Απόκριες στο χωριό
Απόγονοι του Διονύσου (Απόκριες στο χωριό)
Γράφει ο Γεώργιος Γαλανόπουλος
Τα άσπρα σύννεφα του χιονιά, σιγά σιγά αποτραβιούνται... Ο ήλιος ξεπροβάλλει ζεστός και τρυφερός κανακεύοντας με τις αχτίδες του τα βουνά και τα φαράγγια. Επιτέλους ο χειμώνας περπατάει προς το τέλος. Το λευκό το νεκροσέντονο αναδιπλώνεται από τις ψηλές κορυφές, στις βαθιές κι ανήλιαγες χαράδρες. Οι ομίχλες ανεβοκατεβαίνουν από τον ουρανό σκεπάζοντας και ξεσκεπάζοντας τη γύμνια των ανθρώπων, ανάλογα τα κέφια των ανέμων...
Ανάσες ανακούφισης σε όλο το χωριό. Από ανθρώπους και ζωντανά. Τον βγάλανε και τούτο το χειμώνα. Μόνο ο γερο-Χρήστος και η Θιοφανή μείνανε στη στράτα… τους βρήκε ο Χάρος αδύναμους και τους εκμεταλλεύτηκε…
Πλησιάζουνε οι Απόκριες. Πότε ήτανε Χριστούγεννα; Σαν χτες φύγανε τα καλικατζάρια, κατεβήκανε πάλι στα έγκατα της γης να ξαναπριονίσουν το δέντρο της ζωής... Η Τσικνοπέμπτη και η Κριάτινη περνάνε στα ψιλά. Το κρέας το έχουν αποκρέψει απ’ τα Χριστούγεννα…Το Πάσχα πάλι κρέας!
Το χωριό στέκεται ευλαβικά και με θρησκευτική κατάνυξη στο Ψυχοσάββατο, το Σάββατο πριν την Κυριακή της Απόκρεω. Hμέρα των ψυχών! Ημέρα μνήμης, θύμησης και τιμής στους νεκρούς, τους περσινούς, τους φετινούς, τους αλησμονημένους. Αυτούς που είδαμε και δεν είδαμε. Τους παππούληδες, τις γιαγιάδες, τους προσπαππούληδες και τις προσγιαγιάδες, τους μικρούς και τους μεγάλους που πέθαναν μέσα κι έξω απ’ το χωριό, στα βουνά και στα λαγκάδια, στην ξενιτειά και στους πολέμους.
Οι γυναίκες και οι γιαγιάδες, την παραμονή των ψυχών, φτιά-χνουν κόλλυβα και λειτουργιές. Γεμίζουν πιάτα με τραγάλια, τα σκαλοπάτια του Αγιώρη δεξιά κι αριστερά της Ωραίας Πύλης. Κάθε πιάτο κι ένα σπιτικό, κάθε σπυρί και μια ψυχή. Δεκάδες τα πιάτα, εκατοντάδες χιλιάδες οι ψυχές. Πάκους τα ψυχοχάρτια πάνω στην Αγία Τράπεζα. Θυμιατίζει ο παππάς τα κόλλυβα και διαβάζει ονόματα, που τελειωμό δεν έχουν. Τα τραγάλια και τα πρόσφορα γεμίζουν τις κανίστρες. Σμίγουν τα κόλλυβα, ανακατεύονται κι ευφραίνονται οι ψυχές από τη κανέλα, το σουσάμι, τα καρύδια, τα γαρύφαλλα, τα κουφέτα, την άχνη και το λιβάνι από το θυμιατό του παπα-Γιώρη. Μοιράζονται στο εκκλησίασμα, στα παιδιά του δημοτικού σχολείου και σε όλο το χωριό, για το συχώριο.
Το βράδυ-βράδυ μπουλούκια μπουλούκια τα μικρά παιδιά, περιδιαβαίνουνε τα σπίτια και τραγουδάνε το ψυχούδι:
«Είδαμε δεν είδαμε, ξέρουμε δεν ξέρουμε,
τους περσινούς, τους φετινούς, τους αλησμονημένους,
τον παππούλη μου, τη γιαγιά μου, Θόσυχωρέστους
τον προσπαππούλη μου, την προσγιαγιά μου, Θόσυχωρέστους».
Οι παιδικές φωνές, γίνονται μελωδία. Την παίρνει η ηχώ και το αεράκι, την στέλνουνε στην Παναγιά και στον Αϊ-Νικόλα, την ανεβάζουν στα ψηλά βουνά, στο Τετράζι, στο Διαφόρτι, στο Μαλεβό και στην Παλιαβλάκιζα. Την παίρνουν οι αγέρηδες και την πηγαίνουνε μακριά, εκεί που χωριστήκανε οι ψυχές από τα σώματα για να χαρούν… γιατί καταλαβαίνουν ότι ζουν, όσο κάποιοι τις θυμούνται. Έπαθλο των παιδιών η μακρόστενη λαγάνα με νυχιές-κεντίδια από πάνω, βουτηγμένη στο κρασόλαδο. Τη λαγάνα τη λεν ψυχούδι, την καλοτρώνε τα παιδιά ευφραίνονται και συγχωράνε.
Απόκριες για τούτο το χωριό είναι η Κυριακή της Τυρινής. Την παραμονή οι νοικοκυρές ανασκουμπώνουν τα βελέσια, δένουν σφιχτά τα μπαρέζια στα κεφάλια και φτιάχνουν μακαρόνια. Τα ζυμώνουν στο σκαφίδι, τα πλάθουν και τα στρίβουν στα πλαστήρια και ύστερα τα απλώνουν πάνω στα κρεβάτια, στις πατωσιές για να στεγνώσουν.
Την Κυριακή το βράδυ όλη η οικογένεια μαζεύεται στο σπίτι, γύρω από το σοφρά στο χειμωνιάτικο, χάμω σταυροπόδι, δίπλα από το αναμμένο τζάκι. Τα μακαρόνια τούρλα στα εμαγιέ τα πιάτα, πασπαλισμένα με μπόλικη μυζήθρα και τσιγαρισμένα με κρεμμύδια και λίγδα απ’ την τριχέρα. Η κανάτα γεμάτη με κόκκινο κρασί απ’ το βαγένι και γυάλινα ποτήρια για τους μεγάλους.
Ο Ντίρα-Ντίρας κάνει το σταυρό του και παρακαλεί το Θεό να ευλογήσει το τραπέζι και τη φαμελιά του. Τ’ αυγά, ένα για τον καθένα, στήνονται στη στάχτη όρθια, το ένα δίπλα στο άλλο απέναντι και κοντά στα αναμμένα κούτσουρα για να ψηθούν. Η γρια-Θοδωράκαινα κάνει τους χρησμούς της στα εγγόνια.
- Γιώργο μου, το αυγό σου ίδρωσε, το βλέπεις; Καμιά αρρώστια δεν θα σε πιάσει, θα είσαι γερός ούλη τη χρονιά!
- Βγένω μου, έσκασε τ’ αυγό σου… θα σκάσουν ούλοι οι οχτροί σου!
Τα εδέσματα καταναλώνονται με βουλιμία. Στο τέλος η Θυμιά ψάχνει το μελιγκόνι(μυρμήγκι) γύρω απ’ το σοφρά, δίπλα στη φωτογωνιά, κοντά στις στάχτες, στ’ αναμμένα ξύλα.
- Νάτο! Νάτο! Το βλέπουτε; Φέτος σαν μελιγκόνια, θα είναι οι σοδιές μας!
Την Κυριακή το μεσημέρι, από το ρέμα στις Κορύτες, από του Νικόλη κι από την Κατσουλότρουπα, μπαίνουν στο χωριό μπουλούκια-μπουλούκια οι καρνάβαλοι, οι μασκαράδες και οι μπούλες. Οι τόποι μασκαρέματος, έξω από το χωριό, στα ξαμόνια για να διαφυλαχτεί το απόρρητο. Τα υλικά της μεταμφίεσης, όλα εκ των ενόντων. Οι φιγούρες γνωστές, απαράλλαχτα οι ίδιες στο πέρασμα των χρόνων. Ο γέρος και η γριά, ο γαμπρός κι η νύφη, ο κουμπάρος, ο παππάς, ο χωροφύλακας, ο γιατρός κι ο Ζήσης. Όλοι άντρες που σήμερα γίνονται παιδιά...
Ο γέρος όσο πιο ρακένδυτος, τόσο πετυχημένος. Φουσκωμένος με άχυρα στα χέρια και τα πόδια μέσα από τα παλιόρουχά του, μαύρο μαντήλι διάφανο στο πρόσωπό, με άθλια τραγιάσκα στο κεφάλι. Στη ζώνη αρμαθιές τροκάκια και κουδούνια και στα χέρια του η μαγκούρα και η μακριά χοντρή κάλτσα γεμάτη στάχτη, για να κάνει κάτασπρους όποιοι του μπαίνουν στο ρουθούνι.
Η γριά, καμπουριασμένη και κουτσή, με λαγοτόμαρο στα σκέλια, που το επιδεικνύει σε κάθε ευκαιρία σηκώνοντας το μακρύ μαύρο της φουστάνι, με γιούρντα και χοντρές κάλτσες μέχρι το γόνατο, παντόφλες και μαγκούρα. Όλα μαύρα, όλα της γιαγιάς του μασκαρεμένου, άλλοτε με τη συγκατάθεση κι άλλοτε κρυφίως απαχθέντα.
Ο γαμπρός με μαντήλι και τραγιάσκα αξιοπρεπή, τα ρούχα του ανάποδα, με τροκάκια και κουδούνια γύρω από τη μέση.
Η νύφη καλοντυμένη, με άσπρο τσεμπέρι στο κεφάλι και στο πρόσωπο, διάνινο κλαρωτό φόρεμα, κάλτσες χοντρές κάτω από το γόνατο, αρβύλες για παπούτσια, χαμηλοβλεπούσα ντροπαλή και λιγομίλητη…
Ο κουμπάρος, με την αμφίεση περίπου του γαμπρού, κρατώντας στα χέρια του τα στέφανα από κληματόβεργες, ενωμένα μεταξύ τους με χοντρό σκοινί φθαρμένο.
Ο παππάς, ψηλός με άσπρα σεντόνια και μακριά, μαξιλάρα στη μέση για τούρλα την κοιλιά, καπέλο από χαρτόνι μαυρισμένο στο λυχνάρι, γένια άσπρα από προβιά και δυο τρία κουτιά γάλα Βλάχας ενωμένα με σύρμα μεταξύ τους, για θυμιατήρι...
Ο γιατρός, καλοντυμένος με φαρδύ κουστούμι σταυρωτό, αγέρωχος, σοβαρός και περισπούδαστος… κοιτάζοντας πάντα τον ουρανό, όπως ο Ασημακόπουλος... Ρεμπούμπλα ή ψάθα του Λια-Πανώτη ή του Σωτηρη-Τζουτζούλη, δανεικιά. Δερμάτινη τσάντα στο χέρι, με μοναδικό εργαλείο το τσαγκαρόσουγλο , για τις ενέσεις στο γέρο και τη γριά, που συνέχεια αρρωσταίνουν και πέφτουν στα καλά καθούμενα, ανάσκελα στους δρόμους.
Ο χωροφύλακας, κοντός, κατσούφης, πονηρός και αυστηρός με στολή από τα σπίτια που έχουν παιδιά στη χωροφυλακή. Πηλίκιο, του γυμνασίου της Ανδρίτσαινας με την κουκουβάγια, κατεβασμένο το γείσο χαμηλά στο ύψος των ματιών κι όλο το καπέλο χωμένο ως τ’ αυτιά. Σχοινί να δένει τους παρανόμους και δεφτέρι με στυλό να γράφει τ’ αμολητά γουρούνια, τα σκυλιά και όποιο σπίτι δεν έχει αποχωρητήριο... Συλλαμβάνει όποιον του καπνίσει, ότι δηλαδή κάνουν οι αληθινοί και οσμίζεται τους απαγωγείς της νύφης και τους… αριστερούς.
Για τον Ζήση, το μασκάρεμα ελεύθερο, αρκεί να μην αναγνωρίζεται. Στα χέρια του, μεγάλο καλάθι για τα φιλοδωρήματα του μπουλουκιού. Καρύδια, τσαπέλες, αυγά, κυδώνια και πορτοκάλια. Όλα μέσα στο καλάθι που στο τέλος μοιράζονται σε όλους.
Τα μπουλούκια των μασκαράδων περιδιαβαίνουν τους δρόμους, τις γειτονιές, τα σοκάκια και τα σπίτια του χωριού, κυνηγώντας τα μικρά παιδιά που τρέχουνε ξοπίσω. Στα σπίτια, οι νοικοκυραίοι κλέβουνε τη νύφη και τη γριά και τις κρύβουν στα κατώγια. Ο γέρος τους παστώνει με τη στάχτη, ο γιατρός τους απειλεί με το τσαγκαρόσουγλο, ο χωροφύλακας προχωρά σε ανακρίσεις κι ο παππάς θυμιατίζει και προσεύχεται μεγαλόφωνα, παρακαλώντας το Θεό να φανερώσει τις γυναίκες. Μετά από πιέσεις, δεήσεις και απειλές, οι απαγωγείς επιστρέφουν τις γυναίκες.... Καθ’ οδόν, συχνάκις αρρωσταίνουν ο γέρος κι η γριά εναλλάξ, ξαπλώνονται στο χώμα ανάσκελα, φωνάζοντας βοήθεια. Ειδοποιείται αμέσως ο γιατρός, ανοίγει την τσάντα του, ψάχνει, βγάζει το κατάλληλο εργαλείο, τρυπάει τον άρρωστο στον πισινό και γίνεται περδίκι... Τρέχει κι ο παππάς και θυμιατίζει, κάνοντας κι αυτός ότι κάνει κι ο συνάδελφός του παπα-Γιώρης…
Το βράδυ-βράδυ, όλα τα μπουλούκια μαζεύονται στη Ράχη. Στο κέντρο ανάβει τρανή φωτιά και οι σάτυροι του Διόνυσου, χοροπηδούν ανάγυρα τραγουδώντας. Οι πιο τολμηροί πηδάνε κι από πάνω! Πολλοί γαμπροί, πολλές νυφάδες, πολλοί γέροι και γριές, γύρω απ’ τη φωτιά. Πολλοί γιατροί γύρω απ΄τη φωτιά. Αφού δεν έχουνε πραγματικούς, φτιάχνουν τους δικούς τους. Όλο το χωριό μαζεύεται στη Ράχη! Χορεύουν και τραγουδάνε αγκαλιά με τις μπούλες και τους μασκαράδες, με τους γιατρούς και τους παππάδες, με τους καρνάβαλους και τους Σάτυρους, του Διόνυσου και του Αγιώρη. Οι γέροι ψάχνουνε τις γριές και οι γαμπροί τις νύφες. Η Ράχη, ένα μεγάλο θέατρο με ηθοποιούς και με Χορό. Το έργο αρχαία κωμωδία! Στήνεται σατυρικός καυγάς. Τα αρσενικά χτυπιούνται για τα θηλυκά. Ξεσπούν τα ένστικτα. Τα μακαρόνια και τα κρασιά, γίνονται αίματα. Τα σωθικά στεριώνουνε, ο κόσμος ομορφαίνει! Χορεύουν και τραγουδούν τον έρωτα, τη λεβεντιά, τους πόθους και τους καημούς, τα νιάτα που φεύγουνε και χάνονται, απλά, χωρίς προστυχιές και υπονοούμενα.
«Μου παρήγγειλλε τ ’αηδόνι με το πετροχελιδόνι…».
«Ένας αητός καθότανε στον ήλιο και λιαζότανε…».
«Να ήσαν τα νιάτα δυο φορές τα γηρατειά καμία…».
Χορεύουνε και τραγουδούν στο μισοσκόταδο... στην αναλαμπή της φωτιάς, στις κάφτρες των τσιγάρων, στο φως το Αποσπερίτη… Τραγουδάν την Άνοιξη που έρχεται, την γονιμότητα της γης και τη δική τους. Κάνουν αυτά που έκαναν οι προπάτορές τους, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί, οι παππούδες και οι προσπαππούδες τους. Από την αναγέννηση της φύσης εξαρτάται η επιβίωσή τους… Από την καρποφορία των χωραφιών και τη νομή των ζωντανών, εξαρτάται η ζωή τους. Από τη Ράχη η αναγέννηση και πάει προς τις ραχούλες. Στο ρεμπένικο και την καυκαλίθρα που μοσχοβολάει το γάλα... στα χωράφια των σιταριών, που θα γεμίσουνε τ’ αμπάρια.
Όμορφο και φυσιολογικό το πάντρεμα του Διόνυσου με τον Αγιώρη. Των παγανιστικών πνευμάτων, με τις χριστιανικές ψυχές. Φυσιολογικό το προξενιό του σάτυρου, με τον καρναβαλιστή παπά. Φυσική τούτη η μετεξέλιξη...
Η νύχτα προχωράει... το κρύο τσουχτερό, η φωτιά πέφτει σιγά-σιγά... ο κόσμος αραιώνει. Σκορπίζουνε οι σάτυροι, οι μπούλες, οι μασκαράδες, οι καρνάβαλοι, οι άνθρωποι κι όλοι κρύβονται στις σπηλιές τους…
Ταχιά, Καθαρή Δευτέρα. Ούτε λάδι! Μόνο αν δε φας τίποτε, θα καταλάβεις Καθαρή Δευτέρα! Και τα παιδιά ούτε νερό! Για να βρίσκουν εύκολα τις φωλιές των άγριων πουλιών και να τηγανίζουν τους νεοσσούς στο τηγάνι με αυγά, κρυφά φυσικά από το δάσκαλο.
Τη δεκαετία του ’70 το χωριό λιγοστεύει, αρχίζει να ερημώνει. Οι κάτοικοι το εγκαταλείπουν και φεύγουν στην Αθήνα. Το καρναβάλι που έχει διασωθεί αιώνες, σβήνει «ένδοξα» μαζί με το χωριό του.
Στις μεγάλες πόλεις, οργανώνονται φαντασμαγορικές παρελάσεις, χωρίς αυθορμητισμό και καρναβαλισμό. Τα πλήθη των καρναβαλιστών χαιρετούν τις κάμερες με τις φανταχτερές στολές τους, όλα κακέκτυπα του Ρίο… Οι μπούλες, οι μασκαράδες, οι σάτυροι και ο Διόνυσος γίνονται «πορνό» και το παρακολουθούν οι άνθρωποι, από τις οθόνες τους στα σπίτια. Αυτή η μετεξέλιξη, φαίνεται αφύσικη… Τα παλιά έθιμα χάνονται. Η παγκοσμιοποίηση και η τηλεόραση έκαναν το θαύμα τους...
(Απόσπασμα από το βιβλίο « ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»).
Facebook/George Galanopoulos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου