Ο Απρίλιος στη νεοελληνική ποίηση
Του Χριστόφορου Μηλιώνη
ΚΑΤΑ τον Άγγλο ποιητή του Μεσοπολέμου Τ. S. Eliot,
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ' την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της Άνοιξης ρίζες οκνές.
Μες απ' την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της Άνοιξης ρίζες οκνές.
Στίχοι πραγματικά μιας... Έρημης Χώρας, που περιμένει τον Απρίλη και τις βροχές του για να γεννήσει τις πασχαλιές και να κάνει τις, οκνές ακόμα. απ' το χειμώνα, ρίζες να σαλέψουν. Στίχοι, θα έλεγα, που πιο πολύ σε κατεβάζουν κάτω απ' το χώμα, παρά που σου δείχνουν το θαύμα της ανάστασης. Κι ωστόσο, από τον καιρό που τους μετέφερε ο Γιώργος Σεφέρης, το 1936, στη γλώσσα μας, έχουν γίνει κοινόχρηστοι και πολλοί είναι οι νεότεροι ποιητές μας που μας παραπέμπουν σ' αυτούς. Κι ας θριαμβεύει σ' εμάς εδώ η Άνοιξη, αυτόν το μήνα, μ' όλες τις δυνάμεις της, όπως βεβαιώνει ο Σολωμός:
Εστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκεία της ώρα,
και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές
καιμόσκους
ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιγοθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Εξ' αναβρύζει κι η ζωή σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο,
ακίνητ' όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ' ώς τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
που 'χ'ενωδιάσει τσ' ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
- «Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες;»
- «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του!»
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκεία της ώρα,
και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές
καιμόσκους
ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιγοθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Εξ' αναβρύζει κι η ζωή σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο,
ακίνητ' όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ' ώς τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
που 'χ'ενωδιάσει τσ' ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
- «Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες;»
- «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του!»
Διονυσίου Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι,
Γ Σχεδίασμα, VI.
Γ Σχεδίασμα, VI.
Η ενότητα αυτή από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους είναι ίσως η κορυφαία ποιητική δημιουργία, στη γλώσσα μας, που εξυμνεί την Άνοιξη –στη φυσική και στη μεταφυσική της διάσταση. Κι εδώ ο θάνατος υπολανθάνει, όχι όμως σαν κατάσταση, αλλά σαν παρουσία που ενεδρεύει και βάζει σε δοκιμασία την ηθική ελευθερία των πολιορκημένων του Μεσολογγίου.
Πρόκειται ουσιαστικά για τη δραματική σύγκρουση ανάμεσα στον πόθο για ζωή και στο φάσμα του θανάτου που συχνά συνεπάγεται η προσήλωση στο ηθικό χρέος. Η ποιητική ανάπτυξη του θέματος από τον ποιητή διασώθηκε και σε άλλη παραλλαγή, που αξίζει να την ξαναθυμηθούμε:
Ο Απρίλης με τον Ερώτα χορεύουν και γελούνε,
Κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί το σ'άρματα
σε κλειούνε
Λευκό βουνάκι' πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθάσε μ' ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο.
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει.
Οποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Τρέμ' η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
Κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί το σ'άρματα
σε κλειούνε
Λευκό βουνάκι' πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθάσε μ' ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο.
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει.
Οποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Τρέμ' η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
Ο,π., Β’ Σχεδίασμα, 2.
Στο παραπάνω «απόσπασμα» από το Β’ Σχεδίασμα είναι ρητή η αναφορά στο θέμα του θανάτου. Αλλά φαίνεται πως ο ποιητής στη συνέχεια θέλησε να κάνει πιο αισθητή τη ζωή που σφύζει και επομένως πιο δραματική την αναίρεση της:
«Το Μεσολόγγι -σχολιάζει ο φίλος του ποιητή Ιάκωβος Πολυλάς- έπεσε την Ανοιξη. Ο ποιητής παρασταίνει τη Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ' άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάσει τους πολιορκημένους. Ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:
Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ' όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλει την ανθρώπινη ψυχή θάλασσα, γη ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της...»¨
Πρόκειται για μια επέκταση σε ηθικό επίπεδο της υπαρξιακής διαμαρτυρίας, που η δημοτική ποίηση εξέφρασε με το πασίγνωστο και επιγραμματικό δίστιχο για τον θάνατο του Διάκου:3
Για δες καιρό που διάλεξεν ο Χάρος να με πάρει,
τώρα που ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γη χορτάρι
τώρα που ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γη χορτάρι
και που ο Κώστας Καρυωτάκης ανέπτυξε με τον δικό του ποιητικό τρόπο, στο ποίημα «Διάκος», το πρώτο της Ηρωικής Τριλογίας του:
Μέρα του Απρίλη,
γεμάτη θάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομιλεί.
Εκελαδούσαν
πουλιά πετώντας
όλο πιο πάνω.
Τ' άνθη ευωδούσαν.
Κι είπε απορώντας:
«Πώς να πεθάνω;»
γεμάτη θάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομιλεί.
Εκελαδούσαν
πουλιά πετώντας
όλο πιο πάνω.
Τ' άνθη ευωδούσαν.
Κι είπε απορώντας:
«Πώς να πεθάνω;»
Ελεγεία και Σάτιρες, 1920.
Απαντα, τ. Α΄ επιμ. Γ. Π. Σαββίδης.
Απαντα, τ. Α΄ επιμ. Γ. Π. Σαββίδης.
Τελικά, εκείνο που θέλω να πω είναι ότι παρά τη συνύπαρξη, και στους στίχους του Έλιοτ, των δύο μοτίβων, της Άνοιξης (δηλαδή της αναγέννησης της ζωής) και του θανάτου, αυτή η τραγική διάσταση που περιέχει ο θρίαμβος της Άνοιξης και που τη συναντούμε στην ελληνική ποίηση απουσιάζει από τους στίχους του Έλιοτ.
Να πούμε ότι πρόκειται για μια αντίληψη γνήσια ελληνική, που την υπαγόρευσε η ελληνική φύση; Αυτό βεβαιώνουν όχι μόνο τα κείμενα, αλλά και οι αρχαίες ελληνικές λατρείες και οι σχετικοί μύθοι, που συνοψίστηκαν τελικά σας τελετουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας, των Παθών και της Ανάστασης (του Χριστού, αλλά και του Λαζάρου), και η ιδιαίτερη έκφραση που αυτές βρίσκουν κατά τους λαϊκούς εορτασμούς. Και βέβαια η ποίηση πάλι είναι που αποδίδει βαθύτερα το περιεχόμενο τους. Και πρώτα πρώτα η βυζαντινή ποίηση των Ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα, με τα
Ω γλυκύ μον έαρ,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
πού έδυ σου το κάλλος!
γλυκύτατόν μου τέκνον,
πού έδυ σου το κάλλος!
Και:
Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί Πάσχα Κυρίου, Πάσχα!
Αλλά και η νεότερη, όταν αναφέρεται σ' αυτές τις μέρες. Να ξεκινήσουμε πάλι από τον Σολωμό, με το
Η ημέρα της Λαμπρής
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
Της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
Σύγνεφο καταχνιά δεν απερνούσε
Τ ουρανού σε κανένα από τα μέρη.
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
Τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ αέρι,
Που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
Όλοι, μικροί μεγάλοι ετοιμαστήτε,
Μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
Με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε.
Ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
Ομπροστά στους Αγίους και φίληθήτε,
Φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,
Πέστε Χριστός Α ν έ στ η εχθροί
και φίλοι.
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
Και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες.
Γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφισμένες εικόνες,
ψάλλουνε οι ψαλτάδες.
Λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
Από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες.
Κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' αγιοκέρι
Όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
Της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
Σύγνεφο καταχνιά δεν απερνούσε
Τ ουρανού σε κανένα από τα μέρη.
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
Τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ αέρι,
Που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
Όλοι, μικροί μεγάλοι ετοιμαστήτε,
Μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
Με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε.
Ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
Ομπροστά στους Αγίους και φίληθήτε,
Φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,
Πέστε Χριστός Α ν έ στ η εχθροί
και φίλοι.
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
Και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες.
Γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφισμένες εικόνες,
ψάλλουνε οι ψαλτάδες.
Λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
Από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες.
Κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' αγιοκέρι
Όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.
Διονυσίου Σολωμού, Ο Λάμπρος, 21.
Όσο για τους προχριστιανικούς συσχετισμούς, χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του Αγγέλου Σικελιανού Στ' Οσίου Λουκά το μοναστήρι, που, επιπλέον, μεταφέρει το θέμα του θανάτου και της ανάστασης από τη Φύση και τους Θεούς στη ζωή και τα πάθη των κοινών ανθρώπων, αλλά και αποδίδει θαυμάσια το κλίμα των ημερών:
Στ' Οσιου Λουκά το μοναστήρι
Στ' Οσιου Λουκά το μοναστήρι, απ' όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζεύτηκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώς με του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρύπνησαν,
ποια να στοχαστή - έτσι γλυκά θρηνούσαν!-
πως, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Αδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος,
στα ρόδα μέσα, κι ο Επιτάφιος Θρήνος,
κι οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ' του ναού τη θύρα αναφτερώναν
το νου τους στης ανάστασης το θάμα,
και τον Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!...
Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π' απ' την Αγια Πύλη το ένα κερί
επροσάναψε όλα τ' άλλα ώς κάτου,
κι απ'τ' Αγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ως με την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατρίχιαξαν π' άκουσαν στη μέση
απ' τα «Χριστός Ανέστη»» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!...»
Και να! ο λεβέντης τον χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο- και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοίταζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι τον κοίταζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ' αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πια μέσα!...
Και τότε -μάρτυρας μου να 'ναι ο στίχος
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-
απ' το στασίδι που 'μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ' το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν' αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
- έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -
και να σύρει απ' τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου... Βαγγέλη!»
Κι ακόμα - μάρτυρας μου να 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζεύτηκαν από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μού σκέπασε τα μάτια!...
Στ' Οσιου Λουκά το μοναστήρι, απ' όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζεύτηκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώς με του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρύπνησαν,
ποια να στοχαστή - έτσι γλυκά θρηνούσαν!-
πως, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Αδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος,
στα ρόδα μέσα, κι ο Επιτάφιος Θρήνος,
κι οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ' του ναού τη θύρα αναφτερώναν
το νου τους στης ανάστασης το θάμα,
και τον Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!...
Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π' απ' την Αγια Πύλη το ένα κερί
επροσάναψε όλα τ' άλλα ώς κάτου,
κι απ'τ' Αγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ως με την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατρίχιαξαν π' άκουσαν στη μέση
απ' τα «Χριστός Ανέστη»» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!...»
Και να! ο λεβέντης τον χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο- και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοίταζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι τον κοίταζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ' αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πια μέσα!...
Και τότε -μάρτυρας μου να 'ναι ο στίχος
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-
απ' το στασίδι που 'μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ' το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν' αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
- έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -
και να σύρει απ' τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου... Βαγγέλη!»
Κι ακόμα - μάρτυρας μου να 'ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζεύτηκαν από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μού σκέπασε τα μάτια!...
Αγγέλου Σικελιανού, Ιερά Οδός.
Αντίδωρο, 1943.
Αντίδωρο, 1943.
Αν στα παραπάνω παραδείγματα ο άνθρωπος αισθάνεται την Άνοιξη σαν θρίαμβο της ζωής, να που η ποιητική ευαισθησία ακολουθεί κι έναν αντίστροφο δρόμο, που οδηγεί, ωστόσο, πάλι στη συμφιλίωση με την ιδέα του θανάτου. Πρόκειται για το ποίημα ενός ένδοξου, άλλοτε, ποιητή που σήμερα μάλλον έχει περάσει στο περιθώριο (κι ίσως να μην είναι ανεύθυνος γι αυτό ο Καβάφης, που κάποτε ειρωνεύτηκε τη λεξιθηρία του: τα τρίκλωνα, τα ξέκλωνα). Πάντως εμείς, χωρίς φιλολογικές προκαταλήψεις, ξαναθυμίζουμε το σονέτο του Γιάννη Γρυπάρη
Θάνατος
Καλώς ναρθεί σαν έρθ' η στερνή ώρα
τα μάτια μου για πάντα να μου κλείσει,
κι όποτε νάνοι, ή τώρα ή και ν' αργήσει,
φτάνει να μην έρθει σαν αγρία μπόρα.
Άνοιξη βέβαια να ' ναι, σαν και τώρα
κι ακόμα, μια γλυκιά, γλυκούλα δύση
Μ έτσι να πάρει μια αύρα να φυσήσει
και να πέσει η ψυχούλα η λευκοφόρα
σαν άνθι της μηλιάς- κι όπου το βγάλει
η αγνή νεροσυρμή που ρέει αγάλι
σε δεντρόκηπους μέσα και βραγιές
κι όπου το πάει κι όπου στερνά μείνει,
απ' τις παλιές μονάχα τις φωνές
ν' ακούει το Χαίρε που θα κλαίει η κρήνη.
Καλώς ναρθεί σαν έρθ' η στερνή ώρα
τα μάτια μου για πάντα να μου κλείσει,
κι όποτε νάνοι, ή τώρα ή και ν' αργήσει,
φτάνει να μην έρθει σαν αγρία μπόρα.
Άνοιξη βέβαια να ' ναι, σαν και τώρα
κι ακόμα, μια γλυκιά, γλυκούλα δύση
Μ έτσι να πάρει μια αύρα να φυσήσει
και να πέσει η ψυχούλα η λευκοφόρα
σαν άνθι της μηλιάς- κι όπου το βγάλει
η αγνή νεροσυρμή που ρέει αγάλι
σε δεντρόκηπους μέσα και βραγιές
κι όπου το πάει κι όπου στερνά μείνει,
απ' τις παλιές μονάχα τις φωνές
ν' ακούει το Χαίρε που θα κλαίει η κρήνη.
Γιάννη Γρυπάρη, Σκαραβαίοι και τερρακόττες.
Τα ποιητικά δείγματα που παραθέσαμε πιο πάνω συμβαίνει να ανήκουν και στις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ελληνικής ποίησης. Αφήνουμε φυσικά, πολλά άλλα έξω, όπως το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984) του Ελύτη, όπου ο Απρίλης είναι πραγματικά... αθέατος, ή ποιήματα που αναφέρονται γενικά στην Άνοιξη, χωρίς να προσδιορίζεται ο μήνας για τον οποίο μιλάμε. Να απολογηθούμε και για την επιμονή μας στη λεγόμενη «παραδοσιακή» ποίηση; Πρώτα πρώτα, θέλω να τονίσω ότι τέτοιοι διαχωρισμοί ανήκουν στον κύκλο των φιλολογικών προκαταλήψεων και δεν έχουν σχέση με την ποιητική δημιουργία αλλά με τους φανατισμούς των πρωτόπειρων. Αλλά και κάτι άλλο: αυτή η βαθιά αίσθηση των φυσικών φαινομένων έχει ατονήσει στις «αστικές» και άχρωμες συνθήκες μέσα στις οποίες κυλάει η ζωή στη μεγάλη πόλη. Ακόμα και οι εποχές έχουν πια ισοπεδωθεί. Και φυσικά δεν ευθύνονται οι ποιητές γι' αυτό.
Και η πεζογραφία; Ο Στρατής Τσίρκας πολύ νωρίς δανείστηκε για τίτλο μιας συλλογής διηγημάτων του τον πρώτο στίχο της Έρημης Χώρας του Έλιοτ, όπου, για δικούς του λόγους βέβαια, υπερθεματίζει: Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός (Αλεξάνδρεια 1947). Απρίλη ωστόσο στα διηγήματα του δεν συναντήσαμε. Υπάρχει ακόμη και ο Απρίλης, διηγήματα του Αγγέλου Τερζάκη (1946). Αλλά κάπου εδώ πρέπει να τελειώσουμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κοπάδι.
2. Στις 10 Απριλίου 1826.
3. Στις 23 Απριλίου 1821
Πηγή:
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ - Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΤΟΜΟΣ ΜΗ - ΟΙ 12 ΜΗΝΕΣ - ΑΝΟΙΞΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου