Μια πέτρα από τον Παρθενώνα
Της Κατερίνας Σχινά
Πριν από λίγες μέρες, λέει η είδηση, έφτασε στην ελληνική πρεσβεία στη Βόννη ένα μυστηριώδες πακέτο. Δεν έφερε το όνομα ούτε τη διεύθυνση του αποστολέα κι ήταν μικρό, αλλά βαρύ. Το άνοιξαν. Και βρήκαν ένα κομμάτι μάρμαρο κι ένα ανώνυμο σημείωμα: «Αυτή η πέτρα ανήκει στην Ελλάδα», έλεγε. «Πριν από πολλά χρόνια, τη σήκωσα από το χώμα πάνω στην Ακρόπολη, στην Αθήνα και την πήρα μαζί μου. Τώρα την επιστρέφω. Γέρασα πια και οι πιθανότητες να επισκεφθώ και πάλι την Αθήνα λιγοστεύουν... Γι' αυτό, φροντίστε εσείς, παρακαλώ, να ξαναγυρίσει η πέτρα και πάλι στη θέση της, στο ναό της Αθηνάς, στον Παρθενώνα».
Ένας ιδανικός φιλέλληνας ήταν ο αποστολέας· ένας από τους τελευταίους ρομαντικούς που αναζήτησαν στα ελληνικά ερείπια την Αρκαδία τους. Και η χειρονομία του, τόσο συγκινητική μέσα στην ανώνυμη της ειλικρίνεια, ήρθε να θυμίσει πως η Ελλάδα δεν ανήκει σ' εμάς που την κατοικούμε· πως μαζί μας την μοιράζονται όσοι την τρέφουν και την κρατούν στη ζωή με τη δική τους ύλη· όσοι παραδίνονται σ' αυτό που πραγματικά είναι: μια πνευματική κατάσταση, μια cosa mentale— τίποτα, δηλαδή, το χειροπιαστό, μα όλα εκείνα που συνδέθηκαν με το ρομαντικό τύπο του ανθρώπου, που είναι ταυτόχρονα ολοκληρωτικά υπάκουος στη θεϊκή φύση, αλλά και ολοκληρωτικά ο εαυτός του, πολιτικός, δηλαδή «ελεύθερος», αδούλωτος στους θεούς, "πλούσιος σε κόσμο". Πλούσιος σε κόσμο, όπως ο άγνωστος Γερμανός φιλέλληνας.
Θα αποτελούσε κοινοτοπία αν επιχειρούσε κανείς να θυμίσει την επίδραση της ελληνορωμαϊκής φιλοσοφικής σκέψης στον σύγχρονο κόσμο, αν ανακαλούσε τους δρόμους, μέσα από τους οποίους η λογική και η μεταφυσική των Ελλήνων ενσωματώθηκαν στις πνευματικές αποσκευές του δυτικού ανθρώπου. Θα ενέδιδε, ακόμη, σ' έναν κουραστικό διδακτισμό, αν επαναλάμβανε ότι η επιρροή της ελληνικής σκέψης αποτέλεσε για τη Δύση μια διαρκή διαδικασία παιδείας, διδάσκοντας τη γλώσσα και δίνοντας τις λέξεις - όχι μονάχα ως πρακτικά εργαλεία καθημερινής χρήσης, αλλά και ως φορείς σκέψης - μυώντας στην έννοια της δημοκρατίας,υποδεικνύοντας, τέλος, ένα νέο ιδεώδες ατομικής ζωής, βιωμένης στην υψηλότερη ένταση της: τον ανθρωπισμό. Γιατί, μολονότι οι Έλληνες ενέπνευσαν και εμπνέουν, μολονότι βρίσκονται τόσο κοντά μας σαν να μάς γνέφουν, μολονότι η παρουσία τους μοιάζει να είναι ενεργητική και η συνδρομή τους εφικτή, πάντοτε μας ξεφεύγουν. Καθώς τους συναντάμε στο πλάι μας, καθώς τους πλησιάζουμε και αρχίζουμε να συνομιλούμε μαζί τους - μέσα από την τέχνη, μέσα από τα κείμενα, μέσα από την ελληνική λαλιά της γλώσσας μας - πάλι και πάλι δραπετεύουν, υποδεικνύοντας μας ότι το μόνο που μας μένει για να τους αγγίξουμε είναι η υπομονετική ανακατασκευή ενός νοητικού κόσμου - στον οποίο, αλίμονο, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να ζήσουμε όπως εκείνοι.
Πόθος του χαμένου αντικειμένου μοιάζει ο πόθος της Ελλάδας. Το ελληνικό αρχέγονο που εφηύρε ο ρομαντισμός εξέπεσε· η σύγχρονη ιστοριογραφία, από την πλευρά της, τείνει να θεωρήσει την ελληνική αρχαιότητα σαν ουδέτερο έδαφος. Αλλά, αν η αρχαία ελληνική κοινωνία είναι για τους ιστορικούς του καιρού μας απλώς μια κοινωνία ανάμεσα στις άλλες, ας επιτραπεί σ' εμάς να επιμείνουμε στον "αναχρονισμό" του ανθρωπισμού, που θέλει τον αρχαίο άνθρωπο, Άνθρωπο στην ολότητα του. Και στην ομορφιά της χειρονομίας του γέροντα φιλέλληνα που επιστρέφει το μάρμαρο στην κοιτίδα του αφού πρώτα το κράτησε κοντά του δεκαετίες, σα να' θελε να κοινωνήσει μυστικά την ουσία του πολιτισμού που το γέννησε.
Καθημερινή 26.1.1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου