ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941 ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Η Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η μόνη χώρα που αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τους στρατούς τεσσάρων χωρών ταυτόχρονα.
Αλβανία
Ιταλία
Γερμάνια
Βουλγαρία
Διάρκεια αντίστασης (σε ήμερες)
Ελλάδα – 219
Νορβηγία – 61
Γαλλία – 43 (η υπερδύναμη της εποχής)
Πολωνία – 30
Βέλγιο – 18
Ολλανδία – 4
Γιουγκοσλαβία – 3
Τσεχοσλοβακία – 0
Λουξεμβούργο – 0
Δανία – 0 (παραδόθηκαν σ΄ένα μοτοσικλετιστή του Hitler που μετέφερε αίτημα του Hitler στον Δανό βασιλιά για τη διέλευση του Ναζιστικού στρατού. Ο Δανός βασιλιάς για να δείξει την υποταγή του παρέδωσε το στέμμα του στον μοτοσικλετιστή για να το πάει στο Βερολίνο, στον Hitler.)
Οι συνολικές απώλειες που προκάλεσαν οι Έλληνες στις κατοχικές δυνάμεις ήταν:
Αλβανοί – 1.165
Ιταλοί – 8.000
Βούλγαροι – 25.000
Γερμανοί – 50.000
Οι συνολικές απώλειες των Συμμαχικών Δυνάμεων σε ποσοστό πληθυσμού:
Ελλάδα – 10%
Σοβιετική Ένωση – 2,8%
Ολλανδία – 2,2%
Γαλλία – 2%
Πολωνία – 1,8%
Γιουγκοσλαβία – 1,7%
Βέλγιο – 1,5%
Η ψυχή των Ελλήνων θαυμασμός όλου του κόσμου
“Χάριν της Ιστορικής αλήθειας, πρέπει να ομολογήσω πως μόνο οι Έλληνες, από όλους τους αντιπάλους, πολέμησαν με απόλυτο θάρρος, και μέγιστη αδιαφορία για τον θάνατο..»
Αδόλφος Χίτλερ. Από την ομιλία του στο Ράιχσταγκ στις 4 Μαΐου, 1941.
«Η λέξη «ηρωισμός» φοβούμαι πως δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο στις πράξεις αυτοθυσίας των Ελλήνων, που ήταν ο καταλυτικός παράγων για την νικηφόρο έκβαση του κοινού αγώνα των εθνών, κατά τον Β.Π.Π., για την ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια. Άνευ του θάρρους και της γενναιότητας των Ελλήνων, το τέλος του Β.Π.Π. θα ήταν απροσδιόριστο.
« Winston Churchill Βρετανικό Κοινοβούλιο 24 Απριλίου, 1941.
« Ώς τώρα συνηθίζαμε να λέμε πως οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες.
Στο εξής θα λέμε:
Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες.»
Winston Churchill
Από ομιλία στο BBC τις πρώτες μέρες του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
» Λυπάμαι που το γήρας δεν θα μου επιτρέψει να ζήσω αρκετό διάστημα για να ευχαριστήσω τους Έλληνες, των οποίων η αντίσταση καθόρισε τη έκβαση του Β.Π.Π. »
Joseph Stalin. Ραδιοφωνικός σταθμός Μόσχας, 31 Ιανουαρίου 1943 μετά την νίκη στο Σταλινγκραντ και την παράδοση της Γερμανικής 6ης στρατιάς του στρατηγού φον Πάουλους.
» Αν ο Ρωσικός λαός κατάφερε να αντιταθεί στις παρυφές της Μόσχας, να σταματήσει και να αντιστρέψει την Γερμανική προέλαση, το χρωστά στους Έλληνες, που καθυστέρησαν τις Γερμανικές μεραρχίες όταν αυτές μπορούσαν να μας γονατίσουν.»
Georgy Constantinovich Zhoukov
Field Marshal of the Soviet Army: Quote from his memoirs on WWII.
» Ανεξαρτήτως του τι θα πουν οι ιστορικοί του μέλλοντος, εμείς λέμε τώρα, πως οι έλληνες έδωσαν ένα αξέχαστο μάθημα στον Μουσολίνι, αποτέλεσαν το κίνητρο για την επανάσταση στη Γιουγκοσλαβία, κράτησαν τους Γερμανούς στην ενδοχώρα και στην Κρήτη για έξι εβδομάδες, ανέτρεψαν την χρονική σειρά όλων των σχεδίων της Γερμανικής Ανωτέρας διοικήσεως, και ως εκ τούτου, έφερε γενική ανατροπή ολοκλήρου της πορείας του πολέμου και νικήσαμε.»
Sir Robert Antony Eden,
Υπουργός πολέμου και εξωτερικών της Μ. Βρετανίας 1940-1945,
Πρωθυπουργός 1955-1957 –Βρετανικό κοινοβούλιο στις 24/09/1942
» Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η Ελλάς ανέτρεψε πλήρως τα σχέδια της Γερμανίας, αναγκάζοντάς την να αναβάλλει την επίθεση κατά της Ρωσίας για έξι εβδομάδες. Αναρωτιόμαστε ποια θα ήταν η θέση της Σοβιετικής Ένωσης χωρίς την Ελλάδα.»
Sir Harold Leofric George Alexander
Βρετανός στρατηγός κατά τον Β.Π.Π. – από ομιλία του προς το Βρετανικό κοινοβούλιο στις 28 Οκτωβρίου 1941.
» Αδυνατώ να εκφράσω το μέγεθος της ευγνωμοσύνης που νοιώθω για την ηρωική αντίσταση του λαού και της ηγεσίας της Ελλάδος.»
Charles de Gaul .Από ομιλία προς το Γαλλικό κοινοβούλιο, μετά το τέλος του πολέμου.
«Η Ελλάς είναι το σύμβολο μιας βασανισμένης, ματωμένης, αλλά ζωντανής Ευρώπης. Ποτέ μια ήττα δεν ήταν τόσο δοξασμένη για αυτούς που την υπέστησαν.»
Maurice Schumann Υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας 1969-1973, μέλος της Γαλλικής ακαδημίας 1974. Από λόγο που εκφώνησε από το BBC προς τα Ευρωπαϊκά έθνη υπό κατοχή, στις 28 Απριλίου 1941, ημέρα κατάληψης της Αθήνας, μετά από 6μηνη αντίσταση κατά του Μουσολίνι 6 εβδομάδων έναντι του Χίτλερ.
» Πολεμήσατε άοπλοι και αδύνατοι έναντι ισχυρών και νικήσατε!. Σας χρωστούμε ευγνωμοσύνη, γιατί μας δώσατε χρόνο να αμυνθούμε. Ως Ρώσοι και ως άνθρωποι σας ευχαριστούμε.»
Ραδιοφωνικός σταθμός Μόσχας, όταν ο Χίτλερ επιτέθηκε κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
» Ο πόλεμος κατά της Ελλάδος απέδειξε ότι δεν υπάρχει βεβαιότητα στις πολεμικές επιχειρήσεις κι ότι μας περιμένουν πάντοτε εκπλήξεις!»
Benito Mussolini Από λόγο που εκφώνησε στις 10/5/1941.
«Στις 28 Οκτωβρίου 1940 εδόθη στην Ελλάδα τελεσίγραφο τριών ωρών για να επιλέξει πόλεμο ή ειρήνη, αλλά κι αν τις έδιναν 3 μέρες ή 3 εβδομάδες ή 3 χρόνια, η απάντηση θα ήταν ίδια. Οι Έλληνες δίδαξαν την αξιοπρέπεια στην διάρκεια των αιώνων. Όταν ολόκληρος ο κόσμος είχε χάσει κάθε ελπίδα, οι Έλληνες τόλμησαν να αμφισβητήσουν το αήττητο του Γερμανικού θηρίου, υψώνοντας εναντίον του το περήφανο πνεύμα της ελευθερίας.»
Franklin D Roosevelt, πρόεδρος Η.Π.Α. 1933 – 1945
Ο ηρωικός αγώνας των Ελλήνων έναντι της Γερμανικής επιθέσεως, μετά την βροντερή νίκη έναντι των Ιταλών που αποπειράθηκαν καταλάβουν τα Ελληνικά εδάφη, γέμισαν τις καρδιές των Αμερικανών με ενθουσιασμό και συγκίνηση.
Franklin D Roosevelt, πρόεδρος Η.Π.Α. 1933 – 1945
Στις 10 Απριλίου 1941, μετά την συνθηκολόγηση: Οι Γερμανοί εκφράζουν τον θαυμασμό τους στους Έλληνες στρατιώτες, δήλωσαν τιμή και περηφάνια που είχαν αντίπαλο έναν τέτοιο στρατό και ζήτησαν από την Ελληνική στρατιωτική διοίκηση να επιθεωρήσει τα Γερμανικά στρατεύματα, σε απόδοση τιμών και αναγνωρίσεως ! Η Γερμανική σημαία υψώθηκε μόνο μετά την πλήρη αποχώρηση του Ελληνικού στρατού.
Γερμανός αξιωματικός της αεροπορίας δήλωσε στον διοικητή μεραρχίας ανατολικής Μακεδονίας, υποστράτηγο Δέδε, ότι ο Ελληνικός στρατός ήταν ο πρώτος εις τον οποίον δεν προκάλεσαν πανικό οι επιθέσεις των αεροσκαφών «Στούκας». » Οι στρατιώτες σας» είπε, » αντί να τραπούν πανικόβλητοι σε φυγή, όπως στη Γαλλία και Πολωνία, μας πυροβολούσαν από τις θέσεις τους.»
» ΓΙΑΤΙ ΜΟΝΟ ΕΜΕΙΣ (Οι Έλληνες), ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ, ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΕΤΡΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ»
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ
Τι ήταν εκείνη
η Κυριακή, Θεέ μου; Μια μέρα που ευχόσουνα να μην είχε ξημερώσει ποτέ. Τότε που
ο γερμανός ίλαρχος Γιάκομπι του 10ου Συντάγματος Βραδεμβούργου τηλεγραφούσε από
μια νεκρή Αθήνα στο Βερολίνο: «Φύρερ μου, την 27η Απριλίου 1941 και ώραν 8.10
πρωινήν εφθάσαμεν εις Αθήνας ως πρώτα γερμανικά στρατεύματα και την 8.45 π.μ.
υψώσαμεν την γερμανικήν σημαίαν επί της Ακροπόλεως και του Δημαρχείου…».
Το σήμα συνυπέγραφε ο υπολοχαγός Έλσνιτς της 6ης ορεινής Μεραρχίας.
Ήταν, θυμάμαι, μια χλιαρή απριλιάτικη Κυριακή, που η θαμπάδα της έδινε την ατμόσφαιρα Μεγάλης Παρασκευής, λες και πενθούσε όλη η πλάση, λες και ο ήλιος κρυβόταν πίσω από το πέπλο της ανοιξιάτικης καταχνιάς για να μην αντικρίσει τους βαρβάρους να πατούν την Αθήνα μας. Ήταν μια βδομάδα μετά το Πάσχα και όλο το επταήμερο που πέρασε έδινε την εντύπωση πως βρισκόσουν μπροστά σε επιθανάτιο κλίνη. Κι όμως, μια κρυφή ελπίδα υπήρχε στην ψυχή όλων πως κάποιο θαύμα θα γίνει την τελευταία στιγμή, ένα θαύμα που τελικά δεν έγινε. Σαν καταιγίδα έρχονταν τα νέα, όλο και πιο δυσάρεστα. Με την αυτοκτονία πρώτα του πρωθυπουργού και την αδυναμία του βασιλέως ύστερα να βρει αντικαταστάτη του, αφού σε όσους απευθύνθηκε αρνήθηκαν, για να καταλήξει στον πρώην τραπεζίτη Εμμανουήλ Τσουδερό, που αποδέχθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση. Δεν πρόλαβαν να διαβάσουν τα νέα οι αναγνώστες των μονόφυλλων εφημερίδων και ολόκληρη η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία μπροστά στον κίνδυνο να αιχμαλωτιστεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Κρήτη, μεταφέροντας εκεί την πρωτεύουσα, με τη βεβαιότητα πως η θάλασσα θα της εξασφάλιζε ασφάλεια για να συνεχίσει τον πόλεμο. Θλίψη προκαλούσανε τα διαγγέλματα του βασιλέως και του πρωθυπουργού, που έμοιαζαν με αποχαιρετισμό στους υποψήφιους σκλάβους, καθώς μιλούσαν για τα σκληρά πεπρωμένα του πολέμου. Ήταν όμως και γεμάτα ελπίδα για την τελική νίκη, με την υπόσχεση πως δεν θα λυγίσουμε ούτε θα «καταισχύνομε τα όπλα τα ιερά». Ταυτόχρονα με την κυβέρνηση αναχώρησαν για Κρήτη τα σκάφη του Πολεμικού μας Ναυτικού και τα ελάχιστα αεροπλάνα που μας απέμεναν ύστερα από τις σκληρές αερομαχίες με τα θηρία της Luftwaffe. Τους ακολούθησαν «με το έτσι θέλω», στασιάζοντας σχεδόν, οι Ευέλπιδες μόλις μαθεύτηκε η απόφαση διαλύσεως της Σχολής Ευελπίδων και απολύσεως των μαθητών της.
Με τελευταία γραμμή αμύνης τις Θερμοπύλες και με την Κόρινθο να έχει καταληφθεί από γερμανούς αλεξιπτωτιστές, η Αθήνα άρχισε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου και οι κάτοικοί της να ζούνε το κλίμα της στρατιωτικής κατάρρευσης. Σύμφωνα με τις διαδόσεις που εκείνες τις μέρες οργίαζαν, υπήρξαν κρούσματα αναρχίας, με κλοπές, λεηλασίες και άλλα παρόμοια, όπως στον Ιππόδρομο Φαλήρου, όπου στεγαζόταν η αγγλική επιμελητεία και με την αποχώρηση των Βρετανών εισέβαλε το πλήθος και άρπαζε ό,τι έβρισκε εμπρός του. Και έβλεπες κάρα, σούστες και κάθε λογής άμαξες να ανηφορίζουν τη Συγγρού φορτωμένες με τη… λεία. Γενικά όμως επικρατούσε τάξις. Ήδη με διαταγή του στρατιωτικού διοικητή είχε απαγορευθεί από τις εννιά το βράδυ ως την ανατολή του ηλίου κάθε κίνηση πεζών και τροχοφόρων και η Αθήνα είχε νεκρώσει. Έτσι, με απανωτές ειδήσεις που έμοιαζαν ραπίσματα φτάσαμε στο Σάββατο για να πληροφορηθούμε πως το μέτωπο στις Θερμοπύλες έσπασε και οι Γερμανοί προχωρούσαν ακάθεκτοι προς τα κάτω.
Και ξημέρωσε η Κυριακή. Μια Κυριακή τόσο αλλιώτικη. Ο πατέρας, θυμάμαι, τη νύχτα λαγοκοιμήθηκε και σηκώθηκε νωρίς νωρίς, τα δε νευρικά του βήματα μας ξύπνησαν όλους. Στα κλεφτά μισάνοιξε το ρολό του παραθύρου που έβλεπε στη Λεωφόρο Συγγρού, προσπαθώντας ανάμεσα από τις γρίλιες να κατατοπιστεί τι γινόταν έξω. Νέκρα και ερημιά. Εικόνα μιας πόλης-φάντασμα, όπως εκείνες οι εγκαταλελειμμένες της «άγριας Δύσης» που βλέπουμε στα καουμπόικα φιλμ. Διστακτικά, βγήκε στο μπαλκόνι. Ούτε ίχνος ζωής δεν αντίκρισε τριγύρω, παρά μόνο σπίτια με κλειστά παράθυρα. Με ένα βαρύ αίσθημα ενοχής επειδή έσπασε το «εμπάργκο» και ξεμύτισε, μπήκε αναστενάζοντας. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Δεν μετέδιδε όμως την κυριακάτικη Θεία Λειτουργία, όπως συνήθως, αλλά κλασική μουσική, σαν πένθιμη υπόκρουση στην ιστορία που γραφόταν εκείνες τις ώρες. Αίφνης το «ρέκβιεμ» διακόπηκε και ακούστηκε η σπαρακτική φωνή του αρχιεκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου, στα θρυλικά εκείνα λόγια που έμειναν ζωντανά στ' αυτιά όσων είχαν το προνόμιο να τα ακούσουν εκείνο το πρωινό: «…Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. Θα είναι γερμανικός και θα μεταδίδει ψέματα. Έλληνες! Μην τον ακούτε», προσθέτοντας πως ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα συνεχισθεί μέχρι την τελική νίκη, για να τελειώσει με ένα βροντερό: «Ζήτω το έθνος των Ελλήνων»…
Ξαφνικά, ένας θόρυβος από μηχανές ακούστηκε από μακριά, που όλο δυνάμωνε. Τρέξαμε στις μισάνοιχτες γρίλιες και είδαμε την πρώτη γερμανική φάλαγγα που κατηφόριζε. Προηγείτο ένα κλειστό βαν, με ένα τεράστιο μεγάφωνο στη σκεπή του. Πίσω του, μέσα σε κάμπριο αυτοκίνητο, όρθιος, ένας οπερατέρ κινηματογραφούσε την… «προέλαση». Ακολουθούσαν μοτοσικλετιστές και ανάμεσά τους θωρακισμένα, που από τον πυργίσκο τους πρόβαλλαν κεφάλια αγέρωχων μαυροσκούφηδων… Πρώτος από τις γρίλιες αποσύρθηκε κατηφής ο πατέρας:
- Τετέλεσται! είπε και δάκρυσε…
Το σήμα συνυπέγραφε ο υπολοχαγός Έλσνιτς της 6ης ορεινής Μεραρχίας.
Ήταν, θυμάμαι, μια χλιαρή απριλιάτικη Κυριακή, που η θαμπάδα της έδινε την ατμόσφαιρα Μεγάλης Παρασκευής, λες και πενθούσε όλη η πλάση, λες και ο ήλιος κρυβόταν πίσω από το πέπλο της ανοιξιάτικης καταχνιάς για να μην αντικρίσει τους βαρβάρους να πατούν την Αθήνα μας. Ήταν μια βδομάδα μετά το Πάσχα και όλο το επταήμερο που πέρασε έδινε την εντύπωση πως βρισκόσουν μπροστά σε επιθανάτιο κλίνη. Κι όμως, μια κρυφή ελπίδα υπήρχε στην ψυχή όλων πως κάποιο θαύμα θα γίνει την τελευταία στιγμή, ένα θαύμα που τελικά δεν έγινε. Σαν καταιγίδα έρχονταν τα νέα, όλο και πιο δυσάρεστα. Με την αυτοκτονία πρώτα του πρωθυπουργού και την αδυναμία του βασιλέως ύστερα να βρει αντικαταστάτη του, αφού σε όσους απευθύνθηκε αρνήθηκαν, για να καταλήξει στον πρώην τραπεζίτη Εμμανουήλ Τσουδερό, που αποδέχθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση. Δεν πρόλαβαν να διαβάσουν τα νέα οι αναγνώστες των μονόφυλλων εφημερίδων και ολόκληρη η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία μπροστά στον κίνδυνο να αιχμαλωτιστεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Κρήτη, μεταφέροντας εκεί την πρωτεύουσα, με τη βεβαιότητα πως η θάλασσα θα της εξασφάλιζε ασφάλεια για να συνεχίσει τον πόλεμο. Θλίψη προκαλούσανε τα διαγγέλματα του βασιλέως και του πρωθυπουργού, που έμοιαζαν με αποχαιρετισμό στους υποψήφιους σκλάβους, καθώς μιλούσαν για τα σκληρά πεπρωμένα του πολέμου. Ήταν όμως και γεμάτα ελπίδα για την τελική νίκη, με την υπόσχεση πως δεν θα λυγίσουμε ούτε θα «καταισχύνομε τα όπλα τα ιερά». Ταυτόχρονα με την κυβέρνηση αναχώρησαν για Κρήτη τα σκάφη του Πολεμικού μας Ναυτικού και τα ελάχιστα αεροπλάνα που μας απέμεναν ύστερα από τις σκληρές αερομαχίες με τα θηρία της Luftwaffe. Τους ακολούθησαν «με το έτσι θέλω», στασιάζοντας σχεδόν, οι Ευέλπιδες μόλις μαθεύτηκε η απόφαση διαλύσεως της Σχολής Ευελπίδων και απολύσεως των μαθητών της.
Με τελευταία γραμμή αμύνης τις Θερμοπύλες και με την Κόρινθο να έχει καταληφθεί από γερμανούς αλεξιπτωτιστές, η Αθήνα άρχισε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου και οι κάτοικοί της να ζούνε το κλίμα της στρατιωτικής κατάρρευσης. Σύμφωνα με τις διαδόσεις που εκείνες τις μέρες οργίαζαν, υπήρξαν κρούσματα αναρχίας, με κλοπές, λεηλασίες και άλλα παρόμοια, όπως στον Ιππόδρομο Φαλήρου, όπου στεγαζόταν η αγγλική επιμελητεία και με την αποχώρηση των Βρετανών εισέβαλε το πλήθος και άρπαζε ό,τι έβρισκε εμπρός του. Και έβλεπες κάρα, σούστες και κάθε λογής άμαξες να ανηφορίζουν τη Συγγρού φορτωμένες με τη… λεία. Γενικά όμως επικρατούσε τάξις. Ήδη με διαταγή του στρατιωτικού διοικητή είχε απαγορευθεί από τις εννιά το βράδυ ως την ανατολή του ηλίου κάθε κίνηση πεζών και τροχοφόρων και η Αθήνα είχε νεκρώσει. Έτσι, με απανωτές ειδήσεις που έμοιαζαν ραπίσματα φτάσαμε στο Σάββατο για να πληροφορηθούμε πως το μέτωπο στις Θερμοπύλες έσπασε και οι Γερμανοί προχωρούσαν ακάθεκτοι προς τα κάτω.
Και ξημέρωσε η Κυριακή. Μια Κυριακή τόσο αλλιώτικη. Ο πατέρας, θυμάμαι, τη νύχτα λαγοκοιμήθηκε και σηκώθηκε νωρίς νωρίς, τα δε νευρικά του βήματα μας ξύπνησαν όλους. Στα κλεφτά μισάνοιξε το ρολό του παραθύρου που έβλεπε στη Λεωφόρο Συγγρού, προσπαθώντας ανάμεσα από τις γρίλιες να κατατοπιστεί τι γινόταν έξω. Νέκρα και ερημιά. Εικόνα μιας πόλης-φάντασμα, όπως εκείνες οι εγκαταλελειμμένες της «άγριας Δύσης» που βλέπουμε στα καουμπόικα φιλμ. Διστακτικά, βγήκε στο μπαλκόνι. Ούτε ίχνος ζωής δεν αντίκρισε τριγύρω, παρά μόνο σπίτια με κλειστά παράθυρα. Με ένα βαρύ αίσθημα ενοχής επειδή έσπασε το «εμπάργκο» και ξεμύτισε, μπήκε αναστενάζοντας. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Δεν μετέδιδε όμως την κυριακάτικη Θεία Λειτουργία, όπως συνήθως, αλλά κλασική μουσική, σαν πένθιμη υπόκρουση στην ιστορία που γραφόταν εκείνες τις ώρες. Αίφνης το «ρέκβιεμ» διακόπηκε και ακούστηκε η σπαρακτική φωνή του αρχιεκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου, στα θρυλικά εκείνα λόγια που έμειναν ζωντανά στ' αυτιά όσων είχαν το προνόμιο να τα ακούσουν εκείνο το πρωινό: «…Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. Θα είναι γερμανικός και θα μεταδίδει ψέματα. Έλληνες! Μην τον ακούτε», προσθέτοντας πως ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα συνεχισθεί μέχρι την τελική νίκη, για να τελειώσει με ένα βροντερό: «Ζήτω το έθνος των Ελλήνων»…
Ξαφνικά, ένας θόρυβος από μηχανές ακούστηκε από μακριά, που όλο δυνάμωνε. Τρέξαμε στις μισάνοιχτες γρίλιες και είδαμε την πρώτη γερμανική φάλαγγα που κατηφόριζε. Προηγείτο ένα κλειστό βαν, με ένα τεράστιο μεγάφωνο στη σκεπή του. Πίσω του, μέσα σε κάμπριο αυτοκίνητο, όρθιος, ένας οπερατέρ κινηματογραφούσε την… «προέλαση». Ακολουθούσαν μοτοσικλετιστές και ανάμεσά τους θωρακισμένα, που από τον πυργίσκο τους πρόβαλλαν κεφάλια αγέρωχων μαυροσκούφηδων… Πρώτος από τις γρίλιες αποσύρθηκε κατηφής ο πατέρας:
- Τετέλεσται! είπε και δάκρυσε…
http://www.paron.gr/v3/new.php?id=76228&colid=64&dt=2012-04-29
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου