Μια φορά και έναν καιρό
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Έχουν απόλυτο δίκιο όσοι πιστεύουν και λένε πως «Τα πάντα εν σοφία εποίησεν», διότι εάν τα πράματα ήσαν διαφορετικά, εάν π.χ. το μέλλον δεν ήταν άδηλον, οι δε άνθρωποι γνώριζαν τι μέλλει γενέσθαι, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα ήσαν πιο συνετοί στις πράξεις τους, θα απέφευγαν πολλές κακοτοπιές απ' αυτές που αργότερα βρήκαν εμπρός τους και θα τους έπιανε φρίκη βλέποντας ότι οι ιδέες που αναπτύσσουν και θεωρούν ως «θέσφατα» είναι σκέτες κοτσάνες που θα διηγούνται και θα χασκογελούνε οι μεταγενέστεροι, κάνοντάς τες ως και «ποντιακά ανέκδοτα».
Mε δυο λόγια, η ζωή θα ήταν πληκτική και αδιάφορη, σκέτο τέλμα, ενώ τώρα ενεργούν ελευθέρως και αισθάνονται άτρωτοι… Για του λόγου το ασφαλές, ας πάρουμε σαν παράδειγμα τους εμπνευστές του «υπαρξισμού» και τους επιγόνους τους, οι οποίοι, εάν μπορούσαν να ξέρουν πώς θα καταντούσαν στην Ελλάδα οι βαθυστόχαστες «περί υπάρξεως» θεωρίες τους, θα απέβαλλαν κάθε φιλοσοφική διάθεση και αντί παραθέσεως σκέψεων και γνωμών, θα κυνηγούσαν και θα έκαναν συλλογές από πεταλούδες, βότανα του βουνού και του λόγγου ή, βρέχοντας τα οπίσθιά τους, θα μάζευαν περίεργα κοχύλια σε βραχώδεις ακτές. Τέτοιες συλλογές, μάλιστα, άλλες εποχές, είχαν το πλεονέκτημα πως χρησίμευαν και για δόλωμα, προκειμένου να δελεάσεις μια μανταμίτσα και να την οδηγήσεις οίκαδε, με την πρόφαση πως «θα της δείξεις τη συλλογή σου». Όχι φυσικά πως εκείνη το «μάσαγε» και δεν ήξερε τι ακριβώς θα της έδειχνες, αλλά βλέπεις τα ήθη ήσαν τότε αγνά και προκειμένου να σε επισκεφθεί, ετηρούντο τα προσχήματα με θρησκευτική ευλάβεια. Ας επανέλθομε όμως στους υπαρξιστές και ας σταθούμε σε κάποια στάδια της νεώτερης εξέλιξής τους. Ας φαντασθούμε τον κύριον Ζαν Πολ Σαρτρ, αναθεωρητή της υπαρξιστικής ιδεολογίας, να κάθεται αμέριμνος σε καφέ εις την γνωστήν περιοχήν των Παρισίων Saint Germain des Pres ή, στην απλοελληνική, στο… καρτιέ του «Αγίου Γερμανού των λειμώνων», όπου πολλά επαναστατικά (με την… ειρηνική τους έννοια) κινήματα καλλιεργούνται, και ν' αγορεύει πίνοντας γουλιά γουλιά τον εμπεριέχοντα κιχώριον (γαλλιστί σικορέ) καφέ του. Ένας τυφλός στη γωνία παίζει στο ακορντεόν τραγούδια του Brassens και της Ζιλιέτ Γκρεκό, που κάπου εκεί τριγύρω είναι τα λημέρια της, και ένα ντουμάνι καπνού από τα μπλε «caporal», τα άφιλτρα «Gauloises», κάνουν ομιχλώδη την υγρή ατμόσφαιρα. Ο Σαρτρ, αγνοώντας τι επιφυλάσσει το μέλλον, περιβάλλεται από ένα τσούρμο νεαρούς, ως επί το πλείστον φοιτητές, με αρκετούς Έλληνες ανάμεσά τους, που θα κουβαλήσουν αργότερα στην Ελλάδα τις ιδέες του μαζί με την γκομενούλα που θα παρουσιάσουν στους δικούς τους σαν αρραβωνιαστικιά, για να πάθουν οι γέροι έμφραγμα τόσο από τις ιδέες, όσο κι από τη γαλλιδούλα που τη φορτώθηκε παιδί πράμα ακόμα…
Ρητορεύει ο Σαρτρ οιστρηλατημένος από τον θαυμασμό των ακροατών του, καθώς τους αναπτύσσει την κοσμοθεωρία του, που «ταυτίζει το μη όν με την ανθρώπινη συνείδηση, πηγή μηδενισμού κάθε δοθείσης κατάστασης», χωρίς να μπορεί να φαντασθεί με τη γόνιμη φαντασία του πως η πρακτική εφαρμογή της φιλοσοφίας του περνά στα χέρια του ευπατρίδη κ. Σίμου Τσαπνίδη, κατασκευαστή τεντών από μουσαμά για την κάλυψη της καρότσας φορτηγών αυτοκινήτων και άλλων αντικειμένων, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός των ελλήνων υπαρξιστών, τοποθετήσας μάλιστα εις το άντρον του ευμέγεθες χαρτόνι με τη χειρόγραφη επιγραφή: «Γαλλία Σαρτρ / Ελλάς Σίμος» για να μη γίνει λάθος και τους μπερδέψουν μεταξύ τους τυχόν άσχετοι. Η φιλοσοφία περί υπαρξισμού του Σίμου ήταν μεγαλειώδης και συμπυκνωνόταν στο δόγμα «Κάνε ό,τι γουστάρεις, φτάνει να σοκάρεις τους άλλους» και η αλήθεια είναι ότι πολλοί σοκαρίστηκαν και χαρακτήρισαν «καραγκιοζλίκια» τα φερσίματα των οπαδών του. Ας πάρουμε όμως τα πράματα με τη σειρά:
Βρισκόμαστε στα 1953. Αρκετά χρόνια πριν αρχίσουν οι χίπηδες τα δικά τους καραγκιοζλίκια, υπήρχε στην Οδό Σαρρή, παρά την πλατεία Κουμουνδούρου, γειτονιά κατ' εξοχήν κουλτουριάρικη, μια ξύλινη ετοιμόρροπη παράγκα με πατάρι που στέγαζε το εργαστήριο και την κατοικία του Σίμου, την οποία μετέτρεψε σε ναό του υπαρξισμού. Δεξιά «τω εισερχομένω» υπήρχαν τα εργαλεία της δουλειάς του, ραπτομηχανές, μουσαμάδες, κουρέλια διάφορα και μεταχειρισμένα ανταλλακτικά από μηχανές αυτοκινήτων που κάποιοι γείτονες τον παρακάλεσαν «αν έχει την καλοσύνη να τα ακουμπήσουν για λίγο», τα παράτησαν και σκούριαζαν εκεί χάμω. Εκτός από τις προς παράδοση ή προς επισκευή τέντες, υπήρχε στο βάθος ένα πιάνο κι ένα καβαλέτο, όπου νεαρός ζωγράφος ταλαιπωρούσε τα πινέλα του. Το εντευκτήριο, ο χώρος συναντήσεων και υπαρξιακής δράσεως, ήταν στο πατάρι, όπου σκαρφάλωνες με μια κουτσή, στραβή κι ανάποδη ξύλινη φορητή σκάλα, της οποίας το ένα σκαλοπάτι προφανώς «τα έφτυσε» και στη θέση του κάρφωσαν ένα σανίδι βγαλμένο από ψαροκασέλα. Ο χώρος ήταν γεμάτος από τα πιο ετερόκλητα αντικείμενα, κρεμασμένα από το ταβάνι με σκοινιά μέχρι και με αλυσίδες. Υπήρχαν παλιά λάστιχα αυτοκινήτων, κουνουπιέρες, παρτιτούρες, φωτογραφίες, δυναμό, ρεπούμπλικες και άλλα. Τριγύρω στην αίθουσα κάθονταν πάνω σε χαμηλά σκαμπό και συζητούσαν μεταξύ τους οι παριστάμενοι, σκέτη ξυπολυταρία οι κοπέλες, που χόρευαν μέχρι και μπούκι μπούκι ξυπόλυτες, φορώντας τα λεγόμενα «ψαράδικα» πανταλόνια της μόδας. Ας σημειωθεί ότι τα πανταλόνια δεν ήταν τότε γενικευμένα σε καθημερινή χρήση και ελάχιστες αποτολμούσαν να τα φορέσουν εκτός εκδρομών. Τα αγόρια απαγγέλλανε στίχους του Πολ Ελιάρ, κι άλλοι έτρωγαν ρέγκες με… μαρμελάδα. Είχε μεγάλη πλάκα η υπόθεση, από την οποία ο σοβαρός Τύπος της εποχής «απέστρεφε τους οφθαλμούς», ο δε σοβαρότερος την κατακεραύνωνε, αλλά ο πολύς κόσμος όπου τους πετύχαινε έκανε χάζι με τις εκκεντρικότητές τους, λες και εκεί στο πατάρι που κλυδωνίζονταν ολημερίς σκαρφίζονταν ποια θα είναι η πλέον αρλουμποειδής δημόσια εμφάνισή-πρόκλησή τους. Όσο δε πιο μεγάλο ήταν το πρόγκημα στους δρόμους, τόσο πιο επιτυχής εθεωρείτο η έμπνευση… Με τον καιρό πλήθαιναν, διότι έβρισκαν οι νέοι μιαν αλλιώτικη ψυχαγωγία, που έδινε ταυτόχρονα τη δυνατότητα στους μουσικούς να συνθέτουν και να παίζουν στο πιάνο τα κομμάτια τους ενώπιον του κοινού, στους ζωγράφους να απλώνουν μπογιές στο καναβάτσο και στους ποιητές να γράφουν στίχους χωρίς κανένα –ευτυχώς– νόημα. Μέχρι που βρέθηκε στην Ελλάδα ζεύγος νεαρών Γάλλων, του ιδίου προφανώς φυράματος, που επισκέφτηκε την παράγκα και ενθουσιάστηκε. Έχοντας το πιστοποιητικό ευποιίας στο χέρι από τον… ξένο παράγοντα, ο Σίμος αποθρασύνθηκε. Αύξησε τους περιπάτους στο κέντρο με τους αλλοπρόσαλλους συνοδούς του προκαλώντας τους ορθοφρονούντες πολίτες, όπως «κάποια μέρα που 'βρεχε μονότονα» εμφανίστηκαν να κυκλοφορούν στη Σταδίου κάτω από μια τεράστια ομπρέλα ήλιου, απ' αυτές της πλαζ, και επεξέτειναν τη δραστηριότητά τους σε εκδρομές με φορτηγό, τα δε πάρτι στην παράγκα πολλαπλασιάστηκαν με τις νεαρές υπαρξίστριες να πρωτοστατούν.
Mε δυο λόγια, η ζωή θα ήταν πληκτική και αδιάφορη, σκέτο τέλμα, ενώ τώρα ενεργούν ελευθέρως και αισθάνονται άτρωτοι… Για του λόγου το ασφαλές, ας πάρουμε σαν παράδειγμα τους εμπνευστές του «υπαρξισμού» και τους επιγόνους τους, οι οποίοι, εάν μπορούσαν να ξέρουν πώς θα καταντούσαν στην Ελλάδα οι βαθυστόχαστες «περί υπάρξεως» θεωρίες τους, θα απέβαλλαν κάθε φιλοσοφική διάθεση και αντί παραθέσεως σκέψεων και γνωμών, θα κυνηγούσαν και θα έκαναν συλλογές από πεταλούδες, βότανα του βουνού και του λόγγου ή, βρέχοντας τα οπίσθιά τους, θα μάζευαν περίεργα κοχύλια σε βραχώδεις ακτές. Τέτοιες συλλογές, μάλιστα, άλλες εποχές, είχαν το πλεονέκτημα πως χρησίμευαν και για δόλωμα, προκειμένου να δελεάσεις μια μανταμίτσα και να την οδηγήσεις οίκαδε, με την πρόφαση πως «θα της δείξεις τη συλλογή σου». Όχι φυσικά πως εκείνη το «μάσαγε» και δεν ήξερε τι ακριβώς θα της έδειχνες, αλλά βλέπεις τα ήθη ήσαν τότε αγνά και προκειμένου να σε επισκεφθεί, ετηρούντο τα προσχήματα με θρησκευτική ευλάβεια. Ας επανέλθομε όμως στους υπαρξιστές και ας σταθούμε σε κάποια στάδια της νεώτερης εξέλιξής τους. Ας φαντασθούμε τον κύριον Ζαν Πολ Σαρτρ, αναθεωρητή της υπαρξιστικής ιδεολογίας, να κάθεται αμέριμνος σε καφέ εις την γνωστήν περιοχήν των Παρισίων Saint Germain des Pres ή, στην απλοελληνική, στο… καρτιέ του «Αγίου Γερμανού των λειμώνων», όπου πολλά επαναστατικά (με την… ειρηνική τους έννοια) κινήματα καλλιεργούνται, και ν' αγορεύει πίνοντας γουλιά γουλιά τον εμπεριέχοντα κιχώριον (γαλλιστί σικορέ) καφέ του. Ένας τυφλός στη γωνία παίζει στο ακορντεόν τραγούδια του Brassens και της Ζιλιέτ Γκρεκό, που κάπου εκεί τριγύρω είναι τα λημέρια της, και ένα ντουμάνι καπνού από τα μπλε «caporal», τα άφιλτρα «Gauloises», κάνουν ομιχλώδη την υγρή ατμόσφαιρα. Ο Σαρτρ, αγνοώντας τι επιφυλάσσει το μέλλον, περιβάλλεται από ένα τσούρμο νεαρούς, ως επί το πλείστον φοιτητές, με αρκετούς Έλληνες ανάμεσά τους, που θα κουβαλήσουν αργότερα στην Ελλάδα τις ιδέες του μαζί με την γκομενούλα που θα παρουσιάσουν στους δικούς τους σαν αρραβωνιαστικιά, για να πάθουν οι γέροι έμφραγμα τόσο από τις ιδέες, όσο κι από τη γαλλιδούλα που τη φορτώθηκε παιδί πράμα ακόμα…
Ρητορεύει ο Σαρτρ οιστρηλατημένος από τον θαυμασμό των ακροατών του, καθώς τους αναπτύσσει την κοσμοθεωρία του, που «ταυτίζει το μη όν με την ανθρώπινη συνείδηση, πηγή μηδενισμού κάθε δοθείσης κατάστασης», χωρίς να μπορεί να φαντασθεί με τη γόνιμη φαντασία του πως η πρακτική εφαρμογή της φιλοσοφίας του περνά στα χέρια του ευπατρίδη κ. Σίμου Τσαπνίδη, κατασκευαστή τεντών από μουσαμά για την κάλυψη της καρότσας φορτηγών αυτοκινήτων και άλλων αντικειμένων, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός των ελλήνων υπαρξιστών, τοποθετήσας μάλιστα εις το άντρον του ευμέγεθες χαρτόνι με τη χειρόγραφη επιγραφή: «Γαλλία Σαρτρ / Ελλάς Σίμος» για να μη γίνει λάθος και τους μπερδέψουν μεταξύ τους τυχόν άσχετοι. Η φιλοσοφία περί υπαρξισμού του Σίμου ήταν μεγαλειώδης και συμπυκνωνόταν στο δόγμα «Κάνε ό,τι γουστάρεις, φτάνει να σοκάρεις τους άλλους» και η αλήθεια είναι ότι πολλοί σοκαρίστηκαν και χαρακτήρισαν «καραγκιοζλίκια» τα φερσίματα των οπαδών του. Ας πάρουμε όμως τα πράματα με τη σειρά:
Βρισκόμαστε στα 1953. Αρκετά χρόνια πριν αρχίσουν οι χίπηδες τα δικά τους καραγκιοζλίκια, υπήρχε στην Οδό Σαρρή, παρά την πλατεία Κουμουνδούρου, γειτονιά κατ' εξοχήν κουλτουριάρικη, μια ξύλινη ετοιμόρροπη παράγκα με πατάρι που στέγαζε το εργαστήριο και την κατοικία του Σίμου, την οποία μετέτρεψε σε ναό του υπαρξισμού. Δεξιά «τω εισερχομένω» υπήρχαν τα εργαλεία της δουλειάς του, ραπτομηχανές, μουσαμάδες, κουρέλια διάφορα και μεταχειρισμένα ανταλλακτικά από μηχανές αυτοκινήτων που κάποιοι γείτονες τον παρακάλεσαν «αν έχει την καλοσύνη να τα ακουμπήσουν για λίγο», τα παράτησαν και σκούριαζαν εκεί χάμω. Εκτός από τις προς παράδοση ή προς επισκευή τέντες, υπήρχε στο βάθος ένα πιάνο κι ένα καβαλέτο, όπου νεαρός ζωγράφος ταλαιπωρούσε τα πινέλα του. Το εντευκτήριο, ο χώρος συναντήσεων και υπαρξιακής δράσεως, ήταν στο πατάρι, όπου σκαρφάλωνες με μια κουτσή, στραβή κι ανάποδη ξύλινη φορητή σκάλα, της οποίας το ένα σκαλοπάτι προφανώς «τα έφτυσε» και στη θέση του κάρφωσαν ένα σανίδι βγαλμένο από ψαροκασέλα. Ο χώρος ήταν γεμάτος από τα πιο ετερόκλητα αντικείμενα, κρεμασμένα από το ταβάνι με σκοινιά μέχρι και με αλυσίδες. Υπήρχαν παλιά λάστιχα αυτοκινήτων, κουνουπιέρες, παρτιτούρες, φωτογραφίες, δυναμό, ρεπούμπλικες και άλλα. Τριγύρω στην αίθουσα κάθονταν πάνω σε χαμηλά σκαμπό και συζητούσαν μεταξύ τους οι παριστάμενοι, σκέτη ξυπολυταρία οι κοπέλες, που χόρευαν μέχρι και μπούκι μπούκι ξυπόλυτες, φορώντας τα λεγόμενα «ψαράδικα» πανταλόνια της μόδας. Ας σημειωθεί ότι τα πανταλόνια δεν ήταν τότε γενικευμένα σε καθημερινή χρήση και ελάχιστες αποτολμούσαν να τα φορέσουν εκτός εκδρομών. Τα αγόρια απαγγέλλανε στίχους του Πολ Ελιάρ, κι άλλοι έτρωγαν ρέγκες με… μαρμελάδα. Είχε μεγάλη πλάκα η υπόθεση, από την οποία ο σοβαρός Τύπος της εποχής «απέστρεφε τους οφθαλμούς», ο δε σοβαρότερος την κατακεραύνωνε, αλλά ο πολύς κόσμος όπου τους πετύχαινε έκανε χάζι με τις εκκεντρικότητές τους, λες και εκεί στο πατάρι που κλυδωνίζονταν ολημερίς σκαρφίζονταν ποια θα είναι η πλέον αρλουμποειδής δημόσια εμφάνισή-πρόκλησή τους. Όσο δε πιο μεγάλο ήταν το πρόγκημα στους δρόμους, τόσο πιο επιτυχής εθεωρείτο η έμπνευση… Με τον καιρό πλήθαιναν, διότι έβρισκαν οι νέοι μιαν αλλιώτικη ψυχαγωγία, που έδινε ταυτόχρονα τη δυνατότητα στους μουσικούς να συνθέτουν και να παίζουν στο πιάνο τα κομμάτια τους ενώπιον του κοινού, στους ζωγράφους να απλώνουν μπογιές στο καναβάτσο και στους ποιητές να γράφουν στίχους χωρίς κανένα –ευτυχώς– νόημα. Μέχρι που βρέθηκε στην Ελλάδα ζεύγος νεαρών Γάλλων, του ιδίου προφανώς φυράματος, που επισκέφτηκε την παράγκα και ενθουσιάστηκε. Έχοντας το πιστοποιητικό ευποιίας στο χέρι από τον… ξένο παράγοντα, ο Σίμος αποθρασύνθηκε. Αύξησε τους περιπάτους στο κέντρο με τους αλλοπρόσαλλους συνοδούς του προκαλώντας τους ορθοφρονούντες πολίτες, όπως «κάποια μέρα που 'βρεχε μονότονα» εμφανίστηκαν να κυκλοφορούν στη Σταδίου κάτω από μια τεράστια ομπρέλα ήλιου, απ' αυτές της πλαζ, και επεξέτειναν τη δραστηριότητά τους σε εκδρομές με φορτηγό, τα δε πάρτι στην παράγκα πολλαπλασιάστηκαν με τις νεαρές υπαρξίστριες να πρωτοστατούν.
Η Πλατεία Κουμουνδούρου ήταν τότε… στρατοκρατούμενη περιοχή, διότι εκεί είχαν την αφετηρία τους οι συγκοινωνίες προς το Δαφνί, το Χαϊδάρι, το Δάσος κ.λπ., όπου ήσαν τα στρατόπεδα ΚΕΒΟΠ και ΚΕΔ. Όλη φυσικά η φανταρία, βγαίνοντας με άδεια το απόγευμα, περνούσε και μπροστά από την παράγκα, έβλεπε τους υπαρξιστές και τις χαριτόβρυτες υπάρξεις, και μερικοί αποτόλμησαν να πατήσουν την ξύλινη σκάλα και ν' αναρριχηθούν στο πατάρι, όπως π.χ. εγώ, ο φαντάρος. Δυστυχώς την εν υπαρξισμώ σταδιοδρομία μας διέκοψε βιαίως μια επιδρομή περιπόλου της ΕΣΑ…
Η παράγκα σήμερα είναι βενζινάδικο και μοντέρνο πάρκινγκ αυτοκινήτων…
Η παράγκα σήμερα είναι βενζινάδικο και μοντέρνο πάρκινγκ αυτοκινήτων…
Πηγή:
http://www.paron.gr/v3/new.php?id=68224&colid=64&dt=2011-07-03%200:0:0&page=2&mode=1&page=1&mode=1
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ '60s
Υπόμνημα:
Η Παράγκα - Σίμος ο Υπαρξιστής
Η Παράγκα ήταν υπόθεση των '50s, τη δεκαετία του '60.
O Σίμος γύρναγε την Ευρώπη μόνος του, δουλεύοντας όπου έβρισκε μεροκάματο, ζώντας σε άθλιες συνθήκες. Η Παράγκα ήταν βασικά ένα ξύλινο διώροφο, στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο πέτρινα κτίρια-βιοτεχνίες στην οδό Σαρρή, όπου μαζεύονταν αγόρια και κορίτσια απ' τις γύρω γειτονιές, οι περισσότεροι λαϊκοί άνθρωποι, απάγγελλαν ποιήματα που είχαν γράψει, χόρευαν και συζητούσαν περί Υπαρξισμού. Από μια στενή σκάλα ανέβαινες σε ένα σουρεαλιστικό σκηνικό με ραπτομηχανές, καθίσματα αυτοκινήτων, μοτέρ και μουσαμάδες, ξύλινους τοίχους γεμάτους αποκόμματα εφημερίδων, σκιτσάκια του καθενός και φωτογραφίες, ένα φύρδην-μίγδην. Ο Σίμος φοβόταν τις γάτες... Κάποια φορά ένα γατάκι ανέβηκε στην Παράγκα και φώναζε «βγάλτε το έξω!». Απορήσαμε και τον ρώτησα «Σίμο, γιατί;». «Ρε αγαθέ», μου είπε, «το ξέρεις ότι οι γάτες είναι απόγονοι των τίγρεων;».
Θυμάμαι κάποια φορά που ένας θαμώνας ήρθε με έναν δημοσιογράφο, τον συστήνει στον Σίμο κι αυτός του λέει «τα αισθήματα του φίλου μας τα ξέρουμε και από το μέλλον». Έλεγε συνέχεια τέτοια ο Σίμος. Ήταν ο ομορφότερος, αλλά και ανοιχτός σε νέες ιδέες. Επίσης, ήταν για λίγο ηθοποιός του σινεμά. Είχε παίξει τον Μαρίνο Κοντάρ, έναν Κρητικό επαναστάτη, τον σωματέμπορα...
Η Παράγκα έκλεισε το τέλος της δεκαετίας του '50 που έφυγε ο Σίμος για την Ευρώπη (την έκλεισε η αστυνομία, έγιναν παράπονα από γονείς για κοπέλες που πέρναγαν την ώρα τους εκεί, κορίτσια 16 με 18, το πολύ 20), αλλά ο χώρος συνέχισε να υπάρχει ως άσυλο για τους backpackers που έρχονταν στην Αθήνα.
Ο Σίμος έγραφε συνέχεια, κατέγραφε τα πάντα. Μια φορά τρώγαμε σε ένα μικρό εστιατόριο κοντά στο Odeon στο Παρίσι και τον βλέπω στην αντανάκλαση στην τζαμαρία να αντιγράφει όσα έλεγε το μενού! Τράβαγε και συνέχεια φωτογραφίες. Πολλές φωτογραφίες, χιλιάδες. Κάποια φορά ο Κούνδουρος, που τον είχε δει να βγάζει φωτογραφίες σε μια αντιδικτατορική συγκέντρωση, φώναζε «βγάλτε τον έξω, ποιος είναι αυτός;». Τον είχε περάσει για σπιούνο. Όταν πέθανε, βρέθηκαν χιλιάδες φιλμ που δεν είχε ποτέ εμφανίσει...
Κάτι πρέπει να έμεινε από τα '60s, όχι μόνο σε μας που τα ζήσαμε, αλλά γενικά στον κόσμο. Όσα τρελά έγιναν όμως το σύστημα βρήκε ευκαιρία να τα κοροϊδέψει και να πει «τι ξεφτίλα ήταν αυτή», κι έτσι τα καλά τους σημεία έσβησαν. Στα μυαλά μένει η αντίσταση, η προσπάθεια για καλυτέρευση της φύσης και των ανθρώπων. Τα ναρκωτικά ήταν αυτά που τα χάλασαν όλα. Πολλοί πέρασαν σε αυτά και στον χιπισμό και έτσι βρήκαν ευκαιρία να τους αγοράσουν, να γίνουν έμποροι. Άρχισαν έτσι να ξεφτίζουν και να διαλύονται οι παρέες, πολλοί έφυγαν έξω. Τα πρώτα πέντε χρόνια ήταν όλα καλά, αλητείες με παρέες, rock 'n' roll, άντε και καμιά μαριχουάνα, μετά όμως το '65, που αρχίζουν οι πολιτικές ανωμαλίες και φτάνουμε στο τέρμα, διαλύθηκαν όλα. Πέφτει ένα γκριζάρισμα, άρχισαν τα κυνηγητά. Τις παρέες μου και μένα δεν μας κυνηγούσε κανείς, αλλά το '67 έφυγα έξω και κάπου εκεί ήταν το τέλος για τα ελληνικά '60s.
Πηγή:
http://www.lifo.gr/mag/features/1897
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου