έδειξε πώς «απλοί φυσιολογικοί Γερμανοί απέκτησαν προνόμια υπό το ναζιστικό καθεστώς,
χωρίς όμως να είναι "βαμμένοι" ναζί».
Συνέντευξη στον Ηλια Μαγκλινη
Το 1961, κατά τη δίκη του Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ, η Χάνα Αρεντ αποδόμησε το «ναζιστικό κτήνος», μιλώντας για τη λεγόμενη «κοινοτοπία του κακού». Σχηματικά, θα ορίζαμε αυτή την έννοια ως εξής: σε αντίθεση με το τι θέλουμε να πιστεύουμε, το κακό δεν είναι κάτι εξωπραγματικό, διαβολικό, το κακό είναι καθημερινό, ανθρώπινο. Τηρουμένων των αναλογιών, κάτι παρόμοιο θέλει να μας πει σήμερα ο Γερμανός ιστορικός και αρθρογράφος Gotz Aly με το πολυσυζητημένο βιβλίο του «Το λαϊκό κράτος του Χίτλερ». Μόνο που ο Aly δεν κινείται στη σφαίρα της φιλοσοφίας αλλά της οικονομίας. Και μιλάει για κάτι πολύ συγκεκριμένο: για το πώς το ναζιστικό καθεστώς αναδείχθηκε σε «λαϊκό κράτος» μέσα από μια πολιτική «ρουσφετιού». Οπως γράφει ο Aly, το βιβλίο του μιλάει για τη «συμβίωση λαϊκού κράτους και εγκλήματος». Οι Εθνικοσοσιαλιστές βασίστηκαν στο δόγμα της φυλετικής ανισότητας στο βαθμό που υποσχέθηκαν στον δοκιμασμένο γερμανικό λαό «μεγαλύτερη ισότητα ευκαιριών από αυτήν που υπήρχε κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας». Την υπόσχεση την έκαναν πραγματικότητα – έως ένα σημείο. Με ποιο τρόπο όμως.
Κράτος «πρόνοιας»
Κάτι ανάλογο είπε και σ’ εμάς ο Γερμανός συγγραφέας όταν του θέσαμε το ερώτημα γύρω από την αφετηρία για τη συγγραφή του «Λαϊκού κράτους του Χίτλερ». «Ηθελα να δείξω πώς απλοί, φυσιολογικοί Γερμανοί απέκτησαν προνόμια υπό το ναζιστικό καθεστώς, χωρίς όμως να είναι “βαμμένοι” ναζί. Αυτό συνέβη διότι το κράτος πρόνοιας και ειδικών προνομίων που προέκυψε, ήταν αποτέλεσμα χρημάτων και χρυσού που ανήκε σε μειονότητες που διώχθηκαν καθώς και από υποχρεωτικές συνεισφορές των υπό κατοχή χωρών. Οι άνθρωποι εύκολα διαφθείρονται. Σε εποχές κρίσης και πολέμου, δεν κάθονται να προβληματιστούν ως προς την προέλευση χρημάτων και αγαθών, τα οποία, υποτίθεται ότι είναι αποτέλεσμα φιλανθρωπίας. Ενα τόσο φρικώδες δικτατορικό καθεστώς όπως αυτό της ναζιστικής Γερμανίας δεν χρειάζεται πολλά εκατομμύρια φανατικών ναζί, απλώς, ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη και οι οποίοι σωπαίνουν όταν αισθάνονται ότι η οικονομική τους κατάσταση βελτιώνεται».
Ο φυλετικός αγώνας που έκανε το ναζιστικό κόμμα, γράφει ο Aly, «έμοιαζε να υπαινίσσεται το τέλος του ταξικού αγώνα. «Αυτό το έκανε δημοφιλές και από εκεί αντλούσε την εγκληματική του ορμή». Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα ήταν ένα, κατά κανόνα, νεανικό κόμμα (με μέσο όρο ηλικίας τα τριάντα πέντε χρόνια) και είχε απήχηση στη νεολαία της Γερμανίας. «Για την πλειοψηφία των Γερμανών, ο εθνικοσοσιαλισμός δεν σήμαινε δικτατορία, απαγόρευση λόγου και καταπίεση, αλλά ελευθερία και περιπέτεια. Εβλεπαν εκεί μια εξέλιξη του νεανικού κινήματος, ένα σωματικό και πνευματικό anti-aging πρόγραμμα». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η σχέση λαού και ηγεσίας στον εθνικοσοσιαλισμό, σφραγίστηκε από την πολιτική ρουσφετιού που ακολούθησε το καθεστώς όταν κορυφώθηκε η πολεμική προσπάθεια και οι άνθρωποί του βρέθηκαν κατακτητές σε ξένες χώρες.
Η Ελλάδα
Στο βιβλίο του, ο Aly αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην Ελλάδα, κυρίως στις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν, από οικονομικής πλευράς, προκειμένου να βρεθεί το ελληνικό κράτος να χρωστάει στη ναζιστική Γερμανία και στη συνέχεια να κλαπούν τα χρήματα και οι περιουσίες των Ελλήνων Εβραίων. Οπως αναφέρει, «σύμφωνα με τα στοιχεία του οικονομικού επιτελείου της Βέρμαχτ στην Ελλάδα, απαιτούσε το 1941 “περίπου το 40% του ελληνικού πραγματικού εισοδήματος”, ενώ ένα χρόνο αργότερα ανήλθαν “οι δαπάνες κατοχής και οι δημόσιες δαπάνες περίπου στο 90% του πραγματικού εθνικού εισοδήματος”».
Ειδικά σε ό,τι αφορά το εβραϊκό ζήτημα στην Ελλάδα του 1941 - 44, ο Aly παρουσιάζει στοιχεία για το πώς συνεργάστηκαν οι τότε ελληνικές αρχές με τον κατακτητή και πώς επίσης Ελληνες πολίτες ωφελήθηκαν από αυτή την οικονομική πολιτική του Γ΄ Ράιχ. «Η περίπτωση της Ελλάδας δεν διαφέρει από εκείνες άλλων ευρωπαϊκών χωρών: πολλοί πολιτικοί, διοικητικοί και οικονομικοί εκπρόσωποί τους συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατακτητές», μας λέει ο Aly. «Η μεγάλη εξαίρεση στην Ευρώπη ήταν το Βέλγιο και η Δανία.
Σχετικά με τη μοίρα των Ελλήνων Εβραίων, η συνεργασία των ελληνικών αρχών με τους Γερμανούς ποικίλει: άλλη ήταν η κατάσταση στην Αθήνα, άλλη στη Θεσσαλονίκη. Οι αφομοιωμένοι Εβραίοι της Αθήνας σώθηκαν στην πλειοψηφία τους, δεν συνέβη το ίδιο με τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης διότι οι εκεί ελληνικές αρχές συνεργάστηκαν στενά με τους Γερμανούς. Από κοινού εκτόπισαν περισσότερους από 40.000 Εβραίους απαλλοτριώνοντας τις περιουσίες τους. Σχεδόν κανένας δεν επέζησε».
Το κράτος δήμευσε τον χρυσό των Εβραίων
Το πιο ενδιαφέρον όμως στο βιβλίο του είναι αυτό που επισημαίνει, ότι «οι περιουσίες του εβραϊκού πληθυσμού της Ευρώπης δεν δημεύτηκαν από τους Γερμανούς αλλά από τις Αρχές της κάθε χώρας. Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης είχαν επενδύσει τα χρήματά τους κυρίως σε χρυσό, διότι φοβόντουσαν τον πληθωρισμό. Στα 1942–43, ο χρυσός αυτός δημεύτηκε από το υπουργείο Οικονομικών της Αθήνας. Κυρίως πουλήθηκε σε Ελληνες πολίτες μέσω του χρηματιστηρίου της Αθήνας. Πουλώντας τον χρυσό των Εβραίων (περίπου 46 τόνοι συνολικά) και παίρνοντας σε αντάλλαγμα δραχμές, το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών πλήρωσε σημαντικό τμήμα των κατοχικών εξόδων. Σε άλλες χώρες, δημεύτηκαν περισσότερο περιουσίες, εργοστάσια και μετοχές. Τα κέρδη χρησιμοποιήθηκαν ακριβώς όπως και στην Ελλάδα».
Στο βιβλίο, ο Aly γράφει: «Με τη σύμφωνη γνώμη των Τσιρονίκου (υπερ–υπουργού Οικονομικών που τοποθέτησαν οι ναζί) και Χατζηκυριάκου (υποδιοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδος, συνεργάτη των ναζί), Ελληνες χρηματομεσίτες πούλησαν τον κλεμμένο από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης χρυσό στο χρηματιστήριο Αθηνών. Εκεί εισέπραξαν τεράστιες ποσότητες χαρτονομισμάτων σε δραχμές, με τις οποίες η Βέρμαχτ πλήρωσε στη συνέχεια τα έξοδά της. Ετσι μπόρεσε ο πληθωρισμός για μερικούς μήνες να σταματήσει ή τουλάχιστον να συγκρατηθεί και να διατηρηθεί το επίπεδο τιμών. Με τη διαπραγμάτευση, ο χρυσός των δολοφονημένων Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατέληξε στο μεγαλύτερο μέρος του στα χέρια Ελλήνων εμπόρων και κερδοσκόπων του χρηματιστηρίου, ενώ οι Γερμανοί με τις πληρωμένες στην τιμή ημέρας δραχμές πλήρωσαν τους στρατιώτες τους».
Σιωπή
Ο Aly επιμένει σε μία ακόμα σημαντική παράμετρο: «Ουσιαστικά, η μόνη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι ότι οι δημεύσεις των περιουσιών αυτών συζητήθηκαν δημοσίως στις περισσότερες χώρες μετά το 1945. Αυτό δεν συνέβη με την περίπτωση της Ελλάδας. Αυτό έχει σημασία διότι το χρυσάφι δεν το πήραν οι ναζί αλλά Ελληνες πολίτες».
Ο Γερμανός ιστορικός και δημοσιογράφος Gotz Aly γεννήθηκε το 1947 στη Χαϊδελβέργη. Σπούδασε δημοσιογραφία, ιστορία και πολιτικές επιστήμες στο Βερολίνο. Εχει εργαστεί, μεταξύ άλλων, στις εφημερίδες Berliner Zeitung και Frankfurter Allgemeine Zeitung. Διετέλεσε επισκέπτης καθηγητής στο Fritz Bauer Institut στη Φρανκφούρτη του Μάιν. Η μελέτη του «Το Λαϊκό Κράτος του Χίτλερ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση του Νίκου Δεληβοριά.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_07/06/2009_317313
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου