ΟΙ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 1958
Η ιδιαιτερότητα των εκλογών της 11ης Μαΐου 1958 είναι πως το αποτέλεσμα της κάλπης διέρρηξε την "κανονικότητα" του μεταπολεμικού θεσμικού πλαισίου: η ΕΔΑ αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση. Το φάντασμα της Αριστεράς θα πλανιόταν πλέον ξανά στον αέρα εννέα μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, δίνοντας κατ’ αρχάς αυτοπεποίθηση στην ίδια την Αριστερά και εξάπτοντας τη φαντασία των εθνικοφρόνως σκεπτομένων για επαπειλούμενη κόκκινη κατάληψη της εξουσίας. Πως έφθασε όμως η χώρα στις ξαφνικές εκλογές του 1958;
Στις αρχές του 1957, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Γεώργιος Καρτάλης ανέλαβαν την πρωτοβουλία να συνενωθούν οι κεντρώες δυνάμεις. Πράγματι, ο Σ. Βενιζέλος και ο Γ. Παπανδρέου συμφώνησαν να συγχωνευθούν η Φιλελεύθερη Δημοκρατική Ένωση και το Κόμμα Φιλελευθέρων σε ένα ενιαίο κόμμα με κοινή αρχηγία. Οι προσωπικές τους αντιθέσεις όμως υποθήκευαν το όλο εγχείρημα.
Ο Σ. Βενιζέλος απέβλεπε στην απομάκρυνση του Καραμανλή από την εξουσία μέσω της στήριξης κυβέρνησης της ΕΡΕ υπό άλλη ηγεσία. Αυτό το ενδεχόμενο φαίνεται πως το είχε συζητήσει με τον Π. Κανελλόπουλο (χωρίς ο ίδιος να το επιβεβαιώνει), ο οποίος τότε είχε πάρει αποστάσεις από τον Καραμανλή παρά τη στήριξη που του είχε παράσχει τόσο μετά τον θάνατο του Παπάγου όσο και κατά την ίδρυση της ΕΡΕ. Ο Σ. Βενιζέλος μάλιστα είχε προτείνει αυτό το σενάριο στον βασιλιά Παύλο με το υπόμνημα της 10ης Αυγούστου 1957 και πίεζε προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ο Γ. Παπανδρέου αντίθετα επιζητούσε προσέγγιση Φιλελευθέρων-ΕΡΕ μέσω συμφωνίας στο νέο εκλογικό νομοσχέδιο. Ο Καραμανλής, ύστερα από τη μεσολάβηση του Στέμματος τον Νοέμβριο του 1957 να συνδιαλλαγεί με το Κόμμα Φιλελευθέρων για την αλλαγή του εκλογικού νόμου, ανέθεσε τη σχετική συζήτηση στον υπουργό Εσωτερικών Δημήτρη (Τάκο) Μακρή. Οι συζητήσεις Παπανδρέου-Μακρή διήρκεσαν αρκετές βδομάδες, ώσπου στις 27 Φεβρουαρίου 1958 επιτεύχθηκε η τελική συμφωνία. Αυτή αφορούσε ένα σχέδιο εκλογικού νόμου ενισχυμένης αναλογικής. Ο νόμος αυτός προέβλεπε ότι το πρώτο κόμμα θα έπαιρνε ένα πριμ το οποίο θα αύξανε την κοινοβουλευτική του δύναμη έναντι του τρίτου κόμματος, το οποίο θα αποδυναμωνόταν. Το σκεπτικό του νόμου ήταν να περιθωριοποιηθεί η ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά), που πίστευαν ότι θα καταλάμβανε την τρίτη θέση.
Ο Καραμανλής αποφάσισε να ανακοινώσει αιφνιδιαστικά στο κόμμα του την απόφαση αλλαγής του εκλογικού νόμου και την συμφωνία με τον Παπανδρέου. Ένας από τους λόγους που έκαναν τον τότε πρωθυπουργό να κάνει αυτήν την κίνηση, ήταν και το ότι γνώριζε πως θα αντιμετώπιζε αντιδράσεις μέσα στο ίδιο του το κόμμα από παράγοντες και βουλευτές, που δεν θα τους ευνοούσε η ενισχυμένη αναλογική στις εκλογικές τους περιφέρειες.
Μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο, και αργότερα -την ίδια μέρα- στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΕΡΕ, ο Κ. Καραμανλής εξήγησε, ότι ο ίδιος ήταν υπέρ του πλειοψηφικού ή υπέρ του μικτού που εφαρμόστηκε το 1956, αλλά «λόγοι εθνικής ανάγκης» επέβαλλαν την ενισχυμένη.
Οι υπουργοί, Εμπορίου Παναγής Παπαληγούρας και Συγκοινωνιών Γ. Ράλλης, κατηγόρησαν τον Καραμανλή για «αυταρχικές τάσεις» και υποστήριξαν, ότι η ενισχυμένη θα έδινε τη δυνατότητα στην ΕΔΑ να έλθει δεύτερο κόμμα, με δεδομένο το ρεύμα που όλοι έβλεπαν ότι είχε η Αριστερά. Στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδος, δεν δημιουργήθηκε θέμα, αλλά τις πρώτες απογευματινές ώρες της ίδιας μέρας, οι δύο διαφωνούντες υπουργοί έστειλαν στον πρωθυπουργό χωριστές επιστολές με τις παρατηρήσεις τους. Ο Παπαληγούρας στην επιστολή του, ανέφερε ότι: «Το υπουργικόν συμβούλιον παύει πλέον να λειτουργεί κατά τους όρους του πολιτεύματος» και ότι «το σημερινόν περιστατικόν, είναι μία εισέτι εκδήλωσις, ιδιαζόντως σημαντική, του ολίγον κατ' ολίγον τείνοντος να καθιερωθεί ιδιόμορφου συστήματος λειτουργίας του κράτους και της κυβερνήσεως, καθ' ο οι υπουργοί μετουσιούμεθα προοδευτικώς εις πρόσωπα υπηρεσιακά...».
Η παραίτηση των δύο υπουργών, που από μερικούς μήνες οι σχέσεις τους με τον Καραμανλή είχαν ψυχρανθεί, αποτέλεσε σκληρό πλήγμα για την κυβέρνηση της ΕΡΕ. Και οι δύο ήσαν βασικά κομματικά και κυβερνητικά στελέχη, ενώ ο Γ. Ράλλης, που είχε προσωπική φιλία με τον Βασιλέα Παύλο, ήταν αυτός που υπερθεμάτιζε για την ανάγκη ν' αναλάβει πρωθυπουργός ο Καραμανλής σαν ο πιο δραστήριος και κατάλληλος γι' αυτό το αξίωμα, καθώς ο Παπάγος βρισκόταν στο κατώφλι του θανάτου.
Ακολούθησε, όμως και δεύτερο και σοβαρότερο πλήγμα για την κυβέρνηση, που ασφαλώς είχε ετοιμαστεί στα παρασκήνια. Δεκαπέντε βουλευτές της ΕΡΕ υπέγραψαν και κατέθεσαν την 1η Μαρτίου στη Βουλή κοινή δήλωση ότι αποχωρούν από το κόμμα (Αποστολίδης, Ράλλης, Παπαληγούρας, Μήτρου, Γκελεστάθης, Νικολίτσας κ.ά.). Έτσι η κοινοβουλευτική δύναμη της ΕΡΕ, έπεσε στους 149, με αποτέλεσμα ο Καραμανλής να χάσει την πλειοψηφία. Θυμόταν ο Γ. Ράλλης: «Το 1958, μαζί με τον Παπαληγούρα και άλλους, καταθέσαμε δήλωση στη Βουλή ότι αίρουμε την εμπιστοσύνη μας από την κυβέρνηση, η οποία έχασε την πλειοψηφία. Ήμασταν 15. Ορισμένοι όμως απ' αυτούς που είχαν συνυπογράψει, ύστερα από δύο-τρεις μέρες δήλωσαν ότι επανέρχονται στην ΕΡΕ, κι έτσι ο Καραμανλής επανακτούσε την πλειοψηφία. Παρ' όλα αυτά, επέμενε ότι το όλο θέμα έπρεπε να λυθεί με εκλογές. Ζήτησε τότε από τον βασιλιά να ορίσει υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Γεωργακόπουλο, πρόεδρο τότε του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, να ψηφιστεί ο εκλογικός νόμος που είχε συμφωνηθεί, και να προκηρυχθούν εκλογές.
Μιλώντας τότε στη Βουλή, είχα εξηγήσει με σαφήνεια ποιοι ήταν οι σοβαροί λόγοι για τους οποίους ήμουν κατηγορηματικά αντίθετος με εκείνον τον εκλογικό νόμο, αλλά κανένας δεν θεώρησε σοβαρά αυτά που είπα. Όσο για τους φιλελεύθερους, ούτε καν περνούσε από το μυαλό τους, ότι ήταν δυνατόν να έχαναν τις εκλογές. Αργότερα, ο Μητσοτάκης είπε, ότι αυτός και ο Μαύρος είχαν διαφωνήσει, ενώ η ΕΡΕ με αντιμετώπιζε ως «προδότη» του κόμματος...».
Άλλη άποψη είχε όμως για τους λόγους που δημιουργήθηκε κρίση στην κυβέρνηση ο Σπύρος Θεοτόκης, από τα πιο σημαντικά στελέχη της ΕΡΕ. Ο Θεοτόκης στις αναμνήσεις του, εκφράζει την πεποίθηση ότι οι Αμερικανοί ήθελαν να ρίξουν τον Καραμανλή, διότι ο τότε πρωθυπουργός, δεν ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει «υποδείξεις» της Ουάσιγκτον για το Κυπριακό, και σημειώνει: «Οι Αμερικανοί επίστευαν ότι πρόωροι, μοιραίως, εκλογαί θα εξουδετέρωναν το βασικόν επιχείρημα του Καραμανλή περί της ανάγκης νέας υπέρ αυτού λαϊκής ετυμηγορίας, προκειμένου να προχωρήσει εις ενεργείας. Και, ασφαλώς, ειργάζοντο προς την κατεύθυνσιν αυτήν. Και ούτω προκύπτει, κατά λογικήν πλέον συνάρτησιν, ότι οι υπεύθυνοι αμερικανικοί παράγοντες ήσαν σύμφωνοι διά την μελετηθείσαν ανατροπήν του Καραμανλή...».
Το πρωί της Κυριακής 2 Μαρτίου 1958, το μαύρο πρωθυπουργικό αμάξι διέσχιζε τον κήπο των Ανακτόρων. Ο Καραμανλής ανέβηκε βιαστικά στις σκάλες και τον οδήγησαν αμέσως στο γραφείο του Παύλου. Ο Βασιλιάς φαινόταν να είναι ενημερωμένος για τον σκοπό της επίσκεψης του Καραμανλή, και τον ρώτησε:
— Γιατί αυτή η παραίτησις; Και γιατί να διαλυθεί η Βουλή; Δεν είσθε εις θέσιν να επανακτήσετε την πλειοψηφίαν της;
Ο Καραμανλής απήντησε κατηγορηματικά:
— Μπορεί. Αλλά αυτό θα εσήμαινε να προπορευθούμε μιας νέας πολιτικής κρίσεως πλέον σοβαράς. Οι αριθμοί δεν είναι το παν στην πολιτική. Η αλήθεια είναι, ότι ο πολιτικός μας βίος είναι νοσηρός, δηλητηριασμένος. Πρέπει να κοπούν κατάσαρκα, τελειωτικά αυτές οι ύπουλες μηχανορραφίες που υφαίνονται αδιακόπτως κατά της Κυβερνήσεως...
Ο Γ. Ράλλης δέχθηκε πολλές προτάσεις τότε, να προσχωρήσει σε άλλους πολιτικούς σχηματισμούς: «Μου έγιναν πολλές προτάσεις να πολιτευθώ. Πρώτα - πρώτα από τον Βενιζέλο. Του το απέκλεισα. Κατόπιν από τον Μαρκεζίνη, ο οποίος είχε συγκροτήσει πολιτικό σχηματισμό με τον Αλλαμανή, τον Παπαπολίτη και τον Μπαλτατζή. Απέρριψα και αυτές τις προτάσεις. Επίσης με πλησίασαν ο Κανελλόπουλος με τον Στεφανόπουλο και τον Ντίνο Τσαλδάρη, που είχαν συγκροτήσω την «Ένωση του Λαϊκού Κόμματος». Και σ' αυτούς επίσης αρνήθηκα, γιατί η συνείδηση μου και το ήθος μου, δεν μου επέτρεπαν να αντιπολιτευθώ μια παράταξη την οποία πριν από λίγο υποστήριζα με σθένος και με την οποία άλλωστε, οι διαφορές μου δεν ήταν ιδεολογικές, αλλά περιορίζονταν στον συγκεκριμένο εκλογικό νόμο...».
Ο Ράλλης θυμάται ότι: «Ήταν τόσο ασφυκτικές οι διάφορες πιέσεις, ώστε με ανάγκασαν να δραπετεύσω στο Άγιο Όρος, όπου για δέκα μέρες κλείστηκα στη Μονή Διονυσίου. Όταν αργότερα εξήγησα στο Βενιζέλο -που ιδιαίτερα με πίεζε- τους λόγους της επίμονης αρνήσεως μου, κατανόησε τη στάση μου. Από την πλευρά του Καραμανλή, δεν έγινε καμιά προσπάθεια. Μόνον ο Κων. Παπακωνσταντίνου επιχείρησε προσέγγιση. «Σε παρακαλώ», του είπα, «δεν μπορώ να επανέλθω στον Καραμανλή ύστερα από μια τέτοια διαφωνία και μετά την άρση εμπιστοσύνης».
«Ο Μαρκεζίνης μου υποσχόταν λαμπρή θέση στη συνεργασία των τεσσάρων, και ο Τσαλδάρης, πίστευε και αυτός, ότι ήταν ευκαιρία να συνεργαστούμε».
Το εκλογικό αποτέλεσμα ανέδειξε πρώτη την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) με 41,2% (είχε χάσει έξι ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις προηγούμενες εθνικές εκλογές του 1956) και απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 171 εδρών. Η ΕΔΑ κατέλαβε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης με ποσοστό 24,4% και 79 βουλευτές, από τους οποίους οι 21 δήλωσαν συνεργαζόμενοι. Στην τρίτη θέση βρέθηκε το Κόμμα Φιλελευθέρων με 20,7% και ισχνή κοινοβουλευτική δύναμη 36 εδρών, ενώ στην τέταρτη η Προοδευτική Αγροτική Δημοκρατική Ένωση (ΠΑΔΕ), αποτελούμενη από το Κόμμα Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη, την Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου (ΕΠΕΚ) του Σάββα Παπαπολίτη, το Δημοκρατικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού (ΔΚΕΛ) του Στέλιου Αλλαμανή και το Κόμμα Αγροτών και Εργαζομένων του Αλέξανδρου Μπαλτατζή, με 10,6% και 10 έδρες. Τέλος, η Ένωση Λαϊκών Κομμάτων (ΕΛΚ), που απαρτιζόταν από το Λαϊκό Κόμμα, το Λαϊκό Κοινωνικό Κόμμα του Στέφανου Στεφανόπουλου και το Κόμμα Εθνικοφρόνων του Θεόδωρου Τουρκοβασίλη, απέσπασε το 2,9% και τέσσερις έδρες.
Μετά τις εκλογές του 1958, οι πάγοι θα έλιωναν μεταξύ Καραμανλή - Ράλλη. Ο τελευταίος, αφηγείται στις αναμνήσεις του: «Μετά τις εκλογές, αποκατέστησα τις σχέσεις μου με τον Καραμανλή, το καλοκαίρι του 1958. Έμενε τότε στην Κηφισιά, όπως κι εγώ. Μου τηλεφώνησε να συναντηθούμε. Ο Καραμανλής έχει αυτή την αρετή: Δεν κρατάει πολιτική κακία. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν καλά σ' αυτή τη συνάντηση. Σε κάποια στιγμή της συζητήσεως μας, και ενώ μου μιλούσε για τη νέα κυβέρνηση που είχε σχηματισθεί, παρατήρησα ότι ήταν αδύνατη, σε σχέση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις...». Ο Καραμανλής τον έκοψε:
— Επειδή συμμετείχες εσύ ως υπουργός;
Ο Γ. Ράλλης απάντησε:
— Δεν ήμουν μόνον εγώ. Ήταν ο Αποστολίδης, που δεν είναι σήμερα, ο Χέλμης που δεν εκλέχθηκε και ανέλαβε την Εθνική Τράπεζα, ο Παναγής Παπαληγούρας, ο Χρ. Θηβαίος, και άλλοι ικανοί πολιτικοί...
— Τι είναι αυτά που λες;
Ο Ράλλης ένιωσε δύσκολα.
— Ακούστε κ. Πρόεδρε, δεν ήλθα να σας δω για να διαπληκτισθούμε. Σας είπα ξεκάθαρα τη γνώμη μου, και επειδή δεν θέλω, βέβαια, να σας εκνευρίσω περισσότερο, φεύγω...
Καραμανλής και Ράλλης, ξανασυναντήθηκαν ύστερα από ενάμιση χρόνο περίπου. Μετά την υπόθεση Μέρτεν που είχε προκαλέσει σάλο, ο Καραμανλής ανεζήτησε τον Ράλλη, και τον ρώτησε κοφτά: «Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου, τέλος πάντων;»
Ο παλιός του φίλος, χαμογέλασε. Οι θυμοί είχαν εξανεμιστεί: «Αν με θέλετε, ευχαρίστως», απήντησε.
— Βεβαίως και σε θέλω...
Μαζί με τον Ράλλη, επέστρεψε στην ΕΡΕ και ο Παπαληγούρας, ενώ η ίδια πρόταση έγινε και στον Παν. Κανελλόπουλο. Ο Πατρινός πολιτικός θεώρησε πιο σωστό να μην επιστρέψει αμέσως, αλλά να αφήσει να περάσουν μερικοί μήνες. Ο Καραμανλής συμφώνησε. Έτσι, ο Π. Κανελλόπουλος ορκίστηκε αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, τις πρώτες μέρες του 1959.
Πηγές
Άρθρο του Γ. Α. Λεονταρίτη : Επιστροφή διαφωνούντων στην ΕΡΕ (Καθημερινή 15.2.1997)
Άρθρο του Ιωάννη Κ. Φίλανδρου : Οι εκλογές του 1958 (https://www.kathimerini.gr/society/794942/oi-ekloges-toy-1958/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου