι Ιάπωνες, για να μπουν στο Σανξί, θα έπρεπε να
καταλάβουν το Ντατόνγκ, το βόρειο άκρο της επαρχίας, και από εκεί να
ακολουθήσουν τη σιδηροδρομική γραμμή που οδηγούσε στο Ταϊγιουάν, 400 χιλιόμετρα
προς Νότον. Την ίδια γνώμη είχε και ο τοπικός «πολέμαρχος» Γιανγκ Ξι Σαν, που
ήταν και κυβερνήτης του Κουομιτάνγκ στην επαρχία Σανξί. Αυτοί οι «πολέμαρχοι»,
που ο Τσανγκ Κάι Σεκ είχε πολεμήσει πριν από δέκα χρόνια κατά την εκστρατεία
στη Βόρεια Κίνα με την υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος, στην πραγματικότητα
δεν είχαν εκλείψει. Ο στρατάρχης τους είχε απλώς εντάξει στον στρατό του
Κουομιτάνγκ και τους έκανε όλους στρατηγούς, όπως στην περίπτωση του Φου Τσε
Γι, που τον ονόμασε αμέσως αρχηγό του γενικού επιτελείου του.
Ο «πολέμαρχος» του Σανξί,
Γιαν Ξι Σαν, που είχε γίνει κι αυτός στρατηγός, διοικούσε την επαρχία σαν
προσωπικό του φέουδο. Αντιπροσώπευε την κυβέρνηση του Νανκίν μόνο θεωρητικά.
Είχε κατασκευάσει τις σιδηροδρομικές γραμμές με περιορισμένο πλάτος, ώστε τα
τραίνα από το Πεκίνο και από τον Νότο να μην μπορούν να περάσουν. Έλεγε ότι το
Σανξί, με τη διπλή οροσειρά προς τα ανατολικά, στα σύνορα του Χεμπέι, και τον
Κίτρινο Ποταμό προς τα δυτικά, που αποτελούσε το σύνορο με το Σανξί, την
ομώνυμη επαρχία, με πρωτεύουσα το Ξιαν, ήταν σχεδόν αυτόνομη, αν όχι ανεξάρτητη
χώρα. Η ιαπωνική στρατιωτική απειλή απέδειξε δυστυχώς το αντίθετο.
Διαψεύσθηκαν ακόμη και οι
προβλέψεις του Γιανγκ ότι ο εχθρός θα πραγματοποιούσε ελιγμό, για να μπει στο
Σανξί. Οι άνδρες της στρατιάς του Ιτάγκι, ή Μπάι Γιουάν, όπως ήταν γνωστός στα
κινεζικά, δεν επιτέθηκαν στο Ντατόνγκ, αλλά ακολούθησαν την οροσειρά Χενσάν
προς Νότον προκειμένου να βρουν το πέρασμα για το οροπέδιο στα όρια του οποίου
βρίσκεται η πρωτεύουσα της επαρχίας Ταϊγιουάν.
Μετά τα όρη Χενσάν ακολουθεί η οροσειρά Τάι
Χανγκσάν, που ολοκληρώνει τα φυσικά σύνορα με την επαρχία του Πεκίνου και του
Σανξί. Σ' αυτή την περιοχή, ανάμεσα στις δυο οροσειρές, σε μήκος 400
χιλιομέτρων, υπάρχουν μόνο δύο βατά περάσματα, το Πινγκ Ξινγκ Γκουάν και το
Γιαν Μεν Γκουάν. Ο Γιανγκ Ξι Σαν είχε συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος των
στρατευμάτων του με μια δεύτερη, πολύ περιορισμένη γραμμή αμύνης, στις δύο
νότιες διαβάσεις για να υπερασπισθεί την Ντατόνγκ. Ήταν θανάσιμο σφάλμα γιατί
επέτρεψε στους Ιάπωνες να καταλάβουν το Σανξί, που αποτελούσε στρατηγικό κόμβο
για την εκστρατεία κατακτήσεως του δυτικού τμήματος της χώρας, όπου η διοίκηση
του Τόκιο ήξερε ότι ήταν συγκεντρωμένες οι αντάρτικες δυνάμεις του Μάο.
Ο Λιν Πιάο με τον Μάο Τσε Τουνγκ το 1966.
Όμως ο Κόκκινος Στρατός
έδωσε στους Ιάπωνες ένα γερό μάθημα στην ιστορική μάχη του Πινγκ Ξινγκ Γκουάν. Αυτή
η μάχη υπήρξε ένα από τα κυριότερα περιστατικά του Σινοϊαπωνικού πολέμου κατά
τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ασφαλώς το πιο σημαντικό γεγονός για τον
πρωταγωνιστή του, για τη σταδιοδρομία του και για το μέλλον του ως πολιτικού
ηγέτη της Κίνας: τον Λιν Γιου Ρουνγκ,
που είναι περισσότερο γνωστός ως Λιν
Πιάο. Το βαπτιστικό του όνομα,
Γιου Ρουνγκ σημαίνει άνθρωπο
μορφωμένο, ενώ Πιάο σημαίνει γερός, δυνατός, βίαιος.
Έτσι, το πολεμικό ψευδώνυμο Λιν Πιάο ερχόταν σε αντίθεση
με τη φύση του ανθρώπου, που ήταν εκ φύσεως λεπτόκαμωμένος και
συνεσταλμένος. Αλλά τον Σεπτέμβριο του 1937, ο νεαρός (μόλις είκοσι
εννέα ετών) διοικητής της 115ης
Μεραρχίας της Όγδοης Στρατιάς θα κατακτήσει στο πεδίο της μάχης τα γαλόνια του
και θα γίνει μετά είκοσι χρόνια ο υπ' αριθμόν ένα στρατιώτης του Λαϊκού
Απελευθερωτικού Στρατού, υπουργός Αμύνης και διάδοχος του Μάο.
Στο κεφάλαιο για τη μάχη
του Πινγκ Ξινγκ Γκουάν κατά τον δεύτερο Σινοϊαπωνικό Πόλεμο, όπως εξιστορείται
σήμερα από την Κινεζική
Εγκυκλοπαίδεια και τα επίσήμα στρατιωτικά εγχειρίδια, το όνομα του «προδότη» πλέον
Λιν Πιάο, φυσικά και δεν αναφέρεται.
Οι νέες γενεές, επομένως,
μελετώντας την ιστορία του πολέμου 1937-1945, μαθαίνουν ότι η επική 115η
Μεραρχία πρωταγωνίστησε στη μάχη του Πινγκ Ξινγκ Γκουάν. Αλλά το όνομα του
διοικητή αποσιωπάται και αναφέρεται μόνο το όνομα του πολιτικού επιτρόπου Νιε
Ρονγκζέν. Παρά τον προσωρινό, όμως, πέπλο σιωπής που καλύπτει τον Λιν Πιάο, η
ήττα των Ιαπώνων στο Πινγκ Ξινγκ Γκουάν συνδέεται με τη στρατιωτική μεγαλοφυΐα
και το φυσικό θάρρος του πραγματικού της πρωταγωνιστή.
Chiang Kai-shek και Mao Tse Tung
Όσα έγιναν στις 25 Σεπτεμβρίου
1937 επιβεβαιώνουν τη γνώμη του ιστορικού.
Μετά τη λήξη της
περιπετειώδους Μεγάλης Πορείας, οι άνδρες που επέζησαν 40-50 χιλιάδες συνολικά,
σχημάτισαν το Όγδοο Σώμα Στρατού υπό τη διοίκηση του στρατάρχη Τσου Ντε. Η
διοίκηση μιας από τις τρεις μεραρχίες ανατέθηκε στον νεαρό Λιν Πιάο, που είχε
ήδη διακριθεί κατά τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο εναντίον του Κουομιτάνγκ, για την
ετοιμότητα και την επινοητικότητα του. Οι εθνικιστές είχαν υποστεί μια αιματηρή
ήττα στο Γιανξί, από το τάγμα του Λιν Πιάο χάρη σε ένα από τα συνηθισμένα
τεχνάσματα του διοικητή του. Γνωρίζοντας ότι τα στρατεύματα του Τσανγκ Κάι Σεκ,
που τους καταδίωκαν, είχαν έλλειψη τροφίμων, ο Λιν Πιάο συγκέντρωσε ρύζι και
άλλα τρόφιμα σε ένα χωριό που είχε επιλεγεί ως κατάλληλο στρατηγικά, με τρόπο,
όμως, ώστε η φήμη να φτάσει στα αυτιά των εθνικιστών. Οι τελευταίοι έσπευσαν,
αλλά δεν πρόλαβαν να απολαύσουν το πλούσιο φαγητό· δέχθηκαν επίθεση και
διασκορπίστηκαν από τους άνδρες του Λιν Πιάο, που κι αυτοί έσπευσαν να πάρουν
στην κατοχή τους όχι μόνο τα όπλα που είχαν εγκαταλείψει οι άνδρες του Τσανγκ
Κάι Σεκ, αλλά και το φαγητό.
Ανάλογο τέχνασμα
χρησιμοποίησε ο Λιν Πιάο και στην περίπτωση των Ιαπώνων. Γνωρίζοντας ότι το
Ντατόνγκ δεν είχε καταληφθεί, αποφάσισε να μετακινήσει αμέσως τη μεραρχία του
από το νότιο τμήμα της επαρχίας προς το σημείο που ο εχθρός είχε πιθανόν
διαλέξει για να εισβάλει στο Σανξί. Από το Λινφέν η μεραρχία έφτασε
σιδηροδρομικώς στο Γιουανπίνγκ, το σημείο που ο σιδηρόδρομος συνέχιζε προς το
Ντατόνγκ. Έπειτα, διέτρεξε πεζή, σε 24 ώρες μόνο, τα τελευταία εκατό χιλιόμετρα
ως την επαρχία Λινγκκιού.
Ιαπωνικά στρατεύματα στην Κίνα
Συγχρόνως ο Λιν Πιάο
μετέφερε την ισχυρότερη φάλαγγα του, δύο συντάγματα πεζικού και ένα τάγμα
ιππικού, στα αντερείσματα της κοιλάδας που τελείωνε στο Πινγκ Ξινγκ Γκουάν, με
τους στρατιώτες κρυμμένους στις «πεζούλες» που έφτιαχναν οι χωρικοί της
περιοχής, για να αποσπάσουν από την άγρια φύση κάποιο κομμάτι γης για
καλλιέργεια.
Ολόκληρο το εικοσιτετράωρο
πριν από την ενέδρα, έβρεχε. Η κακοκαιρία ευνόησε τις κινήσεις των ανταρτών
που, μέσα στο σκοτάδι, παρατάχθηκαν στα στενά, τοποθετώντας σε αυτοσχέδιες
θέσεις τα πολυβόλα και το ελαφρύ πυροβολικό. Στις δύο κατωφέρειες βορειοδυτικά
της διαβάσεως, που τις κορυφές τους διασχίζει το Σινικό Τείχος, ήταν
εγκατεστημένες φρουρές στρατιωτών της 115ης Μεραρχίας. Την αυγή της 25ης
Σεπτεμβρίου η κεφαλή της ιαπωνικής φάλαγγας έφτασε στο βάθος της κοιλάδας. Αφού
έστριψε αριστερά άρχισε να ανεβαίνει προς το ύψωμα 1700 στο οποίο βρισκόταν το
πέρασμα. Η 21η ταξιαρχία της 5ης Μεραρχίας της στρατιάς Ιταγκκί ήταν επικεφαλής
της πορείας. Ακολουθούσε η 22η με τα φορτηγά της εφοδιοπομπής. Τότε ακριβώς
άρχισε η κινεζική επίθεση.
Battle of Pingxingguan
Πάνω στο βουνό, κοντά στην
πύλη του Σινικού Τείχους, τα δύο εθνικιστικά συντάγματα του Γιανγκ Ξι Σαν, όταν
είδαν τη φάλαγγα στο βάθος της κοιλάδας, τρομοκρατήθηκαν. Οι εθνικιστές, που
αγνοούσαν ότι είχε φθάσει η μεραρχία του Λιν Πιάο, θεώρησαν πολύ ισχυρή την
ιαπωνική φάλαγγα για να την αντιμετωπίσουν. Για να κάνουν γνωστή την παρουσία
τους στον εχθρό και να κερδίσουν χρόνο, οι στρατιώτες του Κουομιτάνγκ άνοιξαν
πυρ και οι Ιάπωνες σταμάτησαν για να μελετήσουν την αντεπίθεση τους.
Πιστεύοντας ότι επρόκειτο για τμήμα του Κουομιτάνγκ, που φρουρούσε τη διάβαση,
οι Ιάπωνες πέρασαν στην αντεπίθεση με ένα φράγμα πυρός από όλμους και ολμοβόλα
μικρού βεληνεκούς. Δεδομένου ότι σκόπευαν να κατευθυνθούν στην κορυφή, δεν
είδαν ότι οι άνδρες του Κόκκινου Στρατού είχαν αρχίσει να επιτίθενται στο
κέντρο και στην ουρά της Φάλαγγας. Όταν βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών, οι ιαπωνικές
φάλαγγες δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν και υποχρεώθηκαν να δεχθούν τη σύγκρουση
με σαφώς μειονεκτικές συνθήκες. Κομμένη στα δύο, η φάλαγγα σχεδόν εξοντώθηκε.
Battle of Pingxingguan Memorial
Πολέμησε όλη την ημέρα,
αλλά από το μεσημέρι η επιτυχία του Λιν Πιάο ήταν φανερή. Η φάλαγγα, με
περισσότερους από 4.000 άνδρες, 100 φορτηγά και 200 άρματα μάχης, είχε 3.000
νεκρούς. Ο Λιν Πιάο έχασε κάπου 1000 άνδρες, γιατί η απεγνωσμένη εχθρική άμυνα,
που διεξήχθη επί ώρες με τις ξιφολόγχες, ήταν τρομερή όταν η κεφαλή
συμπτύχθηκε, εγκαταλείποντας το μονοπάτι του περάσματος, και ενώθηκε με τον
κύριο όγκο της φάλαγγας, που ήταν ο στόχος του Λιν Πιάο.
Αν τα στρατεύματα του
Κουομιτάνγκ ενώνονταν εκείνη τη στιγμή με τις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού, θα
μπορούσαν να εξοντώσουν τους Ιάπωνες ολοσχερώς. Επειδή, όμως, φοβήθηκαν πως θα
έφταναν εχθρικές ενισχύσεις, κατέβηκαν από την αντίθετη πλευρά και
κατευθύνθηκαν προς τη γειτονική κοιλάδα, τη Βου Τάι Σαν, αφήνοντας στην
πραγματικότητα ελεύθερο το πέρασμα Πινγκ Ξινγκ Γκουάν. Οι αντάρτες, πάλι, δεν
μπορούσαν να καθυστερήσουν γιατί η τακτική του διοικητή τους το απαγόρευε. Τα
λάφυρα του Λιν Πιάο ήταν 100 καμιόνια και 200 αυτοκίνητα με τα οποία μετέφερε
τους τραυματίες, τα εφόδια, τα όπλα, τις σκηνές και ό,τι μπορούσε να
χρησιμεύσει στον στρατό.
Κινεζικά εθνικιστικά στρατεύματα στη μάχη
Πριν πέσει η νύχτα της
25ης Σεπτεμβρίου, η 115η Μεραρχία εγκατέλειψε «την κοιλάδα του θανάτου». Όταν
έφτασαν οι ιαπωνικές ενισχύσεις από το Λινγκκιού, στις 27 Σεπτεμβρίου το πρωί,
οι αξιωματικοί έδωσαν διαταγή να πυροβολούν τους γύπες που κατασπάραζαν τα
πτώματα. Ο Λιν Πιάο είχε ήδη απομακρυνθεί κάπου πενήντα χιλιόμετρα από τον
εχθρό, οδηγώντας ο ίδιος τη νικηφόρα φάλαγγα με τα φορτηγά και τα λάφυρα.
Ήταν η πρώτη κινεζική νίκη
εναντίον του «ακαταμάχητου στρατού του Ανατέλλοντος Ηλίου» που, αφού έθαψε τους
νεκρούς του, συνέχισε την πορεία και ανέβηκε στο πέρασμα Πινγκ Ξινγκ Γκουάν,
κατέβηκε στην πεδιάδα και κατέλαβε το Ταϊγιουάν στα τέλη Οκτωβρίου, μετά ένα
μήνα.
Στην επίσημη ιστοριογραφία
του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος αναφέρονται περισσότερα για τη «μάχη των
εκατό συνταγμάτων», που κέρδισε ο στρατάρχης Πενγκ Ντε Χουάι εις βάρος των
Ιαπώνων οι οποίοι κατέβαιναν στα νότια προς τη μέση λεκάνη του Γιανγκ-Τσε, κατά
μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής Πεκίνου-Βουχάν στα περίχωρα του Σιγιαζουάνγκ.
Η μάχη αυτή που έγινε το 1940 και η μάχη του Πινγκ Ξινγκ Γκουάν είναι οι δύο
μοναδικές νίκες του Κόκκινου Στρατού εναντίον του Ιάπωνα επιδρομέα. Τις μάχες
αυτές κέρδισαν δυο από τους πιο ξακουστούς Κινέζους στρατιωτικούς της εποχής,
που έγιναν αργότερα αμείλικτοι εχθροί: ο Πενγκ Ντε Χουάι και ο Λιν Πιάο. Ο
Πενγκ Ντε Χουάι εκκαθαρίστηκε από το Λιν Πιάο στις αρχές του «μεγάλου άλματος
προς τα εμπρός» και καταδιώχθηκε από τους Ερυθροφρουρούς. Όμως και ο «Λιν ο
Ισχυρός» τον ακολούθησε σε μερικά χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1971, μετά την
αποτυχημένη του απόπειρα να δολοφονήσει τον Μάο και να αναλάβει την εξουσία
πριν από την Τσανγκ Τσινγκ, τη χήρα του Μάο.
Στη βιογραφία του Λιν Πιάο
η μάχη του Πινγκ Ξινγκ Γκουάν κατέχει εξέχουσα θέση. Από τη μελέτη της μάχης
προκύπτουν όλα τα χαρακτηριστικά του στρατηγικού δόγματος του Κινέζου
στρατιωτικού. Ο Λιν Πιάο είχε ήδη πείσει τον Μάο για τη χρησιμότητα αυτής της
τεχνικής, που μετά δέκα χρόνια ο Αμερικανός στρατηγός Πάττον ονόμασε «Κτύπα και
φύγε». Είναι η τεχνική του ανταρτοπόλεμου.
Ο ίδιος ο Λιν Πιάο δίδαξε
αυτή την τεχνική στη Μόσχα στο σοβιετικό Γενικό Επιτελείο τους πρώτους μήνες
της επιθέσεως του Χίτλερ κατά της Σοβιετικής Ενώσεως. Στην αλληλογραφία του με
τον Μάο, είχε συζητήσει πολύ τις αρχές της τεχνικής αυτής ενώ ο Μάο πρέσβευε
την επίθεση κατά του εχθρού σε βάθος. Ο Λιν Πιάο τον μετέπεισε πριν από τη
Μεγάλη Πορεία. Το σκληρό μάθημα που επέβαλε στους Ιάπωνες στην κλεισούρα Πινγκ
Ξινγκ Γκουάν χρησίμευσε επίσης για την επικύρωση ενός στρατιωτικού δόγματος που
μπήκε στην παράδοση όλων των απελευθερωτικών πολέμων του πλανήτη. Δεν ήταν
τυχαίο, που, κατά την επιστροφή του από τη Μόσχα, ο Μάο του ανέθεσε τη διεύθυνση
της πολιτικοστρατιωτικής σχολής του Γιανάν για να εκπαιδεύσει τα στελέχη του
Κόκκινου Στρατού.
Ο τραγικός θάνατος του Λιν Πιαο
Το 1988, πενήντα ένα
χρόνια μετά το θρυλικό περιστατικό, ο Κινέζος ιστορικός δεν διατυπώνει οριστική
κρίση για τον Λιν Πιάο. «Καταστράφηκε», λέει «γιατί έπεσε θύμα της
ανυπομονησίας του». Το γεγονός ότι η εξήγηση δεν είναι πειστική επιβεβαιώνεται
από τη σιωπή που επικρατεί ακόμη στην Κίνα γύρω από το όνομα του.
Οι ξένοι ιστορικοί, που
έχουν επιχειρήσει να ασχοληθούν με τον Λιν Πιάο, θεωρούν αδιανόητο το γεγονός
ότι ο Κινέζος στρατηγός μένει στην αφάνεια. «Μέσου αναστήματος», συνεχίζει ο
ιστορικός μας, «με πρόσωπο ωχρό, έμοιαζε με χαρτοπόντικα. Η υγεία του ήταν
εύθραυστη. Φοβόταν το κρύο, τον άνεμο, το φως. Η εμπειρία του από τον
ανταρτοπόλεμο τον είχε σημαδέψει για πάντα. Δεν κατάφερε να προσγειωθεί για να
προσαρμοσθεί και να γίνει πολιτικός ηγέτης, ο διάδοχος του Μάο Τσε...»
Πώς ήταν οι σχέσεις του με
τους ανθρώπους; «Ήταν λιγόλογος εκ φύσεως, όχι πολύ κοινωνικός, είχε
αυτοσυγκέντρωση. Η φωνή του ήταν στριγγή, έρρινη, μιλούσε σαν να φώναζε τα
προστάγματα στη μάχη.
«Προτού αποφασίσει
σκεπτόταν πολύ, και μετά έπαιρνε μια απόφαση σταθερή, αμετάκλητη. Κάποτε
επρόκειτο να τον συναντήσω σε ένα χωριάτικο σπίτι στα περίχωρα του Χαρμπίν, στη
Μαντζουρία, όταν ήταν ανώτατος διοικητής της στρατιάς του βορειοανατολικού
τομέα στο τέλος του εμφυλίου πολέμου. Η γριά οικονόμος τον έβλεπε να περπατά
πάνω-κάτω στο δωμάτιο όλη την ημέρα και όταν έφτασα για να τον συναντήσω μου
είπε: "Ο αρχηγός σας πρέπει να έχασε κάτι. Από το πρωί σήμερα το ψάχνει
εδώ κι εκεί, αλλά μου φαίνεται πως δεν το βρήκε ακόμη...".
Tο "Κόκκινο Βιβλίο"
«Εκείνα τα χρόνια τον
έβλεπα πολλές φορές να βγάζει από τη χλαίνη του ένα τετράδιο όπου σημείωνε τις
σκέψεις, τις φράσεις, τα συνθήματα του προέδρου Μάο. Και κάθε φορά που μιλούσε
στους στρατιώτες του έβγαζε το τετράδιο και ανέφερε τα λόγια του Μάο. Από αυτό
το τετράδιο προήλθε το "Κόκκινο Βιβλίο" της μορφωτικής επαναστάσεως.
Εκείνος το έγραψε, το τύπωσε, το μοίρασε... "Ζήτω ο πρόεδρος Μάο"
ήταν η κραυγή που είχε πάντοτε στο στόμα εκείνα τα τελευταία χρόνια. Μπροστά
του, τον υμνούσε, πίσω του, προετοιμαζόταν να τον σκοτώσει...»
Μήπως είχε δίκιο η χωρική
του Χαρμπίν; Ο Κινέζος ιστορικός υπερτονίζει τις αρετές του Λιν Πιάο, του «Λιν
του Ισχυρού», που ο Μάο τον κορόιδευε γιατί δεν μπορούσε να τα βάλει ούτε με τη
γυναίκα του, τη στρίγκλα Γιε Τσουν. Πενήντα χρόνια μετά τον θρίαμβο του
εναντίον των Ιαπώνων στο Πινγκ Ξινγκ Γκουάν, πάνω στα έρημα βουνά του Σανξί, η
μορφή που περπατούσε νευρικά πάνω κάτω, του ανίκητου στρατιώτη και του
ηττημένου ανθρώπου μοιάζει ακόμη ζωντανή: Είχε αναζητήσει επί 63 χρόνια
(1908-1971), σε όλη του τη ζωή, κάτι που λέγεται εξουσία, και πέθανε
καταραμένος χωρίς να μπορέσει να τη βρει.
Ιστορία Εικονογραφημένη
τ.235/’88
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου