Μια φορά και έναν καιρό
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Ήταν αργά το βράδυ της 19ης Ιουλίου του 1974. Στην τηλεόραση ο έγκριτος δημοσιογράφος Ανδρέας Ιωσήφ ανέλυε λεπτομερώς το γιατί η Εθνική Φρουρά αναγκάστηκε να επέμβει στην Κύπρο κατά του Μακαρίου, ότι αποκαταστάθηκε η τάξη πλήρως, και με έμφαση άρχισε να ξιφουλκεί εναντίον των Τούρκων, «που νομίζουν ότι λαμβάνει κανείς στα σοβαρά τις απειλές των!» | |||||||||
Άριστος ομιλητής, πολιτευτής ή και υπουργός της ΕΠΕΚ επί μακαρίτη Πλαστήρα, δημιουργούσαν τα λόγια του ένα αίσθημα εθνικής υπεροχής, και ήταν τόση η πολεμοχαρής έξαρσή του, που αβίαστα κατέληγες στο συμπέρασμα πως έφτασε πια η άγια ώρα να πραγματοποιηθούν τα λόγια των πατεράδων μας πως «πάλιν με χρόνια με καιρούς, πάλιν δικά μας θα ’ναι», και τώρα απλώς θα απλώσουμε εμείς το χεράκι μας και θα τα τσεπώσουμε. Και επειδή σε κάποια γωνιά της ψυχής μας πάντα φωλιάζει η ελπίδα της μεγάλης ρεβάνς, πήραμε περισσότερο επιθετική θέση στον καναπέ, έτοιμοι να λογαριαστούμε με τους Τουρκαλάδες. Εκείνες τις ηλεκτρισμένες μέρες που άρχισαν με την αναπάντεχη επιστολή του Μακάριου προς τον Γκιζίκη, με κοινοποίηση προς όποιον θυμόταν, ακούγαμε το νυκτερινό δελτίο ειδήσεων του BBC που μεταδιδόταν κάπως αργούτσικα, δηλαδή στις δώδεκα και μισή μετά τα μεσάνυχτα, με αρκετά καλή και χωρίς παράσιτα λήψη. Η ώρα δεν περνούσε, ο Ιωσήφ συνέχιζε απτόητος τον Φιλιππικό του και καθώς ήμουνα κουρασμένος είπα: «Δεν βαριέσαι, ακούω Λονδίνο το πρωί…». Έλειπε διακοπές η οικογένεια, άρα όποια ώρα γούσταρα κοιμόμουν. Ζήτησα σεμνά συγγνώμη από τον δημοσιογράφο επειδή δεν θα άκουγα τη συνέχεια της ομιλίας του, έσβησα την τηλεόραση και τράβηξα για ύπνο προφανώς επηρεασμένος, διότι είδα όνειρο πως καβάλα σ’ άσπρο άλογο εκπορθούσα την «κόκκινη μηλιά…» και τα πέριξ. Οφείλω φυσικά να δηλώσω πως εκτός ύπνου ουδέποτε θα έκανα κάτι παρόμοιο… Το πρωινό δελτίο του BBC ήταν γύρω στις έξι και μισή ή επτά παρά τέταρτο, αν θυμάμαι καλά, και η πρώτη είδηση που μετέδωσε λαχανιασμένος ο εκφωνητής, που λες και ήρθε τρεχάλα στο στούντιο για να προφτάσει να πει τα νέα, ήταν πως «πριν από το χάραμα ξεκίνησαν οι Τούρκοι απόβαση στην Κύπρο». Ήμουν ο πρώτος που έμαθε τη μεγάλη είδηση, γιατί ο άλλος που λογικά θα έπρεπε να ήταν πρώτος, ο υφυπουργός δηλαδή παρά τω πρωθυπουργώ Δημ. Καρακώστας, κοιμόταν. Όταν του τηλεφώνησε γύρω στις έξι το πρωί δημοσιογράφος και του ανέφερε περί της εισβολής ζητώντας πληροφορίες, τον αποστόμωσε θυμωμένος: «Γι’ αυτό με ξύπνησες, ΡΕ, ξημερώματα;», όπως περιγράφει στο βιβλίο του «Τα παρασκήνια της αλλαγής» ο Σταύρος Ψυχάρης. Ενώ ο κ. υφυπουργός συνέχιζε τον ύπνο του και οι μπουνταλάδες Τούρκοι πατούσαν το έδαφος της Κύπρου, χωρίς να πιω καφέ έτρεξα στο γραφείο να μεταδώσω την είδηση, δίχως να φοβηθώ πως θα τους ενοχλήσω, αφού δεν ήσαν άλλωστε υφυπουργοί. Βρήκα τον γενικό διευθυντή, Κύπριο της Διασποράς, με τη μάνα του εγκατεστημένη στην Κύπρο και με πολλές άλλες δικές του ρίζες εκεί. Ταράχτηκε και εξέφρασε την ανησυχία πως το κακό δύσκολα θα μπορούσε να αποτραπεί αφού η Κύπρος είναι δίπλα στην Τουρκία, ενώ η Ελλάδα στην άλλη άκρη. Παρόλο που διύλιζε τον κώνωπα με τη μισθοδοσία, έκανε τη γενναιόφρονα πράξη να δώσει αμέσως προκαταβολικά δύο μισθούς στο προσωπικό, που έτριβε από τη χαρά τα χέρια του, γιατί ήταν σίγουρος πως θα γινόταν πόλεμος και δεν ήθελε να μείνει κανένας υπάλληλος στον άσο. Δεν ντρέπομαι να ομολογήσω ότι ήμουν πολύ χαρούμενος. Επηρεασμένος από τους χτεσινούς παιάνες του Ιωσήφ, πίστευα πως θα τους δίναμε ένα καλό μάθημα, θα παίρναμε την πολυπόθητη ρεβάνς και δεν θα τολμούσανε πια οι Τούρκοι να κάνουνε τζιριτζάντζουλες ούτε καν στο ποδόσφαιρο. Ας μην κατηγορηθώ ως πολεμοχαρής και πολεμοκάπηλος επειδή «θα ξεκαθαρίζαμε τις διαφορές μας με τον βάρβαρο γείτονα», όπως διακήρυξε σε διάγγελμα από ραδιοφώνου με αυτές ακριβώς τις λέξεις και ο Αρχιεπίσκοπος, Μακαριστός Σεραφείμ, με τον οποίον «λόγοις» συνοδοιπορούσαμε. Και ενώ η κυβέρνηση παλινδρομούσε μεταξύ πολέμου και σωφροσύνης, εγώ δεν μπορούσα τέτοιες ώρες να παραμένω αργός: Τηλεφώνησα στο σουπερμάρκετ και έδωσα εντολή να στείλουν σπίτι τρόφιμα ικανά να ταΐσουν τρεις ταξιαρχίες σε ώρα ανάγκης. Ούτε ο σουπερμαρκετάς ήξερε τα νέα. Τον πληροφόρησα σχετικά και τον άκουσα να ωρύεται στο προσωπικό του: «Κλείστε τις πόρτες… Κλείστε τις πόρτες…» Βλαστημώντας μάλιστα τα Θεία επειδή αργοπορούσαν… Με τον πόλεμο «επί θύραις», η επόμενη υποχρέωσή μου προς την οικογένεια ήταν να πάω να τους φέρω από το Διμηνιό, όπου παραθέριζαν, πίσω στην Αθήνα, όπου λόγω αρχαιοτήτων θα ήσαν ασφαλείς, καθότι αν αποτολμούσαν οι Τούρκοι να την ισοπεδώσουν βομβαρδίζοντάς τη θα επενέβαινε αμέσως η ΟΥΝΕΣΚΟ και θα τους καταδίκαζε με ψηφίσματα συντεταγμένα σε οξύ τόνο. Η εθνική οδός από την Αλεξανδρούπολη μέχρι το ακρωτήριο Μαλέα ήταν μποτιλιαρισμένη, πράγμα που μου έδωσε την ευκαιρία να ακούω συνεχώς από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου τα διατάγματα γενικής επιστρατεύσεως, τα διαγγέλματα του πρωθυπουργού (μου διαφεύγει το όνομά του) και όλες τις άλλες θριαμβευτικές ανακοινώσεις, που καθησύχαζαν κι εμάς και τους Τούρκους πως κανένας δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από την πολεμική σύρραξη που θα άρχιζε οσονούπω… Στις επτά και πλέον ώρες που κράτησε η διαδρομή μου από την Αθήνα στο Κιάτο άκουσα, έμαθα και εμπέδωσα όσα μετέδιδε το ραδιόφωνο, αρμοδιότητας του υφυπουργού Καρακώστα που ο άκαρδος δημοσιογράφος τού διέκοψε τον ύπνο αξημέρωτα, την ώρα μάλιστα που ονειρευόταν πως ορκιζόταν υπουργός…
|
http://www.paron.gr/v3/new.php?id=68809&colid=64&dt=2011-07-24&page=2&mode=1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου